Henri
Michaux


Οι ιστορίες του κύριου Πλουμ


(1930)


επαυξημένο με τέσσερα ανέκδοτα κεφάλαια


(1936)

 

Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια

Ζ. Δ. Αϊναλής

 

 

Εισαγωγή

 

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·

Τελευταίος σταθμός, Γιώργος Σεφέρης 

 

Ο Henri Michaux (Ανρί Μισώ) γεννήθηκε το 1899 στην Namur, μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα της Βαλονίας. Ως έφηβος στιγματίζεται από τις αναγνώσεις του Ντοστογιέβσκι και του Τολστόι, μακρινούς απόηχους του έργου των οποίων μπορεί κανείς να συναντήσει και στον Πλουμ (παράβαλε, για παράδειγμα, την αντιμετώπιση των «αρχηγών» –Το όραμα του Πλουμ– ή των γιατρών –Ο Πλουμ πονούσε στο δάκτυλο– με τις αντίστοιχες του Τολστόι στο Πόλεμος και Ειρήνη). Θα ξεκινήσει σπουδές Ιατρικής, αλλά μετά από ένα χρόνο, στα είκοσί του, θα τις εγκαταλείψει για να μπαρκάρει σ’ ένα εμπορικό πλοίο ως απλός ναύτης. Αλλά ούτε αυτή η «σταδιοδρομία» φαίνεται να του πηγαίνει, οπότε και θα την εγκαταλείψει σύντομα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία θα γίνει με ένα «ιδιαίτερο» κείμενο, κάτι μεταξύ αφηγήματος, ποιήματος και μονόπρακτου, υπό τον τίτλο Cas de folie circulaire[1], το οποίο θα δημοσιευτεί το 1922 σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό, ενώ η «επίσημη» πρώτη του χρονολογείται στα 1927 με τη δημοσίευση της συλλογής Qui je fus. Το 1925 παράλληλα με τις λογοτεχνικές ενασχολήσεις του θα ξεκινήσει να ζωγραφίζει, τομέας όπου θα αφήσει επίσης ένα διόλου ευκαταφρόνητο έργο. Ο Michaux συχνά συνδέεται με το κίνημα του σουρεαλισμού, αλλά αυτή η σύνδεση είναι μάλλον επιδερμική, καθώς το μόνο κοινό που μοιράζεται με το εν λόγω κίνημα είναι οι χρονολογίες και η ατμόσφαιρα του παραλόγου (το οποίο, εντούτοις, στον Michaux εκφέρεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο εν σχέσει προς τους σουρεαλιστές). Το κυριότερο χαρακτηριστικό της γραφής του είναι το απροσμέτρητο βάθος και η ένταση της αγωνίας της εσωτερικής πάλης που συντελείται στον ψυχικό κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου, στοιχείο που κάποτε καταλήγει σε μια απόπειρα έκφρασης εμπειριών σχεδόν μυστικιστικών. Χαρακτηριστικά που τον κάνουν να συγγενεύει περισσότερο μάλλον με τον Kafka παρά με οποιονδήποτε άλλο γαλλόφωνο ομότεχνό του, πλην ίσως του Antonin Artaud (σουρεαλιστής κι αυτός εκ παραδρομής). Άλλωστε, ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό που τον συνδέει υπόγεια με τους προαναφερθέντες ομότεχνούς του, εκτός από το αίσθημα της αγωνίας, είναι το αίτημα της εξέγερσης που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο τμήμα του έργου του.

Πνεύμα ανήσυχο και ατίθασο ο ίδιος, θα καταπιαστεί με διάφορες δουλειές για λόγους βιοποριστικούς, θα προσπαθήσει να εξερευνήσει αχαρτογράφητες περιοχές της ανθρώπινης συνείδησης, καταφεύγοντας για τον λόγο αυτόν στον πειραματισμό με παντός είδους ναρκωτικά (γεγονός που θα αφήσει τα ίχνη του σε ορισμένες από τις πιο προκλητικές –πνευματικά– συλλογές του, όπως η Misérable miracle (la mescaline), 1956, και η Connaissance par les gouffres, 1961), θα ταξιδέψει, σχεδόν σε όλον τον κόσμο: τις χρονιές 1930-1931 θα τις περάσει στην Κίνα και την Ιαπωνία, και θα επηρεαστεί σημαντικά από τη φιλοσοφία του Βουδισμού και την ιαπωνική χαρακτική και καλλιγραφία· οι εμπειρίες από αυτά τα ταξίδια θα βρουν την λογοτεχνική τους έκφραση στα συνταρακτικά –και ανορθόδοξα– ταξιδιωτικά κείμενα του Un barbare en Asie (1933). Τα επόμενα χρόνια θα ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική, για να καταλήξει το 1939 στη Βραζιλία, όπου και θα παραμείνει για τρία χρόνια. Διάγοντας μια ζωή λίγο-πολύ περιθωριακή και αποκομμένος συνειδητά από τα υπόλοιπα καλλιτεχνικά κινήματα του καιρού του, ο Michaux θα αργήσει πολύ ν’ αναγνωριστεί. Η δημοσίευση το 1941 μιας ομιλίας του André Gide με τίτλο Για να ανακαλύψουμε τον Henri Michaux θα σηματοδοτήσει την έναρξη ενός ζωηρότερου, σχετικά, ενδιαφέροντος γύρω από το έργο του. Το 1955 θα πάρει τη γαλλική υπηκοότητα και το 1965 θα του προσφερθεί το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το οποίο και θα αρνηθεί να παραλάβει. Θα πεθάνει το 1984 σε ηλικία 85 χρονών. Παραγνωρισμένος στην εποχή του, θεωρείται σήμερα, κατά γενική ομολογία, ως ένας από τους σημαντικότερους γαλλόφωνους συγγραφείς όλων των εποχών.

Με το έργο του Michaux ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μέσω των μεταφράσεων του Αργύρη Χιόνη[2]. Βαθιά εντυπωσιασμένος αναζήτησα κι άλλα έργα του, αλλά το μόνο που κατάφερα τελικά να βρω δεν ήταν παρά η κλασική μετάφραση του Σας γράφω από έναν τόπο μακρινό του Γιώργου Σεφέρη από τις Αντιγραφές. Μέσα από τις μεταφράσεις αυτές του Αργύρη Χιόνη, που αποτελούνταν κατά βάση από τις συλλογές La nuit remue και Mes propriés, για πρώτη φορά συνέλαβα καθαρά την ιδέα μιας τέχνης που, εντελώς αυθαίρετα, θα χαρακτήριζα ως μια «μεταφυσική της καθημερινότητας», και που έκτοτε θα την αναγνώριζα στο έργο των πιο διαφορετικών δημιουργών, από τον Γονατά, τον Σινόπουλο και τον ύστερο Λειβαδίτη μέχρι τον Juan Rulfo και τον Krzysztof Kieslowski. Κι όταν μιλάω για «μεταφυσική της καθημερινότητας», εννοώ ακριβώς την αποτύπωση μιας άλλης πνευματικότερης ή –μυστικής, ενδεχομένως– θέασης της πραγματικότητας, η οποία εντούτοις καθόλου δεν συνιστά ένα κάποιο θρησκευτικό συναίσθημα, καθότι στο πυρήνα της βρίσκεται πάντα η «πίστη» αποκλειστικά και μόνο στον άνθρωπο και την πραγματικότητά του. Αν υπάρχει κάτι που αξίζει να λατρέψει και να αποθεώσει κανείς, αυτό είναι ο ίδιος ο άνθρωπος σε κάθε επιμέρους εμφάνισή του, στον περιθωριακό, τον παρία, την πόρνη και τον παράφρονα. Ο άνθρωπος με τις αντιφάσεις του, τις εμμονές του, τις αγωνίες του, τις σπαρακτικές εσωτερικές και εξωτερικές του μάχες, τον πόνο του, το μεγαλείο και τις μικρότητές του.

Φτάνοντας στο Παρίσι, ο Michaux, μαζί με τον Éluard και τον Desnos, ήταν οι πρώτοι ποιητές έργα των οποίων αναζήτησα. Και χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία της τύχης, η πρώτη του συλλογή που έπεσε στα χέρια μου ήταν ακριβώς ο Πλουμ. Και μέσα από τα κείμενα αυτά ανακάλυψα μια άλλη, σημαντικότατη, διάσταση του έργου του Michaux: την πολιτική. Χωρίς ποτέ να ενδιαφέρεται για τον όποιο «εξωτερικό χώρο», για οικονομικές πραγματικότητες ή κοινωνικές σχέσεις, για κάθε τι το συγκεκριμένο, το σαφές, το οριοθετημένο, ο Πλουμ παραμένει βαθιά στην ουσία του έργο πολιτικό, αντανακλώντας με ένταση δραματική τις κοινωνικές συνθήκες του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου γράφτηκε, και τον αντίκτυπο τους στην ανθρώπινη συνείδηση. Μια διάσταση πολιτική που, δυστυχώς, διαθέτει μιαν επικαιρότητα τρομακτική.

Ακόμη και χωρίς καθόλου να επιθυμώ να περιορίσω κατά κανέναν τρόπο τον Πλουμ, που όπως συμβαίνει και με κάθε άλλο αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ανθίσταται σθεναρά στις περίκλειστες ερμηνείες του και τις υπερβαίνει, σε μια μονοδιάστατη ανάγνωσή του, μου φαίνεται πώς η πολιτική αυτή διάσταση του κειμένου δύσκολα κρύβεται ανεξαρτήτως του πώς θα επιχειρήσει κανείς να την αποκρυπτογραφήσει.

Ο αρχικός πυρήνας της συλλογής Un certain Plume (Ένας κάποιος Πλουμ, σε μια κατά λέξη μετάφραση) χρονολογείται στα 1930, αλλά θα ξαναδουλευτεί εκτεταμένα και θα εμπλουτιστεί με τέσσερα επιπλέον κεφάλαια το 1936. Η τελική της μορφή θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Gallimard το 1938 σε έναν τόμο (όπου προηγούταν η συλλογή Lointain intérieur και έπονταν δύο μονόπρακτα θεατρικά), υπό το γενικό τίτλο Plume. Εντάσσεται στη σειρά εκείνη των έργων της σημαντικότερης, ίσως, συγγραφικής περιόδου του Michaux, στη δεκαετία δηλαδή του 1930, οπότε εκτός από το Un certain Plume και το Lointain intérieur θα γράψει και θα δημοσιεύσει τις συλλογές La nuit remue και Mes propriés, οι οποίες αν και δημοσιευμένες ξεχωριστά αρχικά, από το 1935 θα κυκλοφορούν σ’ έναν κοινό τόμο, επίσης από τις εκδόσεις Gallimard. Το Un certain Plume αποτελείται κατά βάση από μια σειρά πεζόμορφων κειμένων που, συνήθως, αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο κλασικού τύπου poème en prose και σε πιο αμιγώς αφηγηματικές μορφές.

Ο κύριος Πλουμ, 1947, έργο του Jean Dubuffet.

Ο Πλουμ, που το όνομά του στα γαλλικά σημαίνει «φτερό», συνιστά αναμφίβολα έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς –και σίγουρα έναν από τους πιο ενδιαφέροντες–  ήρωες στη λογοτεχνία του 20ου αι. Μέσα σ’ έναν υπογραμμισμένα εξουσιαστικό –και ως εκ τούτου παράλογο– κόσμο, όπου η ρήξη ανάμεσα στο αίτιο και το αιτιατό έχει καταστεί ολοκληρωτική και που το μόνο που τον συνέχει είναι ο διαρκής έλεγχος και η καταστολή, ο Πλουμ παρουσιάζεται παραιτημένος και παθητικός, συντριμμένος σε τέτοιον βαθμό ώστε να αδυνατεί να προβεί και στην παραμικρότερη έστω δράση ή πράξη (και από αυτήν την άποψη, ευρισκόμενος στον αντίποδα του κ. Keuner του Brecht, συνιστά το ιδεώδες alter ego του κ. Κ. της Δίκης, καθώς οι αφετηρίες είναι κοινές, αλλά η αντίδραση του ατόμου έναντί τους εντελώς διαφορετική: σπασμωδική του κ. Κ, πεισματικά αδρανής του Πλουμ), συνιστώντας έτσι το ύψιστο παράδειγμα μιας ευρύτερα αστικής αλλοτρίωσης: ο Πλουμ, φτερό στον άνεμο, φοβισμένος μικροαστός, τουρίστας, καταναλωτής, τέκνο της μάζας και της υπακοής, σιωπά και συναινεί σε όλα. Και πόσο συχνά έχουμε, αλήθεια, την τύχη να βρισκόμαστε ενώπιον έργων που μετουσιώνουν σε τέχνη υψηλή ένα σύνθημα όπως το «η σιωπή είναι συνενοχή»;

