Ένας αιώνιος ένοικος πάνω στη γραμμή του ορίζοντος

Η ιστορία των 37 χρόνων ζωής του πολυτάλαντου Χρήστου Βακαλόπουλου.

 

Κάνοντας μια απλή αναζήτηση στο όνομα «Χρήστος Βακαλόπουλος» στο διαδίκτυο, πρώτο αποτέλεσμα είναι το ομώνυμο λήμμα στη Wikipedia. Μπαίνοντας μέσα διαβάζεις πως ο Βακαλόπουλος -απλά και ξερά- ήταν συγγραφέας, σκηνοθέτης και ραδιοφωνικός παραγωγός. Όμως αυτά ήταν; Μήπως ήταν κάτι παραπάνω, που κανένα μεμονωμένο επίθετο, επάγγελμα ή έστω ενασχόληση δεν μπορεί να περιγράψει επακριβώς; Αναγκαστικά, ρίχνοντας στην συνταγή αυτού του κειμένου το προσωπικό συστατικό, καταλήγω αυθαίρετα, συναισθηματικά και αρκούντως μπολιασμένος με τις λέξεις του, πως ο Χρήστος Βακαλόπουλος σε ό, τι έκανε, έγραφε, έλεγε, κινηματογραφούσε ή άγγιζε, χάριζε ένα βλέμμα. Έκανε με λίγα λόγια τις συνθήκες και τα έργα να μας προσεγγίζουν πρώτα αυτά και να αποκτούν σχεσιακή υπόσταση μαζί μας. Ας πούμε λοιπόν, πως ο Χρήστος Βακαλόπουλος ήταν εξερευνητής του αόρατου και αναβαπτιστής της στιγμής.

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

Σε μία από τις πρώτες του φωτογραφίες

Ο Γιώργος Βακαλόπουλος και η Ξένη ύστερα από γνωριμία που έγινε στην δουλειά τους, παντρεύονται τον Ιανουάριο του 1953 αψηφώντας τα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούσαν οι δύσκολες συνθήκες της εποχής και οι χαμηλές αποδοχές τους. Ύστερα από σύντομης διάρκειας παραμονής στο πατρικό σπίτι του Γιώργου, στο τέρμα Ιπποκράτους, εγκαθίστανται στο ισόγειο ενός παλιού σπιτιού στην οδό Ιουστινιανού πολύ κοντά στην Ασημάκη Φωτήλα, όπου ο Χρήστος έζησε την τελευταία δεκαετία του. Στις 17 Ιανουαρίου του 1956 γεννιέται ο Χρήστος. Οι γονείς του άπειροι, αμήχανοι και μοναχικοί βρίσκονται με ένα μωρό στην αγκαλιά τους χωρίς να υπάρχει διαθέσιμο κάποιο πρόσωπο από το οικογενειακό περιβάλλον που θα μπορούσε να αναλάβει την φροντίδα του παιδιού τις ώρες της δουλειάς τους. Μικροϋπάλληλοι, χωρίς κάποιο άλλο εισόδημα πέρα από το μισθό τους, με νοίκια δυσπρόσιτα εκείνη την εποχή, χωρίς τη λύση του παιδικού σταθμού, έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά προβλήματα.
Από το 1957 η ζωή της οικογένειας ευθυγραμμίζεται με τις καινούριες ανάγκες. Αρχίζει η Κυψελιώτικη περιπλάνηση με τη μετακόμιση σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Κυψέλης 28. Ο Χρήστος, που πρώιμα είχε μιλήσει και περπατήσει, κάνει την πρώτη του γυναικεία κατάκτηση. Η Αγγελικούλα, μια όμορφη νιόπαντρη κοπέλα που μένει στον κάτω όροφο δείχνει αδυναμία γι’ αυτόν κι αναλαμβάνει να τον κρατάει τις ώρες της απουσίας των γονιών. Ο Χρήστος είναι ενθουσιασμένος που μένει μαζί της, είναι πολύ τρυφερός αλλά και πολύ αποκλειστικός. Όταν έφτανε ο σύζυγος από τη δουλειά, αξίωνε να μην βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο μαζί τους ως τη στιγμή που θα τον έπαιρνε ο πατέρας του. Όμως το ειδύλλιο σταματάει απότομα όταν η Αγγελικούλα αποκτάει δικό της παιδί. Ο Χρήστος τότε αρνείται κατηγορηματικά να τη δει και τηρεί με πείσμα την απόφασή του. Εκείνη μετά από 35 χρόνια θα ‘ρθει στην κηδεία του και θ’ ακουστεί να λέει «ήταν το μωρό μου».

