27 Γενάρη. Διεθνής Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος: Σαν σήμερα πριν 73 χρόνια τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Πολωνία, το Αουσβιτς-Μπίρκεναου. Το ΑΣΣΟΔΥΟ, με συνέπεια στην ιστορική μνήμη, παρουσιάζει για πρώτη φορά ηλεκτρονικά, τη μαρτυρία του Χατζηνικολάου Κυριάκου του Μιχαήλ, το γένος Βούλγαρη, ενός σαλαμίνιου επιζήσαντα από την κόλαση των γερμανικών στρατοπέδων.


 


«Ονομάζομαι Χατζηνικολάου Κυριάκος. Γεννήθηκα σε μια πολύτεκνη φτωχή οικογένεια, έξι αγόρια και μία κόρη. Ο πατέρας μου ήταν σιδηρουργός από το Καστελόριζο. Ήρθε στη Σαλαμίνα και παντρεύτηκε τη Βικτωρία Βούλγαρη και έκανε εφτά παιδιά. Ο πατέρας μου πήρε μέρος στο Βαλκανικό πόλεμο και πολέμησε το 1912/13. Γεννήθηκα στις 26 Ιουνίου το 1921 όπως το είχε σημειώσει στην εικόνα η μάνα μου. Ο γραμματέας του δήμου, ο Βαγγέλης Σοφράς, με δήλωσε κατά λάθος στις 26/6/1922.

Είχα δύσκολα παιδικά χρόνια γεμάτα ανέχεια και στερήσεις. Μεγάλη φτώχεια, αλλά είχα πολύ μεγάλη αγάπη για τα γράμματα. Αρχικά ο πατέρας μου είχε ένα σιδηρουργείο στην «πλατεία του Κουφού». Είχε κι έναν αλευρόμυλο μικρό μέσα και έρχονταν εκεί κι αλέθανε για να βγάζει κάνα μεροκάματο. 

Μετά το δημοτικό δώσαμε εξετάσεις για το ημιγυμνάσιο. Πέρασα. Είχε δυο τάξεις το σχολείο αυτό. Είχα συμμαθητές το Ταξιάρχη τον Ραπατζίκο, τον Χριστόφορο τον Μπερή και τον Μίμη τον Σοφρά (Τσιγγάνος), που δε τον συμπαθούσα γιατί ήταν πολύ όμορφος και τα πήγαινε καλά με τις κοπέλες. Μετά πήγα στο γυμνάσιο στο Πειραιά. Επειδή είχα συγγενείς εκεί γράφτηκα στο 4ο γυμνάσιο στα Μανιάτικα, στην οδό Παλαμά. 

Στις 27 Οκτωβρίου το 1940 πήγα με το φίλο μου το Νίκο τον Ευσταθίου με ποδήλατα στη Κόρινθο να συναντήσουμε τον Βασιλόπουλο, που ήταν έφεδρος υπολοχαγός. Υπήρχε όμως μεγάλη ένταση λόγω των προεορτίων του πολέμου. Εκεί πηγαίναμε για να καταταγούμε ως οπλίτες και να μεταπηδήσουμε μετά ευέλπιδες. Φτάσαμε στο Καλαμάκι (Κορίνθου). Εκεί είχε πηγάδι με νερό. Το ποδήλατο όμως είχε σπάσει και πήγαμε να τον βρούμε με τα πόδια. Την επομένη ξεκίνησε ο πόλεμος. Είχαμε ήδη γυρίσει στην Κούλουρη και πήγαινα τότε στο Ναύσταθμο για κάνα μεροκάματο. Πριν φτάσω στη πύλη του Ναυστάθμου, στη ράχη του Αγ. Λαυρεντίου, έμαθα πως κηρύχθηκε πόλεμος. Εγώ γύρισα σπίτι, αν και ο διοικητής του ναυστάθμου είχε βγάλει εντολή πως όποιος ήθελε να δουλέψει να πάει να μπει. Μάλιστα, την εντολή αυτή, την διακήρυττε ο Μπαρμπαγιάννης ο Ντούνης ο Ντελάλης. Εγώ όμως δε πήγα να δουλέψω. Με την αρχή του πολέμου εγώ πήγα στο πανεπιστήμιο και γράφτηκα στην ιατρική. Εκεί γνωρίστηκα με αγωνιστές που είχαν ενταχθεί στην αντίσταση και μαζί με άλλους Σαλαμίνιους φοιτητές αποφασίσαμε να ενταχθούμε.

