Εσύ κι η θάλασσα
(Ομιλίες του Θεού και της θάλασσας, 1962)
Είπες θα κοιμηθώ κοντά σου και πάλι
είπες ποτέ δεν ξέρουμ` αν
μοίρα μας θα` ναι πάντοτε τα κύματα,
γιατί μπορεί του Μάη στις δεκαπέντε
να μας ζαλίσει έτσι πολύ του δέντρου ο τζίτζικας
κι έτσι πολύ η αναπνοή του Μάη
που να νικήσει ο κάμπος και να μείνουμε.
Γι` αυτό ας κρατάς στον ύπνο σου ένα βότσαλο
κι ένα κομμάτι δίχτυ στό `να χέρι
και γύμνωσε τα στήθεια σου και δέσε τα
με τρεις κορδέλλες φύκι απανωτά
που πια να μη μπορείς να πλανευτείς
κι ούτε του κάμπου φοράς καπέλλο.
Μόνο μ` αφίνεις να φυλάω τα σάνταλά σου
σ` όστρακα κυανά, που ανοιγοκλείνουν
τα βράχια όταν πηδάς κι αποθεώνεσαι.
Όλο μ` αρνιέσαι πως σε γέννησαν τα κύματα
κι όλο σε λεν θαλασσογέννητη οι ανέμοι.
Το εφτά
(Το πύον, 1973)
Φθινόπωρο στο αμπέλι με το ράγισμα
Βάφεις τα φρύδια σου, μωρή μυγδάλου,
έλα και θα σε πω ένα τραγούδι,
γι` αγάπες λέει, για βράκες σημαιοστόλιστες,
ροδάκινα, μουστακοφόρους,
και για ρυτίδες λέει, της ρεματιάς τ` αγρίμια
Έλα, μωρή, κι ο χρόνος συχωράει όσους δακρύσανε,
έλα μωρή, και πόσο ντρέπομαι
πού `μαι άνθρωπος μονάχα εγώ το ξέρω.
Το εννιά
(Το πύον, 1973)
Η Παναγίτσα στην παλιά γκραβούρα
γνέθει κυκλωμένη από υπερκόσμια πνεύματα
Δεξιά ο Χριστούλης χέζει στο γιογιό του
Κάποια γειτόνισσα χώνει το κεφάλι της
απ` το παράθυρο προσφέροντας ένα αχλάδι
Τι ωραία, όλα πάνε καλά στον κόσμο,
αντεκδικήσεις, πάθη, πόλεμοι,
λέξεις περίεργες, Φασισμός, πανούκλα
Από κάτω ένα δίστιχο περί αγάπης:
Και τον διάβολον αν αγαπήσεις
άγγελον εν τέλει θα ποιήσεις
Με πήρες
(Εφιάλτες, 1974)
Με πήρες κουρέλι χωρίς όνομα,
χωρίς πρόσωπο συγκεκριμένο, κάτι σαν
τους παληάτσους στο τσίρκο που βάφονται
όσο πιο δυνατά μπορούν για να πείσουν
τους άλλους ποιοι είναι και μέσω αυτών τον εαυτό τους,
αλλά πάντα όλο και κάτι βρίσκεται να τους προδώσει:
η ρυτίδα στο στόμα που κατεβαίνει ανελέητη,
το κοκκινάδι το ύποπτο και ιδίως το βλέμμα,
το βλέμμα εκείνου που πολλοί τον έφτυσαν,
πολλοί του πέταξαν λεμονόκουπες, τον λοιδώρησαν.
Κρύβονται τότε κάτω από τη σκάλα του τσίρκου
και βγάζουν το καθρεφτάκι απ` το φαρδύ πανταλόνι
και σιγά σιγά διορθώνονται. Αν ρίξουν λίγη
πούντρα παραπάνω, η λάσπη από το δάκρυ θα κρυφτεί.
Όλα εν τάξει κι ο Διευθυντής τους παίρνει
από το χέρι και, να, τα φώτα, τα χειροκροτήματα.