Ο τόνος δίνεται ήδη απ’ την αρχή, από το πρώτο-πρώτο κείμενο (το οποίο επιγράφεται Ένας φιλήσυχος άνθρωπος), προκειμένου ν’ αποφευχθούν οι περιττές παρανοήσεις. Ο Michaux δίχως χρονοτριβές στήνει παρευθύς και όσο πιο ευκρινώς γίνεται το ψυχολογικό πορτρέτο του ήρωά του. Πρόκειται, ακριβώς, για τον «φιλήσυχο πολίτη», για τον «νοικοκύρη» που «κοιτά τη δουλειά του», τον ανθρωπολογικό εκείνο τύπο που επιλέγει ν’ αφήσει τη γυναίκα του να πεθάνει στο πλάι του δίχως ο ίδιος να κουνήσει το μικρό του δακτυλάκι επειδή φοβάται τους μπελάδες, που επιλέγει ν’ αφήσει να τον σύρουν στα δικαστήρια αδιαμαρτύρητα για ένα ανύπαρκτο αδίκημα, που αδυνατεί όχι ν’ αντισταθεί αλλά ακόμα και ν’ απολογηθεί, που στερείται ακόμη και της δύναμης να παρακολουθήσει ή να αντιταχθεί στη διαδικασία που νομοτελειακά θα του κοστίσει τη ζωή. Έτσι, μέσα από έναν τέλειο δομικά κύκλο, όπου το πρώτο κείμενο της συλλογής καθίσταται ταυτοχρόνως και το τελευταίο, ο «φιλήσυχος πολίτης», που σιωπά και συναινεί και, βέβαια, που, σιωπώντας και συναινώντας, εγκληματεί, υποχρεούται να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη και να δει εκεί μέσα τον πραγματικό «ξένο και τον εχθρό»… Και είναι ακριβώς τη στιγμή εκείνη που απομένει, από δική του εν πολλοίς υπαιτιότητα, ολότελα μόνος με τον εαυτό του, που η παθητικότητα, η φοβικότητα και η ανασφάλειά του κορυφώνονται, με αποτέλεσμα να τσακίζει εντελώς ψυχικά και να καταρρέει οριστικά. Το τέρας που βλέπει ν’ αντανακλάται στον καθρέφτη τον υπερβαίνει και, βέβαια, στο τέλος, τον νικά.

Από την άλλη, είναι χαρακτηριστικό της ψυχοπαθολογίας του και της αλλοτρίωσής του το γεγονός ότι οι μοναδικές δύο φορές κατά τις οποίες «δρα», εκών-άκων, μέσα στα κείμενα αυτά είναι για να δολοφονήσει, την πρώτη με κίνητρα ξεκάθαρα ρατσιστικά και την άλλη για να σώσει το τομάρι του υπό το κράτος του τρόμου, θεωρώντας πως κινδυνεύει από έναν φανταστικά επιτιμητικό Άλλον. Εξίσου χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα δύο κείμενα των δολοφονιών είναι τα μοναδικά δύο κείμενα που ο Πλουμ δεν είναι ο αποκλειστικός πρωταγωνιστής, αλλά ένας εκ των πρωταγωνιστών, το ένα σκέλος ενός κατά τ’ άλλα συγκεχυμένου και απρόσωπου εμείς: ο φόνος, γι’ αυτό το κατά τ’ άλλα παθολογικά παθητικό και δειλό πλάσμα, είναι εφικτός μόνο όταν συντελείται μέσα στον αφιονισμό και την ανωνυμία της μάζας. Κι όταν σε μια κρίση αμοραλισμού (ενδεδυμένης έναν μανδύα αλτρουισμού) προσπαθούν οι δύο «φίλοι» να πάρουν ο ένας το κεφάλι του άλλου, τότε τα κεφάλια των αποκτηνωμένων πλέον «φιλήσυχων» μικροαστών δεν λένε με τίποτα να πέσουν: «Κεφάλια ωραία δολοφόνων». Είναι η τιμωρία τους. Και προσποιούμενοι τους ανήξερους θα «προσπαθήσουν να τα ξεχάσουν όλα αυτά, να ζήσουνε όπως πρώτα, όπως όλος ο κόσμος», σαν να μην τρέχει τίποτα, σαν να μην έγινε ποτέ τίποτα.

Το όνομα, ωστόσο, του ήρωα στα γαλλικά εκτός από «φτερό» μπορεί να σημαίνει και «πένα». Από την τελευταία αυτή σημασία, έχουμε, νομίζω, το δικαίωμα να θεωρήσουμε ότι ο Michaux το χρησιμοποιεί συνεκδοχικά για να δηλώσει τον λογοτέχνη ή τον διανοούμενο εν γένει. Προχωρώντας, λοιπόν, ακόμη περαιτέρω, θα τολμούσα, παρακινδυνευμένα ίσως, να θεωρήσω ολόκληρο τον Πλουμ μια γκροτέσκα, τραγελαφική παραβολή όχι απλά επάνω στην νοοτροπία μιας ολόκληρης τάξης (με τις διαβαθμίσεις της) και του κόσμου που εκείνη συνέχει, μετατρέποντας ολόκληρο το κοινωνικό εποικοδόμημα σ’ ένα απέραντο, εξουσιαστικά δομημένο, φρενοκομείο, αλλά κυρίως μια γκροτέσκα, τραγελαφική παραβολή για την άνοδο του Φασισμού στην Ευρώπη (είναι τυχαίο, άραγε, ότι ο Πλουμ ταξιδεύει συγκεκριμένα στη Ρώμη και στο Βερολίνο;) και τον φρικτό φαρισαϊσμό των μεσοπολεμικών διανοουμένων. Τον χαρακτηριστικό εκείνον φαρισαϊσμό των «προθύμων» διανοούμενων, τροφίμων του κοινωνικού φρενοκομείου, που σιωπούν, ανέχονται, τρέμουνε και φοβούνται και που όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι δεν διστάζουνε να δολοφονήσουν στυγνά τον Άλλον και τον Πλησίον, στρώνοντας τον δρόμο στους πιο ζοφερούς ολοκληρωτισμούς και συνεργαζόμενοι κατόπιν αγαστά μαζί τους. Και με τα σχόλια αυτά κατά νου, εκ παραλλήλου με τον Πλουμ, ας ξαναδιαβάσουμε τώρα το Mephisto, δημοσιευμένο το 1936 (χρονιά της δεύτερης γραφής του Πλουμ), του εξόριστου στο Άμστερνταμ Klaus Mann. Οι ομοιότητες των δύο τόσο διαφορετικών μεταξύ τους αυτών κειμένων καθίστανται ανησυχητικές και το κοινό τους μήνυμα καθηλωτικό.

Τέλος, αυτό που διακρίνει τη γραφή του Michaux είναι η ιδιαίτερη εκείνη αίσθηση ενός –αδυσώπητου– μαύρου χιούμορ που διατρέχει τα κείμενά του απ’ άκρη σ’ άκρη. Το εντυπωσιακό, εντούτοις, στην περίπτωση του Michaux είναι ότι το χιούμορ –παραδόξως– συνυπάρχει πάντα με την έκφραση των πιο έντονων και αρνητικά φορτισμένων συναισθημάτων: άγχος, αγωνία, τρόμος, έκσταση, οδύνη που μεταγράφονται σε φρενήρεις, πυρετώδεις εικόνες, σε ύφος τραχύ και μ’ έναν ρυθμό ασθμαίνοντα, που κόβει την ανάσα (πρβλ. Το όραμα του Πλουμ). To γεγονός αυτό από μόνο του δεν μπορεί να είναι τυχαίο, ακόμη κι αν δεν γίνεται απαραιτήτως ενσυνείδητα. Ούτε πιστεύω πως συμβαίνει, όπως γράφει ένας γάλλος μελετητής του Michaux, για να «ουδετεροποιηθεί» το συναίσθημα, ή σαν μέσο άμυνας ή αυτοπροστασίας[3]. «Οτιδήποτε είναι κωμικό είναι κοντινό», έγραφε ο Μιχαήλ Μπαχτίν. Κι αφού «κάθε κωμικό έργο λειτουργεί μέσα σε μια ζώνη μέγιστης εγγύτητας», ο Michaux κατορθώνει το διόλου ευκαταφρόνητο για έναν καλλιτέχνη επίτευγμα να καθιστά δικά μας τα συναισθήματα του ήρωα του. Πρόκειται, τελικά, για ένα χιούμορ πικρό, που δεν αποσκοπεί στο γέλιο, αλλά, καταργώντας την απόσταση, στην ταύτιση. Μια ταύτιση που λειτουργεί σαν κώδωνας κινδύνου: αν όλοι αναγνωρίζουμε λίγο-πολύ στον Πλουμ τον εαυτό μας, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά…

Παρίσι
Μάης 2008


  

 

Ι

Ένας φιλήσυχος άνθρωπος

 

Τεντώνοντας τα χέρια έξω απ’ τα σκεπάσματα, ο Πλουμ εξεπλάγη καθόσον τα μέλη του δεν ‘βρισκαν τον τοίχο. «Πάει καλά, σκέφτηκε, θα τον έφαγαν τα μυρμήγκια…» και ξανακοιμήθηκε.
Λίγο αργότερα, η σύζυγός του τον πιάνει και τον σκουντάει: «Κοίτα δω, βρωμοκηφήνα!», του λέει. «Όσο εσύ έπαιρνες τον υπνάκο σου, μας ‘κλέψαν το σπίτι!». Στην πραγματικότητα, έγερνε ο ουρανός, στέγη και τοιχώματα, από πάνω τους και γύρω. «Ό,τι έγινε, έγινε», σκέφτηκε εκείνος.
Λίγο αργότερα, ακούστηκε ένας θόρυβος. Ένα τρένο ερχότανε καταπάνω τους μ’ όλη του την ταχύτητα. «Έτσι που τρέχει, σκέφτηκε, θα φτάσει σίγουρα πριν από μας», και ξανακοιμήθηκε.
Εν συνεχεία ξύπνησε απ’ το κρύο. Κολυμπούσε ολάκερος στο αίμα. Δίπλα του κειτόταν η γυναίκα του κομματιασμένη. «Το αίμα, σκέφτηκε, μόνο μπελάδες φέρνει· αν γινόταν να μην είχε περάσει εκείνο το τρένο, θα ήμουν ιδιαιτέρως ευτυχισμένος. Αλλά μιας και πέρασε ήδη…» και ξανακοιμήθηκε.
– Λοιπόν, είπε ο δικαστής, πώς εξηγείτε το γεγονός ότι η σύζυγός σας χτυπήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να βρεθεί διαμελισμένη σε οχτώ κομμάτια, δίχως εσείς, που βρισκόσαστε πλάι της, να μπορέσετε να κάνετε την παραμικρή κίνηση για να αποτρέψετε το κακό, και κυρίως δίχως να αντιληφθείτε καν το παραμικρό. Ιδού το μυστήριο. Ολόκληρη η υπόθεση συνοψίζεται σε τούτη τη λεπτομέρεια.
– Δυστυχώς, επ’ αυτού δεν δύναμαι να σας βοηθήσω, σκέφτηκε ο Πλουμ, και ξανακοιμήθηκε.
– Η εκτέλεση θα λάβει χώρα αύριο. Κατηγορούμενε, έχετε τίποτα να προσθέσετε;
– Συγχωρείστε με, είπε, δεν παρακολούθησα την διαδικασία. Και ξανακοιμήθηκε.

 

 

II

Ο Πλουμ στο εστιατόριο

 