Το 1942, λίγο μετά το βομβαρδισμό της Κρήτης και της κατάληψής της από τους Γερμανούς, ήμουν στο καφενείο του Τάσου του Βιλλιώτη μόνος μου κι ήρθαν δυο φοιτητές, ο Φίλιππας ο Τούτσης, φοιτητής της Νομικής, και ο Ντίνος ο Λουκάς, φοιτητής φιλολογίας, λαμπρά παιδιά. «Μπορούμε να σου πούμε;», μου είπαν. «Εμείς στην Αθήνα έχουμε ιδρύσει ομάδες αντιστάσεως εναντίων των Γερμανών, θέλεις να δουλέψεις μαζί μας;». Τους απάντησα θετικά. Ακολούθησαν συνεδριάσεις οι οποίες ήταν απόρροια της εσωτερικής μας ανάγκης να αντισταθούμε. Οι συνεδριάσεις γίνονταν στις Γκρόπεζες (βόρεια της πλαγιάς των Μύλων του νησιού). Εκεί αποφασίσαμε να δημιουργηθούν οι πρώτες ομάδες αντιστάσεις στη Σαλαμίνα. Το σχέδιο ήταν να υπάρχουν τριμελείς επιτροπές κλειστού τύπου στις οποίες ο ένας αποτελούσε σύνδεσμο για την άλλη τριμελή ομάδα ενώ τα άλλα δύο μέλη δε γνώριζαν τίποτα για κανέναν. Μην τα πολυλογώ. Κάποιος, που δεν ξέρουμε ακόμα και σήμερα, είχε δώσει μια πολυσέλιδη ονομαστική κατάσταση στους Γερμανούς με μέλη της αντίστασης. Το Φίλιππα τον έπιασαν όταν πήγαινε στο σπίτι της Ελένης της Κριτσίκη και τους έπιασαν μαζί με τη Ζωή και την Ελένη Γαλέου και τους πήγανε στο Χαϊδάρι. Ο Νίκος ο Κούτελης, 16 ετών τότε, μέλος των επιτροπών, ερχόταν με έγγραφα από το Πέραμα. Εκεί συναντά τον Παναγή τον Τσούτσουρα και του λέει: «Γύρνα πίσω, γίνονται συλλήψεις». Εγώ δούλευα σφυρί και αμόνι στο σιδηρουργείο. Οι Γερμανοί πήγαν στο σπίτι μας μαζί με τον Βαγγέλη το Σοφρά, συνεργάτη των Γερμανών, και πήραν τον Λεωνίδα τον αδερφό μου ως όμηρο αντί για μένα. Όταν το ‘μαθα πήγα και παραδόθηκα για να γλιτώσω τον αδερφό μου.

Την άλλη μέρα μας είπαν θα προχωρήσετε σιωπηλά και θα γίνει μεταφορά σε άλλο στρατόπεδο. Θα γινότανε αποστολή στη Γερμανία. Έπιασαν και φώναξαν περίπου χίλια ονόματα. Τη μετάφραση την έκανε ο καθηγητής πανεπιστημίου της ζωολογίας Πανταζής, που ήταν κατάδικος διερμηνέας αλλά όχι χαφιές. Περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε τα ονόματα. Ενώ είχαν τελειώσει τα ονόματα τη τελευταία στιγμή βγήκε ένας στρατιώτης με μια τελευταία κόλλα. Το τελευταίο όνομα που ακούστηκε ήταν το δικό μου.

