19.04.24

Αργύρης Μαρνέρος

"Έχει πολύ δρόμο ακόμα
Το όρθιο θηλαστικό να γίνει άνθρωπος"


Επιμέλεια: Ειρήνη Καραγιαννίδου

Ο

Αργύρης Μαρνέρος είναι ένας μοναχικός καουμπόι της ελληνικής ποίησης.  Αντισυμβατικός από την αρχή της διαδρομής του, -χαρακτηριστικό του που του στοίχισε μια “καλή” θέση στην τεχνικοποιημένη λογοτεχνική κλίμακα που ο καθείς έχει στο νου του-, σε μέρες που η κοινωνία βολοδέρνει χειμαζόμενη, το μελανί του φωνάζει.

Ντροπή δεν είναι κάποιος να σου πει
Άντε ρε Καραγκιόζη ντροπή είναι
Κάποιος να σου πει άντε ρε Χατζηαβάτη 
Γιατί αυτό σημαίνει πως την είδε
Την καμπούρα σου αυτή που έχεις κρυμμένη
Με επιμέλεια περίσσεια μέσα στις υποκλίσεις.

 

Γεννήθηκε στο Δοξάτο Δράμας το 1941. Τέλειωσε το γυμνάσιο του χωριού του το 1960 και την άλλη χρονιά -με το πρώτο μεταναστευτικό κύμα- έφυγε για την Δυτική Γερμανία, δουλεύοντας σε διάφορα εργοστάσια και παρακολουθώντας το βράδυ μαθήματα γλώσσας. Μετά το 1968 σπούδασε γερμανική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1973 παράλληλα με τις σπουδές του, πήρε το δίπλωμα του ξεναγού από την τοπική σχολή Θεσσαλονίκης και αργότερα και από της Αθήνας.


Πλαστικό μου λουλούδι ανέραστo

Ό,τι μυρίζει ανθρώπινο μυαλό
Δεν είναι πάντα θησαυρός για τις αισθήσεις.

 

Στις πόλεις αυτές όπου ζει και γράφει, κατεβάζει τα βιβλία του στο πεζοδρόμιο, στην βιβλιοθήκη μπροστά στην Πανεπιστημίου, σε συναυλίες και σε μπουάτ ως αντίδραση στα εμπορικά κυκλώματα των βιβλιοπωλείων.

Εγώ υπήρξα πάντα ζωόφιλος
Αγαπητέ μου έλα μέσα
Στην κουζίνα να σου δείξω
Πόσο τρυφερά πόσο απαλά
Τα πλάθω εγώ τα μπιφτέκια.

 


Με έμφυτη τάση για πολιτικολογία και κριτική στους κυβερνώντες και με σκωπτική διάθεση για τα παράνομα καμώματα των “μεγάλων”, από την σατιρική του πέννα δεν ξεφεύγει κανείς και τίποτα.

Σήμερα είναι της Αναλήψεως
Είπε ο γραμματέας στο Δεσπότη
Την ώρα που έφευγε βιαστικά
Καλά που μου το θύμισες παιδί μου
Πρέπει να φύγω αμέσως για την τράπεζα.

 


Αριστοφανικός, εύστοχος και διαχρονικός, τυπικός “εκπρόσωπος”  του μέσου Έλληνα, τοποθετεί συχνά στο στόχαστρο την καλή κοινωνία της εποχής, η οποία δείχνει να νομίζει πως μπορεί να κάνει τα πάντα με το χρήμα και την θέτει σε αντιπαράθεση με την δήθεν κακή κοινωνία, η οποία αποτελείται από φτωχούς και ταπεινούς ανθρώπους, καταδικασμένους σε μια κατώτερη ποιοτικά ζωή.

Θέλουμε ποσοστά
Απ’ το γάλα μας
Φώναζαν τα πρόβατα
Θα είμαι πιο γενναιόδωρος
Μαζί σας είπε ο τσέλιγκας
Θα σας δώσω ποσοστά
Από το κρέας σας.

 

Ο ίδιος ο ποιητής ξεδιπλώνει τον δικό του εσωτερικό κόσμο και μέσα από το πάντοτε “συμβουλευτικό” του ύφος, κατακρίνει την απερισκεψία και την πλεονεξία, ενώ ταυτόχρονα θέτει υπαρξιακά ερωτήματα και προβληματισμούς με σκοπό να βάλει σε σκέψεις το αναγνωστικό του κοινό.


