17.04.24

 

Αγιογραφία του Μιχάλη Βασιλάκη

 

Συνομιλία στο παλιό πηγάδι

της Αθηνάς Τσάκαλου

 

-Δεν έχεις άδικο. Είναι αλήθεια αυτό που λες. Το ομολογώ, είμαι σχεδόν γριά και δεν έχω πάρει καμιά οριστική απόφαση. Με φοβίζουν οι οριστικές αποφάσεις, μυρίζουν θάνατο. Τέλος πάντων, θα σου το ξαναπώ: Αυτές τις μέρες είμαι παιδί. Και το σκοτάδι εδώ στην άκρη του χωριού βοηθάει. Είμαι παιδί σου λέω, έχω ακόμα την ανάγκη του παιχνιδιού, δεν γέρασε ακόμα η επιθυμία. Άσε με λοιπόν και φέτος να παίξω το παιχνίδι, άσε με να μιλήσω σαν να έχω όλο το χρόνο μπροστά μου, δεν θα είμαι σύντομη το καταθέτω, θα είμαι φλύαρη σαν παιδί. Τι καλή δικαιολογία βρήκα…. σαν παιδί … μην με διακόψεις. Στο τέλος, μόνο στο τέλος μπορείς να με κυνηγήσεις. Άλλωστε και το θέμα μου σήμερα είναι άνθρωπος τρέχων…

Λίγοι είναι οι τόποι που αγαπώ κι εδώ που στάθμευσα το αυτοκίνητό μου αυτήν την νύχτα, είναι ένας τέτοιος τόπος. Να εκεί στην ανηφόρα είναι το παλιό σφραγισμένο πηγάδι του χωριού. Κι αυτές οι δυο λεύκες, παλιές σαν το πηγάδι, τώρα την άνοιξη μου προσφέρουν τα βράδια το τραγούδι των καινούργιων φύλλων. Θα μου πεις δεν είναι λίγο περίεργο, σχεδόν νοσηρό να έρχεσαι εδώ για το τραγούδι των καινούργιων φύλλων, όπως λες, δίπλα είναι το νεκροταφείο, τι δίπλα; τα μεγάλα κλαδιά τους σκιάζουν σχεδόν το μισό νεκροταφείο. Καλά το λες, όμως ξέρεις ίσως αυτός είναι ο λόγος που το ελαφρύ κροτάλισμα των φύλλων έχει κάτι από τον ήχο των οστών των κεκοιμημένων. Αν δεν υπάρχει ο απόηχος των νεκρών ανθρώπων στη μουσική και ιδιαίτερα στην μουσική των δέντρων που είναι δίπλα στα νεκροταφεία τότε η μουσική δεν είναι ξεχωριστή.

Ήμουν ακουμπισμένη στο σταθμευμένο αυτοκίνητό μου κι άκουγα το τραγούδι των καινούργιων φύλλων. Μια γυναίκα με προσπέρασε αργά-αργά. Πόσο άσπρο πρόσωπο έχει σκέφτηκα. Και τι σταμνί είναι αυτό που κρατάει στο χέρι της. Πόσο άσπρο πρόσωπο έχει.

Στα πενήντα μέτρα είναι η εκκλησία και σε άλλα πενήντα το σχολείο κι εδώ στην άκρη του χωριού το νεκροταφείο. Μια κάποια ιερή τάξη θάλεγα πως υπάρχει σ’ αυτήν την πολεοδομική διάταξη. Δρόμος σύντομος, πορεία ζωής σχεδόν καταδικαστική για τα παλιά παιδιά των παλιών χωρικών.

Μεγάλη εβδομάδα, ψαλμωδίες από τα μεγάφωνα της εκκλησίας. Ξαφνικά ακούω έναν άνθρωπο να τρέχει. Έρχεται προς το μέρος μου.
-Με κυνηγούν, παραπλάνησέ τους, με κυνηγούν, παραπλάνησέ τους.
Ο νέος άντρας πήγε προς το πηγάδι. Είδα το πλήθος να έρχεται. Μα τι ήταν αυτοί που τον κυνηγούσαν; Άντρες ντυμένοι με βαριούς χρυσοκέντητους χιτώνες και περίεργα καπέλα. Σαν φαρισαίοι των καιρών εκείνων ή μήπως παπάδες των δικών μας καιρών;
-Προς τα πού πήγε; Πες μας, από δω πέρασε;
Κι εγώ τους παραπλάνησα
-Από ‘κει, από ‘κει, και τους έδειξα λάθος δρόμο.