Κάπως έτσι. Όμως εσύ με πήρες στη βρύση
και μού έριξες χούφτες νερό να φύγουν,
να φύγουν τα ψιμμύθια και να φανούν οι χαρακιές,
το παρελθόν μου, που λένε. Με ενοποίησες.
Ο Πρίγκιπας των κρίνων
(Ο Πρίγκιπας των κρίνων, 1980)
Στάθηκε στο εσπερινό κατώφλι ν` ανασάνει.
Η αναπνοή του ήρεμη σαν ουρανός.
– Θυμάσαι, είχε πει, ένα σπίτι
δεν είναι μόνο καπνός και πέτρα, ούτε
καν αμφιλύκη με αόρατα διαγράμματα,
είναι κάτι άλλο, σαν όταν μετράμε
πόσα πηγάδια κρύβει η θάλασσα.
Θυμόταν τον Πρίγκιπα των κρίνων που έχτιζε
με ερέβινθο και κυπαρισσόμηλα το σπίτι του,
γιατί φοβόταν την εκδίκηση της πέτρας
και μας είχε φιλέψει γλυκό ψωμί
στη βασιλική κρήνη κι η γυναίκα του
είχε μπλεγμένα φίδια στην ποδιά της.
Γιατί ένα σπίτι μπορεί
να μην είναι πέτρα μόνο, αλλά και πόρτα
κι οι ζητιάνοι ξέρουν διακριτικά να υπενθυμίζουν
ότι είναι σύνθεση, ουρανός και χώμα.
Γιατί ένα σπίτι μπορεί να `ναι μόνο μια
καρέκλα ή κι η σιωπή στην πιατοθήκη.
Ξέρω – Η Κνωσσός μάς έδειχνε την πόρτα
και θύμωνε που κράταγα τον σφραγιδόλιθο στην παλάμη μου.
Ο Πρίγκιπας των κρίνων δεν έχει χέρια,
αλλ` αναπαύεται εν Κυρίω στη γαλήνη του.
Περικοπή Ευαγγελίου
(Η μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982)
Ραββί, όλοι ετούτοι οι δικοί μου
που τριγυρνάνε στο λιμάνι δίχως μάνα, δίχως σπίτι,
δίχως ποτέ να τους χαϊδέψει χέρι
παρά μόνο παλιά, πολύ παλιά,
όλα τούτα τ` ανίψια, οι γιοι μου, τ` αδέρφια μου,
μαύροι, μελαψοί, χαρακωμένοι,
με τις χοντρές τσατσάρες στην κωλότσεπη,
ιδρωμένοι,
έτοιμοι να δοθούν, να γλείψουν, ν` αγαπήσουν,
αυτοί πού θα καθίσουν όταν έρθεις;
Είναι πολλοί, τους ξέρω έναν – ένανε,
Αρίφ, Ροζέ, Αχμέτ, Σαντίκ,
άλλοι που δε θυμάμαι πια τα ονόματά τους,
μένει όμως μέσα στο λαιμό μου η αρμύρα τους,
εκείνη η γεύση, η μυρουδιά της μαύρης σάρκας
η μαυλιστική, η περηφάνια κι η ταπείνωση της ράτσας τους.
Ραββί, πονάω γι` αυτούς,
μ` έχουν παρακαλέσει να μη φύγω,
μπορεί να μη θυμίζει το φιλί τους πασχαλιά,
μα φονικό,
όμως τους προτιμώ – συχώρεσέ με –
από τη σκληρή, ανελέητη ράτσα των λευκών.
