Δεν ξέρω τη γνώμη του George Le Nonce για τον Καζαντζάκη, ούτε και σκέφτηκα να τον ρωτήσω, αλλά μισό και πλέον αιώνα από τον «Τελευταίο Πειρασμό», το «Έλεός» του μοιάζει να συνομιλεί ευθέως μαζί του. Αυτή τη φορά αντιμετωπίζεται ως άνθρωπος όχι ο Θεάνθρωπος αλλά η Θεοτόκος. Και μάλιστα όχι ως μάνα, όπως την έχουν δει κι άλλοι ποιητές, αλλά ως γυναίκα. Ως γυναίκα πάσχουσα, αειπάρθενη, στερημένη από έρωτα.
Παίρνοντας αφορμή από την πρόσφατη κυκλοφορία του «Ελέους», ζήτησα δειλά μια συνέντευξη από τον George Le Nonce, ο οποίος – παραδόξως – δεν αρνήθηκε, όπως φοβόμουν.

Σκεφτόμουν χαμογελώντας τώρα που ερχόμουν να σε συναντήσω: εγώ θα μιλάω στο μονοτονικό κι αυτός στο πολυτονικό;
Ξεχνιέσαι: δὲν μιλᾶμε στὸ πολυτονικό, γράφουμε μόνο. Τὴν πολυτονία στὴν ὁμιλία τὴ φαντάζεσαι ἐπειδὴ ἔχει πλάκα. Γι᾽ αὐτὸ λοιπόν, στὴν ἀπομαγνητοφώνηση, ἂς βάλουμε ἐσένα μονοτονικὸ κι ἐμένα πολυτονικό, γιὰ νὰ χαρεῖς.