Ο Πλουμ γευμάτιζε στο εστιατόριο κάποιου ξενοδοχείου, όταν ο διευθυντής τον πλησιάζει, τον κοιτά αυστηρά και του λέει με μια φωνή χαμηλή και μυστηριώδη : «Αυτό που βρίσκεται μέσα στο πιάτο σας δεν βρίσκεται στον κατάλογο.»
Ο Πλουμ απολογήθηκε πάραυτα.
– Ξέρετε, λέει, όντας βιαστικός, δεν μπήκα στον κόπο να συμβουλευτώ τον κατάλογο. Παρήγγειλα τελείως στην τύχη μια κοτολέτα, σκεπτόμενος πως μπορεί και να είχατε, ή πως, εν πάση περιπτώσει, θα βρισκόταν εύκολα στη γειτονιά. Σε κάθε περίπτωση, προσωπικά, ήμουνα έτοιμος να παραγγείλω οτιδήποτε άλλο, αν οι κοτολέτες δημιουργούσαν για τον οιονδήποτε λόγο το οιονδήποτε πρόβλημα. Άλλωστε, ο σερβιτόρος δίχως να δείξει κάποιαν ιδιαίτερη έκπληξη πήρε την παραγγελία, έφυγε και μετά από λίγο επέστρεψε φέρνοντάς μου τις κοτολέτες… και ιδού…
Ασφαλώς, είμαι διατεθειμένος να καταβάλω το απαραίτητο αντίτιμο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κομμάτι, δεν το αρνούμαι. Θα πληρώσω όσο κάνει, δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό. Αν το εγνώριζα, εννοείται πως θα είχα παραγγείλει ευχαρίστως κάποιο άλλο κομμάτι κρέας ή απλούστατα ένα αυγό. Σε κάθε περίπτωση, τώρα πια μου πέρασε η πείνα, οπότε, και αν αυτό είναι δυνατόν, θα ήθελα να σας πληρώσω ευθύς αμέσως.
Εντούτοις, ο διευθυντής του ξενοδοχείου δεν κινείται καθόλου. Ο Πλουμ βρίσκει τη στάση του εξόχως ενοχλητική. Μετά από δυο λεπτά σηκώνει τα μάτια και… χμ! Τώρα είναι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης που στέκεται μπροστά του.
Ο Πλουμ απολογήθηκε πάραυτα.
– Συγγνώμη, λέει, μα αγνοούσα πως οι κοτολέτες δεν βρίσκονταν στον κατάλογο. Δεν μπήκα καν στον κόπο να τον κοιτάξω, διότι η όρασή μου είναι ασθενική και επίσης δεν είχα μαζί το μονόκλ μου και άλλωστε η ανάγνωση μου προξενούσε ανέκαθεν μια δυσφορία απροσμέτρητη. Ζήτησα το πρώτο πράγμα που μου κατέβηκε στο κεφάλι, περισσότερο μάλλον για ν’ αποκλείσω περισσότερες επιλογές παρά ένεκα προσωπικού γούστου. Ο σερβιτόρος, απασχολημένο το δίχως άλλο, δεν το έψαξε περαιτέρω, μου έφερε τις κοτολέτες, κι εγώ εντελώς αφηρημένος βάλθηκα να τρώω, εν πάση περιπτώσει… θα σας πληρώσω ευθύς αμέσως –εσάς, αυτοπροσώπως– εφόσον τυγχάνει να βρίσκεστε εδώ.
Εντούτοις, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης δεν κινείται καθόλου. Ο Πλουμ  αρχίζει να νιώθει όλο και περισσότερο ενοχλημένος. Καθώς, λοιπόν, σπεύδει να βγάλει ένα χαρτονόμισμα από την τσέπη του, κάνει την εμφάνιση του ξαφνικά το μανίκι κάποιας στολής. Τώρα μπροστά του στεκόταν ένας αστυνομικός.
Ο Πλουμ απολογήθηκε πάραυτα.
– Λοιπόν, είχε μπει στο εστιατόριο πιο πολύ για ν’ αναπαυτεί λιγάκι. Αμέσως τον ρώτησαν χωρίς περιστροφές: «Κι ο κύριος; Τι θα πάρει;». «Ένα ποτήρι μπύρα», απάντησε εκείνος. «Και τι άλλο;», γκάριξε το γκαρσόνι, σχεδόν εκνευρισμένο. Ε, λοιπόν εκείνος περισσότερο για ν’ απαλλαχθεί από την αφόρητη πίεση του υπαλλήλου παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο, αποκρίθηκε: «Ε, λοιπόν, μια κοτολέτα!».
Το είχε ξεχάσει ήδη πια, όταν του τη ‘φεραν στο πιάτο· λοιπόν, μα την πίστη μου, έτσι που καθόταν τώρα στα καλά καθούμενα μπροστά του…
– Ακούστε, αν προσπαθούσατε, έστω και λίγο, να μας βοηθήσετε να διαλευκάνουμε αυτήν την υπόθεση, θα ήταν ιδιαιτέρως ευγενικό εκ μέρους σας.
Κι ο Πλουμ του έτεινε ένα χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων. Ακούγοντας τα βήματα να απομακρύνονται πίστεψε επιτέλους πως απαλλάχτηκε. Μα να που τώρα στεκόταν μπροστά του ο κομισάριος της αστυνομίας.
Ο Πλουμ απολογήθηκε πάραυτα.
– Είχε ένα ραντεβού με κάποιον φίλο. Τον περίμενε μάταια όλο το πρωινό. Και γνωρίζοντας πως ο φίλος του επιστρέφοντας στο γραφείο περνούσε πάντοτε από τον συγκεκριμένο δρόμο, μπήκε εδώ, διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο και καθώς άλλωστε η αναμονή μπορεί να αποδεικνυότανε ιδιαιτέρως μακρά και επειδή δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση πως τσιγκουνευόταν τα έξοδα, είχε παραγγείλει μια κοτολέτα. Έτσι, για να υπάρχει κάτι μπροστά του. Στιγμή δεν διανοήθηκε να τη φάει. Μα έχοντας την μπροστά του, εντελώς μηχανικά, δίχως καθόλου να συνειδητοποιήσει τι έκανε, βάλθηκε να τρώει.
Πρέπει να ξέρετε πως για τίποτε στον κόσμο δεν πηγαίνει στα εστιατόρια. Γευματίζει πάντα στο σπίτι του. Είναι θέμα αρχής. Επρόκειτο για καθαρή αφηρημάδα, όπως, άλλωστε, μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε άνθρωπο σχετικά ταραγμένο. Μια περαστική ασυνειδησία. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Μα ο διευθυντής της αστυνομίας τηλεφωνούσε ήδη στον αρχηγό της Ασφάλειας: «Ορίστε, λέει στον Πλουμ, δίνοντας του το ακουστικό. Εξηγήστε, παρακαλώ, με κάθε λεπτομέρεια, τα αίτια της συμπεριφοράς σας στον αρχηγό. Είναι η τελευταία σας ευκαιρία για να σωθείτε.». Κι ένας αστυνομικός σπρώχνοντας τον βίαια του λέει: « Τι έγινε; Θ’ αρχίσουμε επιτέλους να περπατάμε στην ευθεία; Ε, ε;». Και καθώς οι πυροσβέστες εισβάλανε με τις μάνικες απ’ τα παράθυρα στο εστιατόριο, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης του λέει «Τα βλέπετε; Τα βλέπετε; Τι καταστροφή, Θεέ μου! Σωστός όλεθρος!». Και έδειχνε τους πελάτες ένα γύρο στην αίθουσα που κακήν κακώς τρέχανε προς την έξοδο αλαφιασμένοι.
Κι οι Ασφαλίτες του είπανε: «Να το ξέρετε, θα λάβει διαστάσεις το ζήτημα. Μην πείτε μετά πως εμείς δεν σας προειδοποιήσαμε. Θα ήτανε καλύτερο για σας αν ομολογούσατε, όσο είναι ακόμα νωρίς, όλη την αλήθεια. Πιστέψτε μας, δεν είναι η πρώτη ανάλογη υπόθεση που αντιμετωπίζουμε. Όταν τα πράγματα αρχίζουν και παίρνουν αυτήν την τροπή, τότε η κατάσταση γίνεται επικίνδυνη. Πολύ επικίνδυνη…».
Εν τω μεταξύ, κάποιος απίστευτα άξεστος μπάτσος πίσω απ’ την πλάτη του τού ψιθύριζε απειλητικά: « Βάλτο καλά στο ‘ξερό’ σου. Δεν πρόκειται να το ξαναπώ. Είναι διαταγή. Αν δε μιλήσεις αυτή τη στιγμή στ’ ακουστικό, σε κάνω μαύρο στο ξύλο. Το ‘πιασες; Ομολόγησε! Προειδοποιήθηκες. Αν δε σ’ ακούσω να τα ξερνάς όλα, θα σε σπάσω στο ξύλο.»

 

 

III

Ο Πλουμ ταξιδεύει

 

Ο Πλουμ παρασάγγας απείχε του να ισχυριστεί πως το άτομό του έχαιρε κάποιας ιδιαιτέρας εκτιμήσεως όταν ταξίδευε. Άλλοι τον πατάν και περνούν από πάνω του απροειδοποίητα κι άλλοι σκουπίζουν επιδεικτικά τα χέρια τους στο σακάκι του. Τελικά, συνήθισε. Τώρα προτιμά να ταξιδεύει σεμνά και ταπεινά. Κι όσο αυτό περνά απ’ το χέρι του, το κάνει.
Όταν τον σερβίρουνε δύστροποι σερβιτόροι μια ρίζα στο πιάτο του, μια χοντρή ρίζα: «Άντε λοιπόν! Τρώτε! Μα τι περιμένετε τέλος πάντων;»
Εκείνος «Ω, βέβαια, βέβαια, φυσικά, αμέσως!», περιορίζεται ν’ απαντήσει κι αρχίζει να τρώει. Δεν του αρέσει να δημιουργεί φασαρίες στα καλά καθούμενα, χωρίς λόγο.
Κι αν τη νύχτα του αρνηθούν ένα κρεβάτι: «Πώς; Δεν ήρθατε, βέβαια, από τόσο μακριά για να κοιμηθείτε! Εμπρός, πάρτε τα μπαγκάζια και τα μπαούλα σας και πηγαίνετε να περπατήσετε. Είναι οι μόνες στιγμές μες τη μέρα που περπατά κανείς τόσο ευχάριστα στους δρόμους.»
«Μα βέβαια, βέβαια… φυσικά. Ένα αστειάκι ήτανε. Έτσι για να γελάσουμε.» Και ξαναφεύγει μέσα στη μαύρη νύχτα.
Κι όταν τον πετάν έξω απ’ το τρένο: «Μα καλά, είναι δυνατόν να σκεφτήκατε πως ζεσταίναμε επί τρεις ώρες τη μηχανή αυτής της αμαξοστοιχίας και συνδέσαμε οχτώ βαγόνια στη σειρά, έτσι; Μόνο και μόνο για να μεταφέρουμε έναν νεαρό της ηλικίας σας, που χαίρει άκρας υγείας –και που μπορεί να αποδειχτεί ιδιαιτέρως χρήσιμος εδώ–  και ο οποίος, συν τοις άλλοις, δεν έχει κανένα, μα κανένα, λόγο να κουβαληθεί εκεί χάμω ή μήπως νομίζετε πως γι’ αυτό ανοίξαμε τα πολύτιμα τούνελ μας κι ανατινάξαμε τόνους βράχους σπαταλώντας τόσο δυναμίτη και τοποθετούσαμε εκατοντάδες χιλιόμετρα ράγες τόσο καιρό, δίχως να υπολογίζουμε το προσωπικό που εξαιτίας του φόβου των σαμποτάζ είμαστε υποχρεωμένοι να μισθώνουμε για να επιβλέπει τις ράγες, κι όλα αυτά…»
«Φυσικά, φυσικά. Καταλαβαίνω απόλυτα. Άλλωστε, εγώ ανέβηκα έτσι, πιο πολύ για να ρίξω μια ματιά. Αυτό είναι όλο. Από απλή περιέργεια. Και ευχαριστώ. Χίλιες φορές ευχαριστώ.» Και ξαναπαίρνει τους δρόμους φορτωμένος με τα μπαγκάζια του.
Κι αν τύχει στη Ρώμη και ζητήσει να τον αφήσουν να δει το Κολοσσαίο: «Α, όχι, κύριε μου! Το όλο ζήτημα είναι ήδη από μόνο του κακώς διευθετημένο Κι έπειτα ο κύριος θα θέλει να το αγγίξει, κάπου να στηριχτεί, κάπου να κάτσει… γι’ αυτό δεν βλέπεις παντού παρά μόνο ερείπια στις μέρες μας. Όλη αυτή η ιστορία πρέπει κάποτε να τελειώνει. Θα είναι ένα μάθημα για σας, ένα σκληρό μάθημα, αλλά τουλάχιστον στο μέλλον θα ξέρετε. Όχι;»
«Μα βέβαια, βέβαια! Εγώ άλλωστε ήθελα μόνο να σας ζητήσω μια καρτ-ποστάλ, μια φωτογραφία ίσως, κάτι… Αλλά ας είναι…». Κι εγκαταλείπει την πόλη δίχως να δει τίποτα.
Κι όταν στο κρουαζιερόπλοιο τον δείξει στα καλά καθούμενα με το δάκτυλο ο καπετάνιος και πει: «Τι κάνει αυτός εδώ; Μου φαίνεται χάσαμε κάθε ίχνος πειθαρχίας εδώ μέσα, έτσι; Πρέπει μόνος μου δηλαδή να τον ξανακλείσω στ’ αμπάρια; Άντε, κουνηθείτε, η δεύτερη βάρδια δεν θ’ αργήσει να ‘ρθει.» Και σφυρίζοντας ξαναφεύγει. Κι ο Πλουμ κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας στ’ αμπάρια να ξεπατώνεται.
Μα δε λέει τίποτα, διόλου δεν παραπονιέται. Σκέφτεται μονάχα όλους εκείνους τους δύσμοιρους που δεν μπορούν να ταξιδέψουν καθόλου, ενώ εκείνος ταξιδεύει, ταξιδεύει συνέχεια.

