Όλα αυτά τα χρόνια ακούω συχνά, και αποτελεί κοινό τόπο, πως ο Γιάννης Αγγελάκας διαφέρει από το σινάφι των μουσικών γιατί πρωτίστως είναι Ποιητής και στη ζωή του και στην τέχνη του. Ίσως εκεί να κρύβεται και ο λόγος που έχει καταφέρει κάτι αδιανόητο: να πρωταγωνιστεί αδιαλείπτως στην ελληνική μουσική σκηνή για πάνω από 30 χρόνια. Κι όμως, δεν έχω δει οι ερωτήσεις σε συνεντεύξεις του να απευθύνονται σε έναν άνθρωπο που βαστά ενίοτε μολύβι και όχι πάντα ένα μικρόφωνο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να του ζητήσω μια συνέντευξη-κόνσεπτ, που οι ερωτήσεις μου θα στηρίζονται σε στίχους από το σύνολο του έργου του (βρίσκονται στα εισαγωγικά). Ήθελα απλά να γίνω ένα κάτοπτρο για να ειπωθούν κάποια πράγματα πέρα από δημοσιογραφικούς περιορισμούς και πεζολογικά εμπόδια. Τώρα που το σκέφτομαι, η συνέντευξη αυτή δεν είναι δική μου. Είναι δυο φορές του Γιάννη Αγγελάκα. Εγώ απλώς τον κοιτάω να ρεμβάζει τον κάμπο, πάνω στην κορυφή μιας «γελαστής ανηφόρας».
Επειδή έχουν περάσει τουλάχιστον 32 χρόνια από τότε που γράφτηκε και ακόμα δεν έχω καταλήξει αν ειρωνεύεσαι ή αν μιλάς πραγματικά, θα σε ρωτήσω ευθέως: Γιάννη Αγγελάκα, θέλεις ή δε θέλεις «θλιμμένους στη γιορτή σου;»
Φυσικά και σαρκάζω, απορώ πώς σου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα μπορούσε να είναι ένας στίχος από την μεριά των χαρούμενων. Γράφτηκε 35 χρόνια πριν, ήμουν δεν ήμουν 23 χρονών. Άστεγος, άφραγκος αλλά με μια απόκοσμη περιέργεια και περηφάνια περιφερόμουν στα ξεσαλωμένα τότε μπαράκια της Θεσσαλονίκης (ήταν και απόκριες) παρατηρώντας τον κόσμο που ξέδινε. Πουθενά δεν καθόμουν πολλή ώρα γιατί ένιωθα πως ενοχλούσα, χωρίς να νιώθω βέβαια μειονεκτικά. Βαθιά μέσα μου τους αγαπούσα και τους κορόιδευα. Από κει μέσα ξεπήδησε και ο στίχος. Με τη μία. Χωρίς δεύτερη γραφή.
Θες να πεις πως «η αγάπη με την κοροϊδία ακόμη συγγενεύουν μέσα σου»;
Πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι. Για να τη σοβαρέψουμε όμως λίγο την κουβέντα θεωρώ πως όποιος νομίζει πως αγαπάει χωρίς να του περνά από το μυαλό πως μπορεί να κοροϊδεύει είτε τον εαυτό του, είτε τους άλλους, δεν πρόκειται ποτέ να αγαπήσει ούτε τον εαυτό του ούτε τους άλλους.
Αυτό ακούστηκε σαν «παροιμία από τον Κρόνο». Έχουμε μπει σε σκοτεινά μονοπάτια και θυμήθηκα τους στίχους από τον «Τσόγλανο» που γράφεις πως «Πριν συλλάβω οτιδήποτε, σκέφτομαι αμέσως την καταστροφή του. Για την ακρίβεια, η ανάγκη μου να καταστρέψω κάτι συγκεκριμένο μου δημιουργεί την επιθυμία να το γεννήσω». Οπότε το ερώτημα που μου προκαλείται είναι το εξής: Είναι οι Τρύπες ένας αποκηρυγμένος εαυτός σου;
Δεν έχω την πολυτέλεια να αποκηρύξω κάποιον εαυτό μου. Δεν έχω πολλούς, έναν έχω, ίσως και κανέναν. Οι Τρύπες είναι μια ευλογημένη στιγμή του χωροχρόνου μου. Όπως και το στιχάκι στο οποίο αναφέρεσαι.
Αν δεν έχει ο παράδεισος θάλασσα και έχει η κόλαση,
ακόμα κι αν περάσω την βάση για τα λιβάδια του παράδεισου,
στην κόλαση θα ζητήσω να πάω.
Και η «κυρία των μέσα σου ανέμων» τι απέγινε; Την έκανες τελικά φίλη σου; Ερωμένη σου; Μήπως «την σκότωσες για να την κάνεις δική σου για πάντα»;
Μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, έβαλε κιλά, έρχεται και μ’ ακούει σε καμιά συναυλία, δεν θα μάθει ποτέ ότι ζει και μέσα σ’ αυτό το κείμενο.
Οπότε; «Στη χώρα των νεκρών φαλλών ή στα στήθη της Λευκοθέας;»
Δεν ζω ούτε ανήκω στις πίσω μου σελίδες (όπως έλεγε ο Ντύλαν και μετέφρασε ο Σαββόπουλος). Πατρίδα μου είναι το μέλλον.
Δεκτόν! Θα σου ζητήσω λοιπόν έναν στίχο που έγραψες τελευταία κι ίσως κάποτε τον κάνεις τραγούδι.
Σου παραθέτω δύο από τις σημειώσεις μου των τελευταίων μηνών, χωρίς ποτέ να ξέρω ποια τελικά θα γίνουν τραγούδια:
1.
