Με βουτούσαν από τα χέρια και τα πόδια, με σήκωναν στον αέρα, με στροβίλιζαν, γελούσαν κι εγώ έβριζα: «παλιοπουτάνες»! Ταλέντο στα γαλλικά παιδιόθεν. «Βρωμοκαργιόλη» ανταπέδιδαν οι αδελφές μου.

«Σκρόφες».

«Σκατόπαιδο».

Πήγαινε λέγοντας.

«Πολύ έξυπνο αυτό το παιδί», έλεγε στους γονείς μου η νηπιαγωγός που δεν παρέλειπα να τη στολίζω. «Βλαμμένο είναι το παιδάκι σας;» ρώτησε κάποτε μια κυρία στο πάρκο, καθώς έπιανα μύγες στον αέρα επιδιδόμενος σε συλλογή φτερών. Ήμουν πέντε χρονών, μπορεί και στα έξι, σωστός μπελάς. Οι γονείς ολημερίς να δουλεύουν. Με πρόσεχαν οι μεγαλύτερες αδελφές μου, υποτίθεται, όταν γυρνούσα σπίτι από το νηπιαγωγείο και αυτές από το σχολείο. Αυτές, όμως, με είχαν για παιχνίδι. Κανονικά βασανιστήρια. Οι αδελφές μου ισχυρίζονταν ότι έφταιγα εγώ για την εμπόλεμη ζώνη στο σπίτι, ότι προκαλούσα τα βασανιστήρια επειδή έκανα όλο φασαρία και ήθελαν να με συνετίσουν. Έριχνα και στις δύο μπουνιές, κλωτσιές και τσιμπιές, δεν θα πήγαινα αμαχητί. Έλεγαν ότι θα με πάνε για εξορκισμό. Μια τσιρίζαμε, μια γελούσαμε. Ανοίγαμε τα παράθυρα για να μας ακούν στο δρόμο, να ξέρουν ότι μέσα σφάζονται. Γριές διέσχιζαν το πεζοδρόμιο απέξω σχηματίζοντας το σταυρό τους. Όταν γυρνούσαν οι γονείς μου από τις δουλειές, τα έλεγα όλα, ότι με δέρνουν οι στρίγγλες, αυτές έδειχναν μερικές μελανιές πάνω τους από τις τσιμπιές μου. Καλά, σιγά τις μελανιές, κάτι μικροπράγματα. Οι γονείς μου γελούσαν, έλεγαν ότι είμαστε παιδιά, ότι είναι φυσικό τα αδέλφια να σκοτώνονται. Μετά από κάποιο καιρό, για να δείξω τη σοβαρότητα της κατάστασης, επινόησα νέες δραματικές σκηνές. Κοιτούσα το ρολόι και πέντε λεπτά πριν γυρίσει από τη δουλειά η μάνα μου, άνοιγα το ψυγείο και έπαιρνα το κέτσαπ. Δεν ήμασταν οικογένεια λεφτάδων, δυστυχώς ή ευτυχώς, αλλά αφού δεν έλειπε ποτέ το κέτσαπ, σημαίνει κάπως τα βγάζαμε πέρα, φανταζόμουν ότι μια μέρα θα κερδίσω τη λοταρία και θα τους παρατήσω και θα φύγω. Ναι, ήμασταν από αυτές τις αξιοθρήνητες οικογένειες που παίζανε λοταρίες, συγκεντρωνόμασταν γύρω από την τηλεόραση όταν γινόταν η κλήρωση και λέγαμε τι θα κάνουμε άμα κερδίσουμε τα λεφτά. Δεν είχα αποκαλύψει το σχέδιο να το σκάσω με όλο το παραδάκι άμα κέρδιζα, γιατί άμα κέρδιζε λόγου χάρη μια αδελφή μου, δεν θα συνέφερε να μη μου δώσει κανένα εκατομμυριάκι. Πώς να μεγάλωνε ένα πεντάχρονο όταν καλλιεργούνταν τέτοιες αξίες για τα χρήματα και λοιπά; Αλλά που είχα μείνει; Στο κέτσαπ: με έλουζα ολόκληρο με κέτσαπ και ξαπλωνόμουν στο πάτωμα της κουζίνας και έριχνα από πάνω μου κάνα δυο καρέκλες. Έριχνα παραδίπλα ένα μαχαίρι, το πασάλειφα και αυτό με κέτσαπ. Αλίμονο, ήμουν όλο ιδέες από την τηλεόραση, έβλεπα προγράμματα που δεν με άφηναν οι γονείς μου να παρακολουθώ κανονικά, αλλά όταν πήγαινα καμιά φορά να κοιμηθώ στο σπίτι της γιαγιάς, η γιαγιά κοιμόταν νωρίς και εγώ έκανα πάρτι βλέποντας ό,τι δεν έπρεπε να βλέπω και μάλιστα ασπρόμαυρα. Δεν πήρε ποτέ έγχρωμη τηλεόραση. Τι θα γινόμασταν χωρίς τηλεόραση στη ζωή; Κανονικοί άνθρωποι, γιατροί