Γιατί επιμένεις πολυτονικά;
Κοίταξε, ἐπειδὴ πολλὰ λέγονται καὶ πολλὲς αὐθαίρετες ὑποθέσεις γίνονται ὅταν κάποιος γράφει πολυτονικά, νὰ πῶ ξεκάθαρα ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ: οὔτε πιστεύω ὅτι τὸ πολυτονικὸ πρέπει νὰ ἐπανέλθει, οὔτε πιστεύω ὅτι φτωχαίνει ἡ γλώσσα ἐπειδὴ δὲν τὴν πολυτονίζουμε – αὐτὰ εἶναι ἀνοησίες. Ἡ ἐπιλογή μου νὰ γράφω στὸ πολυτονικὸ ἔχει νὰ κάνει μὲ δύο πράγματα. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ συνήθεια: εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ ἐσένα καὶ ἀπὸ τοὺς περισσότερους τῆς πιάτσας ποὺ ἐμφανίσθηκαν στὰ «γράμματα» μαζί μ᾽ ἐμένα, ὅταν βγῆκε τὸ μονοτονικὸ ἤμουν ἤδη στὴν πρώτη Λυκείου, ἑπομένως εἶχα ἤδη μάθει καὶ συνηθίσει νὰ γράφω πολυτονικά. Τὸ δεύτερο, ὅμως, καὶ ἴσως τὸ σημαντικότερο, εἶναι ὅτι στὸν γραπτὸ λόγο – καὶ εἰδικὰ σὲ ἕναν πυκνὸ λόγο, ὅπως εἶναι ὁ ποιητικὸς – ὑπάρχουν (σπανίως, ἀλλὰ ὑπάρχουν) διακρίσεις ποὺ ἐμένα μοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ δηλώνονται. Νὰ σοῦ δώσω ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα ποὺ κάνει αὐτὸ ποὺ λέω πολὺ ἐμφανὲς καὶ ποὺ ἐπεσήμανα κατὰ τὴ διόρθωση τοῦ Ἐλέους: ἕνα θηλυκὸ ἐπίθετο σὲ -α καὶ τὸ ἀντίστοιχο ἐπίρρημα σὲ -α διακρίνονται στὴν πολυτονικὴ γραφὴ ἐπειδὴ τὸ ἕνα παίρνει ὀξεία ἐνῶ τὸ ἄλλο περισπωμένη, ἄρα ὅταν γράφω τὴ λέξη «ἀκαριαία» δὲν ἀναρωτιέσαι ἂν ἀκαριαία εἶναι ἡ τιμωρία, ἂς ποῦμε, ἢ ἂν κάτι συνέβη μὲ ἀκαριαῖο τρόπο, μπορεῖς ἀπὸ τὸν τόνο νὰ διακρίνεις τί ἀπὸ τὰ δύο ἰσχύει. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα, μπορεῖ προφανῶς νὰ ὑπάρξουν καὶ ἄλλα. Μπορῶ ἐπίσης νὰ σοῦ δώσω παραδείγματα δημιουργικῆς πολυτονικῆς ἀνορθογραφίας, ποὺ θεωρῶ σημαντικά: ὅταν ὁ Γιῶργος Χειμωνᾶς γράφει τὴ λέξη «φῶσφορος» μὲ περισπωμένη, σπάει τὸν θεμελιώδη κανόνα ὅτι ἡ προπαραλήγουσα ποτὲ δὲν περισπᾶται, ἀλλὰ σπάζοντας τὸν κανόνα βγάζει ἕνα φῶς ἀπὸ τὸν φώσφορο ποὺ δὲν θὰ τὸ ἔβλεπες ἀλλιῶς. Ἢ ὅταν γράφω ἐγὼ τὴν «ἧττα» μὲ περισπωμένη (ἐνῶ θέλει ὀξεία), μοῦ φαίνεται αὐτὴ ἡ περισπωμένη σὰν νὰ πιέζει τὴ λέξη πρὸς τὰ κάτω καὶ νὰ ἀπεικονίζει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν ἥττα.
Προσοχή, δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι αὐτὰ εἶναι πράγματα τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ ἀφοροῦν γενικὰ στὴ χρήση τῆς γλώσσας. Οὔτε ὅτι πρέπει. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα χρήσιμο πρόσθετο νοηματοδοτικὸ στοιχεῖο γιὰ μένα, γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζω τὸν ποιητικὸ λόγο. Εἶναι, ἐπιπλέον, ἕνα θέμα αἰσθητικῆς τῆς λέξης στὴν ποίηση ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνομαι ἐγώ.

Βέβαια από τη μια γράφεις σε πολυτονικό, έναν απόλυτα ελληνικό λόγο, από την άλλη όμως το ψευδώνυμο που χρησιμοποιείς είναι μη ελληνικό. Δεν βλέπεις να υπάρχει ένα χάσμα;
Ὄχι, καθόλου δὲν ὑπάρχει χάσμα, γιατί, ὅπως σοῦ εἶπα, δὲν πιστεύω ὅτι τὸ πολυτονικὸ εἶναι ζήτημα ἐθνικό, ζήτημα ἑλληνικότητας, ζήτημα συνέχειας τῆς γλώσσας, ζήτημα ἐθνικῆς ταυτότητας. Ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρῶ μαλακίες. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο γράφω ἐγὼ πολυτονικὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπα. Θὰ μποροῦσα νὰ γράφω καὶ στὰ greeklish, μὲ κάποιο ἀντίστοιχο, παράδοξο σκεπτικό.
Τώρα, τὸ ὄνομα George Le Nonce εἶναι αὐτὸ γιατὶ ἔτσι δημιουργήθηκε κάποια στιγμή, μέσα στὸ ἴντερνετ, ὅπου ἐγὼ πρωτοβγῆκα οὐσιαστικά, ὡς γραφή, πρὸς τὰ ἔξω. Ἦταν τὸ 2003 ἢ 2004, ἦταν ἡ ἐποχὴ τῶν blogs, νομίζω ἡ συνήθεια ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἦταν νὰ διαλέγεις ἕνα ψευδώνυμο μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες. Γιὰ διάφορους λόγους ποὺ ἔχω ἐξηγήσει σὲ κάποιο κείμενο, διάλεξα τὸ ὄνομα Le Nonce, τὸ ἴδιο ὄνομα χρησιμοποίησα στὴ συνέχεια ἀρθρογραφώντας ἐδῶ κι ἐκεῖ, καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀναρωτήθηκα ὅταν ἦταν νὰ βγάλω τὸ πρῶτο μου βιβλίο ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ κρατήσω ἢ ὄχι, ἀλλὰ τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶχε ἤδη μιὰ ὑπόσταση, ὑπῆρχε ἤδη μιὰ περσόνα ἀπὸ πίσω του, ἀποτελοῦσε ἤδη ἕνα τμῆμα αὐτοῦ ποὺ κάνω, ἄρα τὸ διατήρησα παρὰ τὶς συμβουλὲς κάποιων ποὺ μὲ ρωτοῦσαν «ποῦ πᾶς μὲ τέτοιο ὄνομα στὸ mainstream τῆς λογοτεχνικῆς σκηνῆς; κανεὶς δὲν θὰ σὲ πάρει σοβαρά». Ἔ, λοιπόν, ἂν αὐτὰ εἶναι τὰ κριτήρια, δὲν μὲ ἀφορᾶ ἂν θὰ μὲ πάρουν σοβαρά.