 

 

IV

Στα διαμερίσματα της βασίλισσας

 

Καθώς ο Πλουμ κατέφτασε στο παλάτι, με τα διαπιστευτήριά του υπό μάλης, η Βασίλισσα του λέει:
– Βλέπετε… ο Μεγαλειότατος είναι εξόχως απασχολημένος επί του παρόντος. Θα σας δει, όμως, εξάπαντος αργότερα. Μπορούμε μάλιστα να πάμε να τον αναζητήσουμε μαζί κατά τις πέντε, αν βέβαια το επιθυμείτε κι εσείς. Η Αυτού Εξοχότης, βλέπετε, αγαπά πολύ τους Δανούς. Μη φοβάστε καθόλου. Η Αυτού Εξοχότης θα σας δεχθεί, το δίχως άλλο, μετά πλείστης προθυμίας. Εν τω μεταξύ, περιμένοντας, θα μπορούσατε να μου κρατήσετε συντροφιά κατά τη διάρκεια του περίπατού μου.
Βλέπετε, καθώς το παλάτι είναι ειλικρινά αχανές, έχω διαρκώς αυτόν τον ανόητο φόβο μήπως χαθώ και βρεθώ ξαφνικά μπροστά στις κουζίνες, κάτι, που όπως καταλαβαίνετε, για μία Βασίλισσα, θα ήταν εξόχως γελοίο. Ορίστε, περάστε από δω. Α, μη φοβάστε, τη γνωρίζω καλά τη διαδρομή. Αυτή είναι η κρεβατοκάμαρά μου.
Και μπήκανε στην κρεβατοκάμαρα.
– Καθώς έχουμε δυο ολόκληρες ώρες μπροστά μας, θα μπορούσατε ενδεχομένως να μου διαβάσετε κάτι, αν και πολύ φοβάμαι πως εδώ, δυστυχώς, δεν θα βρείτε τίποτα πραγματικά ενδιαφέρον. Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να παίξουμε χαρτιά. Αλλά θα πρέπει να σας εξομολογηθώ πως είμαι τόσο ανεπίδεκτη που χάνω πάντα αμέσως.
Σε κάθε περίπτωση δεν χρειάζεται να στέκεστε όρθιος! Είναι τόσο ανυπόφορα κουραστικό… Απ’ την άλλη καθιστοί, θα βαρεθούμε, φοβάμαι γρήγορα. Ελάτε, λοιπόν, ας ξαπλώσουμε στο ντιβάνι…
Η Μεγαλειότητά της, όμως, δεν πρόλαβε να ξαπλώσει και ξανασηκώθηκε αμέσως.
– Αχ, γιατί πρέπει πάντα να βασιλεύει σ’ αυτό το δωμάτιο μια τέτοια ανυπόφορη ζέστη! Αν θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να με βοηθήσετε να γδυθώ, θα μ’ ευχαριστούσατε ιδιαιτέρως. Κι  έπειτα μπορούμε να μιλήσουμε σαν άνθρωποι, με την ησυχία μας, καθώς πρέπει. Αχ, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο θα επιθυμούσα να μου μαθαίνατε ορισμένα πράγματα περί της Δανιμαρκίας! Κι όχι τίποτε άλλο, μα τούτο το φόρεμα βγαίνει τόσο εύκολα. Απορώ πώς κάθομαι έτσι ντυμένη όλη τη μέρα. Κι είναι αυτό ένα πονηρό φορεματάκι! Βγαίνει χωρίς να το πάρεις χαμπάρι! Βλέπετε; Σηκώνω το χέρι, να έτσι, και τώρα κάποιο απ’ τα παρατρεχάμενα παιδιά το τραβά προς το μέρος του. Υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα τα άφηνα να το κάνουνε. Τα αγαπάω πολύ τα καημενούλια, αλλά σ’ ένα παλάτι, καταλαβαίνετε, ο κόσμος κουτσομπολεύει με την παραμικρή ευκαιρία. Κι έπειτα τα παιδιά παρεκτρέπονται πάντα.
Κι ο Πλουμ την έγδυσε.
– Μα κοιτάξτε, μην κάθεστε έτσι! Το να παραμένει κανείς έτσι επίσημα ντυμένος μέσα σ’ ένα δωμάτιο παραείναι επιτηδευμένο, κι έπειτα δεν μπορώ να σας βλέπω έτσι! Αισθάνομαι πως από στιγμή σε στιγμή θα φύγετε παρατώντας με ολομόναχη μέσα σε τούτο το αφόρητα αχανές παλάτι!
Κι ο  Πλουμ γδύθηκε. Και φορώντας μόνο το πουκάμισο ξάπλωσε δίπλα της.
– Αχ, τι θα κάνουμε τώρα; Η ώρα είναι μόλις τρεις και τέταρτο. Πιστεύετε πραγματικά πως γνωρίζετε τόσα περί της Δανιμαρκίας ώστε να μπορέσετε να μου μιλάτε επί μια ώρα και σαράντα πέντε λεπτά; Δεν είμαι δα και τόσο απαιτητική! Καταλαβαίνω καλά πως κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Θα σας παραχωρήσω ακόμα μερικά λεπτά για να σκεφτείτε. Α, σταθείτε, μιας κι είστε εδώ, θα ήθελα να σας δείξω κάτι που με ιντριγκάρει απεριόριστα. Είμαι πολύ περίεργη να μάθω τι σκέφτεται γι’ αυτό ένας Δανός.
Εδώ, ακριβώς κάτω απ’ το δεξί στήθος, έχω τρία μικρά σημάδια. Δηλαδή, για την ακρίβεια, δύο μικρά κι ένα μεγάλο. Κοιτάξτε, κοιτάξτε, το βλέπετε το μεγάλο; Δεν μοιάζει κάπως σαν να… αχ, δεν ξέρω πώς να το περιγράψω! Δεν είναι πολύ περίεργο αλήθεια; Και κοιτάξτε το αριστερό στήθος. Τίποτα! Ολόλευκο!
Μα κοιτάξτε, πείτε μου κάτι για το Θεό! Αλλά εξετάστε το προσεκτικά πρώτα, όχι, όχι έτσι, καλύτερα, να έτσι, ναι, ναι έτσι, αχ έτσι, ναι, με την άνεση σας, δεν βιαζόμαστε…
Και να λοιπόν ο Πλουμ που το εξετάζει. Το αγγίζει, το ψηλαφεί με τ’ αβέβαια δάχτυλα του, κι η αναζήτηση της αλήθειας το κάνει ν’ αναριγά. Τα δάχτυλα ξανά και ξανά στην καμπύλη τους διαδρομή.
Κι ο Πλουμ συλλογίζεται.
– Α, βλέπω πως αναρωτιέστε, είπε η Βασίλισσα μετά από κάποια δευτερόλεπτα, (και το βλέπω μόνο τώρα που όσο να ‘ναι γνωριζόμαστε κάπως καλύτερα), πως θα θέλατε να μάθετε αν έχω κάποιον άλλον. Ε λοιπόν όχι, είπε, κι αμέσως αισθάνθηκε άσχημα κι έγινε κατακόκκινη.
Μα μιλήστε μου επιτέλους για τη Δανιμαρκία! Μόνο ελάτε πιο κοντά μου, λιγάκι πιο σφιχτά, ναι, κάπως έτσι, αχ ναι, έτσι, για να σας ακούω καλύτερα.
Ο Πλουμ, λοιπόν, προχωράει ακάθεκτος. Ξαπλώνει τόσο κοντά της που δεν μπορούσε τίποτα πια να κρατήσει κρυφό.
Και πράγματι:
– Ακούστε, λέει εκείνη, ειλικρινά πίστευα πως τρέφατε μεγαλύτερο σεβασμό για τη Βασίλισσα! Μα, τέλος πάντων, εδώ που φτάσαμε καθόλου δεν θα ήθελα αυτό να εμποδίσει την συνέχεια της αφήγησης σας περί της Δανιμαρκίας.
Και η βασίλισσα τον τραβά προς το μέρος της.
– Αχ ναι, τα μπούτια, κυρίως τα μπούτια να μου χαϊδεύετε, έλεγε εκείνη, ειδάλλως κινδυνεύω αμέσως ν’ αφαιρεθώ και δεν θα ξέρω πια γιατί ξάπλωσα…
Και  να ‘τος που μπαίνει τώρα μέσα ο Βασιλιάς!
……………………………………………………………………………………………

Φρικτές περιπέτειες, όποιες κι αν είναι οι διαδρομές κι οι αφετηρίες σας, πικρές περιπέτειες κινημένες από κάποιο χέρι θαρρείς θανάσιμο, εχθρικό. 

 

 

V

Η νύχτα των Βουλγάρων

 