Τώρα το ξέρω

Πρέπει ν’ αγαπήσω τη ζωή
Ανάμεσα απ’ τα συντρίμμια
Που βρίσκονται μπροστά μου
Πρέπει να αγαπήσω ξανά
Κάθε μικρό κομμάτι
Κι ένα ένα να τα βάλω στη σειρά
Όμορφα δεν είναι μόνο
Τα απείραχτα πράγματα
Και τα σπασμένα αγάλματα
Έχουν τη δική τους τη χάρη
Και ίσως είναι αυτά
Που πιο πολύ μας μοιάζουν.

 

Με χιούμορ σαρκαστικό λοιπόν, καταλυτικός και ανατρεπτικός, με κάθε κουβέντα του μαχαίρι, ταράζει τις κομματικές λογικές όχι μόνο με τα ποιήματά του αλλά και με τα κολάζ που δημιουργεί, τις ανασυνθέσεις, όπως τις ονοματίζει ο ίδιος.

 


Ιδιαίτερη υπήρξε η σχέση του ποιητή με τον Νικόλα Άσιμο. Ο Αργύρης Μαρνέρος γνωρίστηκε με τον τραγουδοποιό το 1970, όταν και οι δύο ήταν φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής στην Θεσσαλονίκη.

Ποιος ήταν αυτός ο καβαλάρης της κιθάρας
με το μαστίγιο να χτυπάει δεξιά κι αριστερά;

 

“Ήταν γύρω στο 1970, εποχή εσωτερικής αναταραχής και εξωτερικής ταριχευμένης ησυχίας. Ο Νικόλας είχε οργανώσει μία θεατρική ομάδα – ήταν μια ευκαιρία να ξεθάψει ή να θάψει πράγματα επί σκηνής.  – και ανταμώναμε στο υπόγειο της Φιλοσοφικής, που ήταν χώρος για πρόβες και για συζητήσεις.”

 

Τότε λοιπόν, την εποχή της δικτατορίας, τα ποιήματά του ” Έλα Κουτέ να γίνουμε Φίλοι” και ο “Μαραθωνοδρόμος”,  μελοποιήθηκαν από τον Νικόλα Άσιμο.

 
“Ο χρόνος της επταετίας, ήταν ένα ξεροχώραφο, όπου ο καθένας άνοιγε το πηγάδι του για να ξεδιψάσει. Ο Νικόλας έσκαψε με την κιθάρα του το χρόνο, μέχρι να ανταμώσει το νερό του.” 

Δέκα δραχμές το καριοφίλι
Τα γιαταγάνια δωρεάν
Έλα κουτέ να γίνουμε φίλοι
άσ’ το για άλλους το εάν !

 

 

“Τα γεγονότα είναι πάντα ρευστά, μάλιστα μερικές φορές, μέχρι να δέσουμε τα κορδόνια απ’ τα παπούτσια μας, μας έχουν ήδη ξεπεράσει. Οι αντιπαραθέσεις είναι σκόπιμα σενάρια, που ξεκινούν από τα παρασκήνια, αλλά επάνω στη σκηνή το αίμα δεν είναι χυμός από ντομάτα. Το ποίημα είναι ένα χέρι φιλίας, που απλώνεται για να παραμερίσει τα παραμύθια, αυτά που χτίζουν οι ξαπλωμένοι πάνω σε βελούδινα μαξιλαράκια.”

Κάμποσα χρόνια μετά τον θάνατο του Άσιμου, ο Αργύρης Μαρνέρος έγραψε άλλο ένα ποίημα, αυτή τη φορά αφιερωμένο στον φίλο του :

[…]
Κάθε φορά που το Αυγουστιάτικο φεγγάρι
μας λούζει με το ασήμι του, Νικόλα Άσιμε
σπάω στο μέτωπό του 
μια στάμνα με κόκκινο κρασί
για να ‘ρθει η ψυχή σου τα μεσάνυχτα
να ξεδιψάσει
Χοή μνημόσυνη από τον φίλο σου Αργύρη
Χρόνια φοιτητικά
Άσβεστες μνήμες, Νικόλα.