Αφού συστήθηκες κάπως, ας πιάσουμε λίγο την Παναγία τώρα.
Ναί, δὲν ξέρω γιατί θέλεις νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν Παναγία, ἀλλὰ ἂς μιλήσουμε, ἀφοῦ τὸ θέλεις.

Αυτή δεν πρωταγωνιστεί στο «Έλεος»;
Καὶ ναὶ καὶ ὄχι. Εἶναι ἕνα πρόσωπο, φανταστικὸ βεβαίως, ἕνας χαρακτήρας ποὺ μὲ βολεύει νὰ χρησιμοποιήσω γιὰ νὰ πῶ αὐτὸ ποὺ θέλω. Εἶναι ἕνα πρόσωπο, βλέπεις, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς γνωρίζουμε, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε σὲ τί ἀναφέρεται ὅταν μιλάει μέσα στὸ Ἔλεος, λόγῳ τῆς ἑλληνοχριστιανικῆς μας καταγωγῆς καὶ παιδείας. Γι᾽ αὐτό, ἑπομένως, τὴν ἐπέλεξα ἢ μὲ ἐπέλεξε. Αὐτὸ ποὺ χρειαζόμουν ἦταν μιὰ ἀναφορὰ πολὺ οἰκεία γιὰ τὴν κουλτούρα μας, μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα μορφὴ ἐπίσης, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι βρίσκεται σὲ ἕνα μεταίχμιο, ὅπως ἐγὼ τοὐλάχιστον τὸ ἀντιλαμβάνομαι, δηλαδὴ ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνεται ὁ κοινὸς ἄνθρωπος, ὄχι ὁ θεολόγος: σὲ ἕνα μεταίχμιο μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπινου καὶ τοῦ ἀπάνθρωπου, δηλαδὴ τοῦ θείου.

Το απάνθρωπο και το θείο ταυτίζονται;
Ὅπως τὰ βλέπω ἐγώ, ναί. Τὸ θεῖο τὸ θεωρῶ ἐξ ὁρισμοῦ ἀπάνθρωπο. Παίζεται, βέβαια, ἕνα παιχνίδι ἐδῶ μὲ τὴ λέξη, τὸ ἀντιλαμβάνεσαι: μὴ ἀνθρώπινο, ἄρα ἀπάνθρωπο. Εἶναι κάπως αὐθαίρετο, ἀλλὰ μοῦ φαίνεται ὅτι τονίζει τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸ τὸ ὑπερβατικὸ πλάσμα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνθρώπινο.

