είναι περίπου δύο και μισή τη νύχτα και κάθομαι στην βορειοδυτική γωνία της μπάρας που υπάρχει στον Ένοικο της Καλλιδρομίου, προσπαθώντας να γράψω δυο λόγια προλόγου για αυτό το μικρό αφιέρωμα που ετοιμάσαμε για τον Χρήστο Βακαλόπουλο στο Ασσόδυο. κοιτάω τον κόσμο γύρω μου. ωραίες παρέες. αγόρια και κορίτσια που εξιστορούν κάτι και κουνάν εκφραστικά τα χέρια τους. μάτια με φλόγες, αυτιά χοάνες, στέρνα πάλλοντα. η Αθήνα των δύο και μισή. ή καλύτερα, η Αθήνα των δύο και μισή στο σημείο αυτό. γιατί υπάρχουν πολλές Αθήνες των δύο και μισή ολοκληρωτικά αντίθετες μεταξύ τους. όπως υπάρχουν και πολλές Ελλάδες. οι ορατές και οι αόρατες. σκέφτομαι πως ο Βακαλόπουλος γεννήθηκε στην πιο αντιφατική χώρα. και σίγουρα αυτό του άρεσε. έγινε γι΄ αυτόν κάτι σαν αποστολή το ξεσκέπασμα όλων των διαφορετικών στιγμών μιας ακαταλαβίστικης χώρας. προσπάθησε να δει πίσω από την καθημερινότητα. να δει την αόρατη Ελλάδα. και όχι μονάχα να την δει αλλά να μας την δείξει κιόλας.
στην εποχή της άκρατης ανεπίσημης γνωμοδότησης με πεδίο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ο Τσίρκας χαρακτηρίζεται κακογραμμένος, ο Μπόρχες τεμπέλης και ο Βακαλόπουλος υπερτιμημένος, έρχεται το έργο του τελευταίου να μας εξηγήσει πως πίσω από κάθε γνώμη -καλή ή κακή- κρύβεται μία ιστορία που της αξίζει να ειπωθεί. κι ας μοιάζει απλή και καθημερινή. στην πραγματικότητα πίσω από κάθε συμπεριφορά κρύβεται ένα καράβι που δεν πήραμε ποτέ, μία κουβέντα που δεν τολμήσαμε να πούμε, ένα σώμα που δεν καταφέραμε να αγγίξουμε.
Η παρακαταθήκη που άφησε ο Βακαλόπουλος είναι η γνώση πως πάντα θα υπάρχει η πιθανότητα να αλλάξουμε βλέμμα.
γ.δ.
Υ.Γ. το αφιέρωμα αυτό είναι χαρισμένο σε όσες και όσους έχουν νοιώσει κάποια στιγμή στη ζωή τους Ρέα Φραντζή