– Λοιπόν, ήμασταν στον δρόμο του γυρισμού. Έλα, όμως, που μπερδευτήκαμε και πήραμε λάθος τρένο. Καθώς, λοιπόν, βρισκόμασταν εκεί περικυκλωμένοι από ένα τσούρμο Βουλγάρων που μουρμουρίζανε αναμεταξύ τους ένας Θεός ξέρει τι, και που δεν κάθονταν λεπτό σ’ ησυχία, αποφασίσαμε να ξεμπερδέψουμε μια και καλή με δαύτους. Τραβήξαμε, λοιπόν, τα εξάσφαιρα μας κι αρχίσαμε να πυροβολούμε. Πυροβολούσαμε βιαστικά γιατί καθόλου δεν τους εμπιστευόμασταν. Ήτανε προτιμότερο να τους βγάλουμε μια και καλή εκτός μάχης. Εκείνοι, βέβαια, φαίνονταν έκπληκτοι, αλλά τους Βούλγαρους δεν πρέπει ποτέ κανείς να τους εμπιστεύεται.
– Ακούστε να δείτε, είπε ο επιστάτης του τρένου, στον επόμενο σταθμό πρόκειται ν’ ανεβούν αρκετοί επιβάτες, στοιβάχτε τα, λοιπόν, στην μπάντα (έδειχνε τα κουφάρια), για να πιάνουν όσο το δυνατόν λιγότερο χώρο. Πλέον δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να καταλαμβάνετε εσείς και αυτοί ξεχωριστές κουκέτες.
Και τους κοιτούσε μ’ ένα ύφος αρκετά αυστηρό είναι αλήθεια.
– Μα βέβαια, βέβαια, θα το κανονίσουμε. Αλίμονο! Αυτό εννοούταν. Δεν χρειαζόταν καν να το πείτε. Πως αλλιώς θα γινόταν!
Και ζωηρά βάλθηκαν να τακτοποιούνται πλάι στους νεκρούς στηρίζοντας τους.
Όπως θα μπορούσε ο καθένας να φανταστεί, αυτή η διαδικασία δεν είναι κάτι και τόσο απλό. Εφτά νεκροί και τρεις ζωντανοί. Διότι πρέπει να τακτοποιηθείς προσεκτικά ανάμεσα στα παγωμένα κουφάρια ενώ τα κεφάλια των «κοιμώμενων» δεν σταματάνε να ταλαντεύονται αριστερά-δεξιά. Και τα παγωμένα τούτα κεφάλια δεν παύουν όλην την ώρα να πέφτουν απάνω στο σβέρκο των τριών νεαρών, καθώς οι στάμνες που κουβαλούν οι κοπελιές στον ώμο. Καθώς πορώδεις στάμνες, κόντρα στις παρίες, τούτα τα σκληρά γένια, που εντελώς ξαφνικά παίρνουν ν’ αυξάνονται με μια ταχύτητα πολλαπλασιασμένη.
Άντε να περάσει έτσι η νύχτα! Πρωί-πρωί θα πρέπει να το βάλουμε στα πόδια. Ο  επιστάτης του τρένου μπορεί και να το έχει ξεχάσει. Προς το παρόν, αυτό που χρειάζεται είναι να παραμείνουμε ήρεμοι. Να μην εγείρουμε τη γενική προσοχή. Πρέπει να φανούμε δυνατοί, όπως είπε κι εκείνος. Να επιδείξουμε καλή θέληση και πνεύμα, βέβαια, συνεργασίας. Και το πρωί θα την κάνουμε στα κλεφτά. Προτού να φτάσει στα σύνορα, το τρένο συνήθως μειώνει ταχύτητα. Τότε η φυγή θα είναι πιο εύκολη. Θα περάσουμε τα σύνορα μέσα απ’ το δάσος, λίγο πιο πέρα, με τη βοήθεια ενός οδηγού.
Κι έτσι παρότρυνε ο ένας τον άλλο να κάνουν υπομονή.
Έλα, όμως, που μέσα στο τρένο τώρα οι νεκροί κουνιόνταν πολύ περισσότερο απ’ τους ζωντανούς. Η ταχύτητα τους αναστατώνει. Δεν μπορούν να μείνουν λεπτό σε ησυχία, ταλαντεύονται από δω κι από κει, κλίνουν ολοένα και περισσότερο κι έρχονται τέλος να σας μιλήσουν με θρασύτητα, δε βαστούν άλλο.
Πρέπει να τους επιβλέπεις αυστηρά και να μη χαλαρώνεις ούτε λεπτό. Να τους ισιώνεις πάνω στα καθίσματα, ο ένας λίγο πιο αριστερά, ο άλλο λίγο πιο δεξιά, και να σκάνε στο τέλος με τη μούρη στο πάτωμα.
Πρέπει να τους κρατάς δυνατά. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.
– Μα καλά, είναι δυνατόν να μην κάνει κανείς από τόσους κυρίους λίγο στην άκρη για να κάτσει μια ηλικιωμένη κυρία;
Άντε τώρα να της αρνηθείς. Ο Πλουμ παίρνει στα γόνατα του ένα κουφάρι (με το δεξί κρατούσε ακόμη ένα στην αγκαλιά του) και η κυρία έρχεται να κάτσει στ’ αριστερά του. Μα έλα που σε λιγάκι η γηραιά κυρία αποκοιμιέται και το κεφάλι της κλίνει ελαφρώς προς τ’ αριστερά. Και το κεφάλι της ακουμπά στο κεφάλι του πτώματος. Μα μόνο το κεφάλι της γιαγιάς ξυπνά, κι εκείνη παρατηρεί πως ο άλλος είναι πολύ παγωμένος κι εκείνη φοβάται.
Όλοι μαζί τότε εν χορώ φωνάζουνε ζωηρά πως κάνει πολύ κρύο.
Εκείνη δεν έχει παρά να τους αγγίξει. Και χέρια εκτείνονται προς το μέρος της, της αγγίζουν τα χέρια, χέρια εντελώς παγωμένα. Ίσως θα έκανε καλύτερα ν’ αναζητούσε κάποια κουκέτα πιο ζεστή. Εκείνη σηκώνεται. Επιστρέφει αμέσως συνοδευόμενη απ’ τον ελεγκτή. Ο ελεγκτής, εντούτοις, επιβεβαιώνει πως η θέρμανση δουλεύει κανονικά. «Μα αγγίξτε, λοιπόν, τούτα τα χέρια», λέει με πείσμα η γηραιά κυρία. Όλοι αρχίζουνε να ουρλιάζουν: «όχι, όχι, μη, είναι η ακινησία, δεν είναι τίποτα. Είναι που τα δάκτυλα έχουν παγώσει απ’ την ακινησία. Είμαστε όλοι αρκετά ζεστά, εδώ. Ιδρώνουμε κιόλας, να πιάστε το μέτωπο, να δείτε, αν δεν μας πιστεύετε. Το ένα μέρος του σώματος κρυώνει ενώ το άλλο ζεσταίνεται. Πάντα έτσι συμβαίνει. Φταίει η ακινησία γι’ αυτό. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ακινησία. Αλήθεια.»
– Όσοι κρυώνουν, λέει ο Πλουμ, μπορούν να καλύψουνε το κεφάλι τους με μια εφημερίδα. Θα τους κρατήσει όσο να ‘ναι ζεστούς.
Οι άλλοι μπαίνουν αμέσως στο νόημα. Οσονούπω όλα τα πτώματα είναι κουκουλωμένα με εφημερίδες, κουκουλωμένα απ’ το άσπρο, θορυβώδεις κουκουλωμένοι, τριζάτοι. Είναι πολύ πιο πρακτικό έτσι. Τους ξεχωρίζουμε αμέσως ακόμη και στο ημίφως. Κι έπειτα η γηραιά κυρία δεν κινδυνεύει πια ν’ αγγίξει κάνα παγωμένο κεφάλι.
Ωστόσο, τώρα ανεβαίνει μία κοπέλα. Τακτοποιήσανε πρώτα στο διάδρομο τα μπαγκάζια της. Εκείνη με τη σειρά της δεν φαίνεται να ψάχνει να κάτσει. Μία κοπέλα πολύ συγκρατημένη, μα την αλήθεια, η κούραση κι η αιδώς πιέζουν τα βλέφαρά της. Μα όσο να ‘ναι πρέπει να της κάνουμε τόπο. Εκείνοι με τη σειρά τους το θέλουν απεγνωσμένα κι αρχίζουνε να φαντάζονται πως οι νεκροί ξεκινάν να κυλούν, σιγά-σιγά να κυλούν. Μα δεδομένης της περίστασης, πρέπει οπωσδήποτε να τους βγάλουν έξω αμέσως, τον έναν μετά τον άλλο, διότι βέβαια τη γιαγιά μπορούσαν να τη γελάσουν, μα αν ερχόντουσαν ακόμα δυο-τρία άγνωστα άτομα το πράγμα θα γινόταν πολύ δύσκολο.
Κατεβάζουν, λοιπόν, το μεγάλο παράθυρο με προφύλαξη κι η επιχείρηση ξεκινά. Τους αφήνουμε ίσαμε τη μέση, να πάρουνε τον αέρα τους, κι έπειτα, με τρόπο, τους πετάμε από κάτω. Μα πρέπει να φροντίζουν να τους λυγίζουν τα γόνατα για να μην κρέμονται – διότι αν μένουν μετέωροι, το κεφάλι τους χτυπά βίαια στην εξωτερική πόρτα, ακριβώς σαν να θέλει να ξαναμπεί.
Εμπρός, παλικάρια! Κουράγιο! Και σε λίγο θα μπορούμε και πάλι ν’ αναπνεύσουμε άνετα κι εμείς, σαν άνθρωποι. Ακόμα ένα κουφάρι και θα ‘χουν όλα τελειώσει! Σκατά! Ο παγωμένος αέρας απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ξύπνησε τη γριά!
Περιμένοντας, λοιπόν, να κινηθούμε εκ νέου, ο ελεγκτής έρχεται πάλι, εξαιτίας μιας κάποιας απροσδόκητης ευσυνειδησίας και διάθεσης φιλοφρόνησης, για να επαληθεύσει αυτή τη φορά αν υπάρχει κάποια θέση στο εσωτερικό της κουκέτας, –κάτι βέβαια που το γνωρίζει άριστα εκ των προτέρων–, ώστε να βολευτεί η νεαρή που περιμένει στον διάδρομο.
– Μα βέβαια, βέβαια, φωνάζουνε όλοι.
– Μα… έξοχα, έξοχα, κάνει ο ελεγκτής… αν και θα ορκιζόμουνα πως…
– Πράγματι έξοχα, λέει η γιαγιά, αλλά ο ύπνος αναβάλλει γι’ αργότερα τις υπόλοιπες ερωτήσεις.
Φτάνει τώρα μόνο να κοιμηθεί η κοπέλα! Σε κάθε περίπτωση την παρουσία ενός πτώματος μπορεί κανείς να την εξηγήσει πολύ ευκολότερα από την παρουσία πέντε. Αλλά καλό θα ήτανε ν’ αποφύγουν όλες τις ερωτήσεις. Διότι όταν αρχίζουν να σε ρωτούν τα χάνεις εύκολα. Οι αντιφάσεις και τα παραστρατήματα εμφανίζονται από παντού. Είναι πάντοτε προτιμότερο να μην ταξιδεύεις μ’ έναν νεκρό. Ιδίως αν αυτός πυροβολήθηκε από ένα εξάσφαιρο, διότι το χυμένο αίμα, όπως και να το κάνουμε, δημιουργεί πάντα μια κάποια εντύπωση αρνητική.
Μα καθώς η κοπέλα με μια σπάνια σύνεση αρνείται επίμονα να κοιμηθεί πριν από κείνους, και καθώς η νύχτα είναι ακόμη μακρά, και καθώς δεν πρόκειται να φτάσουν στο επόμενο σταθμό πριν τις τεσσερισήμισι, δεν ψάχνουνε πια άλλο τρόπο να ξεφορτωθούν το κουφάρι κι αποκαμωμένοι αποκοιμιούνται.
Και ξαφνικά ο Πλουμ συνειδητοποιεί πως είναι τέσσερις και τέταρτο ήδη, ξυπνάει τον Πον… συμφωνούν κι οι δυο πως πρέπει να πανικοβληθούν. Και δίχως ν’ ασχολούνται με τίποτ’ άλλο εκτός απ’ την επόμενη στάση και την άφιξη της ημέρας αδυσώπητης που θα τ’ αποκαλύψει όλα, γρήγορα-γρήγορα πετάν το πτώμα απ’ το παράθυρο. Κι ενώ ήδη σφουγγίζουν το μέτωπο, αισθάνονται στα πόδια τους τον νεκρό! Ποιος ήταν, λοιπόν, αυτός που πετάξανε απ’ το παράθυρο; Μα πως είν’ αυτό δυνατόν; Αφού είχε στο κεφάλι του την εφημερίδα! Τέλος πάντων, δεν είναι ώρα τώρα για ερωτήσεις! Αρπάζουνε τον νεκρό και τον πετάνε στη νύχτα. Ουφ…
Πόσο ωραία είν’ η ζωή για τους ζωντανούς! Και τι χαρούμενη που είναι τώρα η κουκέτα! Ξυπνάνε τον σύντροφο. Στάσου, ήταν ο Δ.! Ξυπνάνε τις γυναίκες.
– Ξυπνήστε, πλησιάζουμε. Όπου να ‘ναι φτάνουμε. Πως ήτανε το ταξίδι; Εξαίρετο τρένο, δεν είναι έτσι; Κοιμηθήκατε, τουλάχιστον, καλά;
Και βοηθούν τη γριά να κατέβει. Κι έπειτα την κοπέλα. Εκείνη τους κοιτάζει επίμονα δίχως να λέει κάτι. Εκείνοι μένουν. Δεν ξέρουνε πια τι να κάνουν. Είναι σαν να τελείωσαν όλα.
Ο επιστάτης του τρένου εμφανίζεται και λέει:
– Άντε, κουνηθείτε. Κατεβείτε μαζί με τους μάρτυρες σας.
– Μα, δεν έχουμε μάρτυρες, λένε αυτοί.
– Ε, λοιπόν, λέει ο επιστάτης του τρένου, εφόσον δεν έχετε μάρτυρες, υπολογίζετε πάνω μου. Περιμένετε ένα λεπτάκι στην άλλη πλευρά του σταθμού, μπροστά στα εκδοτήρια. Επιστρέφω αμέσως, έτσι. Ορίστε η άδεια σας. Έρχομαι σ’ ένα λεπτό. Περιμένετε με.
Φτάνουν και με το που φτάνουν εκεί δραπετεύουνε, δραπετεύουν.
Ω! ζήτω τώρα η ζωή! Ω! Επιτέλους, ζωή!

 

 

VI

Το όραμα του Πλουμ[4]

 

Ένα τυρί αργό, κιτρινωπό, με βήμα αλόγου κιλλίβαντα[5], ένα τυρί αργό, κιτρινωπό, με βήμα αλόγου κιλλίβαντα, κυκλοφορούσε μοναχό, πόδι του κόσμου παράταιρο μεγάλο. Όχι δεν ήτανε τυρί, ήταν μαστός, θηλή, μια θημωνιά γριά από σάρκα και που οκλαδόν κρατιόταν από ένα τεράστιο νομό φρικτά πολύ ιδρωμένο.
Στ’ αριστερά ξεχύνοταν το ιππικό. Θα ‘πρεπε να δεις τ’ άλογα πώς φρενάρουνε στις πίσω οπλές. Και τούτοι οι κορδωμένοι καβαλάρηδες δεν ανεβαίνουνε ποτέ; Όχι, ποτέ.
Κι ο αρχηγός που έκανε χειρονομίες έντονες διαμαρτυρίας, μα η φωνή του είχε γίνει ξάφνου τόσο χαμηλή που αναρωτιόμασταν αν μπορούσε κανείς ν’ ακούσει αυτά που έλεγε, σαν ένας κόκκος ρύζι που πήρε ξάφνου να μιλά.
Κι έπειτα φανήκαν να μπερδεύονται και πια δεν τους ξανάδαμε. Κι έπειτα ξαφνικά καθώς ένα ντεκλίκ, καθώς που τ’ αμπραγιάζ βυθίζεται μέσα σ’ εκείνο το τεράστιο πράμα μαλακό και που τ’ απομεινάρια απαρνημένα από παντού φορμάροντας παράξενη κορδέλα μακριά, μακριά, πολύ μακριά μα τόσο πρόστυχα σφικτή που ‘λεγες που όλο το ιππικό μαζί μπορούσε να διασχίσει με καλπασμό φρενήρη. Μα όλα τούτα τα στοιχεία εξαφανίζονται. Και μένει μόνη η όψη του αρχηγού να ξεχωρίζει. Και ακόμα θα ‘καιγε ο πειρασμός να βλέπουμε τη συμπεριφορά διαμαρτυρίας να καπνίζει, αν τ’ οργισμένο κεφάλι του δεν είχε τώρα σωριαστεί. Κι αφού το κεφάλι ίσαμε τώρα ήτανε που τον κρατούσε κορδωμένο, φαρδύς-πλατύς χάμω ξαπλώθηκε μεμιάς. Κι ολόκληρος σαν κάποιος κύλινδρος λαφρύς οπού κατρακυλούσε αβίαστα επάνω στην κορδέλα, που κατακρημνιζότανε μέσα σε κάποιον θόρυβο διαυγή κι οπού ‘μοιαζε τόσο μοναδικά χαρούμενος και κούφιος.
Όσο για τον Πλουμ, καθισμένος στα πόδια του κρεβατιού παρακολουθούσε το θέαμα αναλογιζόμενος σιωπηλά…

 

VII

Ο Πλουμ πονούσε στο δάκτυλο

 

