Oταν ζήτησα από τον Τάκη Σπετσιώτη να γράψει κάτι για τον Αγγελάκη, δε φανταζόμουν ότι θα `γραφε ένα κείμενο άνω των 3.000 λέξεων! Αφού ξεπέρασα το αρχικό σοκ, έκατσα να το διαβάσω. Ο Σπετσιώτης λοιπόν, που τον πειράζω «επαγγελματία Ταχτσολόγο – Λαπαθιωτολόγο», βρίσκει τον Αγγελάκη ταχτσικά εντάξει, λαπαθιωτικά όμως φάουλ. Και του τα ψέλνει!
Ως έλληνας αρχισυντάκτης αφιερώματος έπρεπε να του πω: «Κύριε Σπετσιώτη, συγνώμη, αλλά το κείμενό σας δεν έχει θέση στο αφιέρωμα. Δεν παίρνετε θέση ούτε υπέρ ούτε κατά του τιμωμένου. Κι αυτό, ξέρετε, δεν επιτρέπεται στο μικρόκοσμό μας. Τα αφιερώματα πρέπει να είναι αγιαστούρες. Κι αν ο δημιουργός έχει πεθάνει, να πιάνουμε και το λιβανιστήρι. Δε βλέπετε γύρω σας; – μορφωμένος άνθρωπος είστε! Οι παρουσιάσεις βιβλίων είναι πιο ανώδυνες ακόμα και από τις επιδείξεις τάπερ. Γενικώς: γράφουμε καλά για τους άλλους για να γράφουν κι οι άλλοι καλά και για μας.»

Αλλά εδώ είναι ΑΣΣΟΔΥΟ. Καλή ανάγνωση!

Χ.Τ.

 

ο Τάκης Σπετσιώτης

Το όνομα του Ανδρέα Αγγελάκη με πάει πολύ πίσω, στα πρώτα χρόνια του `70, παρ’ όλο που, ομολογώ, δεν τον είχα διαβάσει σαν συγγραφέα, ούτε και γνωρίσει προσωπικά – εκείνα τουλάχιστον τα χρόνια, 1973-`76, που τον άκουγα ως όνομα από έναν πρώην μαθητή του στο Λύκειο Παπαϊωάννου όπου εργαζόταν ως φιλόλογος – στην Τερψιθέα, αν δεν κάνω λάθος-, και δικό μου συμφοιτητή στη σχολή κινηματογράφου του Σταυράκου, τον Νίκο – Εμίλ Παναγιωτόπουλο. Κρατάω το «Εμίλ», που συνήθιζε να βάζει σε κάποια δημοσιεύματά του ο Νίκος, όχι επειδή ήταν αληθινό, αλλά για να μην τον μπερδέψετε με τους άλλους Νίκους Παναγιωτόπουλους του στενού και περιορισμένου χώρου των καλλιτεχνών και λογίων μας, αυτούς που ζουν ακόμη, αλλά κι αυτούς που μάς άφησαν χρόνους. Στα 1978 υπηρετούσα ναύτης στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως «Παλάσκας» στον Σκαραμαγκά όταν, εντελώς ξαφνικά, συνέπεσε, χωρίς να έχω ιδέαν πώς, και να… συνδημοσιεύσω με τον Ανδρέα Αγγελάκη, σ’ ένα μικρό, βραχύβιο περιοδικό, την «Καμπύλη» του Νίκου Φατούρου – επίσης φοιτητή τότε, στη σχολή κινηματογράφου-, που, για το μεράκι του, έβγαλε τον Απρίλη του `78, ένα μόνο τεύχος της «Καμπύλης», με συνεργασίες των Νίκου – Εμίλ Παναγιωτόπουλου (ποίηση), Νίκου Μουρατίδη (διήγημα), δική μου (διήγημα), Λουκά Θεοδωρακόπουλου (ποίηση), και Ανδρέα Αγγελάκη, με αρχικά Α.Α. (ποίηση).