ΜΕ ΤΟ ΚΑΡΟΤΣΑΚΙ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ

Με τον πατέρα του Γιώργο

Ο πατέρας ήταν φανατικός κινηματογραφόφιλος. Παρακολουθώντας τον γαλλικό τύπο, ήξερε τους σκηνοθέτες, τις τάσεις και τις αρχές της κινηματογραφικής αισθητικής. Η βασική ψυχαγωγία του ζευγαριού ήταν η έξοδος στον κινηματογράφο. Ο Χρήστος οδηγήθηκε στα θερινά σινεμά με το καροτσάκι του και μια από τις πρώτες φράσεις που είπε στην μητέρα του ήταν «είμαι ο Ντάνι Κει και ‘συ η Νταϊάνα Σορ» . Τώρα είχαν γίνει τρεις για το Νινόν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, το Αττικόν στη λεωφόρο Κυψέλης, την Αννίτα, το Ριάλτο, το Κυψελάκι, τα παλιά θερινά της Πατησίων και μετά τα χειμερινά, που τα περισσότερα δεν υπάρχουν ή δεν λειτουργούν πια. Η διασκέδαση αλλά και οι δυσκολίες άρχιζαν από την επιλογή του έργου. Οι προτιμήσεις δεν συνέπιπταν πάντα και για μεγάλη περίοδο μόνο τα κατάλληλα διά ανηλίκους ήταν προσιτά. Γίνονταν συμβιβασμοί. Κάποτε οι γονείς αναγκαζόντουσαν να δουν Φράνκο και Τσίτσο κι ο Χρήστος άνοστα μελό. Δεν είχε όμως σημασία. Όταν τα φώτα στην αίθουσα έσβηναν κι άρχιζε η προβολή, η μαγεία πρόβαλλε αμέσως. Υπήρχε αντικατοπτρισμός της στα πρόσωπα τον θεατών και η σχέση αυτή ανάμεσα στην οθόνη και τους θεατές ύφαινε με αόρατα νήματα τη μαγική ατμόσφαιρα. Απ’ όλα όμως τα πρόσωπα περισσότερη σημασία είχαν τα πρόσωπα των γονιών. Πάντα ύστερα από τα πρώτα λεπτά προβολής ο Χρήστος έστρεφε προς αυτούς ερευνητικά το έκθαμβο και χαμογελαστό πρόσωπό του για να ρωτήσει «καλό δεν είναι;». Η συγκατάθεση του πατέρα και της μητέρας, που δεν έλειπε βέβαια ποτέ, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσει να χαρεί το έργο μέχρι το τέλος.

 

ΤΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Τα χρόνια του δημοτικού

Το φθινόπωρο του 1965 εγγράφεται στην πέμπτη τάξη του δημοτικού σχολείου της οδού Φωκίωνος Νέγρη που έχει ανοικοδομηθεί. Βρίσκει κάποιους παλιούς φίλους και πολλούς νέους. Αρχίζει μια πολύ ευτυχισμένη διετία με ζωηρά παιχνίδια στο σχολείο στους δρόμους και στην πλατεία. Το ποδόσφαιρο είναι βασική απασχόληση και κάποιοι φανατικοί συγκροτούνε ποδοσφαιρική ομάδα. Τα κορίτσια στην τάξη είναι βασικό θέμα συζήτησης. Πρώτη και πιο όμορφη απ’ όλες είναι η Βάνα, που την έχουν όλοι ερωτευτεί, αλλά εκείνη ξέρει από τώρα το παιχνίδι της έλξης και της απώθησης προκαλώντας διαδοχικά κύματα ελπίδας και απογοήτευσης. Μπλέκονται όμως και πολλές άλλες ιστορίες όπως αυτή της Εύας, που έχει ερωτευτεί το Χρήστο και τον παίρνει στο τηλέφωνο κάθε απόγευμα για να τον ρωτήσει δήθεν για τα μαθήματα. Τα παιδιά ανακαλύπτουν την μαγεία της μουσικής, γίνονται φανατικοί των διαφόρων συγκροτημάτων και αγοράζουν με το χαρτζιλίκι τους δίσκους 45 στροφών, ενώ είναι τακτικοί θαμώνες των δισκάδικων όπου τ’ αφήνουν να ακούνε τους καινούριους δίσκους. Στα πάρτι που γίνονται συχνά, ογκώδη μαγνητόφωνα αναπέμπουν ήχους των Beatles και των Rolling Stones και όσοι δεν είναι ντροπαλοί προσπαθούν να χορέψουν. Υπάρχουν γεννημένοι χορευτές μα και οι άλλοι που απλά χοροπηδάνε. Ξεθαρρεύονται με τα κορίτσια και αυτά έχουν την ευκαιρία να δείχνουν τις προτιμήσεις τους. Μετά οι συζητήσεις και τα σχόλια δεν έχουν τελειωμό. “Ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου” θα πει ο Χρήστος αργότερα.

 