 


“Για πολλά πράγματα μπορείς να μιλήσεις για ορισμένο χρόνο κύησης, όμως άδικος κόπος να ρωτήσεις πόσο χρόνο χρειάζεται για να γεννηθεί ένα ποίημα. Ποτέ δεν μπορείς να προσδιορίσεις με ακρίβεια την αφετηρία του γαμέτη. Η στιγμή της γέννησης ορίζει την αρχή, όμως μια πλασματική αρχή. Είναι μια σύμβαση με τον χρόνο, όπως τα πάντα είναι συμβάσεις, ό,τι αφορά την αρχή και το τέλος των πραγμάτων και ειδικά αυτών, που έχουν σχέση με την τέχνη. Μακάρι να ξέραμε πόσα έργα θάφτηκαν μαζί με τον δημιουργό, αυτά που δεν πρόλαβε, ή αυτά που δεν θέλησε να ξεθάψει η ψυχή του”

Το βιβλίο “Σχολείο και Τέχνη: Αργύρης Μαρνέρος”, εκδόθηκε το 2010 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και αναλύει την σχέση του Σχολείου με την Τέχνη παρουσιάζοντας παράλληλα την εικαστική δουλειά Αργύρη Μαρνέρου

 

Αν δεν έχεις μπλέξει στη ζωή σου με γιατρούς, παπάδες, δικηγόρους, είσαι ευτυχής, συνηθίζει να λέει.

Σσσσσσσσ
Ησυχία
Γιατί ο γιατρός
Ψιθυρίζει στο αυτί
Τις τιμές
Σσσσσσσσ.

 


Τίποτα δεν φαίνεται ν´ αλλάζει θεματικά στην ποίηση του Αργύρη Μαρνέρου. Σαρκασμός, πίκρα, αγανάκτηση.
Και στο βάθος εκείνος ο λυρισμός, ο καλυμμένος από σκληρό περίβλημα. Στοχάζεται μελαγχολικά ο ποιητής, όμως δεν κλαυθμυρίζει, δεν απεραντολογεί. Με τα λίγα λέει πιο πολλά απ´ όσα κρύβονται στον πάταγο των λέξεων.

Ο ποιητής που θα γυρίσει τις πλάτες
Στο θόρυβο και τις οσμές της αγοράς
Όσο και να βουτήξει την πένα του
Στον ουρανό το γαλάζιο απ’ τα ποιήματά του
Θα λείπει το άρωμα του ιδρώτα
Και εκείνο το ανθρώπινο αχ που
Το δανείζονται ακόμα και οι θεοί
Γιατί αλλιώς τα αγάλματά τους
Θα ήταν μόνο πέτρες σκαλισμένες.

 

 


Σας ευχαριστούμε

Σας περιμένουμε ξανά
Έχουμε καιρό για το ξεπούλημα
Χειροκροτείστε.

 


Κεντρική φωτογραφία και φωτογραφία επιλόγου: Μανώλης Νταλούκας

Αργύρης Μαρνέρος

"Έχει πολύ δρόμο ακόμα
Το όρθιο θηλαστικό να γίνει άνθρωπος"


Επιμέλεια: Ειρήνη Καραγιαννίδου

Ο

Αργύρης Μαρνέρος είναι ένας μοναχικός καουμπόι της ελληνικής ποίησης.  Αντισυμβατικός από την αρχή της διαδρομής του, -χαρακτηριστικό του που του στοίχισε μια “καλή” θέση στην τεχνικοποιημένη λογοτεχνική κλίμακα που ο καθείς έχει στο νου του-, σε μέρες που η κοινωνία βολοδέρνει χειμαζόμενη, το μελανί του φωνάζει.

Ντροπή δεν είναι κάποιος να σου πει
Άντε ρε Καραγκιόζη ντροπή είναι
Κάποιος να σου πει άντε ρε Χατζηαβάτη 
Γιατί αυτό σημαίνει πως την είδε
Την καμπούρα σου αυτή που έχεις κρυμμένη
Με επιμέλεια περίσσεια μέσα στις υποκλίσεις.

 

Γεννήθηκε στο Δοξάτο Δράμας το 1941. Τέλειωσε το γυμνάσιο του χωριού του το 1960 και την άλλη χρονιά -με το πρώτο μεταναστευτικό κύμα- έφυγε για την Δυτική Γερμανία, δουλεύοντας σε διάφορα εργοστάσια και παρακολουθώντας το βράδυ μαθήματα γλώσσας. Μετά το 1968 σπούδασε γερμανική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το 1973 παράλληλα με τις σπουδές του, πήρε το δίπλωμα του ξεναγού από την τοπική σχολή Θεσσαλονίκης και αργότερα και από της Αθήνας.


Πλαστικό μου λουλούδι ανέραστo

Ό,τι μυρίζει ανθρώπινο μυαλό
Δεν είναι πάντα θησαυρός για τις αισθήσεις.

 

Στις πόλεις αυτές όπου ζει και γράφει, κατεβάζει τα βιβλία του στο πεζοδρόμιο, στην βιβλιοθήκη μπροστά στην Πανεπιστημίου, σε συναυλίες και σε μπουάτ ως αντίδραση στα εμπορικά κυκλώματα των βιβλιοπωλείων.