Μαζεύονται το σούρουπο τριγύρω μου,
τους δίνω καραμέλες, μου δίνουν κεχριμπάρια,
ξόρκια μαγικά μου εμπιστεύονται,
μερικοί ξεθάρρεψαν τόσο
που μου μιλούν στη διάλεκτό τους,
τι `ναι λευκός; τι μαύρος;
Μ` ένα φιλί (λέει το ξόρκι τους)
κι ένα βοτάνι που κατούρησε νυχτοπατούσα λέαινα
αλλάζεις αμοιβαία χρώμα,
δεν έχεις πια την οίηση του λευκού,
δεν δυναστεύεσαι απ` τη μωρία της Ιστορίας του,
σκουραίνεις, δυναμώνεις, κάνεις μπράτσα,
φεύγεις μακριά για το Αβουκίρ, τη Ζέντα,
ξαναγυρίζεις ξέμπαρκος στον Πειραιά,
κοιμάσαι σε παγκάκι ατσίγαρος,
ζητάς να κάνεις έρωτα χωρίς ντροπή,
όπως εζήτησες εσύ, Ραββί,
ψωμί, κρασί κι ελιές απ` τη Μαρία
κι εκείνη σού άνοιξε τα στήθη της
μ` όλη την ταπεινότητα του στερημένου,
άναψε το λυχνάρι, σου φίλησε τα πόδια
και σε τάισε. Δεν θυμάσαι;
Ραββί, πονάω. Βρες μου δουλειά σ` ένα ποστάλι
γεμάτο νέγρους, μεθυσμένους, μαστουρωμένους ίσως,
με μια άγρια νέγρα Παναγιά να με φυλάει
απ` το μαχαίρι του λευκού πισώπλατα.
Οι φυλές του Ισραήλ
(Η μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982)
Πολλές φυλές συχνάζουν στο λιμάνι.
Για το αδιάφορο ή τρομαγμένο μάτι είναι όλες ίδιες.
Μόλις, όμως, γνωρίσεις, τις μασχάλες, τα μπράτσα τους, καλά,
μόλις πλαταγίσεις τη γλώσσα σου μετά το φιλί,
ίσως κι απ` το πρώτο άγγιγμα, για τον έμπειρο,
ανάγλυφα βγαίνουν πια οι διαφορές τους:
οι Αφρικανοί είναι σαν μωρά παιδιά,
απαιτητικοί, βίαιοι κι αφελείς.
Φιλάνε μ` ένα περίεργο τρόπο, σαν να γλείφουν.
Τα χείλια σου χάνονται μες στο τεράστιο στόμα τους.
Οι Πακιστανοί πάλι είναι ντροπαλοί,
λυμφατικοί και κακομοίρηδες.
Σπάνια με συγκινούν.
Όταν περνάτε από δρόμο σκοτεινό,
σου κρατούν το χέρι,
μπλέκουν τα δάχτυλά τους στα δικά σου
κι είναι σα να ζητάνε προστασία.
Πιο σέξυ βρίσκω τους ναυτικούς απ` το Ιράκ,
δεμένοι, ψηλότεροι, σταράτοι. Ωραία ράτσα.
Οι Αιγύπτιοι δίνονται με πάθος στο φιλί.
Οι Νοτιοαμερικάνοι κάνουν καλό κρεβάτι,
κάνουν τα πάντα δε, σημειωτέον.
Κι άλλοι, κι άλλοι. Τόσες φυλές που `χω ξεχάσει,
άγνωστες χώρες που δεν ήξερα κατά πού πέφτουν,
λυρικά, παραδεισένια ονόματα.
Μετά το φιλί τους γνώριζα τη φτωχολογιά τους,
εισχωρούσα βαθύτερα απ` τον εθνολόγο στο πνεύμα τους,
στην πολιτική, στην οικονομία τους ακόμα.
Τι ιστορίες κι αν δεν έχω ακούσει για τις πατρίδες τους,
πόσες φορές δε συγκρίναμε τιμάριθμους,
πόσες φορές δεν έκλεισα τα μάτια κι είδα
τον πατέρα, τ` αδέρφια, τη φαμίλια τους.
Εν κατακλείδι: μην είσθε ρατσιστές,
τάχα μυρίζει ο ιδρώτας τους (ε και λοιπόν;)
τάχα δίνουν και παίρνουν τ` αφροδίσια
(δεν άρπαξα ποτέ μου τίποτα,
πάντα την πάθαινα από Έλληνες),
άλλοτε πάλι πως δεν ξέρεις τι σου μαγειρεύουν
(είναι αθώοι, το πλείστον, και στέκονται ενεώτες
θαυμάζοντας ή αγγίζοντας μόνο τα βιβλία σου)
και, γενικότερα, μη δίνετε βάση
στους άτολμους και περιδεείς.