Ο Πλουμ πονούσε λιγάκι στο δάκτυλο.
– Ίσως θα ήταν καλύτερο να συμβουλευόσουν κανένα γιατρό, του είπε η γυναίκα του. Συνήθως μια αλοιφή είν’ αρκετή…
Κι ο Πλουμ πήγε.
– Ένα δάχτυλο για να κόψουμε, είπε τρίβοντας τα χέρια του ο χειρούργος. Τέλεια, τέλεια. Τώρα με τις καινούργιες μεθόδους αναισθησίας θα μας πάρει πέντε λεπτάκια το πολύ. Έτσι καλοβαλμένος που είστε, δεν χρειάζεστε τόσα δάχτυλα! Θα ήμουν πραγματικά ευδαίμων αν μπορούσα να σας κάνω αυτήν την εγχειρισούλα. Θα σας δείξω στη συνέχεια ορισμένα μοντέλα τεχνητών δαχτύλων. Υπάρχει ιδίως ένα που είναι πολύ χαριτωμένο. Λιγάκι ακριβό το δίχως άλλο, αλλά τ’ αξίζει τα λεφτουδάκια του. Άλλωστε δεν είναι ώρα τώρα να σκεφτόμαστε τα έξοδα. Πρέπει να βρούμε εκείνο που θα σας εξυπηρετεί καλύτερα.
Ο Πλουμ κοίταξε μελαγχολικά το δάχτυλο του κι άρχισε τις δικαιολογίες.
– Ξέρετε, γιατρέ, αυτό που με προβληματίζει είναι ότι πρόκειται για τον αντίχειρα, ένα δάκτυλο ιδιαίτερα χρήσιμο. Επιπλέον, θα έπρεπε να μπορώ ακόμα να γράφω στη μαμά μου. Και χρησιμοποιώ πάντα τον αντίχειρα για να γράφω. Η μαμά μου θα ανησυχούσε υπερβολικά αν αργούσα πολύ να της γράψω. Οπότε, να πηγαίνω εγώ τώρα και θα ξανάρθω σε λίγες μέρες. Είναι πολύ ευαίσθητη γυναίκα, καταλαβαίνετε, και ταράζεται τόσο εύκολα…
– Μα αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει, εξανέστη ο χειρούργος. Ορίστε, εδώ υπάρχουνε κόλλες, κόλλες λευκές, δίχως τα διακριτικά της κλινικής, εννοείται. Λίγες λεξούλες εκ μέρους σας, όμορφα συνταγμένες, και θα την ξανακάνουν χαρούμενη.
Λοιπόν, εγώ πηγαίνω εν τω μεταξύ να τηλεφωνήσω στην κλινική για να ετοιμάσουν τα πάντα, και πια δεν θα μένει παρά να πάρω στα χέρια τα εργαλεία. Αποστειρωμένα, σας βεβαιώ, στην εντέλεια. Έρχομαι σ’ ένα λεπτάκι…
Και νάτος λοιπόν που επιστρέφει αμέσως.
–Όλα είναι για το καλύτερο, θα δείτε. Ελάτε, μας περιμένουν.
– Να με συγχωρείτε, γιατρέ, κάνει ο Πλουμ, αλλά βλέπετε, το χέρι μου τρέμει… είναι πιο δυνατό από μένα…
– Ελάτε, ελάτε, λέει ο χειρούργος έχετε δίκιο. Καλύτερα να μην της γράψετε τίποτα. Οι γυναίκες είναι πάντα κάπως ευάλωτες. Ιδιαίτερα οι μαμάδες. Βλέπουν παντού παραλήψεις, ιδίως όταν πρόκειται για τους γιους τους. Και για το παραμικρό, χαλάνε τον κόσμο. Γι’ αυτές δεν είμαστε ακόμα παρά μικρά παιδιά. Ορίστε, το μπαστούνι και το καπέλο σας. Περάστε αποδώ. Το αυτοκίνητο μας περιμένει.
Και φτάνουν στην αίθουσα του χειρουργείου.
– Γιατρέ μου, ακούστε, να χαρείτε, εγώ… πραγματικά…
– Ω, μα φτάνει πια λοιπόν! έκανε ο χειρούργος. Σταματήστε επιτέλους ν’ ανησυχείτε! Μη κάνετε σα παιδί! Δεν καταλαβαίνω γιατί έχετε τόσους ενδοιασμούς! Θα γράψουμε κείνο το γράμμα μαζί. Θα σκέφτομαι μάλιστα τι θα γράψουμε ενώ θα σας χειρουργώ. Μην ανησυχείτε καθόλου.
Και πλησιάζοντας στο πρόσωπο του τη μάσκα, αποκοιμίζει τον Πλουμ.
– Θα μπορούσες τουλάχιστον να ζητήσεις τη γνώμη μου, είπε η γυναίκα του Πλουμ στο σύζυγο της.
Ή μήπως φαντάζεσαι πως ένα χαμένο δάχτυλο είναι κάτι που ξαναβρίσκεται έτσι εύκολα;
Ένας άντρας κολοβωμένος, α, όλα κι όλα, καθόλου δεν μ’ αρέσει αυτό! Απ’ τη στιγμή που το χέρι σου είναι έστω και λίγο ανάπηρο, δεν αξίζει τίποτα πια για μένα.
Οι ανάπηροι είναι όλοι κακοί, κάποτε μάλιστα γίνονται σχεδόν σαδιστές. Αλλά εγώ κύριε μου, αν θέλεις να μάθεις, δεν ανατράφηκα όπως ανατράφηκα για να ζήσω μ’ έναν σατράπη! Εσύ θα σκέφτηκες, το δίχως άλλο, απ’ τη μεριά σου πως στο εξής θα ικανοποιούσα όλες σου τις επιθυμίες μ’ ευχαρίστηση. Ε, λοιπόν, σε γελάσανε, κύριε μου! Καλά θα έκανες να το σκεφτόσουνα λίγο καλύτερα πριν το κόψεις…
– Άκου, είπε ο Πλουμ, μη σκοτίζεσαι για το μέλλον. Έχω ακόμα εννιά δάχτυλα κι έπειτα, που ξέρεις, ο χαρακτήρας σου μπορεί και ν’ αλλάξει.

 

 

VIII

Το ξερίζωμα των κεφαλιών

 

Ήθελαν μονάχα να τον τραβήξουν απ’ τα μαλλιά, λιγάκι έτσι, να! Δεν σκόπευαν να του κάνουν κακό. Έλα, όμως, που του ξεριζώσανε το κεφάλι. Ασφαλώς το εξέλαβε πολύ άσκημα. Ε, δεν ήταν και κάτι που θα μπορούσε έτσι απλά να το προσπεράσει. Αισθανόταν πως του έλλειπε κάτι.
Τώρα, έτσι που το κεφάλι δεν στέκεται πια στους ώμους, νιώθει μια κάποια αμηχανία. Πρέπει να του το δώσουν πίσω. Πρώτα, όμως, θα πρέπει να το ξεπλύνουνε, ειδεμή θα λερώσει το χέρι εκείνου που του το ‘δωσαν να το κρατά. Θα έπρεπε οπωσδήποτε να το ξεπλύνουν. Διότι εκείνος στον οποίον το δώσανε, τα χέρια του ήδη βουτηγμένα στο αίμα, θα ξεκινήσει να έχει υποψίες και να κοιτά αριστερά και δεξιά καθώς κάποιος που περιμένει να του σφυρίξουνε τι να κάνει.
– Μπα, το βρήκαμε εκεί που ασχολούμασταν με τον κήπο… το βρήκαμε ανάμεσα σ’ άλλα… το διαλέξαμε γιατί έμοιαζε το πιο φρέσκο απ’ όλα. Αν προτιμάτε κάποιο άλλο… θα μπορούσαμε να κοιτάξουμε. Ότι εκείνος το κοιτά πάντα με εμφανή αμηχανία, περιμένοντας, θαρρείς, κάτι…
Και παρακολουθούνται από ένα βλέμμα που δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι, ένα σταθερό, αμετάβλητο βλέμμα.
Αν πηγαίναμε ίσως να ψάξουμε στις όχθες της λίμνης… Σε μια λίμνη βρίσκει κανείς διάφορα πράγματα… κι ένα πνιγμένο θα την έκανε τη δουλειά του.
Σε μια λίμνη ο καθένας φαντάζεται πως μπορεί να βρει ό,τι θέλει. Πήγαμε γρήγορα, μα γυρίσαμε άπραγοι.
Πού θα μπορούσε κανείς να βρει μερικά κεφάλια, έτσι έτοιμα να προσφερθούν; Πού να τα βρεις δίχως πολλές ιστορίες;
– Εγώ, έχω τον πρώτο μου ξάδερφο. Μα έχουμε, ούτως ειπείν, το ίδιο κεφάλι. Κανείς δεν πρόκειται ποτέ να πιστέψει πως το βρήκαμε κατά τύχη.
– Εγώ πάλι έχω το φίλο μου τον Πέτρο. Αλλά είναι πολύ δυνατός και αμφιβάλλω αν θα μας αφήσει να του το πάρουμε εύκολα.
– Μπα… πάμε και βλέπουμε. Το άλλο το πήραμε πολύ εύκολα.
Έτσι, λοιπόν, βάλθηκαν να υλοποιήσουνε την ιδέα τους και φτάνουν στο σπίτι του Πέτρου. Αφήνουν να πέσει ένα χαρτομάντιλο. Ο Πέτρος σκύβει. Και σκύβοντας ανέμελα και γελώντας να το σηκώσει, το τραβάμε από πίσω απ’ τα μαλλιά. Και ιδού το κεφάλι στο πιάτο, ξεριζωμένο.
Η γυναίκα του Πέτρου μπαίνει μέσα εξαγριωμένη… «Πάλι έχυσε το κρασί, ο μπεκρούλιακας! Πλέον δεν μπορεί καν να πιει μόνος του. Το χύνει όλο στη γη. Και σαν να μην έφτανε αυτό τώρα δεν μπορεί ούτε κι ο ίδιος να σηκωθεί από χάμω…»
Και φεύγει ν’ αναζητήσει κάτι για να καθαρίσει. Εκείνοι την τραβάν απ’ τα μαλλιά. Το σώμα πρώτο πέφτει μπροστά. Το κεφάλι τους μένει στα χέρια. Ένα κεφάλι μαινόμενο που ταλαντεύεται από τα μακριά του μαλλιά.
Τότε ξεπροβάλλει ένα μεγάλο σκυλί που γαβγίζει υπερβολικά δυνατά. Του ρίχνουμε μια κλωτσιά και το κεφάλι του πέφτει.
Τώρα έχουμε τρία. Τρία, είναι ένας καλός αριθμός. Κι έπειτα υπάρχει και ποικιλία. Καθόλου μα καθόλου δε μοιάζουνε αναμεταξύ τους. Όχι, ένας άντρας, μία γυναίκα κι ένα σκυλί.
Και φεύγουν και πάλι για να επιστρέψουν ξανά σ’ εκείνον που ‘δωσαν και το πρώτο κεφάλι και τον βρίσκουν να περιμένει.
Του εναποθέτουν στα γόνατα το μπουκέτο με τα κεφάλια. Εκείνος τα αναδιατάσσει. Βάζει στ’ αριστερά το κεφάλι του άντρα, πλάι στο πρώτο κεφάλι, και το κεφάλι του σκύλου και αυτό της γυναίκας με τα μακριά μαλλιά στην άλλη πλευρά. Έπειτα περιμένει.
Και τους κοιτά μ’ ένα σταθερό, αμετάβλητο βλέμμα που δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι.
– Ω, ξέρετε, αυτά εδώ τα βρήκαμε στο σπίτι κάποιου φίλου. Βρίσκονταν εκεί στο σπίτι… οποιοσδήποτε θα μπορούσε να τα πάρει. Δεν είχε άλλα. Πήραμε μόνο όσα είχε. Ίσως μιαν άλλη φορά να σταθούμε πιο τυχεροί. Καιρός, όμως, ήτανε απ’ την άλλη, μετά από όλα αυτά, να μας χαμογελάσει κι εμάς λιγουλάκι η τύχη. Πάντως, δεν είναι τα κεφάλια που λείπουν ευτυχώς. Άλλωστε, είναι ήδη αργά. Να τα βρεις στο σκοτάδι δεν είναι κι εύκολη υπόθεση. Έπειτα όλος εκείνος ο χρόνος που χρειάζεται να τα ξεπλύνεις, ιδίως εκείνα που βρίσκονταν στη λάσπη… Καλά, καλά θα προσπαθήσουμε… αλλά να ξέρετε πως μόνο εμείς οι δύο δεν μπορούμε να τα μεταφέρουμε ούτε καν με κάποιο κάρο. Είναι προφανές… άντε, πάμε… ίσως εν τω μεταξύ και να έχουνε πέσει κάποια και να κυλιούνται στους δρόμους… θα δούμε…Και φεύγουν, σκουντώντας ο ένας τον άλλον, ακολουθούμενοι από ένα βλέμμα που δεν λέει ούτε ναι ούτε όχι, ένα σταθερό, αμετάβλητο βλέμμα.
– Ω, εγώ, ξέρεις. Όχι! Διάβολε! Άντε τελείωνε, πάρε μου το κεφάλι. Γύρνα πίσω μ’ αυτό, δεν θα το αναγνωρίσει. Δεν θα το κοιτάξει καν. Θα του πεις…: «Κοιτάχτε, βγαίνοντας το πέτυχα κάτω. Είναι ένα κεφάλι, νομίζω. Σας το αφήνω. Και αυτά είναι αρκετά για σήμερα, έτσι δεν είναι;»
– Ρε συ φίλε, μην  τα λες έτσι αυτά! Εγώ μόνο εσένα έχω στο κόσμο!
– Άντε, άντε, κόφ’ τους συναισθηματισμούς. Πάρ’ το. Εμπρός, πάμε, τράβα, τράβα. Πιο δυνατά, ρε. Άντε πιο δυνατά, να δούμε.
– Όχι. Δεν βλέπεις πως δεν πιάνει! Είναι η τιμωρία μας. Άντε, δοκίμασε το δικό μου, τράβα, τράβα.
Τα κεφάλια, όμως, δεν φεύγουν. Κεφάλια ωραία δολοφόνων.
Δεν ξέρουν πια τι να κάνουν, επιστρέφουν, ξαναφεύγουν, ξαναγυρνάν, ξαναφεύγουν, ξαναφεύγουν ακολουθούμενοι πάντοτε από ένα βλέμμα που περιμένει, από ένα σταθερό, αμετάβλητο βλέμμα.
Τελικά χάνονται μέσα στην νύχτα. Κι αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση. Γι’ αυτούς, για τη συνείδησή τους. Αύριο θα ξαναξεκινήσουν στην τύχη, θα πάρουν μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και θα προσπαθήσουν να πάνε ίσαμε εκεί που τους παίρνει. Θα προσπαθήσουν να ζήσουν. Θα προσπαθήσουμε. Θα προσπαθήσουμε να τα ξεχάσουμε όλα αυτά, να ζήσουμε όπως πρώτα, όπως όλος ο κόσμος…

 

 

IX

Μητέρα εννιά παιδιών!