Εγώ υπήρξα πάντα ζωόφιλος
Αγαπητέ μου έλα μέσα
Στην κουζίνα να σου δείξω
Πόσο τρυφερά πόσο απαλά
Τα πλάθω εγώ τα μπιφτέκια.

 


Με έμφυτη τάση για πολιτικολογία και κριτική στους κυβερνώντες και με σκωπτική διάθεση για τα παράνομα καμώματα των “μεγάλων”, από την σατιρική του πέννα δεν ξεφεύγει κανείς και τίποτα.

Σήμερα είναι της Αναλήψεως
Είπε ο γραμματέας στο Δεσπότη
Την ώρα που έφευγε βιαστικά
Καλά που μου το θύμισες παιδί μου
Πρέπει να φύγω αμέσως για την τράπεζα.

 


Αριστοφανικός, εύστοχος και διαχρονικός, τυπικός “εκπρόσωπος”  του μέσου Έλληνα, τοποθετεί συχνά στο στόχαστρο την καλή κοινωνία της εποχής, η οποία δείχνει να νομίζει πως μπορεί να κάνει τα πάντα με το χρήμα και την θέτει σε αντιπαράθεση με την δήθεν κακή κοινωνία, η οποία αποτελείται από φτωχούς και ταπεινούς ανθρώπους, καταδικασμένους σε μια κατώτερη ποιοτικά ζωή.

Θέλουμε ποσοστά
Απ’ το γάλα μας
Φώναζαν τα πρόβατα
Θα είμαι πιο γενναιόδωρος
Μαζί σας είπε ο τσέλιγκας
Θα σας δώσω ποσοστά
Από το κρέας σας.

 

Ο ίδιος ο ποιητής ξεδιπλώνει τον δικό του εσωτερικό κόσμο και μέσα από το πάντοτε “συμβουλευτικό” του ύφος, κατακρίνει την απερισκεψία και την πλεονεξία, ενώ ταυτόχρονα θέτει υπαρξιακά ερωτήματα και προβληματισμούς με σκοπό να βάλει σε σκέψεις το αναγνωστικό του κοινό.


Τώρα το ξέρω

Πρέπει ν’ αγαπήσω τη ζωή
Ανάμεσα απ’ τα συντρίμμια
Που βρίσκονται μπροστά μου
Πρέπει να αγαπήσω ξανά
Κάθε μικρό κομμάτι
Κι ένα ένα να τα βάλω στη σειρά
Όμορφα δεν είναι μόνο
Τα απείραχτα πράγματα
Και τα σπασμένα αγάλματα
Έχουν τη δική τους τη χάρη
Και ίσως είναι αυτά
Που πιο πολύ μας μοιάζουν.

 

Με χιούμορ σαρκαστικό λοιπόν, καταλυτικός και ανατρεπτικός, με κάθε κουβέντα του μαχαίρι, ταράζει τις κομματικές λογικές όχι μόνο με τα ποιήματά του αλλά και με τα κολάζ που δημιουργεί, τις ανασυνθέσεις, όπως τις ονοματίζει ο ίδιος.

 


Ιδιαίτερη υπήρξε η σχέση του ποιητή με τον Νικόλα Άσιμο. Ο Αργύρης Μαρνέρος γνωρίστηκε με τον τραγουδοποιό το 1970, όταν και οι δύο ήταν φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής στην Θεσσαλονίκη.

Ποιος ήταν αυτός ο καβαλάρης της κιθάρας
με το μαστίγιο να χτυπάει δεξιά κι αριστερά;

 

“Ήταν γύρω στο 1970, εποχή εσωτερικής αναταραχής και εξωτερικής ταριχευμένης ησυχίας. Ο Νικόλας είχε οργανώσει μία θεατρική ομάδα – ήταν μια ευκαιρία να ξεθάψει ή να θάψει πράγματα επί σκηνής.  – και ανταμώναμε στο υπόγειο της Φιλοσοφικής, που ήταν χώρος για πρόβες και για συζητήσεις.”

 

Τότε λοιπόν, την εποχή της δικτατορίας, τα ποιήματά του ” Έλα Κουτέ να γίνουμε Φίλοι” και ο “Μαραθωνοδρόμος”,  μελοποιήθηκαν από τον Νικόλα Άσιμο.

 
“Ο χρόνος της επταετίας, ήταν ένα ξεροχώραφο, όπου ο καθένας άνοιγε το πηγάδι του για να ξεδιψάσει. Ο Νικόλας έσκαψε με την κιθάρα του το χρόνο, μέχρι να ανταμώσει το νερό του.” 

Δέκα δραχμές το καριοφίλι
Τα γιαταγάνια δωρεάν
Έλα κουτέ να γίνουμε φίλοι
άσ’ το για άλλους το εάν !

 

 

“Τα γεγονότα είναι πάντα ρευστά, μάλιστα μερικές φορές, μέχρι να δέσουμε τα κορδόνια απ’ τα παπούτσια μας, μας έχουν ήδη ξεπεράσει. Οι αντιπαραθέσεις είναι σκόπιμα σενάρια, που ξεκινούν από τα παρασκήνια, αλλά επάνω στη σκηνή το αίμα δεν είναι χυμός από ντομάτα. Το ποίημα είναι ένα χέρι φιλίας, που απλώνεται για να παραμερίσει τα παραμύθια, αυτά που χτίζουν οι ξαπλωμένοι πάνω σε βελούδινα μαξιλαράκια.”

Κάμποσα χρόνια μετά τον θάνατο του Άσιμου, ο Αργύρης Μαρνέρος έγραψε άλλο ένα ποίημα, αυτή τη φορά αφιερωμένο στον φίλο του :

[…]
Κάθε φορά που το Αυγουστιάτικο φεγγάρι
μας λούζει με το ασήμι του, Νικόλα Άσιμε
σπάω στο μέτωπό του 
μια στάμνα με κόκκινο κρασί
για να ‘ρθει η ψυχή σου τα μεσάνυχτα
να ξεδιψάσει
Χοή μνημόσυνη από τον φίλο σου Αργύρη
Χρόνια φοιτητικά
Άσβεστες μνήμες, Νικόλα.

 


“Για πολλά πράγματα μπορείς να μιλήσεις για ορισμένο χρόνο κύησης, όμως άδικος κόπος να ρωτήσεις πόσο χρόνο χρειάζεται για να γεννηθεί ένα ποίημα. Ποτέ δεν μπορείς να προσδιορίσεις με ακρίβεια την αφετηρία του γαμέτη. Η στιγμή της γέννησης ορίζει την αρχή, όμως μια πλασματική αρχή. Είναι μια σύμβαση με τον χρόνο, όπως τα πάντα είναι συμβάσεις, ό,τι αφορά την αρχή και το τέλος των πραγμάτων και ειδικά αυτών, που έχουν σχέση με την τέχνη. Μακάρι να ξέραμε πόσα έργα θάφτηκαν μαζί με τον δημιουργό, αυτά που δεν πρόλαβε, ή αυτά που δεν θέλησε να ξεθάψει η ψυχή του”

Το βιβλίο “Σχολείο και Τέχνη: Αργύρης Μαρνέρος”, εκδόθηκε το 2010 σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων και αναλύει την σχέση του Σχολείου με την Τέχνη παρουσιάζοντας παράλληλα την εικαστική δουλειά Αργύρη Μαρνέρου

 

Αν δεν έχεις μπλέξει στη ζωή σου με γιατρούς, παπάδες, δικηγόρους, είσαι ευτυχής, συνηθίζει να λέει.

Σσσσσσσσ
Ησυχία
Γιατί ο γιατρός
Ψιθυρίζει στο αυτί
Τις τιμές
Σσσσσσσσ.

 


Τίποτα δεν φαίνεται ν´ αλλάζει θεματικά στην ποίηση του Αργύρη Μαρνέρου. Σαρκασμός, πίκρα, αγανάκτηση.
Και στο βάθος εκείνος ο λυρισμός, ο καλυμμένος από σκληρό περίβλημα. Στοχάζεται μελαγχολικά ο ποιητής, όμως δεν κλαυθμυρίζει, δεν απεραντολογεί. Με τα λίγα λέει πιο πολλά απ´ όσα κρύβονται στον πάταγο των λέξεων.

Ο ποιητής που θα γυρίσει τις πλάτες
Στο θόρυβο και τις οσμές της αγοράς
Όσο και να βουτήξει την πένα του
Στον ουρανό το γαλάζιο απ’ τα ποιήματά του
Θα λείπει το άρωμα του ιδρώτα
Και εκείνο το ανθρώπινο αχ που
Το δανείζονται ακόμα και οι θεοί
Γιατί αλλιώς τα αγάλματά τους
Θα ήταν μόνο πέτρες σκαλισμένες.

 

 


Σας ευχαριστούμε

Σας περιμένουμε ξανά
Έχουμε καιρό για το ξεπούλημα
Χειροκροτείστε.

 


Κεντρική φωτογραφία και φωτογραφία επιλόγου: Μανώλης Νταλούκας

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