Ανηφόρισα προς το παλιό πηγάδι. Καθόταν στο πέτρινο πεζούλι. Οι λεύκες θρόιζαν περίεργα σαν μικρά τύμπανα σε πυκνά δάση. Συνωμοσία φύλλων για να καλύψουν την συνομιλία.
-Γιατί επιμένεις και ξανάρχεσαι στον κόσμο; Τον ρώτησα με μια ένταση στην φωνή μου. Γιατί ξανάρχεσαι; Αφού μας πρόδωσες, αφού μας παρέδωσες. Ξέρεις γιατί μιλάω, για τις σαράντα μέρες στην έρημο, και στο τέλος είπες: «Δεν θα ζήσει ο άνθρωπος μόνο με ψωμί» κι άφησες τις πέτρες, πέτρες και είπες πως δεν βάζεις σε δοκιμασία τον δημιουργό σου και δεν πέταξες σαν πουλί και το τελευταίο που είπες: «το βασίλειό μου δεν είναι σε τούτη την γη» κι άφησες τους άρχοντες του κόσμου τούτου να επικαλούνται το όνομά σου σε όλα τα εγκλήματά τους σε βάρος των ανθρώπων. Αν αυτό δεν είναι προδοσία των ανθρώπων τι είναι;
Ήμουν έτοιμη να του γυρίσω την πλάτη.
-Μιλάς σαν γριά γυναίκα…Που είναι το παιδί που ισχυρίζεσαι πως είσαι κατά βάθος; Πού είναι το παιχνίδι;
Γύρισα και κάθισα δίπλα του στο παλιό πέτρινο πεζούλι.
-Πες μου λοιπόν, πες μου γιατί με κούρασαν οι γρίφοι.
-Δεν μιλώ σε κουρασμένους, μόνο σε παιδιά μιλώ.
Μου φάνηκε πως μέσα στο σκοτάδι διέκρινα ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. Δεν με ειρωνευόταν, όχι, με προσκαλούσε στο παιχνίδι…
-Εντάξει λοιπόν είπα και χαμογέλασα κι εγώ.