Άσε, σε τελευταία ανάλυση, το κέρδος
μνα κάνεις τζάμπα ένα ταξίδι σε μια χώρα
που αμυδρά θυμάσαι από τη σχολική σου Γεωγραφία,
μέσα στα σκέλια, στο φιλί τους και στα μάτια τους.
Τι θα `κανε αν ζούσε στην Αθήνα σήμερα
(Καβάφης καθ` οδόν, 1984)
Θα `χε ζητήσει αμέτρητες φορές φωτιά από αγνώστους
ή ευγενικά θα `χε ρωτήσει κάτι για την ώρα
κάτι σαν «γρήγορα που κυλά ο χρόνος,
τι ώρα πήγε; Σχεδόν νύχτωσε…»
Θα `χε δεχτεί αγόγγυστα την τρέχουσα ταρίφα
τρεις τέσσερις χιλιάδες, ίσως και περσότερο
Θα ξόδευε μεγάλο μέρος απ` τη σύνταξή του
σε καλλυντικά αρίστης ποιότητας (Guerlain, να πούμε)
ή θ` αγόραζε πανάκριβα ολομέταξα πουκάμισα
κάπως νεανικά κι αταίριαστα για την ηλικία του,
θα `λεγα Ted Lapidus ή κάτι σχετικό,
ίσως να κρέμαγε και κάποια χρυσή καδένα
κοκέτικα μ` ένα σταυρό βυζαντινίζοντα
στο γερασμένο, ρυτιδωμένο του λαιμό
Θα `δινε πολύ δύσκολα συνεργασία σ` έντυπα,
θα προτιμούσε, είναι αλήθεια, συνεντεύξεις,
κι ασμένως θα έδινε κάποια νεανική φωτογραφία του
να δημοσιευτεί στη μέση του κειμένου
Θα `τανε τακτικός θαμώνας ορισμένων σινεμά.
Γνωστός σαν φάτσα (αναπόφευκτο)
λίγοι, ελάχιστοι θα ήξεραν ποιος είναι όμως.
Με τα γυαλιά και το κοστούμι του
θα κάπνιζε στο διάλειμμα το `να τσιγάρο πάνω στ` άλλο
(«chain smoker» θα `λεγε μέσα του σαρκαστικά)
ή ίσως και πίπα εβένινη, φερμένη απ` την Αγγλία,
διακριτικά ελέγχοντας πρόσωπα και πράγματα,
αποφεύγοντας συστηματικά να χαιρετήσει
κάποιο γνωστό του
που «τι τα θες; Στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι…»
Θα εξαφανιζόταν στο μέσον μιας συζήτησης απότομα
αν ερχόταν η κουβέντα στη σημειολογία
ή στον Blanchot ή στον Barthes,
ποτέ του λοιπόν δεν τους κατάλαβε,
ο κριτικός πρέπει να `ναι σαφής κυρίως,
όχι να σπαζοκεφαλιάζεις με τους γρίφους του,
πια το παράκαναν,
ιδίως η νεολαία, οι ξιπασμένοι αυτοί πολιτικοποιημένοι νέοι,
διαδηλώσεις μοναχά κι αφίσες
κι αδιάβαστοι στους κλασικούς
Θα περίμενε ώρες ατέλειωτες
μήπως χτυπήσει το τηλέφωνο,
θα το `χε δίπλα στο κρεβάτι του
να το σηκώνει γρήγορα με το πρώτο κουδούνισμα
μήπως νομίζουν πως δεν είναι σπίτι (πού να πάει;)
κάθε φορά ελπίζοντας πως θ` ακουστεί κάποια άγνωστη φωνή
να λέει:
«έλα, είμαι ο Γιώργος… Δε θυμάσαι; Συναντηθήκαμε…»
Θα `χε σκεφτεί κάποια στιγμή ν` αυτοκτονήσει,
αλλά πάλι –
Θα `χε καταδικάσει ομοφυλόφιλες οργανώσεις και περιοδικά
