Είναι μεσημέρι 6 Γενάρη του 1892 και βρισκόμαστε στην πλατεία Τερψιθέας στον Πειραιά, εκεί όπου έχει ανεγερθεί, εδώ και λίγο καιρό, μία από τις πρώτες Ευαγγελικές Εκκλησίες της Ελλάδας. Μέσα τελείται ο γάμος μεταξύ του υδραίου Α. Κάλφα και της δεσποινίδας Καρρά, όμως τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν για αυτούς: η τελετή τελειώνει, οι νεόνυμφοι βγαίνουν από την εκκλησία και ένα πλήθος πειραιωτών αρχίζει να τους γιουχάρει έντονα. Οι πιο ένθερμοι του πλήθους παρεκτρέπονται ακόμη περισσότερο και αρχίζουν να τους πετούνε πέτρες. Ο λιθοβολισμός γενικεύεται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και οι νεόνυμφοι τρέπονται «εις άτακτον φυγήν, υπό τα διαρκή συρίγματα και λιθοβολήματα του πλήθους», όπως έγραψε χαρακτηριστικά η μεγαλύτερη εφημερίδα της χώρας την επόμενη μέρα («Ακρόπολις», 7.1.1892, σελ.3).

.
Είκοσι μέρες μετά, στις 26 Γενάρη του 1892 ημέρα Κυριακή, τα πράγματα αγριεύουν ακόμη περισσότερο. Ένα απειλητικό πλήθος χιλίων ατόμων, που όλο και αυξανόταν, είχε συγκεντρωθεί και πολιορκούσε την αιρετική Ευαγγελική Εκκλησία Πειραιά. Οι διαθέσεις των, νεαρών κυρίως, ανθρώπων ήταν άκρως επιθετικές. Ο θεολόγος και ιερέας Μιχαήλ Καλοποθάκης, ο πρωτεργάτης του προτεσταντισμού στην Ελλάδα, ίσα που καταφέρνει να διαφύγει σώος. Δεν είχαν την ίδια τύχη όλοι οι εκκλησιαζόμενοι. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων τραυματίζεται από τον εκσφενδονισμό πετρών και άλλων αντικειμένων, η απόδρασή τους σταματά, και το πλήθος ξεσπάει με μανία επάνω τους. Κάπου εκεί αρχίζει το πογκρόμ και η ορθοδοξία δείχνει το χειρότερο και πιο μισαλλόδοξο πρόσωπό της. Διαβάζουμε στην εφημερίδα με ιστορική λύπη: «ο διωγμός εξηκολούθησε μέχρι του σταθμού του σιδηροδρόμου. Και εκεί δεν εσταμάτησαν οι διώκται. Έθραυσαν τους υάλους των παραθύρων του βαγονιού, όπου επέβησαν οι Ευαγγελικοί. Ο αμαξοδηγός ηναγκάσθη να τους κλείση εις την αποθήκην. Ητοιμάζοντο να ορμήσουν και κατ’ αυτής, τότε ο συρμός ανεχώρησεν» («Ακρόπολις, 27.1.1892. σελ. 3).

Πράγματι, «ο συρμός ανεχώρησεν» τότε με κατεύθυνση τις κρύπτες της ελληνικής ιστορίας. Τα ντροπιαστικά γεγονότα του 1892 θάφτηκαν στα νεκροταφεία της εθνικής σκέψης. Όχι όμως για πολύ. Ας περάσουμε, λοιπόν, τώρα στην επόμενη Κυριακή, ίσως την πιο τραμπούκικη και δολοφονική μέρα που βίωσαν οι ευαγγελικοί στην Ελλάδα.

Μεσημέρι 2 Φεβρουαρίου του 1892. Η ατμόσφαιρα ζοφερή και άκρως ηλεκτρισμένη. Μέσα στο ναό εκκλησιάζονταν 20-30 «ηρωικοί» πιστοί ενώ απέξω το πλήθος, κραδαίνοντας ρόπαλα, άγγιζε τις έξι χιλιάδες.  Νέοι, έμποροι, κουτσαβάκια, ναυτικοί, μαθητές, ένα πλήθος ετερόκλητο και ασυγκράτητο καιγότανε στον πυρετό του μίσους φωνάζοντας χαρακτηριστικά: «Μην τα λυπάστε τα σκυλιά! Απάνω τους! Δεν πιστεύουν Θεό!  Σκοτώστε τους εξωρκισμένους! Γιούργια, μωρέ παιδιά! Τους φάγαμε! Θάνατος στους άσταυρους! Φωτιά στους Μασσόνους! Κτυπάτε τους μωρέ!»(«Ακρόπολις», 3.2.1892, σελ. 1 και 3).  Και πράγματι, οι περισσότερες από αυτές τις προσταγές έγιναν πραγματικότητα κείνη την αποφράδα μέρα. Στην αρχή σπάστηκαν πόρτες και παράθυρα από τον λιθοβολισμό. Έπειτα άρχισαν οι πιο ένθερμοι να γκρεμίζουν την εξωτερική όψη του ναού. Οι ευαγγελικοί αποχωρούσανε με τα χέρια στα πρόσωπα καθώς τους χτυπούσανε με ράβδους και αυτοσχέδια ρόπαλα. Κάποιοι κατέφυγαν στο παρακείμενο αγγλικό προξενείο που είχε τη θύρα του ανοιχτή. Άλλοι κρύφτηκαν στα υπόγεια. Έπειτα ο ναός λεηλατήθηκε, το πιάνο έγινε θρύψαλα, η βιβλιοθήκη καταστράφηκε, κι αφού το πλιάτσικο ολοκληρώθηκε, η φωτιά ήρθε να εδραιώσει το θεάρεστο έργο των φανατικών πειραιωτών: «ό,τι δεν εκπόρθησε το πλήθος το συνεπλήρωσε το πυρ». Προς το απόγευμα τα «φρικώδη, κανιβαλικά και ιεροεξεταστικά» γεγονότα κόπασαν. Η πλατεία της Τερψιθέας ήταν γεμάτη συντρίμμια. Φήμες κυκλοφόρησαν στο λιμάνι πως ένας πιστός «εψήθη ζωντανός».


Εικόνα από τα γεγονότα του 1892 στον Πειραιά δεν υπάρχει ή είναι σχεδόν απίθανο να εντοπιστεί. Η εικόνα του εξωφύλλου εδώ προέρχεται από το πογκρόμ στην Κωνσταντινούπολη το 1955 έναντι της ελληνικής κοινότητας. Διαφορετικά εντελώς τα γεγονότα, ίδια όμως η μήτρα που τα γεννά.