-Η αλήθεια είναι πως διστάζω πια να μιλώ. Αγαπώ την σιωπή και θα έμενα για πάντα στην σιωπή αν με είχαν λησμονήσει. Όσο όμως μιλούν στο όνομά μου, όσο με φθείρουν και με παλιώνουν έρχομαι και ξανάρχομαι γιατί φουντώνει πάλι μέσα μου η αγάπη για μια καινούργια πορεία.
-Είσαι θεός;
Όχι δεν τον ρώτησα με αγαθότητα, ίσως ήθελα μια ευθεία απάντηση.
-Τέτοια εποχή εδώ τις νύχτες παλιά κελαηδούσαν αηδόνια, μου είπε. Από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να μιλούν πολύ, από τότε που κατήργησαν την σιωπή της νύχτας, τα αηδόνια έφυγαν
Δεν ξαναμίλησα.
-…..Σας λένε αιώνες τώρα την ιστορία με τις σαράντα μέρες στην έρημο. Δεν έχει σημασία αν ποτέ πήγα στην έρημο…σημασία έχει ότι σας λένε πως περιφρόνησα το ψωμί σας κι άφησα τις πέτρες, πέτρες. Σας λένε πως δήλωσα ότι δεν προσκύνησα τον άρχοντα του κόσμου τούτου, αλλά τονίζουν πως δήλωσα ότι προσκυνώ τον θεό του ουρανού. Σας λένε πως δεν έβαλα σε δοκιμασία την αγάπη του δημιουργού και είπα ταπεινά, «ου πειράσεις κύριον τον θεόν σου επί ματαίω». Σας λένε αιώνες τώρα πως εκεί στην κορυφή του ναού, αν ποτέ ανέβηκα σε κάποια κορυφή ναού, που όπως είπε κάποιος είναι οι τάφοι του θεού, πως παρέδωσα τον άνθρωπο στους άρχοντες του κόσμου και είπα «η εμή εξουσία δεν είναι του κόσμου τούτου». Ακούστε η ιστορία έχει αλλιώς.
Όχι μόνο τις πέτρες μετέτρεψα ζεστό ψωμί που γέμισε ο αέρας από τη γλυκιά μυρωδιά του αλλά κάλεσα και όλη τη γη να γεμίσει καρπούς και γλυκιά τροφή για όλους τους ανθρώπους της γης.
Άκου, δεν προσκύνησα όχι μόνο τους άρχοντες αλλά δεν προσκύνησα ούτε τον θεό του ουρανού και είπα: Κανείς άνθρωπος να μην προσκυνήσει ποτέ κανέναν ούτε θεό, ούτε άνθρωπο. Να περπατάτε με το κεφάλι ψηλά, σε κανέναν να μην δίνετε εξουσία, γιατί οι εξουσιαστές σας μετατρέπουν σε αριθμούς, σας ρίχνουν στους πολέμους αλύπητα και λογαριάζουν τις νίκες τους με τον αριθμό των νεκρών.
Κάποτε είπα στους μαθητές μου πως είναι το αλάτι της γης, τώρα λέω πως πρέπει να γίνετε το σαράκι στις δομές του κόσμου τούτου. Το αλάτι συντηρεί τώρα τους νεκρούς. Τώρα είναι καιρός του σαρακιού. Μπείτε ανάμεσά τους όπως τρυπώνει το σαράκι στο ξύλο. Όχι καταγγελίες, όχι απειλές, ο κόσμος θέλει υποσχέσεις. Κάντε δημόσιες εξομολογήσεις παριστάνοντας εκείνους που καταδυναστεύουν και παραπλανούν. Πάρτε την παραπλάνηση στα χέρια σας. Τώρα αυτές τις μέρες βάλτε στα σακίδιά σας λευκούς χιτώνες κι εκεί που οι παπάδες θα πουν το Χριστός Ανέστη φορέστε τους λευκούς χιτώνες, μπείτε ανάμεσά τους και τη στιγμή που οι παπάδες ανασηκώνουν ελαφρά τα ράσα τους για να μην μπερδευτούν στα σκαλιά του ναού, την ώρα που γυρίζουν την πλάτη τους στον κόσμο πάρτε τη θέση τους, δηλώστε απεσταλμένοι του πατριάρχη, του αρχιεπισκόπου, του πάπα κι αρχίστε να μιλάτε. Επαινέστε τους απλούς λευκούς χιτώνες που φορούν αυτήν την μέρα και υποσχεθείτε πως θα καταργήσετε τις πολύτιμες ποιμαντορικές ράβδους, τις διαμαντοστόλιστες μίτρες, γιατί αγαπήσατε την απλότητα, πείτε πως είναι απόφαση της ιεραρχίας να γυρίσουν πάλι στην κατάσταση των πρώτων χρόνων, χωρίς θησαυρούς και απέραντες ιδιοκτησίες, πείτε πως μόνο την προσφώνηση «αδελφέ» θα έχετε για όλους τους ιερωμένους και θα καταργήσετε όλες τις προσφωνήσεις «πανοσιολογιότατε», «σεβασμιώτατε» ,«άγιε» και όλες αυτές τις υπερβολές.
Ανάψτε κι εσείς λαμπάδες και μπείτε στον κόσμο. Φυλάξτε το φως των λαμπάδων σας από τούτον τον αέρα που σηκώνεται κάθε φορά τέτοια μέρα, όχι για να φτάσετε στο σπίτι σας και να φτιάξετε μαύρους σταυρούς πάνω από τις πόρτες σας. Φυλάξτε το φως των λαμπάδων σας κι αφήστε την φλόγα τους να πυρπολήσει το μυαλό σας, να κάψει τα παλιά, ψιθυρίστε όλοι το όνομά σας και όχι κάποιο άλλο όνομα κι αρχίστε από τούτο το Πάσχα την νέα πορεία.
Εισχωρήστε σε όλες τις δομές της εξουσίας, αποδομήστε τις από μέσα. Μιλήστε με τέτοια αγάπη, με τέτοια παρρησία και μετάνοια που να είναι δύσκολο αυτοί στο όνομα των οποίων μιλάτε να σας διαψεύσουν. Γίνετε το σαράκι του κόσμου..

Έπιασε αέρας δυνατός και κροτάλισαν τα φύλλα από τις λεύκες σαν κρόταλα καταιγίδας και γύρισα το κεφάλι μου ψηλά να τα δω. Όταν τον αναζήτησα δεν καθόταν πια κανείς στο πεζούλι και φωνή καμιά πια δεν ακουγόταν.
-Που είσαι; μουρμούρισα.
Και να πάλι εκείνη η γυναίκα με το άσπρο πρόσωπο. Μέσα στο σκοτάδι μόνο το πρόσωπό της ξεχώριζε σαν πρόσωπο που αιωρείται στον αέρα.
-Ποια είσαι εσύ;
Δεν με ακούει σκέφτηκα, δεν με προσέχει. Ένα άσπρο πρόσωπο αιωρούμενο στο σκοτάδι.
Πήρα να κατεβαίνω το παλιό χορταριασμένο μονοπάτι.
Άκουσα πίσω μου το σκέπασμα του πηγαδιού ν’ ανοίγει, άκουσα τον κουβά να ανεβαίνει, άκουσα τον ήχο του νερού, άκουσα την φωνή του.
-Διψώ, διψώ, δώσε μου νερό.
Κι ήταν η φωνή σαν το θρόισμα των φύλλων.
-Διψώ, διψώ.
Ανακατεύτηκα με το πλήθος που έβγαινε από την εκκλησία. Είδα να περπατούν ανάμεσά τους άνθρωποι με σακίδια στην πλάτη.
Γύρισα προς το παλιό πηγάδι, προς τις ψηλές παλιές λεύκες κι έστειλα χαιρετισμό σαν να χαιρετούσα παιδικούς μου φίλους.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Μέρες του ’43

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