«ναι, τις μπομπές μας τώρα θα τις κάνουμε παντιέρα,
είναι ιδιωτική υπόθεσις το κρεβάτι,
καλύτερα ήσυχα να κάνεις το κομμάτι σου
χωρίς να προκαλείς,
σίγουρα τα μεγάλα κεφάλια έχουν κατανόηση,
μήπως κι οι ίδιοι (τα ξέρουμε πολύ καλά…)
τα ίδια και χειρότερα δεν κάνουν;
Χρειάζεται μεγαλύτερη διακριτικότης,
τι βγαίνει με πορείες και διαμαρτυρίες
ή υπομνήματα;
Ο αστός θα παραμένει πάντα αστός…»
Θα έπαιρνε δύο ή τρία υπνοσεντόν για να τον πάρει ο ύπνος
αναβοσβήνοντας το φως τις νύχτες,
βγαίνοντας στο μπαλκόνι του για να ποτίσει,
ακούγοντας τα μηχανάκια να περνούν,
ανοίγοντας τελικά κάποιο πορνό περιοδικό αμερικάνικο,
ένα απ` αυτά με τις γελοίες ιστορίες
και τ` αναιδή εκθαμβωτικά κορμιά
που του `φερε (ας είναι ο άνθρωπος καλά…)
ένας θαυμαστής του από τη Νέα Υόρκη,
θα βυθιζόταν στην ανάγνωση (πήγε τρισήμισι, πάει τέσσερις η ώρα…)
ανοίγοντας πού και πού ένα λεξικό τσέπης από δίπλα του
για να σιγουρευτεί το νόημα μιας λέξης ή έκφρασης
(«κι ύστερα λεν για τα δικά μας καλιαρντά…»)
μέχρι που ερεθισμένος –
Θα πήγαινε ανελλιπώς στη Μύκονο κάθε χρονιά,
συνήθως μόνος του ή με κάποιο συνομήλικό του
επιχειρηματία, εκτελωνιστή, ποτέ του δεν κατάλαβε ακριβώς,
ίσα ίσα για να μοιράζονται τα έξοδα του σπιτιού,
που θα ροχάλιζε τα βράδια («αφόρητο…»),
θα κουβαλούσε χιλιάδες αντιηλιακά και κρέμες
μες στην τσάντα του
και θα `παιρνε ύφος πληγωμένο
κάθε που δε θα του έδινε κανένας σημασία
(το σύνηθες…) στην πλαζ ή στο μπαρ
και θα διαπίστωνε για άλλη μια φορά
το φασισμό της νιότης
που αδιαφορούσε, που δεν καταδεχόταν καν να του μιλήσει
Θα `χε πολλές φορές ξημερωθεί
ακουμπώντας στο τοιχάκι της Παραπορτιανής,
ακούγοντας τον ήχο των κυμάτων,
ζητιανεύοντας κάποιο κομμάτι σάρκας στο σκοτάδι,
με το σαδιστικό φεγγάρι να του ψιθυρίζει στίχους
κάτι πως πούλησε την ψυχή του εκλιπαρώντας τρυφερότητα,
κάτι για υγραμένα μάτια
και δίπλα του τόσοι (ξένοι κυρίως)
να `ρχονται και να φεύγουνε ζευγαρωμένοι
και πάλι να, όπου να `ναι ξημερώνει,
θα χάσει για άλλη μια φορά το μπάνιο του
τι αλκολίκι πια κατάντησε
καμιά χαρά δεν τονε δίνει
Και πάλι πίσω άπρακτος στην πόλη
αεροπορικώς (ζαλίζεται Αύγουστο με το καράβι)
και πάλι
καταλαβαίνετε
τι
Ο δολοφόνος δίπλα μου
(Τα ποιήματα του δολοφόνου μου, 1986)
Πάντα υποψιάζομαι όποιον κοιμάται δίπλα μου.