 

Ο Πλουμ είχε μόλις φτάσει στο Βερολίνο όταν, μπαίνοντας στον τερματικό σταθμό, μια γυναίκα τον πλησιάζει και του προτείνει να περάσει την νύχτα μαζί της.
– Μη φεύγετε, σας ικετεύω. Είμαι μητέρα εννιά παιδιών.
Και φωνάζοντας τις φίλες της για βοήθεια, καταφέρνει να ξεσηκώσει ολόκληρο το τετράγωνο. Μέσα σ’ ελάχιστα δευτερόλεπτα ο Πλουμ βρέθηκε περικυκλωμένος, ενώ οι περίεργοι δεν σταματούσαν να συρρέουν από παντού. Και τότε, μέσα στη σύγχυση, εμφανίστηκε ένας αστυνομικός. Αφού άκουσε τις εξηγήσεις αμφότερων, λέει στον Πλουμ: «Μα μην είστε κι εσείς τόσο σκληρόκαρδος! Στο κάτω-κάτω, πρόκειται για μια μητέρα εννιά παιδιών!». Έτσι, κι αυτές, σπρώχνοντας τον, τον σέρνουν σε κάποιο πρόστυχο ξενοδοχείο που οι κοριοί το ‘τρωγαν εδώ και αιώνες. Αλλά… ο καλός χωράει παντού… Εκείνες ήτανε πέντε. Βάλθηκαν, λοιπόν, να τον απαλλάξουν από ό,τι είχε και δεν είχε στις τσέπες του κι εν συνεχεία μοιράζουν αναμεταξύ τους τα λάφυρα.
– Διάβολε, έλεγε ο Πλουμ από μέσα του, αυτό πια λέγεται ληστεία. Μα την πίστη μου, δεν μου ‘χει ξανασυμβεί. Να τι παθαίνει κανείς όταν ακούει τους μπάτσους.
Ξαναπαίρνοντας, λοιπόν, το σακάκι του, ετοιμάζεται να φύγει. Τότε ήταν που εκείνες έγιναν πραγματικά έξω φρενών: «Μα δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό! Ε, όχι να μας περάσεις και για κλέφτρες! Αυτό πια είναι άνω ποταμών! Απλά πληρωνόμαστε προκαταβολικά για λόγους προληπτικούς, αυτό είναι όλο. Αλλά θα στο ξεπληρώσουμε και με το παραπάνω το παραδάκι σου, αγόραρε, και μην ανησυχείς!». Και γδύνονται. Η μητέρα εννιά παιδιών ήταν γεμάτη μεγάλα, πυώδη εξανθήματα. Το ίδιο κι οι άλλες.
Ο Πλουμ αναλογίστηκε: «Αυτές οι γυναίκες σίγουρα δεν είναι ο τύπος μου. Αλλά πώς να τους δώσω να το καταλάβουνε δίχως να τις προσβάλλω;», και σκεφτότανε.
Τότε, η μητέρα εννιά παιδιών παίρνει το λόγο: «Λοιπόν, κορίτσια στοιχηματίζω, πως ο αγόραρος από δω, κι αν θέλετε με πιστεύετε, είναι από κείνους τους μη-μου-άπτου τζιτζιφιόγκους που ακόμα φοβούνται τη σύφιλη. Πφ, η σύφιλη… καθαρά ζήτημα τύχης!»
Και έτσι, η μία μετά την άλλη, τον βιάζουν.
Μόλις τελείωσαν, ο Πλουμ έκανε να σηκωθεί. Λέει τότε η μητέρα εννιά παιδιών: «Μη βιάζεσαι τόσο, αγόραρε! Αν δε ματώσεις, δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίσεις την πραγματική ηδονή.»
Και ξαναρχίζουν, η μία μετά την άλλη, να τον βιάζουν.
Κι ενώ εκείνος δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του απ’ την κούραση, εκείνες πήραν να ξαναντύνονται.
– Άιντε, ξεκουβάλα τώρα, αγόραρε, εμπρός, λίγη ζωντάνια! Είναι ήδη δώδεκα και τέταρτο και το δωμάτιο είναι πληρωμένο μόνο μέχρι τις δώδεκα.
– Μα επιτέλους, έκανε εκείνος, αναλογιζόμενος τα 300 φορολογημένα του μάρκα κι ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι, θα μπορούσατε με τόσα λεφτά που λάβατε να πληρώσετε τουλάχιστον τη διαφορά μέχρι το πρωί!
– Άκου, ρε φιλενάδα, τι λέει ο μάγκας! Δηλαδή, θα ‘πρεπε να σ’ ευχαριστήσουμε κι από πάνω; Ε, αυτό πάει πολύ!
Και ξεριζώνοντας τον απ’ το κρεβάτι, τον πετάνε στις σκάλες.
Μα την αλήθεια, σκέφτηκε ο Plume, αυτό θ’ αποτελέσει σίγουρα περίφημη ταξιδιωτική ανάμνηση κάποια στιγμή στο μέλλον!

 

 

X

Ο Πλουμ στη Καζαμπλάνκα

 

Μόλις έφτασε στην Καζαμπλάνκα, ο Πλουμ θυμήθηκε πως είχε ορισμένα πραγματάκια να ψωνίσει. Γι’ αυτό κι άφησε τη βαλίτσα του στο πούλμαν. Θα επέστρεφε να την παραλάβει μόλις οι πιο επείγουσες δουλειές του θα είχανε διεκπεραιωθεί. Κατευθύνθηκε, λοιπόν, στο ξενοδοχείο «Ο δροσερός Ατλαντικός».
Μα αντί να ζητήσει ένα δωμάτιο, αναλογιζόμενος πως είχε ακόμα αρκετά πραγματάκια να ψωνίσει, το βρήκε προτιμότερο να ζητήσει τη διεύθυνση της Τράπεζας Πίστεως.
Κατευθύνθηκε, λοιπόν, στην Τράπεζα Πίστεως, διαβίβασε την κάρτα του στον υποδιευθυντή, μα αφού έγινε πια δεκτός, αντί να παρουσιάσει την πιστωτική του κάρτα, έκρινε καλύτερο να πληροφορηθεί επί τη ευκαιρία για τις πιο βασικές παραδοξότητες της αραβικής γειτονιάς Μπουζμπίρ, καθώς και των μαυριτανικών καφενέδων της, διότι είναι απλώς α-δια-νό-η-το να φύγει κανείς απ’ την Καζά δίχως να έχει προηγουμένως δει τον χορό της κοιλιάς (καμιά σημασία δεν έχει αν οι γυναίκες που τον χορεύουν είναι εβραίες ή μουσουλμάνες). Πληροφορείται, λοιπόν, για το μέρος, και ξεκινά για έναν μαυριτανικό καφενέ και παραγγέλνοντας μία μποτίλια πορτό ήδη μια χορεύτρια είχε εγκατασταθεί στο τραπέζι του. Τότε συνειδητοποίησε ξαφνικά πως όλα αυτά είναι βλακείες. Στο ταξίδι, με τις τόσες ασυνήθιστες ταλαιπωρίες, έπρεπε κανείς πρώτα-πρώτα να γευματίσει. Φεύγει, λοιπόν, και κατευθύνεται προς το εστιατόριο του «Βασιλέως της μεγάλης Μπύρας», στην καινούργια πόλη. Δεν είχε, ωστόσο, προλάβει να κάτσει στο τραπέζι όταν σκέφτηκε πως αυτό δεν ήταν όλο. Όταν ταξιδεύει κανείς δεν αρκεί προφανώς να πιει και να γευματίσει, πρέπει κυρίως να μεριμνήσει για το κατά πόσο είναι όλα έτοιμα για τον επόμενο σταθμό. Μόλις, λοιπόν, το παραδέχτηκε αυτό στον εαυτό του, αποφάσισε, αντί να παριστάνει σε κάποιο τραπέζι τον πασά, να αναζητήσει το συντομότερο δυνατόν την τοποθεσία από όπου θα έπρεπε αύριο να επιβιβαστεί στο πλοίο.
Δεν πρόκειται καθόλου για χάσιμο χρόνου. Ίσα-ίσα. Και είχε ήδη ξεκινήσει να απασχολείται με αυτήν την υπόθεση, όταν εντελώς ξαφνικά του ήρθε στο μυαλό να πάει να κάνει ένα γύρο στην πλευρά των τελωνείων. Διότι, βέβαια, υπάρχουν φορές που δεν αφήνουν κανέναν να περάσει έστω κι ένα μικρό κουτάκι δέκα σπίρτων, κι εκείνος τον οποίο θ’ ανακαλύψουν να μεταφέρει κρυφά ένα τέτοιο κουτάκι, είτε το βρουν επάνω του, είτε το βρουν μέσα στα πράγματά του, κινδυνεύει να βρεθεί ξαφνικά μπλεγμένος σε ασύλληπτες περιπέτειες. Μα στο δρόμο, αναλογιζόμενος πόσο συχνά η Υγειονομική υπηρεσία, που πάντα απασχολούσε ολότελα ανίδεους γιατρούς, μπορούσε να εμποδίσει ένα άτομο που έχαιρε άκρας υγείας να επιβιβαστεί στο πλοίο, όφειλε να αναγνωρίσει πως ενδεικνυόταν ιδιαιτέρως να ανεβεί από τώρα στο πλοίο χωρίς σακάκι, τραβώντας κουπί, σφύζοντας έτσι από ζωή, παρά την ψύχρα της νύχτας. Και έτσι κι έκανε, όταν η αστυνομία, πάντοτε ανήσυχη, τον συλλαμβάνει, τον ανακρίνει, ακούει την απάντησή του και δεν τον αφήνει πλέον ξανά. 

 

 

XI

Επίτιμος προσκεκλημένος της λέσχης του Μπρεν[6]

 

Ως επίτιμος προσκεκλημένος έτρωγε αργά, μεθοδικά, δίχως να κάνει το παραμικρό σχόλιο.
Η γαλοπούλα γαρνιρισμένη με σκουλήκια, η σαλάτα περιχυμένη με πίσσα κι οι πατάτες που τις είχαν από ώρα ξεράσει. Το δέντρο με τα γκρέιπ-φρουτ μεγάλωνε σ’ έναν παράδεισο ναφθαλίνης, τα μανιτάρια μυρίζανε χάλυβα και το πατέ μασχάλη. Το κρασί ήταν τόσο κρασί όσο και το υπερμαγγανικό άλας.
Ο Πλουμ δίχως να σηκώνει το κεφάλι έτρωγε υπομονετικά. Ένα ερπετό απαγκιστρωμένο από ένα τσαμπί μπανάνες σερνότανε προς το μέρος του. Το καταβρόχθισε από ευγένεια και εν συνεχεία βυθίστηκε ξανά στο πιάτο του.
Για να τραβήξει την προσοχή του, η διευθύντρια του ιδρύματος πέταξε έξω το ένα βυζί της. Εν συνεχεία, στρέφοντας τα μάτια, βάλθηκε να γελά πονηρά.
Δίχως να σηκώνει το κεφάλι ο Πλουμ έτρωγε πάντα.
«Ξέρετε πως ταΐζουμε ένα βρέφος;», ρώτησε εκείνη μ’ ένα τόνο ερεθισμένο και ρούφηξε τη μύτη της. Μα την αλήθεια, ρούφηξε τη μύτη της τόσο γλυκά. Λίγο αργότερα, ολολύζοντας, η διπλανή του από αριστερά, σχεδόν πνίγηκε από μια γλώσσα προβάτου που βλακωδώς είχε βαλθεί να καταπίνει κατευθείαν μεσ’ απ’ το κεφάλι του ζώου. Αμέσως την περιστοίχισαν με άγρυπνη φροντίδα. Διακριτικά, ο ένας της κράταγε τα ρουθούνια, που είχαν σχεδόν βουλώσει, ενώ οι άλλοι, προσποιούμενοι πως τη βοηθούσαν, της κρατούσανε τη γλωττίδα. Και ποτέ δεν της επιστράφηκε η γλώσσα που τόσο είχε επιθυμήσει να παρατήσει.
Έτσι, η ζωή, έτοιμη πάντοτε να βγάλει την ουρά της απ’ έξω, την εγκατέλειψε σιωπηρά.
«Μην το παίρνετε στραβά», είπε η διευθύντρια του ιδρύματος στον Plume, τα μάτια της στίλβοντα και μεγάλα. «Κατά την κατάποση των γλωσσών, πάντα υπάρχουν κάποιοι που αποτυγχάνουν. Θα μπορούσατε να ήσασταν εσείς. Θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ. Ας μας συγχαρούμε. Κι ας διασκεδάσουμε. Πόσο θα ήθελα τα παιδιά να μας ‘βλεπαν αυτή τη στιγμή. Αγαπούν τόσο τη θέα της ευτυχίας.»
Και φιλώντας τον, τον κοπάναγε.