ή δικηγόροι. Πίσω στο κέτσαπ: η καρδιά μου έπαιζε ντραμ την ώρα που γυρνούσε η μαμά από τη δουλειά και έμπαινε στην κουζίνα, κανένα περιθώριο να γκρινιάξει ότι είναι κουρασμένη όπως μερικές άλλες φορές, τσιμπούσε γρήγορα το ρόλο, σύντομα θα συνήθιζε τη σκηνή με το κέτσαπ που έστηνα, τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα. «Το παιδί μου; Ο γιόκας μου; Τι έπαθε;», έδειχνε ανήσυχη. Εγώ μουρμούριζα σαν να ξεψυχώ: «μμμ..μμ… με μαχαίρωσαν», αυτή ρωτούσε «ποιος; ποιος το έκανε αυτό;», κι εγώ έλεγα «αυτές οι πουτάνες», δείχνοντας προς τα μέσα στο δωμάτιο των κοριτσιών. Οι πανούργες οι αδελφές μου, εμφανίζονταν τότε ως δια μαγείας για να παρακολουθήσουν την τροπή. Έρχονταν τα πάνω κάτω στην παράσταση. «Τι λόγια είναι αυτά;», άλλαζε ύφος η μαμά. «Θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα, να μάθεις να μιλάς όμορφα». Οι ελπίδες μου να με πάει τουλάχιστον μέχρι το νοσοκομείο εξανεμίζονταν, τρελαινόμουν για βόλτες με το σαράβαλό μας. Ούτε μια νεκροψία. Έπαιρνε το τριμμένο πιπέρι από ένα ντουλάπι και με το ζόρι άνοιγε με τα δάχτυλά της το στόμα μου. Μεγαλώνοντας, λάτρεψα τα πικάντικα και καυτερά φαγητά από εξωτικές κουζίνες. «Να δούμε, θα ξαναμιλήσεις άσχημα;», φοβέριζε. Άνηκε στη γενιά των μαμάδων που πίστευαν ότι αν τιμωρήσουν το παιδί με πιπέρι στο στόμα, αυτό δεν θα αμολήσει ξανά βρισιές. Ίσα-ίσα, όσο πιο απαγορευμένο τόσο το καλύτερο. Εγώ αναρωτιόμουν τι δεν πήγαινε καλά στο σενάριο. Αφού με είχαν τάχατες μαχαιρώσει, μπορούσα να το παίξω σκοτωμένος και να μη μιλάω καθόλου. Ήμουν, όμως, πολύ μικρός και αθώος και ευαίσθητος. Κάθε φορά που με ρωτούσε η μαμά τι έγινε και όλα αυτά, δεν άντεχε η καρδιά μου να μην της μιλήσω καθόλου, και έτσι μού ξέφευγε κάποια βρισιά για τις αδελφές μου, πιστεύοντας ότι θα είναι η φορά που θα δικαιωθώ. Μερικές φορές δικαιωνόμουν κιόλας, χωρίς τη σκηνή με το πιπέρι, επειδή και η μαμά βαριόταν να παίζει συνέχεια το ίδιο σενάριο. Καθώς πέρασαν μήνες από την αρχική εκδοχή της παράστασης «το κέτσαπ», είχε κυκλοφορήσει μια ιστορία ότι ο παππούς μου κάπου κρατούσε κρυμμένες χρυσές λίρες. Ο παππούς πέθανε αλλά δεν αποκάλυψε σε κανέναν πού βρίσκονταν οι λίρες. Λίγο πριν τεζάρει μπήκα από περιέργεια μέσα στο δωμάτιο που ξάπλωνε για να τον δω, δεν μιλούσε αρκετό καιρό λόγω της αρρώστιας, αλλά ξαφνικά με το που με είδε ψέλλισε κάτι. Η γιαγιά και η μαμά που άκουσαν τη φωνή του από κάπου παραδίπλα, έτρεξαν στο δωμάτιο. «Μίλησε!», να λένε. Και άρχισαν τα πόσο αγαπάει τον εγγονό του, για αυτό μίλησε, για να τον αποχαιρετήσει και όλα αυτά. «Τι σου είπε;», να με ρωτάνε. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καταλάβει, κάτι άναρθρες λέξεις ξέφυγαν μαζί με σάλια που ήταν μια αηδία. Τα σάλια είχαν ίχνη από ένα χυλό, τον τάιζαν με κουτάλι σαν να ήταν μωρό επειδή δεν μπορούσε να χλαπακιάσει αλλιώς. Είχε καρκίνο και όλα αυτά, ακόμη θυμάμαι που λέγανε ότι σιγά σιγά εξαπλωνόταν σε όλο του το σώμα. Η μαμά αντιλήφθηκε ότι και οι άλλοι συγγενείς, που μαζεύτηκαν σε λίγη ώρα, με ρωτούσαν πολύ πιεστικά τι είπε ο παππούς. Σύντομα η μαμά με υπερασπίστηκε, «το όνομα του εγγονού ψιθύρισε, τον αγαπούσε πολύ τον γιόκα μου. Το παιδί έχει σοκαριστεί και δεν ξέρει τι να πει, έτσι που τον ρωτάτε όλοι. Έτσι δεν είναι παιδί μου; Ορίστε, αυτό είναι». Το πιο πιθανό είναι να μην υπήρχαν ποτέ και πουθενά λίρες, όπως κατάλαβα χρόνια αργότερα, ήταν η πλάνη των κακόμοιρων, οι συγγενείς μας δεν είχαν καν κέτσαπ στο ψυγείο τους. Η θεία μου πρέπει να ζήλευε κιόλας που έπινα κόκα-κόλα καμιά φορά, έλεγε ότι αν πίνω κόκα-κόλα θα πεθάνω σαν τον παππού. «Είναι κομμουνίστρια, για αυτό τα λέει», ξεστόμισε μια φορά η άλλη θεία, που δεν τη χώνευα, και έτσι αποφάσισα να γίνω κι εγώ κομμουνιστής από αντίδραση, αν και δεν κατάλαβα ποτέ τι ακριβώς σημαίνει. «Οι κομμουνιστές πάντα χάνουν», κάποιος είχε πει, προσωπικά την έβρισκα να είμαι με τους χαμένους. Είχα συνηθίσει από τη λοταρία. Ο πεντάχρονος εαυτός μου, στο μεταξύ, σκέφτηκε ότι με κάποιο τρόπο όφειλε να συγκρατήσει τις άναρθρες λέξεις που έφτυσε ο παππούς, ίσως κατάφερνε να βγάλει άκρη αργότερα, να πιάσει το νόημά τους. Θα το άφηνα να υπονοηθεί ότι κατέχω ένα μυστικό. Λοιπόν, θα μπορούσα να το εκμεταλλευτώ σε πολλές καταστάσεις. Δεν θα αργούσα να το βάλω στο παιχνίδι με το κέτσαπ. Η μαμά γυρνούσε από τη δουλειά, εγώ λουσμένος με κέτσαπ κάτω από ένα αναποδογυρισμένο πλαστικό αυτοκίνητο, που κανονικά το οδηγούσα με πηδάλι. Οι αδελφές μου δήθεν είχαν πειράξει τα φρένα και δεν μπορούσα να σταματήσω στο καθιστικό, και μπουμ, σύγκρουση, η μαμά να ρωτάει τι έγινε και ποιος το έκανε αυτό, κι εγώ να λέω για τις λίρες: «ο θησαυρός βρίσκ… ο θησαυρός βρίσκετ….», «πάρε ανάσα παιδί μου και ηρέμησε», οι αδελφές μου έρχονταν και αυτές να παρακολουθήσουν, «ο θησαυρ….», «ηρέμησε παιδί μου, που βρίσκεται παιδί μου;», «ο θησαυ…ρός…. βρίσκε…τ…αι…. στο μ…. στο…. μ… στ…ο… μ…». Και τότε, πάνω στην πιο κρίσιμη στιγμή, που όλοι κατουρούσαν το βρακάκι τους από αγωνία, να, να, ρόγχος και πάπαλα, έκανα πως σταματούσα να αναπνέω και πέθαινα δίχως να ολοκληρώσω τη φράση. Έτσι, έπαιρνα το μυστικό στο μνήμα. Η μόνη περίπτωση να αναστηθώ ήταν η μαμά να τηγανίσει πατάτες και να τις φάω με κέτσαπ και τυρί. Καμιά φορά αντί για αυτό, έτρωγα πέντε ξυλιές, με το ξύλο που άνοιγε φύλλο για πίτες, επειδή η μαμά έλεγε είναι κουρασμένη και δεν είχε τα κέφια μου όλη την ώρα. Αν με ρωτήσετε σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, για να έρθουμε στο εδώ και τώρα, και να σας πω την αλήθεια, δεν θέλω να ακούω πια για κέτσαπ, επειδή το κέτσαπ που κυκλοφορεί στην αγορά δεν είναι ίδιο, όπως τότε. Ξέρω ότι ακούγομαι σαν κομμουνιστής όταν τα λέω αυτά. Δεν θα βρείτε κέτσαπ στο ψυγείο μου. Κάτι γίνεται με τα χημικά και τα μεταλλαγμένα και τις τομάτες. Σας λέω, ούτε για αίμα κάνει. Ούτε να βάψεις μια σημαία κόκκινη. Ήθελα να ρίξω λίγο κέτσαπ στο μνήμα της μάνας μου, τις προάλλες, έτσι για εφέ, μα ο ταλαίπωρος δεν έβρισκα κάποιο της προκοπής.