Με πήγανε στον Άγιο Γιώργη, στο νησάκι. Έφαγα πάρα πολύ ξύλο. Με έδερναν με μια ουρά σαλαχιού με αγκάθια στην άκρη και με το τράβηγμα έβγαινε το πετσί από το σώμα μου. Μου πατούσαν το κεφάλι και με χτυπούσαν με τις μπότες τους. Μετά με πήγαν στο Χαϊδάρι, αφού πρώτα μας πέρασαν από τη Μέρλιν (εννοεί την οδό Μέρλιν όπου ήταν τα γραφεία της Γκεστάπο) που σε δωματιάκια μικρά ήμασταν καμιά πενηνταριά. Εκεί βρήκαμε το Στέλιο τον Νικολέττο, που του είχαν βγάλει τα νύχια. Του είπαν οι Γερμανοί ότι θα τον εκτελέσουν μαζί με μένα κι άλλους 70. Στο Χαϊδάρι έμεινα τρεις μέρες. Δεν ήθελα να φάω γιατί ήξερα πως θα με κρεμούσαν. Την άλλη μέρα μας είπαν θα προχωρήσετε σιωπηλά και θα γίνει μεταφορά σε άλλο στρατόπεδο. Θα γινότανε αποστολή στη Γερμανία. Έπιασαν και φώναξαν περίπου χίλια ονόματα. Τη μετάφραση την έκανε ο καθηγητής πανεπιστημίου της ζωολογίας Πανταζής, που ήταν κατάδικος διερμηνέας αλλά όχι χαφιές. Περιμέναμε με αγωνία να ακούσουμε τα ονόματα. Ενώ είχαν τελειώσει τα ονόματα τη τελευταία στιγμή βγήκε ένας στρατιώτης με μια τελευταία κόλλα. Το τελευταίο όνομα που ακούστηκε ήταν το δικό μου.

Μας φόρτωσαν σε ένα φορτηγό κι ύστερα σε ένα τραίνο. Ταξιδέψαμε διαμέσου της Βουδαπέστης και το τραίνο αυτό ήταν για μεταφορά αλόγων. Στο δρόμο μάς έδωσαν κουκιά χλωρά για να φάμε. Φτάσαμε στο Αμβούργο στο στρατόπεδο. Εκεί έγινε διαλογή από γιατρούς και συνάντησα άλλους τρεις Σαλαμίνιους. Το Μιχάλη το Ζερβό, το Γιώργο το Περδικούρη και το Νίκο το Σακελλάρη. Κι ήτανε κι ένας άλλος από τα Μέγαρα που δε θυμάμαι το όνομά του. Ψείρα, πείνα, πολλή δουλειά, σχεδόν ξυπόλυτοι πάνω στα χιόνια μ’ ένα ζευγάρι τσόκαρα. Το ένα μου ‘χε σπάσει και το ‘χα δέσει μ’ ένα συρματάκι. Το σημάδι το έχω ακόμα στο δεξί πέλμα μου. Κάθε μέρα μάς μετρούσαν. Από τη ταλαιπωρία πολλοί πέθαιναν. Δούλεψα στα κάτεργα, στα εργοστάσια του Κρουπ (σημερινή ThyssenKrupp AG, συνεργάτη του πολεμικού ναυτικού, μέχρι πρότινος ιδιοκτήτρια εταιρία των ναυπηγείων Σκαραμαγκά) στα βλήματα σε κάτι ειδικές στοές. Εκεί είχαν τις βαφές και βάφαμε τα βλήματα κίτρινα. Οι Γάλλοι, οι Ρώσοι και οι Πολωνοί αιχμάλωτοι είχαν κόκκινη κονκάρδα για να τους ξεχωρίζουν επειδή ήτανε κομμουνιστές. Μας επιτηρούσαν οι Κάπο που ήταν γερμανοί εγκληματίες φυλακισμένοι και μας έδεναν με συρματόσκοινα.

Το φαγητό δεν ήταν καλό κι αρρώστησα. Με πήγαν στο αναρρωτήριο κι εκεί ήταν ένας γιατρός Πολωνός και με κράτησε μια βδομάδα. Μετά μπήκαν οι Ρώσοι και μας μετέφεραν με τραίνο ανοιχτού τύπου. Οι Εγγλέζοι όμως μπερδεύτηκαν και άρχισαν να βομβαρδίζουν το τραίνο. Περίμενα να πεθάνω. Παντού γύρω μου συντρίμμια. Ανέβηκα στο παραπέτο του τραίνου και έπεσα κάτω στεκόμενος πάνω σε ένα σωρό από πτώματα. Εκεί βρήκα το Τάκη τον Λιούμη τον δικηγόρο. Τρέξαμε να φύγουμε αλλά τα θραύσματα μιας βόμβας του έκοψαν το πόδι. Οι Γερμανοί πολιτσάι μάς μάζεψαν και φώναξαν Γερμανίδες γυναίκες να σκάψουν ένα λάκκο για να μας εκτελέσουν. Βλέπουν ένα τανκ Γερμανικό μαζί με έναν άντρα που τους είπε σε δύο ώρες θα είναι εδώ οι Αμερικανοί. Τα παράτησαν κι έφυγαν.