Η ΝΙΚΟΛ

Το καλοκαίρι του 1971 ο Χρήστος πηγαίνει σε κολέγιο κοντά στη Γενεύη. Θα κάνει εκεί διακοπές, δίπλα στη λίμνη, παρακολουθώντας συγχρόνως μαθήματα αγγλικών. Είναι εκεί παιδιά απ’ όλες τις χώρες τις Ευρώπης. Αγόρια και κορίτσια κοντά στην ηλικία του. Το απόγευμα με ορισμένο δρομολόγιο του τρένου μπορούν να πάνε στη Γενεύη και να επιστρέψουν νωρίς. Στο κολέγιο και στις απογευματινές βόλτες γνωρίζεται με τη Νικόλ, ένα κορίτσι από τη Βιέννη. Είναι πολύ όμορφη, λίγο μεγαλύτερή του, από πλούσια οικογένεια, και θα είναι ο πρώτος μεγάλος του έρωτας, όπως θα ομολογήσει αργότερα. Σύντομη η συνάντησή τους, χωρίς δυνατότητες συνέχισης, και φαίνεται ότι έχει τα χαρακτηριστικά του εξιδανικευμένου εφηβικού έρωτα. Το ερχόμενο καλοκαίρι η Νικόλ θα έρθει για λίγο στην Ελλάδα και θα συναντηθούνε πάλι. Μετά για μερικά χρόνια θα αλληλογραφήσουνε και ο χωρισμός θα τροφοδοτήσει έντονα τα συναισθήματα. Αργότερα θα δει με χιούμορ αυτή την περίοδο και σε φωτογραφικό άλμπουμ που έφτιαξε μόνος του θα γράψει κάτω από κάποιες φωτογραφίες: “Μετελβετική περίοδος απογοήτευσης και προθέσεις σοβαραί(;) Θέσεως τέρματος εις άσπλαχνον βίον”. Η ανάμνηση όμως είναι ισχυρή και το πρώτο του βιβλίο, η “Υπόθεση μπεστ σέλερ” που κυκλοφορεί το 1980 είναι αφιερωμένο στη Νικόλ.

 

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Το 1973 είναι μια κρίσιμη χρονιά. Ο Χρήστος τελειώνει το γυμνάσιο και θα πρέπει να κάνει κάποιες επιλογές. Έπειτα η δικτατορία έπαψε πια να ‘ναι μόνο υπόθεση των μεγάλων. Έχει μεγαλώσει. Οι αντιστασιακές κινήσεις τον ενδιαφέρουν. Αρχίζει να μυείται στην αριστερή σκέψη. Ένα βράδυ γυρίζει με σπασμένα τα γυαλιά, “μου έπεσαν στο σινεμά και τα πάτησα” λέει. Δεν είναι αλήθεια. Ήταν σε μια αντιδικτατορική διαδήλωση, τον είχε πιάσει η αστυνομία και τον είχαν χτυπήσει μέσα στην κλούβα. Τον πήγαν στο τμήμα αλλά τελικά τον άφησαν ελεύθερο.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι τι θα κάνει μετά το γυμνάσιο. Οι γονείς επιμένουν να δώσει εξετάσεις εισαγωγικές σε κάποια ανώτατη σχολή που τον αφήνουν να διαλέξει. Έχει αντιρρήσεις, θεωρεί άχρηστες τις σπουδές σε ανώτατη σχολή αλλά οι γονείς διαφωνούν. Η σύγκρουση δεν είναι σημαντική γιατί ο Χρήστος, ίσως απροσανατόλιστος, ακόμα δεν έχει κάτι αξιόλογο να αντιπροτείνει καθώς δεν έχει κάποια προτίμηση, ο πατέρας υποδεικνύει τις οικονομικές επιστήμες ως πιο ουδέτερες και με δυνατότητες εφαρμογών σε πολλούς τομείς. Ο Χρήστος δίνει εξετάσεις και πριν βγουν τα αποτελέσματα, αφού προηγουμένως δήλωσε ότι έγραψε το κατά δύναμιν, φεύγει για να μείνει για λίγο στο Παρίσι. Οι Rolling Stones δίνουν μια συναυλία στις Βρυξέλλες, ο Χρήστος θα πάρει το τρένο και θα πάει, στην επιστροφή χωρίς να το καταλάβει θα πάρει ένα τρένο πολυτελείας που θα αναγκαστεί να πληρώσει υπερτίμημα δίνοντας όλο το υπόλοιπο των χρημάτων του, φτάνει στο Παρίσι απένταρος ενώ η επιστροφή στην Αθήνα είναι σε λίγες μέρες. Ζει αυτές τις μέρες με τα κουπόνια των φοιτητικών εστιατορίων που του δίνουν οι φίλοι και πολλή πεζοπορία. Στο αεροπλάνο της επιστροφής διαβάζει στην εφημερίδα ότι εισήχθη “εις την σχολήν οικονομικών και εμπορικών επιστημών”. Ζει τις ημέρες του Πολυτεχνείου. Τη βραδιά της 17ης Νοεμβρίου κατεβαίνει ως εκεί με τους φίλους του. Τους απωθούνε όμως οι αστυνομικοί με δακρυγόνα και γυρίζει αργά στο διαμέρισμα της οδού Σποράδων 11 όπου τώρα μένει η οικογένειά του. Ο πατέρας λείπει στην Θεσσαλονίκη και η Ξένη τον παίρνει και πάνε στα ξαδέρφια του στου Ζωγράφου όπου τουλάχιστον θα μπορούσε να εκτονωθεί συζητώντας.

Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

Μετά το 1974 σημαντικό ρόλο παίζει η συνάντησή του με τον Μισέλ Δημόπουλο. Ο Μισέλ, θρεμμένος με την γαλλική κουλτούρα, απόλυτα ενήμερος με τις τάσεις και τις εξελίξεις σχετικά με τον κινηματογράφο προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει το στυλ του γαλλικού κινηματογράφου στο ελληνικό περιοδικό «Σύγχρονος κινηματογράφος». Ο Χρήστος γίνεται στενός συνεργάτης στην προσπάθεια αυτή και γράφει κείμενα μεστά, επηρεασμένα όμως από την θεωρητική σκέψη που τότε χαρακτήριζε τα γραψίματά του γύρω από τον κινηματογράφο. Συγχρόνως γράφει κριτική ταινιών στην Αυγή, στην ίδια εφημερίδα κείμενα κριτικά και άλλα για την τηλεόραση με το ψευδώνυμο “τηλεσκόπιο”. Εκείνη την εποχή, πολύ σημαντική ήταν και η γνωριμία του με τον Μωρίς Αβδελά: είναι η παρέα του στην μελέτη και το υπόδειγμα για τον “Σήφη” των “Πτυχιούχων“.

 

Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Το 1977 νοικιάζεται για τον Χρήστο η γκαρσονιέρα που είναι δίπλα στο πατρικό διαμέρισμα. Θα εγκατασταθεί εκεί για μερικά χρόνια. Η συνεργασία στην “Αυγή” και σε άλλα έντυπα συνεχίζεται. Κυρίως γράφει στον “Σύγχρονο Κινηματογράφο”. Θα είναι μέλος της συντακτικής του επιτροπής για πολλά χρόνια, μέχρι το 1983. Ο κινηματογράφος άλλωστε συγκεντρώνει το βασικό του ενδιαφέρον, παρακολουθεί την διεθνή κίνηση, πηγαίνει σε ξένα φεστιβάλ. Το 1977 είναι μέλος της κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ μικρού μήκους του Ομπερχάουζεν στη Γερμανία. Οι σπουδές στην ανώτατη εμπορική έχουν πια πολύ βραδύ ρυθμό, μοιάζουν να αποτελματώνονται. Ο Χρήστος το 1979 είναι 23 χρονών, είναι φανερό πως πρέπει να κάνει κάποιο αποφασιστικό βήμα. Η εκκρεμότητα του πτυχίου είναι απαραίτητο να τελειώσει, κάποιες ιδέες άλλωστε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι με κύριο στόχο τον κινηματογράφο προϋποθέτουν την ύπαρξη πτυχίου. Το παίρνει απόφαση, αρχίζει εντατικά φροντιστήρια σε μικροοικονομία, μακροοικονομία, λογιστικά. Αδιάφορα τα κείμενα αλλά είναι αποφασισμένος να τελειώσει. Είναι η εποχή που θα τροφοδοτήσει με αυτοβιογραφικά στοιχεία αργότερα τους «πτυχιούχους». Περνάει τις εξετάσεις με επιτυχία, πλησιάζει προς το τέλος των σπουδών του στην ΑΣΟΕΕ.
Το 1980 νεαρός φίλος του Χρήστου που έχει εκδοτικές φιλοδοξίες του ζητάει να γράψει κάτι για να εκδώσει. Ο Χρήστος γράφει την «υπόθεση μπεστ σέλερ» που κυκλοφορεί την χρονιά αυτή στις εκδόσεις “Υπο Σκέψιν” στην Θεσσαλονίκη.


Η ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Το πάσχα του 1981 έρχεται στην Αθήνα από το Παρίσι -όπου σπούδαζε πλέον- για λίγες ημέρες. Έχει αδυνατήσει και φαίνεται κουρασμένος, οι γονείς το αποδίδουν στις περσινές ταλαιπωρίες. Αρχές Μαΐου τηλεφωνεί στην Ξένη «μην πανικοβάλλεστε, αλλά είμαι άρρωστος, πρέπει να μπω στο νοσοκομείο» . Τον τελευταίο καιρό εκτός από την καταβολή είχε παρουσιάσει πρήξιμο στον λαιμό και σε άλλα σημεία, πόνους, εφιδρώσεις, πυρετό. Γίνονται οι πρώτες εξετάσεις κι η διάγνωση είναι σαφής, νόσος του Hodgkin, αρκετά προχωρημένη, αρχές πρώτου σταδίου. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Νάζμαν που τον παρακολουθεί, πρόκειται για σοβαρή νόσο του λεμφικού συστήματος. Στο Παρισινό νοσοκομείο στον όροφο που βρίσκεται ο Χρήστος εγκαθίσταται ατμόσφαιρα γνησίως ελληνική. Όλη η σπουδάζουσα από την Ελλάδα νεολαία, περνάει να επισκεφτεί τον Χρήστο. Από το Σάββατο το μεσημέρι ως την Κυριακή το βράδυ ο Χρήστος παίρνει άδεια από το νοσοκομείο και πηγαίνει στο σπίτι. Είναι εξαντλημένος και έχει πυρετό. Το απόγευμα της Κυριακής ζητάει από τον πατέρα να πάνε μαζί σινεμά. Μια μικρή αίθουσα τέχνης κοντά στο σπίτι παίζει ένα παλιό αμερικάνικο φιλμ με τον Orson Welles και τον Edward Robinson. Είναι τόσο εξαντλημένος, που τα λίγα λεπτά που ο πατέρας είναι στο ταμείο, κάθεται στα σκαλοπάτια. Ζητάει να καθίσουν μπροστά, τρίτη σειρά και παρακολουθεί την ταινία. Όταν τελειώνει λέει «είχα μπει μέσα στο έργο, τα είχα ξεχάσει όλα». Μετά την διάγνωση καθορίζεται το θεραπευτικό σχήμα, χημειοθεραπεία 3 μηνών και επανεξέταση. Αρχίζει η χημειοθεραπεία στο Παρίσι αλλά μπορεί να συνεχιστεί στην Αθήνα σύμφωνα με τις οδηγίες. Επιστροφή στην Αθήνα όπου συνεχίζεται η θεραπεία. Γίνεται ενδοφλέβια και κάθε φορά ο οργανισμός αναστατώνεται. Διαταραχές στο πεπτικό αλλά και το νευρικό σύστημα. Ο Χρήστος αδυνατίζει πολύ αλλά από την πρώτη στιγμή ο οργανισμός αντιδρά πολύ θετικά. Μετά το τρίμηνο τα συμπτώματα έχουν εξαφανιστεί και δεν χρειάζεται παράταση της χημειοθεραπείας. Το φθινόπωρο έχει συνέλθει αρκετά, τόσο ώστε να μπορεί να γυρίσει στο Παρίσι, να συνεχίσει τις σπουδές και να πάρει το πρώτο διδακτορικό δίπλωμα.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΤΑΙΝΙΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