Κατ` αρχήν, ποιος είναι;
Είναι ο ίδιος που με άγγιζε πριν ή άλλος;
έχει το ίδιο χρώμα στα μάτια, στη φωνή;
Στο σκοτάδι δε βλέπω καλά. Ανάβω σπίρτο.
Φωτίζεται το μέτωπό του, όμως τα μάτια,
το μόνο πειστήριο της αλήθειας, μένουν κλειστά,
πνιγμένα σ` ένα ύποπτο μισοσκόταδο,
ίσως έτοιμα να επιτεθούν.
Το χέρι του βέβαια μένει κλεισμένο στην παλάμη μου
ροζιασμένο, υγρό λίγο, ουδέτερο,
αλλά μπορεί ν` ανέβει ξαφνικά
ύπουλα ή βίαια, την όποια στιγμή, να σφίξει το λαιμό μου.
Ίσως να ονειρεύεται πως με κυνηγά
μέσα σε έρημα λατομεία, σε διαδρόμους,
με φτάνει, υψώνει το μαχαίρι,
στοχεύει ανάμεσα στα μάτια μου,
το κατεβάζει αργά.
Το σπίρτο έσβησε. Ανάβω άλλο.
Το στεγνωμένο σπέρμα στην κοιλιά
τον προστατεύει με χοντρά λέπια,
ξέρει καλά να προφυλάσσεται πίσω απ` τη γύμνια του.
Κοιτάζω προσεχτικότερα.
Οι ώμοι του εμπνέουν εμπιστοσύνη,
ηλιοκαμένοι, γεροί και λείοι,
ο λαιμός, δεξιά γερμένος,
μοιάζει να θέλει χάιδεμα, αλλά το χέρι
που κρέμεται στο πάτωμα έχει δική του ζωή,
δικά του σχέδια ίσως. Πάλι σκοτάδι.
Λίγο τινάχτηκε στον ύπνο του. Κινείται.
Γυρίζει προς το μέρος μου.
Απλώνει το δεξί του χέρι, το τυλίγει γύρω στη μέση μου.
Τα πόδια του μπλέκονται με τα δικά μου,
να `ρθε η ώρα;
Πάλι ησυχία. Νιώθω το σώμα του βαρύτερο
ν` ακουμπά πάνω μου.
Είμαι βέβαιος πια.
Οι δολοφόνοι κοιμούνται όπως τα βρέφη
έναν ύπνο γεμάτο γάλα πριν χτυπήσουν.
Πρέπει να `μαι πανέτοιμος.
Ξημερώνει.
(Ο μακρύς μονόλογος της Μαρίας Πολυδούρη, 1989)
απόσπασμα
Όταν εκείνος ήρθε για τελευταία φορά στο «Σωτηρία» να με δει,
καθίσαμε τρεις ώρες, μπορεί και παραπάνω,
ο ένας απέναντι στον άλλον αμίλητοι.
Ήτανε τόσα που είχα να του πω,
ήτανε τόσα που έβλεπα στα μάτια του,
που η ομιλία δε μας κάλυπτε,
ήτανε μέσο ανάπηρο,
σαν τις ζωές μας.
Μου άφησε στο τραπεζάκι το «Ελεγεία και Σάτιρες».
Ούτε καν το άγγιξα.
Το `ξερα σαν να το είχα γράψει εγώ. Λέξη προς λέξη.
Κοίταξε το ρολόι του.
Κοίταξα τους νοσοκόμους στο διάδρομο.
Και ξαφνικά τινάχτηκα.
Άκουσα τον πυροβολισμό.
Πριν από κείνον.
Πριν το αποφασίσει.
«Φύγε», είπα μόνο. «Πρέπει να ξαπλώσω»
Έφυγε.
Ένοχος, καχύποπτος, αποτυχημένος.
Εγώ έσκυψα και μάζεψα απ` το πάτωμα
τα αίματα
απ` το μυαλό του.
Με το μαντίλι μου.
Μήπως κι υποπτευθούνε τίποτα οι νοσοκόμοι.
Κανένας όμως δεν το πήρε είδηση.
Ύστερα το `γραψαν οι εφημερίδες.
Καθυστερημένα – όπως πάντα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: