Διάβασα τη γραμμή του ορίζοντος τον Αύγουστο του ‘12, όταν είδα το βιβλίο ακουμπισμένο πάνω σε κάτι κυριακάτικες εφημερίδες, στο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στη θάλασσα. Το σήκωσα με την περιέργεια με την οποία ψαχουλεύεις οποιοδήποτε βιβλίο πέσει στα χέρια σου το καλοκαίρι. Δεν είχα ξανακούσει για τον Χρήστο Bακαλόπουλο και μάλλον είναι καλύτερα έτσι γιατί, χωρίς κάτι να με προκαταβάλει, απλά το διάβασα. Σε δύο μέρες γνώριζα τη Ρέα Φραντζή. Πέρασα τους επόμενους μήνες καταπίνοντας μανιωδώς ό,τι υπάρχει από Bακαλόπουλο για να καταλήξω πίσω στη Ρέα, καθισμένη στο λιμάνι, μόνη δίπλα στη θάλασσα, να κοιτάει το τίποτα και να τα βλέπει όλα. Η γραμμή του ορίζοντος δεν είναι βιβλίο νοσταλγικό. Είναι το παρελθόν και το μέλλον αναμεμειγμένα σε ένα απόλυτα μελαγχολικό παρόν.

«Τριανταδύο χρόνων, μελαχρινή, παντρεμένη, αυτή τη στιγμή λείπει.»

Κάπως έτσι φαντάζομαι τους ανθρώπους που διαβάζουν μανιακά· κάποιας – οποιασδήποτε – ηλικίας, με κάποιο χρώμα μαλλιών, ανεξαιρέτως σχεσιακής κατάστασης, που απλά αυτή τη στιγμή λείπουν. Η λογοτεχνία –η γραφή της και για το συγκεκριμένο κείμενο η ανάγνωσή της- υπάρχει για αυτούς που λείπουν ή που θέλουν να λείπουν. Διαβάζοντας κανείς δίνει ένα σάλτο και πετάγεται έξω από την πραγματικότητα του, κάνει τον χρόνο να παύσει αφού ο ίδιος υπάρχει ως άλλος, αλλά και ως ο εαυτός του την ίδια στιγμή, δεδομένου ότι η φαντασιακή μεταφορά της εκάστοτε ιστορίας εμπεριέχει και αυτόν. Συνεπώς ο αναγνώστης βρίσκεται σε μία κατάσταση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασιακού· σαν σε ένα παροδικό ψυχικό κλονισμό. Τα όρια του ‘τι είναι και τι δεν είναι’ γίνονται εύπλαστα, μετατρέποντας τη λογοτεχνία σε κάτι απόλυτα υπαρξιακό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σκόνταψα πάνω στη Ρέα μέσα στο καλοκαίρι, όπως δεν είναι τυχαίο και το γεγονός ότι διαβάζουμε πιο πολύ την συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου. Όπως αναφέρει και ο Old Boy «Το καλοκαίρι είναι η ύπαρξη γυμνή από νόημα, είναι η αγριότητα της ύπαρξης, είναι η ύπαρξη ως αιτία εγκλήματος χωρίς αφορμή ή η ύπαρξη ως αφορμή εγκλήματος χωρίς αιτία, είναι ο ήλιος που καίει το μέτωπο του Μερσώ στον Ξένο του Καμύ».

Οι βιβλιοφάγοι πέρα από τη δική τους ζωή, έχουν συμμετάσχει και στις ζωές όλων των χαρακτήρων που διάβασαν· έχουν υπάρξει οι ίδιοι ως οι χαρακτήρες των βιβλίων που διάβασαν, έχουν συνομιλήσει με τους συγγραφείς των βιβλίων που διάβασαν. Ο γαλαξιακός αυτοκράτορας του Βακαλόπουλου σκοτώνει τους αρχαιολόγους που του παραδίδουν τα στρογγυλά κουτιά με τις ταινίες που βρήκαν στη γη· το μόνο λάφυρο της μετάβασής τους στον πλανήτη –«τις φέρνουν στο φως και βλέπουν εικόνες ανθρώπων». Έτσι μόνο αυτός έχει πρόσβαση στο πως ξεκίνησε η ζωή, καταλήγει σε ένα μήνα να τρελαθεί και τις καταστρέφει. Πολλές φορές προσπαθώ να σκεφτώ πως θα τελείωνε η ιστορία αν αντί για κουτιά με ταινίες ανακάλυπταν βιβλία· όλα τα βιβλία της ανθρωπότητας σε μία σπηλιά. Θα τα έφερναν στο φως και θα διάβαζαν εικόνες ανθρώπων, γιατί το βιβλίο σε αντίθεση με την ταινία σού επιτρέπει να το εικονοποιήσεις εσύ· η Ρέα για την οποία μιλάω είναι η δική μου Ρέα Φραντζή. Φαντάζομαι φωνές να πετάγονται από τις σελίδες και να ουρλιάζουν στον γαλαξιακό αυτοκράτορα ακαταλαβίστικες περιγραφές. Μάλλον η μόνη διαφορά θα ήταν στο ότι η τρέλα θα τον χτυπούσε νωρίτερα και θα τα έκαιγε.

