Η αμυγδαλιά φέγγει. Καθώς περπατώ στην πόλη, τη βλέπω ξαφνικά μπροστά μου σ’ένα πεζοδρόμιο, φορτωμένη άσπρα αμύγδαλα και γαλάζια λουλούδια που βγάζουν φως. Στέκομαι να την κοιτάξω και σκέφτομαι πως όταν ήμουν μικρή πίστευα ότι η αμυγδαλιά ήταν η δίδυμη αδερφή μου.
Στον κορμό της κάθεται μια γυναίκα που χτενίζει μακριές τούφες από ανθρώπινα μαλλιά και τις καρφιτσώνει στο κεφάλι της. Περνάω το χέρι μου πάνω απ’τα μαλλιά μου και βλέπω πως στη χούφτα μου έχει μείνει μια μεγάλη τούφα που κρέμεται ως το έδαφος. Την ισιώνω, δένω δυο κόμπους στις άκρες, τη δίνω στη γυναίκα κι αυτή καθώς την καρφιτσώνει στο κεφάλι της μου εξηγεί πως έτσι μεταμφιέζεται σε Puck. Στον ουρανό, πολύ κοντά μας, περνάει ένα σύννεφο που αλλάζει σχήματα συνεχώς ώσπου καταλήγει να έχει σχήμα Πήτερ Παν. Ο δρόμος είναι γεμάτος τουρίστες ντυμένους καλοκαιρινά που μιλάνε δυνατά. Σιγά σιγά αρχίζουν να μαζεύονται γύρω απ’την αμυγδαλιά ενώ η γυναίκα-Puck λέει το τραγούδι της. I do wander everywhere, swifter than the moon’s sphere. Όλοι αρχίζουν να ανεβαίνουν πάνω στα κλαδιά της αμυγδαλιάς με μια ανεξήγητη ευθυμία που μου δίνει στα νεύρα. Κόβουν τα λουλούδια που φέγγουν και αρχίζουν να καταβροχθίζουν τα άσπρα αμύγδαλα με τη φλούδα. Τους φωνάζω πως τα αμύγδαλα είναι ακόμη άγουρα και δεν τρώγονται μα αυτοί μοιάζουν να διασκεδάζουν τρομερά και δε φαίνεται να με ακούνε. Πάνω στο άσπρο των ματιών τους επιπλέουν μικροί ροζ και γαλάζιοι φθόγγοι από ένα άγνωστο αλφάβητο. Τα στόματά τους χάσκουν ορθάνοιχτα σε παράξενες γωνίες λες και παθαίνουν εγκεφαλικό. Όλοι μαζί σηκώνουν ψηλά το πηγούνι και ποζάρουν σε προφίλ με φόντο τον γαλάζιο ουρανό σ’αυτήν την άβολα υπερήφανη στάση. Μοιάζουν να χάφτουν με βία την άνοιξη.
Αναπαράσταση του ονείρου που με επισκέφτηκε στις 11 Μάρτη