Αυτό το βιβλίο που λες το ήξερα αρκετό καιρό πριν αποφασίσω να το διαβάσω. Είχε μία μόνιμη θέση στο κομοδίνο της δίπλα απ’το κρεβάτι. Πότε πότε το έπιανε και μου διάβαζε δυο τρεις παραγράφους πριν πέσουμε για ύπνο. Να σου πω την αλήθεια δεν τρελαινόμουν κιόλας. Πιο πολύ επικεντρωνόμουν στον ήχο της φωνής της και στο σχήμα που έπαιρνε το στόμα της όταν διάβαζε λέξεις όπως “σαγήνη”, “οχεία”, “βασκανία” κτλ. Άσε που γενικά δεν μου πολυάρεσαν οι συγγραφείς με το σοφιστικέ λεξιλόγιο και το διδακτικό ύφος. Αργότερα όταν χωρίσαμε, βρέθηκα μια μέρα να ψάχνω απεγνωσμένα στους διαδρόμους της Πολιτείας για έναν περισπασμό. Έπεσε το μάτι μου πάνω στο “Ίμερος και Κλινοπάλη”. Ίσως η νοσταλγία ίσως και λίγο ο μαζοχισμός με οδήγησαν να το αρπάξω χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν είχα ιδέα τι με περίμενε.

To “Ίμερος και Κλινοπάλη” είναι μια φιλοσοφική ανάλυση πάνω στο ανεξάντλητο θέμα που έχει απασχολήσει κάθε άνθρωπο που έχει πάλλουσα καρδιά, έστω και μία φορά στη ζωή του. Ο Παπαγιώργης με ψύχραιμη -ποτέ όμως ψυχρή- κάποιες φορές κυνική διάθεση αποδομεί τον έρωτα σε όλες του τις εκφάνσεις διατηρώντας ως κεντρικό θεματικό άξονα την παθολογική κατάσταση της ζήλιας. Η επιθυμία, η λαγνεία, η πνευματική και σωματική ένωση, η απώλεια, η απελπισία, όλα περνούν στο μικροσκόπιο της γλαφυρότητάς του, που είτε μαθαίνεις να εκτιμάς ή την μισείς. Παραθέτοντας μια πληθώρα αναφορών από τον Πλάτωνα μέχρι τον Χάιντεγκερ και από τον Προυστ μέχρι τον Τζόυς, επιχειρεί μια πολυδιάστατη ερμηνεία του Ίμερου για να προχωρήσει στην βαθύτερη ανάλυση των συμπτωμάτων του. Παράλληλα επιστρατεύει τα παραδείγματα πολλών φουκαριάρηδων ηρώων της λογοτεχνίας όπως ο Μίσκιν, ο Βόυτσεκ, ο Οθέλος ή ο Ποζνιτσόφ που το τερμάτισαν, για να μη χρειαστεί εσύ να σκοτώσεις κανέναν.

Δεν πρόκειται για ένα “γρήγορο” ανάγνωσμα. Εκεί που πολλοί συγγραφείς τραβούν ευθείες γραμμές, ο Παπαγιώργης ζωγραφίζει μαιάνδρους. Όταν όμως το θέμα σε ενδιαφέρει (και δεν γίνεται να μην σε ενδιαφέρει εκτός αν είσαι ρομπότ) τότε κάθε πρόταση αποκτά σημαίνουσα βαρύτητα. Η μεστότητα του λόγου του και η αφοπλιστική συλλογιστική του σε κολλάνε στον τοίχο. Το διδακτικό ύφος δεν σε πειράζει πια, ειδικά όταν οι προσωπικές αναγωγές αριθμούν επικίνδυνα. Η αναπόφευκτη συσχέτιση χάσκει λυτρωτικά ειδικά για τον Ιμερόπληκτο αναγνώστη που επέλεξε την αυτοεξορία στη μοναδικότητα του δράματός του (κανείς δε με καταλαβαίνει και τέτοια σχετικά).

Αφού λοιπόν δεχτείς τα απανωτά υπαρξιακά χαστουκάκια, φτάνοντας στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, που αποτελεί και ξεχωριστή ενότητα, ο Παπαγιώργης μαλακώνει και κατεβάζει τους τόνους. Σκύβει συμπονετικά πάνω από τα θύματα του Ίμερου, που βλέπουν την ίδια την ομορφιά σαν απόκοσμη αποκάλυψη να ενσαρκώνεται σε ένα μόνο πρόσωπο και άθελά τους γίνονται δέσμιοι και κοινωνοί μιας συμπαντικής αλήθειας που μετά βίας κατανοούν. Μέσα από μία αντιστικτική κλιμάκωση μεταξύ του ιδεατού κόσμου του πλατωνισμού και της υπέρβασης της ψυχής και από την άλλη της σκληρής και σπαρακτικής πραγματικότητας που γενναία βιώνει στο πετσί του ο ερωτευμένος, καταλήγει μοιραία στην πικρόγλυκη εξήγηση της αναπόδραστης και ανέφικτης σχέσης του ανθρώπου με την ομορφιά.

Το “Ιμερος και Κλινοπάλη” είναι ένα μικρό “μεγάλο” βιβλίο που προσωπικά το λάτρεψα και το μίσησα. Για εκείνο το καλοκαίρι ήταν η μεθαδόνη μου, και ίσως να μην με οδήγησε στην απεξάρτηση αλλά σίγουρα με συμφιλίωσε με την ιδέα της εξάρτησης. Το κουβαλούσα συνεχώς στη τσάντα μου, ενοχικά σχεδόν, σαν ένα πικρό φάρμακο αλλά στην πραγματικότητα το απολάμβανα λέξη προς λέξη. Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε ομοιοπαθείς ή μη, στους πρωτάρηδες αλλά και σε αυτούς που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα για τον έρωτα. Για αυτήν τη φτερωτή λέρα που σε σηκώνει πάνω από το έδαφος και πριν προλάβεις να χαρείς το ότι πετάς σε γκρεμοτσακίζει για να σηκωθείς μετά με το χαμόγελο του ηλίθιου και να πεις … “Πάμε πάλι”.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.