Παρότι κάποιος θα μπορούσε να σε κατηγορήσει ότι ρίχνεις μια ανόσια, βέβηλη ματιά στην Παναγία, εγώ νιώθω ότι την προσεγγίζεις ως γυναίκα με αγάπη. Την αντιμετωπίζεις σα μια γυναίκα που υπέφερε.
Κοίταξε, ἐπειδὴ δὲν εἶμαι χριστιανός, γιὰ τὴν ἀκρίβεια δὲν πιστεύω σὲ κανενὸς εἴδους θεό, ὅλα τὰ τῆς θρησκείας τὰ θεωρῶ ἕνα ἐνδιαφέρον φολκλόρ, ἕνα χρήσιμο συγκείμενο. Πάντως, τὰ θρησκευτικὰ κείμενα τὰ ἀντιμετωπίζω μὲ πολὺ σεβασμὸ καὶ πολλὴ ἀγάπη: πρόκειται γιὰ λογοτεχνικὰ κείμενα ὑψηλῆς ποιότητας.

Εντόπισα και την «άσπορον γονήν» από τον Όρθρο των Χριστουγέννων («Άσπορον γονήν τίς εώρακεν;»).
Καὶ πολλὰ ἄλλα. Καὶ ὕμνους, καὶ βιβλικὰ κείμενα καὶ ἀπολυτίκια, θὰ βρεῖς πολλοὺς ἀπόηχους ἀπὸ αὐτὰ μέσα στὸ Ἔλεος. Ἐπειδή, ὅμως, δὲν εἶμαι χριστιανός, δὲν ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἔννοια τοῦ ἀνόσιου, τοῦ βέβηλου, καὶ οὕτω καθεξῆς, ὅπως τὴν ἀντιλαμβάνονται οἱ χριστιανοί. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει ἐδῶ εἶναι ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἔχει περάσει μὲ μοναδικὸ καὶ μαγικὸ τρόπο στὴν ἄλλη πλευρά, ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη στὴ θεία πλευρά, καὶ ὑποφέρει γι᾽ αὐτό. Δηλαδή, πολὺ συνοπτικά, θὰ ἔλεγα ὅτι τὸ πρόσωπο ποὺ μιλάει στὸ Ἔλεος ὑποφέρει γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶναι πιὰ ἀνθρώπινο. Καὶ ἐκδικεῖται.

Και επιστρέφει, στη δεύτερη παρουσία της, την οποία δεν ονομάζεις όμως δευτέρα. Γιατί;
Ἴσως γιὰ νὰ εἶναι λιγότερο ἄμεση ἡ ἀναφορὰ στὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ τοὺς μύθους της. Ἐξάλλου, δὲν εἶναι ἡ μοναδικὴ ἀναφορά: στὸ μόττο, ὑπάρχει κι ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ἐπιστροφὴ τῆς Γηραιᾶς Κυρίας τοῦ Dürrenmatt, μὲ τὴν ὁποία θέλω νὰ ὑπάρχει μιὰ ἀναλογία. Δηλαδή, ἐπιστρέφω στὴν πρότερη κατάστασή μου γιὰ νὰ ἐκδικηθῶ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ὑπεύθυνοι γιὰ αὐτὸ ποὺ εἶμαι τώρα. Γιατὶ στὴν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ γυναίκα γίνεται θεοδόχος καὶ θεοτόκος ἐπειδὴ ἀκριβῶς οἱ πρώην συνάνθρωποί της ἔχουν αὐτὴν τὴ δοξασία.