Ούτε θυμάμαι πώς έγιναν οι επαφές. Είχα αποκτήσει μια μικρή φήμη με δυο μικρού μήκους ταινιούλες που `χα γυρίσει τα αμέσως δύο προηγούμενα χρόνια, την πτυχιακή μου «Η Λίζα και η άλλη», το 1976, και την σκανδαλιστική «Καλλονή», το 1977. Σήμερα θα τις λέγαμε «gender performances» αλλά, εκείνα τα χρόνια, αυτές οι queer ορολογίες δεν ήταν γνωστές, παρ’ όλο που είχε αρχίσει να ιδρύεται το ΑΚΟΕ (Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδος) και όλα αυτά τα θέματα –ταμπού που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία (ομοφυλοφιλία, τραβεστί) είχαν αρχίσει να έρχονται στην επιφάνεια. Επειδή έγινε ένα ψιλοσκανδαλάκι με την «Καλλονή» και δεν προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, κομμένη ως άσεμνη από τη λογοκρισία, και η είδηση της απαγόρευσής της στις εφημερίδες δεν είχε περάσει απαρατήρητη ούτε από τους αξιωματικούς των γραφείων του ΚΕΠΑΛ (όπου υπηρετούσα ως ναύτης διαχειριστής στη γραμματεία της σχολής Αλλοδαπών), γι` αυτό δέχτηκα μεν να δημοσιεύσω το διήγημά μου «Μια φιλία» στην «Καμπύλη», αλλά πολύ διακριτικά, μόνο με τ’ αρχικά του ονόματός μου: Τάκης Σπ.

Mε συγκινεί να θυμάμαι εκείνα τα «όμορφα – άσχημα» χρόνια. Μα πιο πολύ με συγκινεί να τα θυμούνται οι άλλοι. ΄Οχι μόνο για τις μικρού μήκους ταινιούλες μου που, απ’ το 2009 που ξαναπροβλήθηκαν, παίζονται εδώ κι εκεί, σε αίθουσες, και σε γκαλερί σχεδόν κάθε χρόνο, μα και για κείνο το διήγημα, την «Μια φιλία», αφού, ως μισοαυτοβιογραφικό, αλλά και ευρύτερα περιγραφικό μιας ατμόσφαιρας και μιας εποχής που είχα βιώσει έφηβος στην επαρχία, έμελλε να με απασχολεί για πολλά χρόνια και να έχει μια εξέλιξη. Αν τα γράφω όλ’ αυτά, δεν είναι για να περιαυτολογήσω, αλλά επειδή, πολλά χρόνια μετά, το θέμα της «Καμπύλης» και των συντακτών της το έφεραν στο διαδίκτυο ο Γιώργος Μπαλούρδος σ’ ένα πειραιώτικο blog, στις 28-9-2014, και ο Φώντας Τρούσας στην Lifo, στις 5-6-2016.

Την επταετία 1981 – 1987 είχαν, ως φαίνεται, συμμαχήσει πολλές ουράνιες δυνάμεις υπέρ μου και, έτσι νέος και ένθους για δημιουργία ως ήμουν, κατάφερα κι έκανα το μεγαλύτερο μέρος του κινηματογραφικού μου έργου, αυτού και όσου τελοσπάντων μού επέτρεψε ο χώρος να κάνω στον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Δύο μεγάλου μήκους ταινίες, μια τηλεταινία, δυο τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ για ποιητές, ένα τηλεοπτικό πορτραίτο μιας γυναίκας μοντέζ, ένα χρηματοδοτημένο σενάριο για μια επόμενη μεγάλου μήκους ταινία, σύνολον εφτά (7) projects σε μια εφταετία – τυχερός και μοιραίος αριθμός! Επειδή είμαι μάλλον μονήρης τύπος και οι κυριότερές μου γνωριμίες έγιναν μέσα απ’ τη δουλειά μου, έτσι απασχολημένος όπως ήμουν, εκείνα τα χρόνια συναντούσα κόσμο. Εντελώς ξαφνικά λοιπόν, τέλη του `84 πρέπει να ήταν, όταν πηγαινοερχόμουνα επί καθημερινής βάσεως στο σπίτι της σκηνογράφου – ενδυματολόγου Ντόρας Λελούδα, στη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου, για την προεργασία των γυρισμάτων της ταινίας «Μετέωρο και Σκιά», φουλ στο άγχος και στον πυρετό της δουλειάς, της σοβαρότερης και υπευθυνότερης πού `χε πέσει πάνω στους νεανικούς μου ώμους (ταινία εποχής από έναν τριαντάρη!), να `σου, ένα μεσημέρι πέφτω πάνω στον Ανδρέα Αγγελάκη, που η Ντόρα μού σύστησε. Το ξέρω, εδώ, όσοι έχετε διαβάσει κάτι δικό μου, ιδίως απ’ αυτά που αναφέρονται σε πρόσωπα που γνώρισα, θα περιμένετε άφθονες περιγραφικές λεπτομέρειες. Παρακαλώ ξεχάστε τις, γιατί….- το πιστεύετε ότι δεν θυμάμαι, πέραν μιας λεπτομέρειας, τίποτα; Και φυσικό είναι, τέτοιο άγχος που είχα για τα γυρίσματα που ξεκινούσα, πού να συγκρατήσω τι έλεγε ο Αγγελάκης; Θυμάμαι ωστόσο ότι κάποια στιγμή, δεν ξέρω με ποια αφορμή, άνοιξε ένα βιβλίο του, ούτε θυμάμαι ποιο, κι άρχισε να απαγγέλλει ένα του ποίημα – που επίσης δεν συγκρατώ. Απάγγελλε μεγαλοφώνως, με στόμφο, κάνοντας και πολλούς μορφασμούς, κουνώντας το χέρι του, σαν κάτι βέκιους ηθοποιούς. ΄Ημουν σε μια πολύ αυστηρή περίοδο της «καριέρας» μου – δίδασκα σε εντατικές πρόβες τον ρόλο του Λαπαθιώτη στον μετέπειτα βραβευμένο γι’ αυτό τον ρόλο Τάκη Μόσχο-, και φρονούσα ότι, για να έχει ένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα αυτό το δύσκολο εγχείρημα, δεν έπρεπε να κάνω βήμα από τις αισθητικές αρχές μου που αφορούσαν στην υποκριτική: Underacting, underplaying και… ξερό ψωμί! Μόνο με ένα «ελάχιστο, αφαιρετικό παίξιμο» ο Μόσχος θα κατόρθωνε να αποδώσει στο πανί την ακριβή περιγραφή του Τέλλου Άγρα για το φίλο του τον Λαπαθιώτη: «Δεν άκουγες ποτέ τον τόνο της φωνής του υψωμένο πάνω απ’ το κανονικό.» Και μόνο έτσι ένα δύσκολο θέμα στον αμάθητο από παρόμοια θέματα ελληνικό κινηματογράφο, τότε, και στο συνήθως κακοπροαίρετο κοινό, θα μπορούσε να επιβληθεί, και να μην… πέσουνε ταβάνια! Προσπάθησα λοιπόν να συγκρατήσω ένα αυθόρμητο γέλιο που μου `ρχόταν εξαιτίας του ξεπερασμένου, παλιομοδίτικου τρόπου που διάβαζε ο Αγγελάκης, που μού θύμιζε επιπλέον και κάτι που μού `λεγε την ίδια εποχή ο Ταχτσής, στον οποίο διάβαζα παράλληλα άλλο ένα σενάριό μου πάνω σε δικό του διήγημα για τηλεταινία που τελικά δεν έγινε. «Και πώς τον λες τον πρωταγωνιστή;», μ’ είχε ρωτήσει για ένα νεαρό δάσκαλο που δεν είχε όνομα στο αρχικό σχέδιο του διηγήματός του. «Αντρέα», τού `χα απαντήσει. «Καλό. Αντρέας – άντρας», σχολίασε γελώντας ο Ταχτσής. «Να παίζει συγκρατημένα, ε; Πρόσεχε. Ό,τι φωνάζει δεν ακούγεται.»
Κάτι συγκαταβατικό μουρμούρισε και η Ντόρα Λελούδα, όταν ο Αγγελάκης σηκώθηκε κι έφυγε, κάτι για…. καλές προθέσεις, και τέλειωσε αυτή η σύντομη, τυχαία συνάντηση.

Δεν καλοθυμάμαι πότε ακριβώς έπεσα πάνω στο βιβλιαράκι του Ανδρέα Αγγελάκη «Κώστας Ταχτσής – Η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση», θα πρέπει να ήταν αμέσως μόλις εκδόθηκε απ’ τον Καστανιώτη, στα 1989, ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Ταχτσή, γιατί ό,τι δημοσιευόταν για τον Κώστα το μάζευα. Στο εργογραφικό σημείωμα των βιβλίων του Αγγελάκη, πάντως, που δημοσιευόταν μες στο βιβλίο, μέτρησα 13 τίτλους βιβλίων ποίησης, 3 τίτλους θεατρικών βιβλίων, 1 τίτλο πεζογραφίας, 6 τίτλους βιβλίων για παιδιά κι εφήβους, 10 τίτλους βιβλίων με μεταφράσεις του, συν το δοκίμιο που κρατούσα στα χέρια μου ίσον συνολικά 34 τόμοι! – μωρέ μπράβο, εξεπλάγην, πολυγραφότατος! Δεν είχα διαβάσει ούτε ένα απ’ όλ’ αυτά τα βιβλία, τι χάνεις, μάλωσα τον εαυτό μου, με το να διαβάζεις κυρίως τους ΄Ελληνες κλασσικούς. Το δοκίμιό του με κέρδισε αμέσως. Βρήκα ερεθιστική την ιδέα να γράψει φιλόλογος πόνημα για την μη αναγνωρισμένη, σχεδόν αποκηρυγμένη κι απ’ τον ίδιον, ποίηση του Ταχτσή, που εγώ σιωπηλά την έβρισκα ενδιαφέρουσα και διαπίστωνα ότι πολλοί με τους οποίους την κουβέντιαζα, επίσης σιωπηλά, συμφωνούσαν. Επιτέλους, μπορεί να μην αρίστευε ως ποιητής ο Ταχτσής, όπως ως πεζογράφος, κανείς δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ωστόσο πως στην ποίησή του δοκίμαζε, με μια πεζολογική γραφή, πρόσωπα (η γιαγιά Πολυξένη, η αδερφή Ελπίδα), περιοχές κι αισθήσεις που θα απέδιδε αριστοτεχνικά, βρίσκοντας αργότερα τα κύρια θέματά του στα δυο βιβλία του «Το τρίτο στεφάνι» και τα «Ρέστα», και σ’ όλα αυτά, με ό,τι έγραφε, ο Αγγελάκης με απηχούσε. Διέβλεπα, άλλωστε, και μια πόζα στην πικραμένη στάση του Ταχτσή: «η ποίηση φίλε πέθανε – και πότε η κηδεία;», την επηρεασμένη από την άρνηση της κριτικής για τα ποιήματά του, που τον έκανε να γράφει στον Νάνο Βαλαωρίτη: «..κακά τα ψέμματα, η ποίηση δεν προκαλεί πια σε κανέναν ρίγη…» ( Επιστολή με ημερομηνία Νέα Υόρκη, 23 Μαρτίου ’64, δες Ν. Βαλαωρίτη «Μοντερνισμός, πρωτοπορία και Πάλι»).
Γνωρίζοντας δε και προσωπικά τον Ταχτσή, ήξερα ότι ικανοποιούσε επιπλέον, πολύ συχνά, ένα προσφιλές του βίτσιο: να είναι μόνο αυτός κάτι, που στους άλλους εύκολα δεν αναγνώριζε. Ο κολλητός του, για ένα φεγγάρι, αείμνηστος Μιχάλης Μούζας, ο τηλεοπτικός σκηνοθέτης, μού τό `λεγε συχνά : «Μόνος του, κυρίως, τα υπονόμευε τα ποιήματά του, λέγοντάς μου συνέχεια: «Δε θά `μαι η αδερφή η ποιήτρια, θα `χω τουλάχιστον το Στεφάνι». Και κάπου εκεί κατέληγε κι ο Αγγελάκης: «Ο Ταχτσής γύρισε αποφασιστικά και τελεσίδικα την πλάτη του στην ποίηση. Δεν ήθελε ημίμετρα… Το όραμά του είχε αλλάξει.»

Στη σελ. 62: το άρθρο του Αγγελάκη

Γυρίζοντας στα παλαιοβιβλιοπωλεία, ούτε θυμάμαι με πόση καθυστέρηση απ’ την έκδοσή του, έπεσα πάνω σ’ ένα αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» στην «Ομοφυλοφιλία» (αρ. τ. 246, 19-9-90). Ο Αγγελάκης δημοσίευε ένα δεκασέλιδο δοκίμιο με τίτλο «Ομοφυλοφιλία και Νεοελληνική Ποίηση». Σοκαρίστηκα. Η ευαισθησία του καλοπροαίρετου αναγνώστη, φιλικά διακείμενου στο παραμελημένο ποιητικό έργο του Ταχτσή (χωρίς ωστόσο να καταστέλλεται η κριτική του στάση απέναντί του), του προηγούμενου βιβλίου του, είχε πάει περίπατο. Η εμπάθεια εναντίον του ποιητικού έργου ζώντων και τεθνεώτων ομοτέχνων του δέσποζε σε κάθε σελίδα. Λιγότερο βέβαια εναντίον του Καβάφη, γιατί ο Καβάφης είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένος, αν και δεν έλειπαν κι από κει απόψεις που έδιναν την εντύπωση ενός περίκλειστου, περιχαρακωμένου βλέμματος που περιορίζεται σ’ ένα προσωπικό επίπεδο: «…μολονότι ακόμα και το ψυχρότερο ιστορικό ποίημά του διατρέχεται από έναν απροσδιόριστο ερωτισμό – τον ερωτισμό που αποπνέει κάθε ανικανοποίητη φύση-, μας ενδιαφέρουν περισσότερο τα ερωτικά του κείμενα…» Ω! ποία αφέλεια να διαχωρίσεις το εξαιρετικά συνεπές σώμα ενός ποιητή, που, εξαιτίας αυτής της ενότητας των προσπαθειών του, της αδιαμφισβήτητης ομοιογένειας των ποιημάτων του, παρά την τυπική τους διαίρεση, επιβλήθηκε παγκόσμια, σε … «ψυχρά ιστορικά» και σε … «θερμά ερωτικά ποιήματα»!!! Δηλαδή το εξαίσιο «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» θα το βάζαμε στα … «ψυχρά ιστορικά», ενώ το «Σώμα θυμήσου» στα… «θερμά ερωτικά»; Και αξίζει, αλήθεια, να αναλώνει κανείς την κριτική του σε απλοϊκότητες του τύπου: «..Υποπτευόμαστε ότι τα ερωτικά πρότυπα που βίωνε ο Καβάφης στην Κωνσταντινούπολη πρώτα και στην Αλεξάνδρεια αργότερα, διέφεραν κατά πολύ από τους καλλιεργημένους εφήβους και τα χλομά πρόσωπα των ποιημάτων του…. η έμμονη αυτή εφηβολατρεία έχει πολύ μικρή σχέση με τους λαϊκούς τύπους που συναναστρεφόταν για την ικανοποίηση των ερωτικών του αναγκών… αλλά, βέβαια, θα του ήταν τρομαχτικά δύσκολο να εκφράσει τ’ αληθινά του ερωτικά πρότυπα στην ποίησή του όπως τα έβλεπε τα βράδυα στις ύποπτες φτωχογειτονιές της Αλεξάνδρειας….»

Αφότου το ποίημα έχει παραδοθεί στην οριστικότητα της τυπογραφικής μορφής, κι έχει γίνει ένα πράγμα αυθύπαρκτο, χειραφετημένο από τον ποιητή, αρχίζοντας, με τη σύμπραξη του κοινού, τη δική του ζωή, τι νόημα έχουν αυτές οι κουτσομπολίστικες μέθοδοι «ανάγνωσης» μιας ποίησης που επιβλήθηκε, ακριβώς, εξαιτίας της δύναμής της να ξεπερνάει οποιαδήποτε κλισέ ποίησης, και διαβάζεται παγκοσμίως, ανεξίφυλα, απ’ όλους τους αναγνώστες, ίσως επειδή ξεπέρασε και κάποια gay βιογραφικά στεγανά τύπου «να χωθούμε ως και στο …κρεβάτι του Καβάφη, να δούμε με τι τύπους πήγαινε» – έλεος! Οι άστοχες κριτικές επισημάνσεις του Αγγελάκη για τον Καβάφη αγγίζουν την αφέλεια : «Ο Καβάφης πρόδρομος του gay movement; Δε νομίζω. Θα έφριττε με την ιδέα. Είναι βαθύτατα ενοχοποιημένος και δεν παύει κάθε στιγμή να απολογείται..»- τόση οικειοποίηση, ωσάν να ήτο ο Καβάφης, η χώρα του, η εποχή του -ποιος να σας πω;- ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος και το ΑΚΟΕ του 1977! –, τέτοια άνεση και… ατού απ’ τον… «απενοχοποιημένο» Αγγελάκη! Τώρα δε, όσον αφορά στην εκτίμηση της ποιητικής πρακτικής του «μη αναγνωρισμένου Λαπαθιώτη», εδώ οι εκτιμήσεις του Αγγελάκη υπεισέρχονται στην περιοχή της κακοήθειας. Παρότι φιλόλογος, ο Αγγελάκης δίνει εσφαλμένες βιογραφικές πληροφορίες για τον Λαπαθιώτη : { Τον Λαπαθιώτη τον ήξερε ο Καβάφης. Του τον πήγε στο ξενοδοχείο ο Βαγιάνος να τον γνωρίσει…όταν ήρθε ο Καβάφης στην Αθήνα… (εννοεί το 1932)}, ενώ οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν στα 1917 στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Λαπαθιώτης ακολούθησε ως ανθυπολοχαγός -διερμηνέας τον πατέρα του, με σκοπό τη στρατολόγηση εθελοντών από τους βενιζελικούς της ελληνικής παροικίας (βλ. Ν.ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ «Η Ζωή μου» εκδ. ”Στιγμή” και ”Κέδρος”). Η ελλιπέστατη καταγραφή του των αμιγώς «gay» ποιημάτων του Λαπαθιώτη (παρόλο που και σ’ αυτή την περίπτωση ο διαχωρισμός είναι αφελέστατος, αλλά βλέπεις, αποτελεί το …καύχημα ενός τέτοιου μελετήματος), αποδίδει στον Λαπαθιώτη (6) έξι μόνον ομοφυλοφιλικού περιεχομένου ποιήματα, ενώ είναι 30 (τριάντα), εν συνόλω, χώρια τα «βρώμικα» σατιρικά, χώρια τα πεζά ποιήματα, τα διηγήματα, και προπάντων οι στοχασμοί του, άμεσοι και αποκαλυπτικοί: ( «..ποτέ, σε καμιά στιγμή της ζωής μου, δε θεώρησα ελάττωμα την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο.», 26-5-1930), απ’ τους οποίους έβριθε η έκδοση Δικταίου, που γι’ αυτούς, εν πολλοίς, έφτασε ως άσεμνη κι ως τα …δικαστήρια, έκδοση που, ως φαίνεται, δεν έκρινε ότι έπρεπε να λάβει τον κόπο να μελετήσει ο Αγγελάκης, πριν προβεί σε κρίσεις του τύπου: «Στον Λαπαθιώτη κυριαρχεί ομιχλώδης αοριστία.» Η σημερινή πληρέστερη εκδοτική εικόνα του έργου του Λαπαθιώτη αποδεικνύει ότι ο Λαπαθιώτης δεν ήταν μόνο ποιητής, αλλά εκφράστηκε, ως πρωτεϊκή φύση, μέσα κι από άλλα είδη του Λόγου. Άσχετα βέβαια αν έγινε γνωστός μέσ’ από ποιήματα – ορόσημα, αξέχαστα και δημοφιλέστατα στο μεγάλο κοινό μέχρι σήμερα -, όπως π.χ. το μελοποιημένο απ’ τον Ξυδάκη «Ερωτικό», το γραμμένο για τον αγαπημένο του φίλο Κώστα Γκίκα, το χιλιοτραγουδισμένο έκτοτε, ή τα εξαίσια «Σαββατόβραδα», στην «Ανθολογία Νέων» του ΄Αγρα το 1922, αλλά και το επιγραμματικότατο «Επεισόδιο», στην εφημερίδα «Νεοελληνικά Γράμματα» το 1938, που, σε μια απ’ τις επιχειρήσεις – σκούπα της μεταξικής λογοκρισίας, είχε απαγορευτεί ρητά, προκαλώντας τέτοιο μεγάλο σκάνδαλο, που το θυμούνταν λόγιοι και σκηνοθέτες μέχρι την εποχή που γύριζα το «Μετέωρο και Σκιά», κοντά πενήντα χρόνια μετά, και που όμορφα μελοποίησε ο Χριστιανόπουλος. κ.ο.κ.-, αλλά που για τον «ακραιφνή μελετητή» Αγγελάκη δεν αξίζει ν’ αναφερθούν σ’ ένα δοκίμιο.

Άσε οι παλινωδίες της μελέτης του: ενώ π.χ. στο σχόλιό του για την Αλεξάνδρεια, η πόλις του Καβάφη εμφανίζεται αφενός ως «συντηρητική», που τον ωθεί να εξιδανικεύει «στο πρόσωπο φιλολογιζόντων λυμφατικών νέων των σαλονιών άλλες… ρεαλιστικότερες… ορέξεις του…» (sic), στον Λαπαθιώτη που «… τόλμησε πολύ λιγότερα από τον Καβάφη σ’ ένα επίπεδο έκφρασης της ερωτικής του ταυτότητας.» φταίει η «…επαρχιώτικη Αθήνα του μεσοπολέμου…», ενώ… αντίθετα η κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια της πανσπερμίας και του αμοραλισμού πρόσφερε (στον Καβάφη) «καταλληλότερες συνθήκες… έκφρασης»!!! Tελικά τι να υποθέσω απ’ τα παραπάνω γιατί ομολογώ ότι μπερδεύτηκα – η Αθήνα ή η Αλεξάνδρεια ήταν πιο κατάλληλη πόλη… «ανοιχτής έκφρασης» για αδερφές ποιήτριες; Πάντως ο, σύννους και μετρημένος στις κουβέντες του, Καβάφης είπε στον Λαπαθιώτη, στη δεύτερη συνάντησή τους στην Αθήνα, μπροστά στον Μάριο Βαϊάνο: «Πόσο σε ζηλεύω Ναπολέων για την ελευθερία σου, για τη ζωή που κάμνεις…. Εσύ είσαι σα να έχεις μια ιδανική Πολιτεία όπου ζεις και καλείς και άλλους, για συντροφιά σου… Μα εμείς, δεν μπορούμε… Δεν ημπορούν, δεν γίνονται τέτοια πράγματα στην Αλεξάνδρεια… Οι άνθρωποι, εκεί, είναι συντηρητικοί. Ο ένας παρακολουθεί τον άλλο, πίσω απ’ τα τζάμια και πίσω από την κλειδαρότρυπα. Εμένα για μερικά ποιήματά μου, μ’ έχουν παράνομο και στιγματισμένο… Εσύ έγραψες καλά και ωραία ποιήματα με λαμπρή ζηλευτή ομοιοκαταληξία, δίνοντας λαϊκό ερωτικό παλμό». (Δες Μάριου Βαϊάνου «Αναμνήσεις», Δρυμός 2005). Είχε διαβλέψει ο δάσκαλος την εξωφιλολογική δυναμική του «λαϊκού παλμού», το τραγούδι είναι περιεκτικό (inclusive), η ποίηση αποκλειστική (exclusive). «Προϋπήρξε (του Καβάφη) μόνο ο Λαπαθιώτης από πλευράς τόλμης», επισημαίνει και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Ο Καβάφης δεν είχε εμφανιστεί ακόμη, τα λιγοστά ποιήματά του ήταν συμβολικά, κι όταν τα είπε, τα είπε μασημένα και τα ξέρουμε τώρα, εκ των υστέρων. Τα ποιήματά του κυκλοφορούσαν σε πολύ λίγους. Ο Λαπαθιώτης τα δημοσίευε κανονικά.» (Ντ. Χριστιανόπουλος «Συνέντευξη» περ. «Το Κράξιμο» τ. 9 Νοέ.- Δεκ. 1989).
Πέφτοντας στην παγίδα της βέκιας κριτικής, όσον αφορά στην εκτίμησή του για τον Λαπαθιώτη, ο Αγγελάκης δεν είδε ότι η ποιητική του Λαπαθιώτη στηρίχτηκε απολύτως στην πρακτική του τραγουδιού (παρότι μαθαίνω ότι κι ο ίδιος είχε δώσει στίχους του για τραγούδια, δεν άκουσα κανένα, δεν έγιναν γνωστά;). Το τραγούδι, σαν είδος, κατέχει μια απ’ τις κατώτερες θέσεις στη λογοτεχνική ιεραρχία. Ο στίχος τραγουδιού, απαλλαγμένος από την βαριά λεξιθηρία, την πρωτοτυπία των νοημάτων, προορίζεται ν’ ακούγεται αρχικά ως μελωδία, αλλά και να διαβάζεται, ως στίχος, κι από ένα μη ειδικό κοινό που μπορεί να μην ενδιαφέρεται ειδικά για την… υψηλή ποίηση, τις εξελίξεις της κ.λπ.: «Θεωρώ το τραγούδι το μελοποιημένο χρονογράφημα κάθε εποχής», είπε εύστοχα ο σπουδαίος συνθέτης μας Άκης Πάνου. Συνεπέστατος λοιπόν προς την πρακτική του τραγουδιού και την πεζολογία της, ο Λαπαθιώτης έδωσε άρτιους στίχους που διαβάζονταν κι αγαπιούνταν ευρέως, κι από γυναίκες αναγνώστριες του περιοδικού «Μπουκέτο», λ.χ., βάζοντας στα ποιήματά του –κι είναι εξαιρετικά τολμηρό όλο αυτό-, και την ομοφυλόφιλη θεματολογία σε χώρο τόσο όσο του επέτρεπε η πρακτική του τραγουδιού, που ήταν του ταμπεραμέντου του.

Να λοιπόν γιατί ακούγονται σκοταδιστικές οι απόψεις του Αγγελάκη ότι, αντί λ.χ. για «Απλό παιδί που εγώ αγαπώ» (τι ωραιότατο! κλασσικό ποίημα!), θα έπρεπε να έχει γράψει «τεκνό», ο λεπταίσθητος ποιητής, κι άλλες τέτοιες αυθάδειες, για να μην πω, χυδαιότητες. Για να τελειώνω όμως με αυτού του είδους τον δοκιμιακό μεσαίωνα, γιατί το δοκίμιο είναι είδος αναγεννησιακό, θα πρόσθετα ότι και ως τραγούδι ακόμα, τολμηρότατη υπήρξεν η ποίηση του Λαπαθιώτη, αν σκεφτεί κανείς στίχους όπως τους «Κάτω στου Μήτσου τον τεκέ κάναν οι μπάτσοι μπλόκο…» δημοσιευμένους εν έτει 1931 (!), σε γλώσσα αργκό του υποκόσμου, φανερά στο «Μπουκέτο» μέσα στην – σε συνέχειες – λαϊκή νουβέλα του «Το τάμα της Ανθούλας», ποικίλης ύλης περιοδικό, που διάβαζε κάθε βδομάδα ο μέσος αναγνώστης της τότε εποχής.
Ο φθόνος και οι υστερίες μεταξύ ομοτέχνων δεν μ’ ενδιαφέρουν. Γιατί πώς να εξηγήσω το ότι, μετά από κακοήθειες του δοκιμίου του όπως : («Δύστυχε Λαπαθιώτη, που περίμενες ο οικοδόμος, ο γαλατάς, ο φορτοεκφορτωτής που σε γοήτευσε κι είχε μια σύντομη περιπέτεια μαζί σου να ανταποδώσει τα γράμματα και τα λουλούδια σου…»), ο Αγγελάκης, απ’ την άλλη, αφιερώνει στον Λαπαθιώτη μέχρι ποιήματά του; – όπως έναν άνοστο, φιλολοποιητικίζοντα μονόλογό του «Βροχερό βράδυ ενός λησμονημένου ποιητή, ίσως του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη», με πολύ θεατρισμό, σαν παρωδία Ρίτσου (στον Λαπαθιώτη, ζήτημα αν υπάρχει ένα ποίημα με τη λέξη βροχή, κυριαρχεί η μουσική, δηλαδή, αυστηρά, τα αφηρημένα – «χινόπωρο, με τις πλατιές, βαριές σου στάλες»), αλλά και το πιο συγκρατημένο «Modus Vivendi» του, που (επειδή ταυτίζει τον Λαπαθιώτη, έστω και στην πτώση του, με ένα αντιπροσωπευτικό πρότυπο ζωής του αθηναϊκού μεσοπολέμου, κι όχι για την ποιητική του αξία), το είχα αναφέρει και στη μελέτη μου «Χαίρε Ναπολέων», και το συζητούσα μάλιστα και με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο το 2000 (ο οποίος με είχε τιμήσει τότε τρεις φορές με την παρουσία του, σε προβολή του «Μετέωρο και Σκιά» στην Θεσσαλονίκη, στην παρουσίαση του βιβλίου Χαίρε Ναπολέων’ στην γκαλερί της Λόλας Νικολάου, αλλά και στην παράσταση «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» στη μονή Λαζαριστών), όμως μού `κοψε ακαριαία και απαξιωτικά κάθε κουβέντα για τον Αγγελάκη με το που ανέφερα τ’ όνομά του. Την μυστηριώδη απαξίωση του Χριστιανόπουλου μού την διελεύκαναν τα όσα καταλόγιζε και στον ίδιο τον κύριο Ντίνο για την ποίησή του, ο Αγγελάκης, στο περί ου ο λόγος δοκίμιό του: «΄Ελλειψη φαντασίας και προκλητική εμμονή στη λεπτομέρεια που δεν αφήνει περιθώρια ανάσας..» A! Ώστε έτσι! Kι απόψε, σε μια στιγμή ευφορίας, που άκουσα ότι ένα μεγάλο αφιέρωμα γίνεται στο κρατικό θέατρο της πατρίδας του, Θεσσαλονίκης, για τον Χριστιανόπουλο, που καμαρώνω τόσα νέα παιδιά που εκδίδουν, μελοποιούν και τραγουδάνε Λαπαθιώτη, το ίνδαλμά τους, σαν να μην έχει περάσει – στ’ αλήθεια- ούτ’ ένας χρόνος απ` το παρελθόν, που με καλούν και με ξανακαλούν σε παραστάσεις με θέμα την τέχνη του και τη ζωή του, που η ΕΡΤ μού παράγγειλε τo 2013 κι ένα 52λεπτο ντοκιμαντέρ για κείνον, όπου μιλούν ποιητές, συνθέτες, μελετητές, – μιας και το ΑΣΣΟΔΥΟ μού ανέθεσε αυτό το δοκίμιο για τον Αγγελάκη, έτσι όπως κάθησα στο Word, βάζοντας τα δάχτυλά μου στο πληκτρολόγιο, δεν μπόρεσα –τ’ ομολογώ-, να συγκρατήσω μέσα μου, για τον συγχωρεμένο Αγγελάκη, ένα καγχασμό: Δύστυχε Ανδρέα, εσύ που… «απελευθέρωνες», με τα γραφόμενά σου, ιστορικούς ομοφυλόφιλους ποιητές υποδεικνύοντάς τους πώς να έγραφαν ακόμη πιο… τολμηρά, να είναι σε gay movement, κι άλλα «ηχηρά παρόμοια», είσαι, με… 34 βιβλία σου!, out of print, σήμερα στ’ αζήτητα και στη σκιά, στο «Βροχερό βράδυ ενός λησμονημένου ποιητή, ίσως του Ανδρέα Αγγελάκη». Τι να σου γράψω, φακίρη; Πρέπει να προσέξω. Είναι πολύ εύκολο να πέσει κανείς στην παγίδα της ωραιοποίησης των «αφιερωμάτων», δεν το συνηθίζω. Ας μη βάλω το χέρι μου στο ρετουσάρισμα του πορτραίτου σου. Κι ας είχες, γαμώτο, κι εσύ, δυο δράμια περσότερο μυαλό- λαγός την πτέρην έσειε, κακό της κεφαλής του.

Τάκης Σπετσιώτης

 


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: