10.04.24

Andrea Applebee:
Εκεί που η «Αλήθεια» ντροπιάζει το διάβολο

Η Κλεοπάτρα Χαρίτου συνομιλεί και φωτογραφίζει την αμερικανίδα ποιήτρια που επέλεξε για κατοικία της το ελληνικό φως

Η Andrea Applebee μόλις πριν δύο χρόνια άφησε πίσω τα σεντόνια και τις μυρωδιές από την ζωή της στην Αμερική, αποχωρίστηκε το τελευταίο της βιβλίο και προχώρησε μπροστά, με το λευκό της μπαστούνι ν’ ανοίγει το μέλλον σαν πεινασμένος ιχνηλάτης. Με στωική αυτοπεποίθηση και μοναχικότητα άρχισε να εξερευνά τα πεζοδρόμια της Αθήνας υποβασταζόμενη από τα τακούνια της και την Μέρσι, την τετράποδη οδηγό της. Σαν μια λέαινα που αναζητά το ξόδι του χρόνου στα κατατόπια της ικανότητας έχει βρει φωλιά στην πόλη μας σε μια περίοδο που εμείς, στριφνοί διαβάτες, στριφογυρίζουμε στα σεντόνια μας με στάσιμη οργή.

Την ρωτώ επίμονα πώς περνάει απέναντι στα φανάρια της πόλης και μου απαντά τρυφερά πως οι οδηγοί στην Αθήνα είναι πιο προσεχτικοί! …Είναι που η Andrea Applebee επενδύει ενέργεια στη χαρτογράφηση άλλων μονοπατιών κι όχι στις λακκούβες. Τα ζωτικά νήματά της αγκυροβολούν στην καρδιά και στην πίστη, στο Χάος. Η πραγματικότητα που στην πλειοψηφία μας αντιλαμβανόμαστε μόνο ως ορατή, αναδημιουργείται μέσα από την ποίησή της. Στίχοι μωλωπισμένοι, νοήματα ενίοτε ημιτελή, λέξεις που χορεύουν στον αέρα, χτυπημένες, αγέρωχες, σαν παράξενες αισθήσεις που απέδρασαν από κάποιον μακρινό κήπο κι έστησαν ένα καινούργιο σπίτι πάνω στο μηδέν. Η Applebee δείχνει πιο ελεύθερη. «Ελεύθερη από όραση», όπως γράφει άλλωστε η δίδυμη αδερφή της Τζίνα. Γι’ αυτό και η Applebee έχει πλέον κατακτήσει την καθημερινότητα των σπασμένων κρασπέδων του κέντρου, τις κολώνες που επιμένουν απρόσμενα. Είναι λες και η Αθήνα, με τις δαιδαλώδεις δυσκολίες της, γίνεται η πίστα που το νόημα κάνει επανεκκίνηση. Γρονθοκοπεί διαρκώς τη ζωή στη μούρη, εκεί, στα μαθήματα μποξ που παρακολουθεί σχεδόν καθημερινά, κι όταν ψηλαφεί το ζεστό αίμα που τρέχει από τη μύτη, την αγκαλιάζει και την παρηγορεί με τα μαλακά της δάχτυλα.

Κατακαλόκαιρο ήταν όταν κοίταζα επίμονα τον πίνακα του Πήτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου «Η παρέλαση των τυφλών», όπου έξι τυφλοί χωρικοί αναζητούν τροφή στα περάσματα της επαρχίας. Τρεις χρόνοι εγκλωβισμένοι μέσα στους τοίχους ενός κάδρου: ο πρώτος χωρικός έχει πέσει, ο δεύτερος πέφτει και σε λίγο θα πέσουν και οι επόμενοι. Δύο βδομάδες μετά έπεσα πάνω στο μονοπάτι της Applebee. Διάβασα την ποίησή της, την συναναστράφηκα, και ένα ερώτημα απελευθερώνεται τώρα από τα χείλια μου:
«κοίταξες, βλέπεις, μα τι θα δεις»;

Andrea Applebee:
Εκεί που η «Αλήθεια» ντροπιάζει το διάβολο

Η Κλεοπάτρα Χαρίτου συνομιλεί και φωτογραφίζει την Αμερικανίδα ποιήτρια που επέλεξε για κατοικία της το ελληνικό φως

Η Andrea Applebee μόλις πριν δύο χρόνια άφησε πίσω τα σεντόνια και τις μυρωδιές από την ζωή της στην Αμερική, αποχωρίστηκε το τελευταίο της βιβλίο και προχώρησε μπροστά, με το λευκό της μπαστούνι ν’ ανοίγει το μέλλον σαν πεινασμένος ιχνηλάτης. Με στωική αυτοπεποίθηση και μοναχικότητα άρχισε να εξερευνά τα πεζοδρόμια της Αθήνας υποβασταζόμενη από τα τακούνια της και την Μέρσι, την τετράποδη οδηγό της. Σαν μια λέαινα που αναζητά το ξόδι του χρόνου στα κατατόπια της ικανότητας έχει βρει φωλιά στην πόλη μας σε μια περίοδο που εμείς, στρυφνοί διαβάτες, στριφογυρίζουμε στα σεντόνια μας με στάσιμη οργή.

Την ρωτώ επίμονα πώς περνάει απέναντι στα φανάρια της πόλης και μου απαντά τρυφερά πως οι οδηγοί στην Αθήνα είναι πιο προσεχτικοί! …Είναι που η Andrea Applebee επενδύει ενέργεια στη χαρτογράφηση άλλων μονοπατιών κι όχι στις λακκούβες. Τα ζωτικά νήματά της, αγκυροβολούν στην καρδιά και στην πίστη, στο Χάος. Η πραγματικότητα που στην πλειοψηφία μας αντιλαμβανόμαστε μόνο ως ορατή, αναδημιουργείται μέσα από την ποίησή της. Στίχοι μωλωπισμένοι, νοήματα ενίοτε ημιτελή, λέξεις που χορεύουν στον αέρα, χτυπημένες, αγέρωχες, σαν παράξενες αισθήσεις που απέδρασαν από κάποιον μακρινό κήπο κι έστησαν ένα καινούργιο σπίτι πάνω στο μηδέν. Η Applebee δείχνει πιο ελεύθερη. «Ελεύθερη από όραση», όπως γράφει άλλωστε η δίδυμη αδερφή της Τζίνα. Γι’ αυτό και η Applebee έχει πλέον κατακτήσει την καθημερινότητα των σπασμένων κρασπέδων του κέντρου, τις κολώνες που επιμένουν απρόσμενα. Είναι λες και η Αθήνα, με τις δαιδαλώδεις δυσκολίες της, γίνεται η πίστα που το νόημα κάνει επανεκκίνηση. Γρονθοκοπεί διαρκώς τη ζωή στη μούρη, εκεί, στα μαθήματα μποξ που παρακολουθεί σχεδόν καθημερινά, κι όταν ψηλαφεί το ζεστό αίμα που τρέχει από τη μύτη, την αγκαλιάζει και την παρηγορεί με τα μαλακά της δάχτυλα.

Κατακαλόκαιρο ήταν όταν κοίταζα επίμονα τον πίνακα του Πήτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου «Η παρέλαση των τυφλών», όπου έξι τυφλοί χωρικοί αναζητούν τροφή στα περάσματα της επαρχίας. Τρεις χρόνοι εγκλωβισμένοι μέσα στους τοίχους ενός κάδρου: ο πρώτος χωρικός έχει πέσει, ο δεύτερος πέφτει και σε λίγο θα πέσουν και οι επόμενοι. Δύο βδομάδες μετά έπεσα πάνω στο μονοπάτι της Applebee. Διάβασα την ποίησή της, την συναναστράφηκα, και ένα ερώτημα απελευθερώνεται τώρα από τα χείλια μου:
«κοίταξες, βλέπεις, μα τι θα δεις»;

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