Το Black Mirror επανήλθε στις καλές του, πολύ καλές του στιγμές. Μετά την μεταπήδησή του από την ομιχλώδη μοναδικότητα του Channel 4 στην διαφάνεια του Netflix, και χάνοντας κάπως την ορμητικότητά του στον τρίτο κύκλο επεισοδίων, ο Charlie Brooker ανακάμπτει και σου σφυροκοπά το μυαλό με τις αρρωστημένες ιδέες του.

Αν ξεπεράσεις το 1ο από τα 6 επεισόδια, που είναι απλά διασκεδαστικό, έπειτα ξεκινά ένας καταιγισμός απελπισίας για το νέο κόσμο που ανοίχτηκε, ανοίγεται ή ενδέχεται να ανοιχτεί εμπρός μας. Ένας ψυχολογικός τρόμος σε πλησιάζει ύπουλα, έτσι όπως σου καρφώνουν στον κρόταφο μια βελόνα τόσο λεπτή και ψιλή που ούτε καν την αντιλαμβάνεσαι να μπαίνει αλλά είναι ικανή να σε τσιπάρει, να σου πάρει τη συνείδηση, να σου γεννήσει την παιδική ηλικία, να σου βάλει φίλτρο στην όραση, να σου κλέψει μερικές αναμνήσεις, να σου φορτώσει δύο ενοχές, να απαγάγει τον ψηφιακό εαυτό σου, και ό,τι άλλο μπορείς να σκεφτείς ώστε να πάρεις μια γεύση από μια κοινωνία που βρίσκεται σε καθεστώς τεχνολογικού πραξικοπήματος.

Είναι φανερό πως η γραφή του Brooker δεν έχει βάθος χαρακτήρων, είναι γραφή ισχνής ψυχογραφίας. Δεν αγγίζει την εποπτεία της ρωσικής σχολής, δεν είναι ικανή να φτάσει στα κατάβαθα του εαυτού. Η επιστημονική του φαντασία δεν επικοινωνεί ούτε με την ευρύτητα γραφής της Ούρσουλα Λε Γκεν. Για να το πω ζωγραφικά, αν ήτανε ζωγράφος θα τον παρομοίαζα με τον Μαγκρίτ και όχι με τον Μαξ Ερνστ. Γιατί είναι σενάρια της μιας κεντρικής ιδέας που πρέπει να χτίσεις γύρω της και να την υπηρετήσεις για περίπου 50 λεπτά της ώρας. Κάτι αντίστοιχο με τη γραφή του Φιλίππου, για να έρθουμε στα καθ’ ημάς, αλλά και αρκετών ακόμη συγγραφέων του μοντέρνου καιρού.

Κι αν αυτή η ιδέα όμως δεν βουτά στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής είναι γιατί θέλει να κάνει μακροβούτι στην άβυσσο της ανθρώπινης κοινωνίας. Ανιχνεύει τη δυστοπία πρωτίστως και όχι τόσο το προσωπικό δράμα. Κάνει τον κοινωνικό εφιάλτη ακραίο ρεαλισμό. Την αλληγορία μια στυγνή και λαχανιασμένη καθημερινότητα μαυρόασπρου φόντου που ελέγχεται από κάτι κατσαριδόσκυλα του σατανά. Πράγμα μοναδικό.

-Δεν θα μπορούσα να ‘μαι γουρούνι;
-Πού είναι το κακό;

-Είναι αναξιοπρεπές.
-Αναξιοπρεπές;
-Να περπατάς με τη μύτη στο ύψος του κώλου.
Τι κοινωνία είναι αυτή;

-Ισότητας;

Διάλογος στην έναρξη του 5ου επεισοδίου.
Ελάχιστο σπόιλερ που δεν επηρεάζει σε τίποτα την εξέλιξη.

Στην επίτευξη αυτού του στόχου βοηθάει και η σκηνοθεσία που δεν πέφτει στην παγίδα μιας φουτουριστικής γεωγραφίας. Το τοπίο είναι σημερινό. Τα πλούσια εξωτερικά πλάνα από τον σημερινό κόσμο, τοπία άγριας ομορφιάς μα αληθινής, αξιοποιούνται κατάλληλα σε αυτόν τον κύκλο, ώστε να μεταμορφωθούν και να αναπτύξουν μια εσωτερική σύγκρουση στον θεατή ανάμεσα στο υπαρκτό και το ψηφιακό. Η υποψία σπέρνεται: Λες να συμβαίνει τώρα, αγάπη μου;

Μια καίρια διαφοροποίηση σε αυτό τον κύκλο είναι η διέξοδος που προσφέρει το σενάριο από τους διαβολότοπούς του. Για παράδειγμα στο τελευταίο επεισόδιο δεν υπάρχει μόνο ψηφιακός τρόμος: υπάρχει μια στιγμή υψηλής συγκίνησης, ανατρεπτικής, επαναστατικής. Ο νιχιλισμός πια έχει αποκτήσει έναν αξιομνημόνευτο εχθρό: την αγάπη. Η διέξοδος είναι η αγάπη. Ώπα όμως, ποια αγάπη; Γιατί η τοξικότητα της κοινωνίας που οικοδομεί το Black Mirror πηγάζει ακριβώς από την αναζήτηση της αγάπης. Και μάλιστα μιας αγάπης άδολης μεταξύ μητέρας και παιδιού, όπως συμβαίνει στο αδιανόητο 2ο επεισόδιο. Ή μεταξύ δύο εραστών, όπως συμβαίνει στο εξίσου αδιανόητο 4ο επεισόδιο.

Κανείς δεν αμφισβητεί πως ο τεχνολογικός ακρωτηριασμός του ανθρώπου απορρέει από την αναζήτηση της ανθρώπινης επαφής. Κανείς δεν αμφισβητεί πως η κόλαση επί της γης έρχεται από την αναζήτηση του παραδείσου. Τι προτείνεις μάγκα μου, λοιπόν; Μήπως να αφανιστεί η αγάπη στις μεταχριστιανικές κοινωνίες; Μήπως να επανεφευρεθεί; Ξέρω γω; Σίγουρα πάντως διαφαίνεται πως ο τρόπος που προσλαμβάνεται η συγκεκριμένη έννοια σε κάθε κοινωνία φανερώνει αυτόματα και τον τρόπο που πειθαρχείται η κοινωνία αυτή. Τα εκάστοτε χαρακτηριστικά της αγάπης ξεκλειδώνουν τον τρόπο εξάσκησης και επιβολής της εξουσίας.

Γενικά, αν σου πω τώρα τη φράση «σ’ αγαπώ αντικοινωνικά» τι καταλαβαίνεις;

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.