 

 

XII

Ο Πλουμ στο ταβάνι

 

Μια μικρή στιγμή αφηρημάδας, μια ηλίθια, μικρή στιγμή, κι ο Πλουμ βρέθηκε να περπατά στο ταβάνι, αντί να κρατά στέρεα τα πόδια στη γη.
Αλίμονο, όταν το αντιλήφθηκε ήταν ήδη πολύ αργά.
Ήδη παραλυμένος από το συγκεντρωμένο, συσσωρευμένο στον εγκέφαλο αίμα, καθώς που το σίδερο στο σφυρί, δεν γνώριζε τίποτα πια. Ήταν χαμένος. Με τρόμο κοιτούσε το πάτωμα μακρινό, την πολυθρόνα άλλοτε τόσο φιλική, το δωμάτιο ολόκληρο, μια ασύλληπτη άβυσσος.
Πόσο το πόθησε τότε να βρισκόταν μέσα σ’ ένα δοχείο νερό, μέσα σε μια παγίδα για λύκους, σ’ ένα μπαούλο, στο θερμό λουτρό μιας κατσαρόλας, οπουδήποτε, παρά να βρίσκεται εκεί, μόνος, σ’ εκείνο το ταβάνι, το τόσο γελοιωδώς έρημο, και απ’ όπου αν αποπειράτο να ξανακατέβει δίχως βοήθεια θα ισοδυναμούσε, ούτως ειπείν, μ’ αυτοκτονία.
Δυστυχία! Δυστυχία να πρέπει πάντοτε να παραμένει καθηλωμένος στα ίδια… όταν οι άλλοι σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο συνέχιζαν να περπατούν αδιάφορα στη γη, που, σίγουρα, για κανέναν δεν μετρούσε πλέον περισσότερο απ’ ότι για εκείνον.
Αν κατόρθωνε τουλάχιστον να διεισδύσει στο ταβάνι, ώστε να τερματίσει με μιαν ακαριαία αδιαφορία τη θλιβερή του ζωή… μα τα ταβάνια είναι σκληρά, και δεν μπορούν παρά να σε «ξαναστείλουνε» πίσω. Αυτό είναι το σύνθημα.
Καμιά επιλογή στη δυστυχία. Μας προσφέρεται ό,τι περισσεύει. Κι έτσι απελπισμένα καθώς επέμενε, τυφλοπόντικας του ταβανιού, μια αντιπροσωπεία της Λέσχης του Μπρεν που είχε αναχωρήσει προς αναζήτησή του, τον βρίσκει σηκώνοντας το κεφάλι.
Τον κατεβάζουν, λοιπόν, δίχως να λένε κουβέντα, με τη βοήθεια μιας σκάλας ακουμπισμένης στον τοίχο.
Ήταν ενοχλημένοι. Ζητούσαν συγγνώμη μπροστά του. Κατηγορούσαν στην τύχη κάποιον απόντα διοργανωτή. Κολάκευαν την υπερηφάνεια του Πλουμ, που δεν είχε χάσει το θάρρος του μέσα σε τόσο δύσκολες περιστάσεις, ενώ άλλοι στη θέση του, αποθαρρυμένοι, θα είχαν σίγουρα ριχτεί στο κενό, σπάζοντας χέρια και πόδια, διότι τα ταβάνια σε τούτο τον τόπο είναι ψηλά, πολύ ψηλά, χρονολογούμενα σχεδόν όλα από την εποχή της ισπανικής κατακτήσεως.
Ο Πλουμ, χωρίς ν’ απαντά, τίναζε τα μανίκια του ντροπιασμένος. 

 

 

XIII

Ο Πλουμ κι οι χωλοί [7]

 

… απέναντι απ’ τον Πλουμ στεκότανε ένας άνδρας, το πρόσωπο του οποίου διαλυόταν με το που σταματούσε να τον κοιτάζει, αποσυντίθετο σε γκριμάτσες και το σαγόνι του κρεμόταν ανήμπορο.
Αϊ, αϊ, σκεφτόταν ο Πλουμ. Αϊ, αϊ πόσο είν’ ακόμα τρυφερή εδώ η δημιουργία! Και τι ευθύνη, αλήθεια, για τον καθένα από μας! Θα έπρεπε να πάω σ’ έναν τόπο όπου τα πρόσωπα να είναι οριστικότερα σταθεροποιημένα, όπου θα μπορούσε κανείς να επισκευάσει ή ν’ αποσπάσει τα βλέμματά τους δίχως να κινδυνεύει να τα καταστρέψει.
Αναρωτιέμαι αλήθεια πώς μπορούν και ζουν έτσι οι άνθρωποι εδώ. Το δίχως άλλο αν παραμείνω κινδυνεύω να με χτυπήσει καμιά ασθένεια της καρδιάς. Κι αμέσως ρίχνεται σε κάποια χειράμαξα[8]. Φτάνει σε μια συνέλευση χωλών που λάμβανε χώρα κάτω από ένα δέντρο. Αδιάκοπα, όφειλε να βοηθά νεοφερμένους χωλούς ν’ ανεβαίνουν μες στα φυλλώματα του δέντρου, που ήταν, άλλωστε, ολότελα μαύρο. Αυτό πραγματικά τους χαρίζει μιαν ευδαιμονία ανείπωτη! Ευδαίμονες ατενίζουν μέσα από τα κλαδιά τον ορίζοντας, δεν αισθάνονται πια το βάρος της γης. Η μεγάλη συμφιλίωση…
Μα ο Πλουμ, κατάφορτος με χωλούς, από μέσα του όλο και παραπονιέται. Ε, όχι λοιπόν, τι είναι, κανένας εργάτης! Ο ίδιος δεν αισθάνθηκε ποτέ εκείνη την πύρινη αναγκαιότητα της εργασίας.
«Για το τάφο του πατρός σας, αγοράστε ένα μικρό σκυλί.» Επιμένουν, θλιβεροί σαν ανάπηροι.
Κούραση! Κούραση! Μα δε θα ξεκουραστούμε επιτέλους ποτέ;

 


[1] H. Michaux, « Cas de folie circulaire », Le Disque vert, 1e année, nο  5, septembre 1922, p. 109 – 113 (βλ. και τα σχόλια στην έκδοση της Πλειάδας: H. Michaux, Œuvres Complètes, Vol. I, éd. R. Bellour – Y. Tran, Paris, 1998).    

[2] Henri Michaux, Με το αγκίστρι στην καρδιά. Επιλογή από το έργο του, εισαγωγή – μετάφραση Α. Χιόνης, Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003.

[3] R. Bréchon, « Henri Michaux », Dictionnaire de la littérature française (XXe siècle), Albin Michel, Paris, 2000.

[4] Στην πρώτη έκδοση του κειμένου (περιοδικό Commerce, 1930) προηγείται η παρακάτω επιγραφή: «Τα όντα που εμφανίζονται εδώ δεν είναι άγγελοι. Δεν είναι ο θεός, ούτε και δαίμονες κατά πως φαίνεται. Είναι ίσως η κυοφορία της πρωταρχικής νύχτας, της νύχτας που στίλβει νυχθημερόν, η νύχτα εκείνων στους οποίους η μέρα δεν έχει τίποτα να προσφέρει» (βλ. και τα σχόλια στην έκδοση της Πλειάδας: H. Michaux, Œuvres Complètes, éd. R. Bellour – Y. Tran, Paris, 1998).  

[5] Catafalque : ξύλινο στολισμένο βάθρο επί του οποίου τοποθετείται το φέρετρο στις καθολικές εκκλησίες. Στα ελληνικά θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε ίσως ως «κιλλίβαντα». Έτσι όπως ο Michaux χρησιμοποιεί την εικόνα είναι σαν να παρομοιάζει τον κιλλίβαντα με κάρο που το σέρνει ένα άλογο, με τα χαρακτηριστικά αργά βήματα που αρμόζουν σε μια κηδεία.

[6] Ο τίτλος αυτός που είναι από τους πλέον κρυπτικούς και παράξενους της συλλογής αυτής έχει προξενήσει το ενδιαφέρον διαφόρων μελετητών του Michaux. Bren είναι το όνομα ενός σχετικά ασήμαντου γαλλικού χωριού (το 1999 αριθμούσε 471 κατοίκους). Αποτελεί, επίσης, αρχαίο βελγικό ιδιωματισμό που περιγράφει χονδροειδώς τον ήχο που παράγεται κατά την αφόδευση. Εντούτοις, τυχαίνει να είναι επίσης η ονομασία του βασικού, από το 1935, μυδραλιοφόρου τουφεκιού του βρετανικού στρατού, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αναρωτιέμαι, συνεπώς, μήπως ο Michaux αναφέρεται στο συγκεκριμένο όπλο. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται λογικά για Λέσχη στρατιωτική, οπότε ολόκληρο το Επίτιμος προσκεκλημένος της λέσχης του Μπρεν γίνεται μια αντιμιλιταριστική παραβολή. Αυτή η εκδοχή δεν μου φαίνεται προσωπικά καθόλου απίθανη – αν όχι και η πιο λογική, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν έχω κανέναν τρόπο να την επιβεβαιώσω. Σε κάθε περίπτωση, αν αναλογιστούμε την κατακλείδα του αμέσως προηγούμενου κειμένου –κι αν υποθέσουμε πως έχει κάποια άμεση σχέση με όσα ακολουθούν– τότε θα μπορούσαμε ενδεχομένως να θεωρήσουμε πως τα κείμενα 11, 12 και 13 ίσως και να διαδραματίζονταν στο φρενοκομείο. Υπό τη συνθήκη αυτή, η παραβολή του στρατού με φρενοκομείο και του φρενοκομείου με τον στρατό είναι χαρακτηριστική για την αντίληψη του Michaux, τόσο για τους δύο αυτούς θεμελιακούς θεσμούς της αστικο-καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά και για την ίδια τη συγκεκριμένη κοινωνία της εποχής του, η οποία εκλαμβάνεται ως ένα αχανές, στρατιωτικά οργανωμένο φρενοκομείο. Μια άλλη εξήγηση δίνεται στην έκδοση της Πλειάδας, βλ. H. Michaux, Œuvres Complètes, Vol. I, éd. R. Bellour – Y. Tran, Paris, 1998, σ. 1287.

[7] Στα γαλλικά χρησιμοποιείται η έκφραση «culs-de-jatte». Πρόκειται για βελγικό ιδιωματισμό που υποδηλώνει τον χωλό ή καλύτερα εκείνον που έχει και τα δύο πόδια κομμένα ακριβώς κάτω απ’ τη λεκάνη.

[8] « chaise à porteurs » : Το μετάφρασα ως χειράμαξα, αν και πρόκειται περισσότερο για εκείνους τους – ανοιχτούς ή σκεπαστούς– φορητούς θρόνους (μετακινούμενους από δύο έως τέσσερις βαστάζους) που συνήθιζε να χρησιμοποιεί η γαλλική αριστοκρατία επί Λουδοβίκου ΙΔ´ και αργότερα.

 

 ∴

 

Οι συγκεκριμένες μεταφράσεις του Μισώ παρουσιάζονται στο ελληνικό κοινό για πρώτη φορά εκτός από το τέταρτο κείμενο («Στα διαμερίσματα της βασίλισσας») όπου δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Βακχικόν, τ. 3, Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 2008, και το πρώτο και έκτο κείμενο («Ένας φιλήσυχος άνθρωπος» και «Το όραμα του Plume») που δημοσιεύτηκαν στον ιστότοπο του περιοδικού Τεφλόν.


 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Ζ. Δ. Αϊναλής γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Είναι ποιητής, μεταφραστής και δοκιμιογράφος. Το τελευταίο του βιβλίο είναι η Μονωδία της Έρημος (Κέδρος, 2019). Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Βόρεια-Βορειοανατολικά. Ζει και εργάζεται στη Μυτιλήνη.