Το μυθιστόρημα ή το διήγημα προσφέρει μία εναλλακτική της –μίας- ζωής που διαμορφώνουμε. Μας επιτρέπει να γίνουμε άλλοι, να ζήσουμε διαφορετικά, να ταξιδέψουμε παντού, να μάθουμε όσα θέλουμε και να ικανοποιήσουμε το προσωπικό μας angst. Μας απαλλάσσει απο την ματαιότητα της ύπαρξης, της έλλειψης δυνατοτήτων και μας αποσπά της προσοχή από τον αναπόφευκτο θάνατο. «[…] φοβούνται ότι θα πεθάνουν και γράφουν για να μην έρθει αυτή η στιγμή» θα μας πει ο βακαλόπουλος μέσα από το γράμμα της Ρέας στην Έρση. Φοβούνται ότι θα πεθάνουν και διαβάζουν για να μην έρθει αυτή η στιγμή, θα προσθέσω εγώ. Η Ρέα Φραντζή σταμάτησε «να προσπαθεί να μην σκέφτεται τον θάνατο».

Παράλληλα η ανάγνωση λογοτεχνίας μας επιτρέπει να βιώσουμε όλα τα παραπάνω όσες φορές θέλουμε περνώντας από την αρχή του εκάστοτε βιβλίου, στην κλιμάκωση του, με στόχο την ολοκλήρωση του, η οποία επέρχεται –για κάποιους τουλάχιστον από εμάς- ως ένας μικρός θάνατος. Ο αναγνώστης επιζητεί μία παύση, μία έξοδο από την καθημερινότητα, η οποία του δίνεται μέσω του λογοτεχνήματος με ένα τρόπο διαδραστικό, επιτρέποντάς του παράλληλα να αντέχει την παραμονή του σε αυτη. Βγαίνοντας από κάθε βιβλίο ο αναγνώστης είναι άλλος. Αν  είμαι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης προσπάθειας όλων όσων γνώρισα (sic) τότε είμαι σίγουρα και το αποτέλεσμα του συνδυασμού όλων όσων διάβασα.

Πως σχετίζεται αυτό το παραλήρημα με τη γραμμή του ορίζοντος; Ο βακαλόπουλος έκλεισε όλα τα παραπάνω στη Ρέα Φραντζή, καθισμένη όπως περιγράφεται πολλές φορές, ανάλαφρη, κοντά σε θάλασσα, σκεπτόμενη τη ζωή της. Κατά την αφήγηση η Ρέα χωρίζει, φεύγει, πάει στην Πάτμο, τριγυρνά, γράφει στην Έρση, αγναντεύει την αόρατη σημαία, διαβάζει εφημερίδα, ακούει μουσική –τη μουσική που δεν υπάρχει πια-, συναντά ανθρώπους αλλά παραμένει απελπιστικά ακίνητη μέσα σε αυτή την αφήγηση κατά την οποία συμβαίνουν όλα, χωρίς να συμβαίνει ουσιαστικά τίποτα· σαν βιδωμένη σε μία κουπαστή πλοίου, το οποίο επιμένει να την μετακινεί. Υπάρχει και δεν υπάρχει, λείπει και δεν λείπει. Έχει μπροστά της τη γραμμή του ορίζοντος, πίσω της τη ζωή της και στη μέση βρίσκεται η ίδια με τις σκέψεις όλων αυτών που συνέβησαν μα δεν συμβαίνουν πια και όλων αυτών που θα μπορούσαν να συμβούν μα δεν συνέβησαν ποτέ. Κοιτάζει το παρελθόν της και το παρελθόν της κοιτάζει αυτή. Αν η Ρέα Φραντζή ήταν θέατρική παράσταση, θα ήταν η ίδια ο θίασος και ο θεατής.

Η Ρέα Φραντζή δεν διαβάζει για να σταματήσει τον χρόνο, να βρει μία έξοδο και να βγει από την καθημερινότητά της· παραμένει καθισμένη, σκεπτόμενη, σαν να διαβάζει τη δική της ζωή. Αναλογίζεται, αλλά δεν πράττει. Σκέφτεται το χάος αλλά είναι ήρεμη. Έχει ζήσει και δεν έχει ζήσει. Κι αυτή είναι ακριβώς η γραφή του Βακαλόπουλου. Μία γραφή που διαβάζεται ‘νοσταλγικά’, αλλά δεν αποτυπώνει τίποτε άλλο παρά την σιωπηρή ύπαρξη ενός συνεχούς παρόντος.

Ο Βόνεγκατ στο κυανοπώγων θέτει το ερώτημα «τι είναι λογοτεχνία» και μας εξηγεί μιλώντας στον Ράμπο πως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ενημερωτικό δελτίο για υποθέσεις κάποιων μορίων, που δεν είναι σημαντικά για τίποτε σε αυτό το σύμπαν, εκτός κάποιων άλλων μορίων που έχουν την ασθένεια που λέγεται ‘σκέψη’. Ο Βακαλόπουλος με το έργο του είναι σαν να ερωτάται «γιατί είναι η λογοτεχνία, ποιος ο λόγος, γιατί την επιθυμούμε παράφορα;». Και την απάντηση την δίνει ο ίδιος, δίνοντας μας την Ρέα Φραντζή, που είναι την ίδια στιγμή ο αναγνώστης και το ανάγνωσμα· ένα παυσίπονο για το άγχος που προκαλεί η ματαιότητα της ύπαρξης.

«Τριανταδύο χρόνων, ελαφρά ντυμένη, περιμένει ένα σημάδι από τον άγνωστο κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο του γνωστού κόσμου.»


Η Χριστίνα Ιωάννου γεννήθηκε στο Βόλο. Σπούδασε στην Μεγάλη Βρετανία και την Γαλλία. Ζεί στην Αθήνα και εργάζεται σαν ψυχολόγος-ερευνήτρια.  

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.