Ο Έρμιππος βρίσκεται στο καράβι της επιστροφής απ’ την Ελλάδα στην Αίγυπτο και στέκει σιωπηλός εν μέσω ενός ρωμαϊκού χρόνου. Τέτοιο βάθος σιωπής δεν αποτυπώθηκε ξανά σε ελληνικό ποίημα. Ο Έρμιππος ατενίζει τα νερά της Κύπρου που ξανοίγουν την απέραντη Ανατολή και νιώθει αγαλλίαση. Μα δεν θέλει να νιώθει αγαλλίαση. Προσπαθεί να την αρνηθεί. Προσπαθεί να αντιστρέψει την έννοια της νόστου. Πιέζει τον εαυτό του να νιώσει θλίψη που αφήνει την Ελλάδα πίσω του μα δεν τα καταφέρνει. Κι αυτό του προκαλεί ακόμη βαθύτερη θλίψη. Τον σκιάζει μια υπαρξιακή αγωνία καθώς αναρωτιέται πώς γίνεται να νιώθει Έλληνας αλλά ταυτόχρονα να νιώθει λύτρωση που φεύγει από την Ελλάδα. Πώς γίνεται η Συρία και η Αίγυπτος να είναι οι πατρίδες του ελληνισμού του; Μπρος στον καταγωγικό του διχασμό στέκει άφωνος μες στην αιωνιότητα. Μα δίπλα του ο φίλος του, πιθανότατα ο Φίλωνας, όλα τα έχει καταλάβει. Προσπαθεί να τον λυτρώσει από τον εσωτερικό του διχασμό, παρακινώντας τον να παραδοθεί στα συναισθήματά του. «Αξίζει να γελιούμαστε;». Η δικιά μας Ελλάδα βαστάει από τις χώρες της Ασίας, του λέει. Τι κι αν ξενίζει τον Ελληνισμό; «Είμεθα Έλληνες κι εμείς –τι άλλο είμεθα;-» Ποιος θα μας κρίνει άλλωστε; Και με τον τρόπο αυτό διευρύνει τα όρια του ελληνισμού, ανάγοντάς τον σε ουσία άυλη και τοποθετώντας τον σε μια πνευματική και ειρηνική χωροχρονικότητα, σχεδόν φιλοσοφική («εμάς τους φιλοσόφους») που διόλου δεν εξαρτάται από σύνορα και αλυτρωτισμούς. Μην υποδύεσαι την Ελλάδα, Έρμιππε, περισσότερο από ό,τι είσαι, του τονίζει ο ποιητής με τον τρόπο του. Μάταια πασχίζεις. Γιατί η Ελλάδα δεν βγαίνει σε καλούπι. Θυμήσου κάτι μικροβασιλείς που ντυνόντουσαν ελληνοποιημένα και συμπεριφερόντουσαν επιδεικτικά ως Έλληνες, ή ακόμη («τι λόγος!») και ως Μακεδόνες, που γελούσαμε όταν τους βλέπαμε στα σπουδαστήριά μας. «A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά».

Πρέπει να θυμηθείς, Έρμιππε, πρέπει να θυμηθείς τώρα που υψώνεται η σάρισα και έρχεται στη μόδα η περικεφαλαία ενός σημαιόπληκτου ελληνισμού που είναι έρμαιο τοπικών ηγεμονίσκων. Και να γελάς, Έρμιππε, να γελάς…

 

Επάνοδος από την Ελλάδα

Ώστε κοντεύουμε να φθάσουμ’, Έρμιππε.
Μεθαύριο, θαρρώ· έτσ’ είπε ο πλοίαρχος.
Τουλάχιστον στην θάλασσά μας πλέουμε·
νερά της Κύπρου, της Συρίας, και της Aιγύπτου,
αγαπημένα των πατρίδων μας νερά.
Γιατί έτσι σιωπηλός; Pώτησε την καρδιά σου,
όσο που απ’ την Ελλάδα μακρυνόμεθαν
δεν χαίροσουν και συ; Aξίζει να γελιούμαστε; —
αυτό δεν θα ’ταν βέβαια ελληνοπρεπές.

Aς την παραδεχθούμε την αλήθεια πια·
είμεθα Έλληνες κ’ εμείς — τι άλλο είμεθα; —
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις της Aσίας,
αλλά με αγάπες και με συγκινήσεις
που κάποτε ξενίζουν τον Ελληνισμό.

Δεν μας ταιριάζει, Έρμιππε, εμάς τους φιλοσόφους
να μοιάζουμε σαν κάτι μικροβασιλείς μας
(θυμάσαι πώς γελούσαμε με δαύτους
σαν επισκέπτονταν τα σπουδαστήριά μας)
που κάτω απ’ το εξωτερικό τους το επιδεικτικά
ελληνοποιημένο, και (τι λόγος!) μακεδονικό,
καμιά Aραβία ξεμυτίζει κάθε τόσο
καμιά Μηδία που δεν περιμαζεύεται,
και με τι κωμικά τεχνάσματα οι καημένοι
πασχίζουν να μη παρατηρηθεί.

A όχι δεν ταιριάζουνε σ’ εμάς αυτά.
Σ’ Έλληνας σαν κ’ εμάς δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες.
Το αίμα της Συρίας και της Aιγύπτου
που ρέει μες στες φλέβες μας να μη ντραπούμε,
να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.

                       Από τα Κρυμμένα Ποιήματα, Ίκαρος 1993

 

.

         _____________

Διαβάστε επίσης:

Ο Άγγελος Σικελιανός συναντά
την δισέγγονή του Eleni Sikelianos

.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.