Με την Γιώτα Φέστα στις “Βεράντες”

Το 1982 επιστρέφει στην Αθήνα, δεν είναι βέβαια αυτός που ήταν πριν αρρωστήσει, συνέρχεται όμως σιγά σιγά κι η εντύπωση που δίνει είναι ότι το ηθικό του δεν είναι πολύ άσχημο. Δε μοιάζει να κατατρέχεται από έμμονες απαισιόδοξες σκέψεις, ίσως αμφιβάλλει πότε πότε μόνο. Είναι φανερό άλλωστε ότι όσο περνάει ο καιρός και η σωματική κατάσταση βελτιώνεται, οι μαύρες ιδέες απομακρύνονται. Το 1983 αρχίζει δραστηριότητα σε πολλούς τομείς, άρθρα σε περιοδικά, πρώτες ιδέες για ταινία μικρού μήκους που θέλει να γυρίσει και για δεύτερο βιβλίο. Συνεργάζεται σε διάφορα σενάρια τηλεταινιών, αρχίζουν οι μέρες -ή μάλλον οι νύχτες- ραδιοφώνου. Εγκαινιάζει στο πρόγραμμα της ΕΡΤ μεταμεσονύχτια εκπομπή με τον τίτλο «νύχτα είναι θα περάσει» με την Μαριτίνα Πάσαρη και μετά μόνος του την «δωδέκατη ώρα» ενώ συνεργάζεται και σε εκπομπές του τρίτου προγράμματος. Η εκπομπή στο δεύτερο πρόγραμμα θα κρατήσει πολλά χρόνια και οι φίλοι της ανάμεσα στη νεολαία θα είναι πολλοί. Η ανάμνηση της αρρώστιας δεν φαίνεται να τον σκιάζει. Φίλοι που τον γνώρισαν εκείνη την εποχή και άλλοι νεώτεροι τα επόμενα χρόνια θα πουν ότι ποτέ δεν τους μίλησε για την ασθένειά του, ούτε ότι έδειχνε κάποια σημάδια ανησυχίας.
Το 1984 είναι μια γόνιμη χρονιά, η αρθρογραφία του στο «Αντί» γίνεται τακτική και θα συνεχιστεί για πολλά χρόνια, είναι μέλος και της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού για κάποιο χρονικό διάστημα, εκεί, θα δημοσιεύσει πολλά αξιόλογα άρθρα. Το πρώτο του βιβλίο «Υπόθεση μπεστ σέλερ» κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση σε εκδοτικό οίκο της Αθήνας αυτή τη φορά. Συγχρόνως κυκλοφορεί και το δεύτερο βιβλίο του «οι πτυχιούχοι», χρονικό των παιδιών του μπεστ σέλερ που μεγάλωσαν και προσπαθούν να μελετήσουν για το πτυχίο της ανώτατης σχολής με την πόλη της σύγχρονης Αθήνας στο φόντο. Έχει κι αυτό επιτυχία. Σιγά σιγά ο Χρήστος αποκτά κι αυτός το κοινό του. Είναι η χρονιά που θα κάνει την πρώτη του δουλειά στον κινηματογράφο. Γράφει το σενάριο και κάνει την σκηνοθεσία της πρώτης του ταινίας μικρού μήκους με τίτλο «Βεράντες». Με το προσωπικό του στυλ και με χιούμορ.

 

ΟΡΓΑΝΩΣΗ(;) και ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΣΙΩΛΗ

με τον Σταύρο Τσιώλη

Από το 1985 η ζωή οργανώνεται στον προσωπικό του ρυθμό, ξύπνημα γύρω στο μεσημέρι, πρώτος καφές στο σπίτι, έξοδος σε κάποιο στέκι, κυρίως στο Ντόλτσε της οδού Σκουφά, αργότερα και στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, συνάντηση και κουβέντα με γνωστούς και φίλους, μεσημβρινό γεύμα, επιστροφή στο σπίτι, κάποιες ώρες ανάπαυση, διάβασμα, γράψιμο, ματς στην τηλεόραση, βραδινή έξοδος. Η πειθαρχεία της καθημερινής δημοσιογραφικής δουλειάς όπου είχε τις προϋποθέσεις να ευδοκιμήσει δεν είναι γι αυτόν. Ούτε είναι ο τύπος που θα μπορούσε να γράφει ορισμένες ώρες κάθε μέρα. Υπάρχουν περίοδοι που γράφει πολύ κι άλλες χωρίς γράψιμο. Συνήθως παιδεύεται λίγο στην αρχή του κειμένου με αλλεπάλληλα σχέδια ώσπου να βρει τον σωστό τόνο. Μετά γράφει χωρίς δισταγμούς, διορθώσεις κι αναθεωρήσεις.
Σημαντική γνωριμία με τον Σταύρο Τσιώλη. Ο Σταύρος έρχεται από τον Φίνο και τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο και ύστερα από χρόνια θέλει να κάνει κάτι καινούριο. Έχει πείρα, ικανότητα στα πρακτικά θέματα, ιδέες. Ο Χρήστος, πολύ νεότερος, διαθέτει μια καινούρια ματιά, θεωρητική κατάρτιση, χιούμορ. Προέρχονται από άλλους χώρους αλλά συμπληρώνονται αμοιβαία με επιτυχία. Πρώτη τους συνεργασία στο σενάριο «Σχετικά με τον Βασίλη» που σκηνοθέτησε ο Τσιώλης. Το 1986 γράφει το σενάριο και σκηνοθετεί την δεύτερη ταινία του μικρού μήκους με τίτλο «Θέατρο». Είναι πιο προσωπική κι ωριμότερη από την πρώτη.

 

 

ΝΕΕΣ ΑΘΗΝΑΪΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 

Το 1987 μπαίνει στο νοσοκομείο για εξετάσεις και διαπιστώνεται σημαντική διόγκωση της σπλήνας που οφείλεται σε υποτροπή της νόσου Hodgkin η οποία είναι εντοπισμένη στο όργανο αυτό. Πρέπει να χειρουργηθεί. Η εγχείρηση σπληνεκτομής γίνεται στην Αθήνα το Νοέμβρη του 1987. Είναι επώδυνη, ο οργανισμός είναι πολύ αδύνατος κι η μετεγχειρητική ταλαιπωρία πολύ σοβαρή. Είναι η μόνη στιγμή που θα εκδηλώσει σημάδια απαισιοδοξίας που δεν κρατάνε όμως πολύ. Η θεραπεία γίνεται στην Αθήνα, αυτή τη φορά είναι βαρύτερη κι ο Χρήστος κάποιες ώρες υποφέρει. «Ενώ είσαι καλά, σου κάνουν θεραπεία για να σε αρρωστήσουν» θα πει.

Το Μάιο νέα και τελευταία επίσκεψη στο νοσοκομείο του Παρισίου. Ένας ακόμα κύκλος χημειοθεραπείας που τελειώνει τον Αύγουστο, νέα ταλαιπωρία. Αμέσως μετά την λήξη της θεραπείας αισθάνεται καλύτερα, το ηθικό είναι σε καλό σημείο και στρώνεται στην δουλειά για να τελειώσει τις «Νέες Αθηναϊκές ιστορίες».
Το 1989 η υγεία του έχει αποκατασταθεί και η γενική κατάσταση βελτιώνεται. Κυκλοφορούν οι «Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες» και η πρώτη έκδοσή τους θα εξαντληθεί σε λίγους μήνες.

 

ΟΛΓΑ ΡΟΜΠΑΡΤΣ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΟΣ

στιγμές από τα γυρίσματα

Το 1989 είναι κυρίως η χρονιά της Όλγας Ρόμπαρτς. Tα γυρίσματα γίνονται την άνοιξη, πρωταγωνιστεί η φίλη του Όλια Λαζαρίδου και την ευθύνη παραγωγής έχει ο Σταύρος Τσιώλης, που τον βοηθάει αποτελεσματικά και παίζει και στην ταινία. Είναι μια περίοδος δημιουργική, που ο Χρήστος ζει έντονα και την χαίρεται. Η ταινία, απόηχοι φιλμ νουάρ στο φως της Αθήνας από τις ταράτσες των σπιτιών, με την ηρωίδα που περιφέρει τον θάνατο και με την αντίστιξη του χιούμορ των δεύτερων ρόλων, θα προβληθεί στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα πάρει το βραβείο φωτογραφίας. Στις αίθουσες προβάλλεται την άνοιξη της επόμενης χρονιάς.
Το 1991 είναι η χρονιά που η κατάσταση της υγείας του είναι τέτοια, ώστε η ασθένεια αποτελεί μακρινό παρελθόν. Τίποτα στην εμφάνιση δεν δείχνει την ταλαιπωρία που πέρασε. Βρίσκει αυτή τη χρονιά τον πραγματικό εαυτό του, όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες στις ακρογιαλιές της Πάτμου όπου περνάει τους περισσότερος καλοκαιρινούς μήνες. Είναι όμως κυρίως η χρονιά της «Γραμμής του ορίζοντος».
Η έμπνευση είναι ξαφνική, ενώ ασφαλώς η ωρίμανση του θέματος είχε προηγηθεί σε βραδύτερη διεργασία. Μετά από κάποιες δοκιμές τόνου και ύφους βρίσκει αυτό που θέλει και το γράφει στην αρχή του χρόνου. Κυκλοφορεί τον Οκτώβριο. Είναι το ωριμότερο έργο του. Αποχαιρετισμός σε όλα όσα είχαν ζυμωθεί με τα νιάτα του και στροφή προς άλλες κατευθύνσεις. Είναι φανερό πως ακολουθεί τον δρόμο προς την ιερή μελωδία της πραγματικότητας.


ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΜΗΝ ΚΛΑΙΤΕ

με τον Αργύρη Μπακιρτζή
στα γυρίσματα του “Παρακαλώ, γυναίκες μην κλαίτε”

Με τον Σταύρο Τσιώλη αρχίζουν να γράφουν ένα καινούριο σενάριο. Η ιστορία μπλέκεται γύρω από δύο αγιογράφους που πάνε σε ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας να δουλέψουν τις τοιχογραφίες μιας παλιάς εκκλησίας, μα δεν ασχολούνται με αυτό, αλλά με πλήθος άλλα που εικονογραφούν πρόσωπα και καταστάσεις γνήσια ελληνικές. Το γράφουν με πολύ κέφι και περιμένουν την στιγμή που θα αρχίσουν τα γυρίσματα. Τα γυρίσματα της ταινίας έχουν προγραμματιστεί για τον Μάιο-Ιούλιο. Προηγουμένως γίνεται το ρεπεράζ των χώρων. Βρίσκουν τις ιδανικές προϋποθέσεις στην Στεμνίτσα Αρκαδίας, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1000 μέτρων και στην άκρη της προς το βουνό υπάρχει μια μικρή εκκλησία του ενδεκάτου αιώνα με μισοσβησμένες τοιχογραφίες. Τον έναν βασικό ρόλο θα παίξει ο Αργύρης Μπακιρτζής και για τον άλλον θα ανακαλύψουνε στην Τρίπολη τον Δημήτρη Βλάχο, έμπορο που έχει ένα θαυμάσιο φιζίκ που ταιριάζει στο ρόλο. Εκεί στα χίλια μέτρα υψόμετρο, σε μια υπέροχη φύση, όλο το συνεργείο μετουσιώνεται σε μια δημιουργική ομάδα με απόλυτη σύμπνοια, αποκομμένη από τον κόσμο και τα συνήθη τρέχοντα ενδιαφέροντα. Πλάνο με πλάνο υφαίνεται το φιλμ ύστερα από συζητήσεις, δοκιμές, μικροαλλαγές. Οι περισσότεροι ηθοποιοί ερασιτέχνες, έχουν ενσωματωθεί στην ταινία καθώς και οι άνθρωποι του παραδοσιακού ξενοδοχείου «Τρικολόνιο» όπου μένει το συνεργείο. Ο Χρήστος ζει μερικές από τις καλύτερες στιγμές του, κοντά στο στενό του φίλο Αργύρη και τον Σταύρο δε ζει μόνο τη δημιουργική χαρά του γυρίσματος αλλά χαίρεται και τις ώρες που δεν έχει γύρισμα.  Μια κρίση βήχα που έχει δεν ανησυχεί κανέναν, τον φροντίζει ο Αργύρης με κάποια αφεψήματα και περνάει. Όταν τελειώνουν τα γυρίσματα, ο Χρήστος έρχεται για λίγο στην Αθήνα, η “Γραμμή του ορίζοντος” κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση. Η ταινία που πήρε τον τίτλο «Παρακαλώ, γυναίκες μην κλαίτε» είναι έτοιμη για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ανεβαίνει εκεί με τον Σταύρο, η επιτυχία είναι μεγάλη, κοινό και κριτικοί συμφωνούνε, παίρνει το βραβείο σκηνοθεσίας και το βραβείο σεναρίου καθώς και το βραβείο της καλύτερης ταινίας της ένωσης κριτικών. Στη συνέχεια θα πάρει και το κρατικό βραβείο ποιότητας.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Η προβολή της ταινίας σε πέντε αίθουσες ορίστηκε τελικά για τις 15 Ιανουαρίου, η πρεμιέρα όπου θα παραστούν όλοι οι παράγοντες της ταινίας θα γίνει στο «Αττικόν» στην Πειραιώς. Δύο μέρες πριν, στις 13 πηγαίνει στο σπίτι τον γονιών του και λέει «είμαι λίγο αδιάθετος, θα μείνω εδώ να ξεκουραστώ για να είμαι καλά στην πρεμιέρα». Ο Ηλίας όμως, ξάδερφός του γιατρός, που έρχεται για να τον δει, συνιστά να γίνει αμέσως ακτινογραφία θώρακος. Η ακτινογραφία την άλλη μέρα προκαλεί πολλές ανησυχίες. Μπαίνει στο νοσοκομείο και γίνονται οι αναγκαίες αναλυτικές εξετάσεις. Σε λίγες μέρες η διάγνωση είναι σαφής: καρκίνος του πνεύμονα με προχωρημένες μεταστάσεις. Δεν υπάρχει ελπίδα. Βγαίνει από το νοσοκομείο και πηγαίνει στο σπίτι των γονιών του. Η πρεμιέρα της ταινίας γίνεται χωρίς τον Χρήστο. Από το σπίτι περνάνε όλοι, φίλοι παλιοί και νεότεροι, οι συγγενείς, οι συνεργάτες της ταινίας, οι γυναίκες που είχε γνωρίσει. Ο Σταύρος τον ενημερώνει για την πορεία της ταινίας στις αίθουσες. Συζητούν ένα καινούριο σενάριο που έχουν αρχίσει μαζί αλλά δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένο. Μέρα με την μέρα η κατάσταση χειροτερεύει, έχει πάντα την διαύγειά του, είναι στιγμές που έχει οξύτατο χιούμορ, αλλά αρχίζουν οι πόνοι. Δίπλα τους τις περισσότερες ώρες η Ηλέκτρα, που τελευταία ήταν κοντά του κι η Ελένη, μια παλιότερη φίλη. Κάθονται με τις ώρες δίπλα του, κάποιες στιγμές η παιδική του τρυφερότητα προς του γονείς εμφανίζεται πάλι. Η θεία Κωστία, σύντροφος κι αυτή των παιδικών του χρόνων, άγρυπνη φροντίζει τα πρακτικά θέματα. Ο Χάρης είναι όλη μέρα εκεί μήπως ο Χρήστος χρειαστεί κάτι. Κουράζεται εύκολα, αλλά χαίρεται να τους βλέπει όλους και να μιλάει όσο μπορεί μαζί τους. Το απόγευμα της 29 Ιανουαρίου 1993 βαραίνει. Ο Ηλίας φροντίζει να μεταφερθεί σε κλινική. Δεν θα μείνει πολύ εκεί ούτε θα υποφέρει πολλή ώρα. Στις 8 το βράδυ παύει να επικοινωνεί και στις δέκα και είκοσι πεθαίνει.