Για τους θριάμβους τους τα πλήθη φωνασκούν, παραληρούν
Για τα χωράφια τους τα ματωμένα, τα άγια
Μα εμένα έρχονται οι ζητιάνοι στα κρυφά και μου ζητούν
Να τραγουδήσω ατραγούδιστους καημούς
Και σιωπηρά ναυάγια
2.
Μια θάλασσα γαλήνια
_____απλώνεται σαν μουσική
__________μέσα στην κάμαρά μου
Και με ξυπνά κάθε πρωί
_____αφρίζοντας στα χείλη μου
__________υγραίνοντας μ’ αλμύρα τα όνειρά μου
Πολύ γενναιόδωρη η κατάθεσή σου. Και βλέπω πως και τα δύο αποσπάσματα μιλούν ή καταλήγουν συμβολικά στη θάλασσα… Έχεις επιδιώξει να ζεις κοντά της ή κάνω λάθος;
Φυσικά και το έχω επιδιώξει. Από τα πρώτα μου βήματα βρέθηκα στην παραλία της Θεσσαλονίκης, εκεί μας πήγαινε βόλτα ο πατέρας μου τις Κυριακές. Πρώτη φορά ταξίδεψα πάνω της στα παποράκια που φεύγανε μπροστά από τον Λευκό Πύργο φορτωμένα λαό και μας πήγαιναν στις απέναντι παραλίες Περαία, Μπαξέ, Αγία Τριάδα. Εκεί κάναμε και τα πρώτα μας μπάνια. Ήμουν από πιτσιρικάς μαγεμένος μαζί της και μέχρι σήμερα την ίδια έξαψη (ίσως και μεγαλύτερη) νιώθω όταν είναι να ταξιδέψω με καράβι. Αν δεν έχει ο παράδεισος θάλασσα και έχει η κόλαση, ακόμα κι αν περάσω την βάση για τα λιβάδια του παράδεισου, στην κόλαση θα ζητήσω να πάω.
Ήσουν «κακός γιος»;
Για τον πατέρα μου, που αν και κομμουνιστής και οργανωμένος στο ΚΚΕ Νεάπολης διακατεχόταν από το μικροαστικό σύνδρομο τού καθώς πρέπει νοικοκύρη, ναι ήμουν κακός γιος. Για την μητέρα μου, που ήταν ένα ευφυές συναισθηματικά άτομο και ακολουθούσε την γραμμή της καρδιάς, ήμουν ο τρελός γιος που ήξερε πού πηγαίνει. Με στήριζε και την στήριζα.
Έγραφες ως παιδί στίχους ή προέκυψαν για να υπηρετήσουν τη μουσική;
Έγραφα στην προεφηβεία μου κάτι ευαίσθητα στιχάκια, λίγο αργότερα άρχισα να γράφω μικρά φευγάτα διηγήματα, τα χειρόγραφα των οποίων τα έχασα και πολύ θα ήθελα να τα έχω σήμερα.
Κάποια από αυτά τα διάβαζα στον Γιώργο Καρρά και του άρεσαν. Με το Γιώργο κάναμε παρέα από τα 15 κι όταν στα 20 ξεκινήσαμε τις Τρύπες μού πρότεινε να γράψω στίχους στα ελληνικά κι έτσι ξεκίνησε το ταξίδι στη στιχουργία.
Με ποιο είσαι; Με το τρένο που περνάει ή με το τρένο που «κοιτάει τα άλλα τρένα να περνούν»;
Πότε με το ένα και πότε με το άλλο. Όταν είμαι με αυτό που περνάει φροντίζω να σφυρίζω, να κάνω θόρυβο, να αναβοσβήνω τα φώτα, τέλος πάντων να εμπνέω και να δίνω δύναμη στα άλλα σταματημένα τρένα να κινήσουν. Όταν είμαι με το σκουριασμένο περιμένω κι εγώ με τη σειρά μου ένα τρελό τρένο να με παρασύρει.
Για τον πατέρα μου, που αν και κομμουνιστής και οργανωμένος στο ΚΚΕ Νεάπολης διακατεχόταν από το μικροαστικό σύνδρομο τού καθώς πρέπει νοικοκύρη,
ναι ήμουν κακός γιος.
Τι θέα επικρατεί στην κορυφή της «γελαστής ανηφόρας»;
Νομίζω πως όποιος έστω για λίγο σπάει τα δίχτυα αυτού του κόσμου και πάει λίγο ψηλότερα και μας κοιτάει από εκεί, βιώνει πάντα τα ίδια έντονα και αντιφατικά συναισθήματα. Γέλια, κλάματα, οργή, λύπη, αγάπη και κοροϊδία (για να επανέλθουμε στις αρχικές ερωτήσεις).
Εντόπισες τελικά την «προσευχή που εκβιάζει το Θεό;»
Ναι, είναι η τίμια προσευχή χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας. Να ζητάς από την Δύναμη, το Πνεύμα, ό,τι τέλος πάντων υπάρχει και μας καθορίζει πέρα από την διάσταση των αισθήσεών μας, να προστατεύει να εμπνέει και να βοηθάει ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, ούτε μας γνωρίζουν. Το κάνω συχνά, είμαι σίγουρος ότι δουλεύει (ακόμα κι αν δεν υπάρχει τίποτα μεταφυσικό εκεί έξω) και χαμογελάω στην ιδέα πως μπορεί κάποιοι που δεν με ξέρουν ούτε τους ξέρω να προσεύχονται κι αυτοί κάποιες φορές για μένα.
Και κάτι τελευταίο: υπάρχει ποιητής που θα ‘θελες να τον είχες συναντήσει για να του πεις απλά ένα ευχαριστώ;
Τρείς τουλάχιστον. Τον Καβάφη, τον Ουίλιαμ Μπλέηκ και τον Έλιοτ ∴