Ενώ όλοι οι άλλοι αγωνιστές των άλλων κρατών επέστρεφαν ως ήρωες στις πατρίδες τους, εμείς μόλις κατεβήκαμε στην Αθήνα μας έβαλαν πάλι στη φυλακή επειδή ήμασταν αριστεροί.

Πήγαμε με τα πόδια σε ένα κατάλυμα και ήπια νερό με το ντενεκάκι. Μας έβαλαν ομαδικά σε παράγκες με κρεβάτια το ένα πάνω στο άλλο. Ανέβηκα σε ένα κρεβάτι και κάθισα. Βρώμαγαν τα σαπισμένα τραύματα των άλλων και βγήκα έξω. Το επόμενο πρωί φτάσαμε στα σύρματα της περίφραξης και βλέπουμε δύο μοτοσικλετιστές που μας κοίταζαν. Εγώ είχα 1.82 ύψος και ήμουν 32 κιλά. Ήταν δυο Εγγλέζοι. Μόλις μας είδαν, μας έδωσαν σοκολάτες, καραμέλες και τσιγάρα. Δεν έφαγα αλλά έκανα τα τσιγάρα και ζαλίστηκα. Ο κόσμος πήγαινε και έπαιρνε μπισκότα, πήγα κι εγώ με έναν Γιάννη. Ανέβηκα σε μια γέφυρα την οποία την βομβάρδιζαν οι Εγγλέζοι και πήγα να σκοτωθώ. Έπρεπε να πηδήξω ένα χαντάκι για να γλιτώσω και κάτι πιτσιρίκια με έσπρωξαν. Μας πήραν οι Εγγλέζοι και έκατσα στο αναρρωτήριο Ζίγκερ Χάουζ λιγότερο από ένα χρόνο. Εκεί μας περιποιήθηκαν. Μετά, για έξι μήνες, πήγαμε στο Βέλγιο στις Βρυξέλλες και άρχισαν οι διαδικασίες του επαναπατρισμού μας. Είχα βρει μάλιστα και φορούσα μια στολή Εγγλέζου. Από το Βέλγιο πήγαμε στη Νάπολη της Ιταλίας και όταν φτάσαμε στην Αθήνα είχε ξεσπάσει ο Εμφύλιος. Ενώ όλοι οι άλλοι αγωνιστές των άλλων κρατών επέστρεφαν ως ήρωες στις πατρίδες τους, εμείς μόλις κατεβήκαμε στην Αθήνα μας έβαλαν πάλι στη φυλακή επειδή ήμασταν αριστεροί. Όταν μετά ήρθαμε στη Σαλαμίνα κι ενώ είχαν τελειώσει όλα, μας έβλεπαν όλοι σα λεπρούς. Δε μας ήθελαν καθόλου.

 

Η μαρτυρία μού δόθηκε τον Αύγουστο του 2010.
Ο Κυριάκος Χατζηνικολάου  (γεν. 1921) πέθανε λίγους μήνες μετά.

Η δημοσίευση γίνεται στη μνήμη του
και στην μνήμη όλων των θυμάτων του ολοκαυτώματος.

 


φωτογραφία εξωφύλλου: «ο νεκρός φυλακισμένος» του γλύπτη Françoise Salmon στο χώρο του στρατοπέδου Νόιενγκαμμε (KZ Neuengamme) στο Αμβούργο.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Με ξεγέννησε μαμμή στο Καματερό της Σαλαμίνας το καλοκαίρι του 1969. Διαβάζω έγγραφα του 17ου και του 18ου αιώνα και βρίσκω στοιχεία της μικροϊστορίας των τόπων. Σε ένα από τα χρόνια της διδασκαλίας μου έτυχε να είμαι συνάδελφος με τον καθηγητή που με άφησε στην Α΄ Λυκείου.