Η κηδεία του γίνεται την 1η Φεβρουαρίου στο νεκροταφείο Ζωγράφου. Είναι εκεί όλοι και τον αποχαιρετούν. Οι συμμαθητές απ’ το σχολείο, η Αγγελικούλα, η Ρέμπελοι, η Δάφνη, οι συγγενείς, το συνεργείο της ταινίας, οι φίλοι, τα κορίτσια και οι γυναίκες που αγάπησε, οι λαϊκοί μουσικοί που έπαιξαν στην ταινία, οι άνθρωποι του ελληνικού κινηματογράφου. Οι μουσικοί της ταινίας ζητούνε την άδεια να παίξουν κάτι της ώρα της ταφής, διακριτικά σε χαμηλούς τόνους παίζουνε το «μη λυπάσαι που φεύγω» ένα λαϊκό τραγούδι που είχε επιλέξει ο Χρήστος για την ταινία.

“Πόσος Χρήστος υπήρχε σ’ αυτή τη λιπόσαρκη μορφή που έμενε διακριτικά στην όχθη της νύχτας και πρόσμενε υπομονετικά να διαβούνε οι ώρες και οι άνθρωποι, πόσο παρόν και πόσο απών ήταν αυτός ο σκληραγωγημένος ήρωας που θέρμαινε την καρδιά του με το κρύο φως μια αυτοεπίγνωσης, η οποία είχε διαισθανθεί τόσο καίρια το ανούσιο ώστε είχε την ευγένεια να το καταδικάζει με τις μακριές σιωπές του. Το φιάσκο της ζωής μας, η σκληρή φάρσα του εφήμερου που παίζεται ατελεύτητα σε βάρος όλων μας είναι ότι τελικά, κι αυτό το τελικά κρύβει πάντα μια κηδεία, πρέπει να θεωρήσουμε ισχυρά τεκμήρια ζωής τις λαθραίες στιγμές που ένας φίλος έζησε ή λησμόνησε πλάι μας χωρίς να έχει την πρόθεση να τις υπογράψει σαν διαθήκη”

Κωστής Παπαγιώργης (Γεια σου Ασημάκη, 1994)


Σκελετός του κειμένου αυτού ήταν το χρονολόγιο για το Χρήστο Βακαλόπουλο που έγραψε ο πατέρας του Γιώργος και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη «Γειά σου Ασημάκη». Πληροφορίες αντλήθηκαν από: “Play it again, Χρήστο” – ντοκιμαντέρ-αφιέρωμα από το Σταύρο Καπλανίδη (2007),  “ο Χρήστος Βακαλόπουλος” – του Φώτη Μπατσίλα (Αιγαίον 2012), καθώς και από όλη την βιβλιογραφία του Χρήστου Βακαλόπουλου. Φωτογραφίες από το  christosvakalopoulos.gr.
Ευχαριστούμε θερμά  τους Αντίνοο Αλμπάνη, Σπύρο Παπαδόπουλο (το βυτίο), Φοίβο Βογιατζή, Όλια Λαζαρίδου για την ανάγνωση των αποσπασμάτων

 

.

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο γιώργος δομιανός γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Ποιήματα και κείμενα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, εφημερίδες και ιστοσελίδες. Έχει εκδώσει τρία βιβλία.