Τη θεωρείς καταραμένο πρόσωπο; Τραγικό;
Δὲν τὴ θεωρῶ ἀκριβῶς πρόσωπο, ἀλλὰ ἀρχέτυπο. Εἶναι ἕνα δημιούργημα, μιὰ δοξασία, ἕνα ἀρχέτυπο τοῦ μύθου, καὶ ὡς τέτοιο τὸ ἀντιμετωπίζω. Ἀποτελεῖ ἐξ ἀρχῆς ἕναν χαρακτήρα, μιὰ μεταφορά, ἕνα σύμβολο ἂς ποῦμε, ὄχι ἕνα πρόσωπο ποὺ κινεῖται ἢ κινήθηκε ἀνάμεσά μας. Καὶ γι᾽ αὐτὸ θεωρῶ ἀντιφατικὸ τὸν ψόγο τῆς ἀνοσιότητας καὶ τῆς βεβήλωσης, διότι γιὰ νὰ ὑπάρξει ἀνοσιότητα, πρέπει νὰ ὑπάρχει τὸ ὅσιο.

Για κάποιους υπάρχει όμως.
Ναί, καὶ αὐτὸ ἔχει σημασία, διότι δικαιώνει τὴν ἀφορμή. Θὰ μποροῦσε στὴ θέση της νὰ εἶναι ἡ Κλαίρη ἀπὸ τὴ Γηραιὰ Κυρία, ἀλλὰ μὲ τὴν Κλαίρη δὲν θὰ ἐπικοινωνοῦσε τόσο ἄμεσα κανεὶς ὅσο μὲ ἕνα ἀρχέτυπο ποὺ εἶναι μέρος τῆς κουλτούρας του, ὅπως εἶναι ἡ Παναγία.

Ένιωσες καθόλου απόλαυση γράφοντας;
Μὲ τὴν ἔννοια, θέλεις νὰ πεῖς, τοῦ κακοῦ παιδιοῦ ποὺ κάνει ζαβολιά; Ὄχι, δὲν τὸ ἔνοιωσα.

Εγώ ως αναγνώστης το ένιωσα.
Χαίρομαι! Πιθανὸν ἐσὺ ὡς ἀναγνώστης νὰ τὸ ἔνοιωσες ἐπειδὴ εἶσαι πιὸ χριστιανὸς ἀπὸ ἐμένα!

Το έργο έχει μια πρωτοτυπία στη δομή του. Υπάρχει ένα ποιητικό τρίπτυχο: η Ακαταίσχυντη, η Παντευλόγητος και η Ακήρατος, και μέσα στους στίχους υπάρχουν σε κάποιες λέξεις παραπομπές σε υποσημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, που μόνο υποσημειώσεις δεν είναι. Είναι μια άλλη ποιητική συλλογή, ένα ξεχωριστό έργο. Άρα το «Έλεος» αποτελείται από ένα ποιητικό κείμενο και μία ποιητική συλλογή.
Δὲν εἶναι, ὅμως, ξεχωριστὸ ἔργο οἱ ὑποσημειώσεις.

Θα μπορούσε να σταθεί. Κάθε ποίημα έχει μια αυτοτέλεια.
Ὁποιαδήποτε δεκαπέντε ποιήματα θὰ μποροῦσαν νὰ σταθοῦν ἀπὸ μόνα τους καὶ νὰ δηλώσουν «εἶμαι μιὰ ποιητικὴ συλλογή», ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως ἔτσι. Οἱ ὑποσημειώσεις στὸ Ἔλεος ἀναδιατυπώνουν, διαφωτίζουν, παραλλάσσουν, μὲ λόγο θὰ ἔλεγα πολὺ λιγότερο θεατρικό, πολὺ λιγότερο «προφητικό», τὰ ἴδια θέματα ποὺ ὑπόκεινται καὶ τοῦ κυρίως κειμένου. Μποροῦν νὰ διαβαστοῦν καὶ ἀνεξάρτητα, ἀλλὰ σημαίνουν κάτι παραπάνω, καὶ ἴσως κάτι διαφορετικό, ἂν διαβαστοῦν ὡς ὑποσημειώσεις.

Το καθαυτό «Έλεος», η ποιητική σύνθεση, έχει επίσης τη δική της αυτοτέλεια. Θα μπορούσε να σταθεί και ως θεατρικός μονόλογος.
Ἀσφαλῶς! Καὶ γιὰ νὰ εἶμαι εἰλικρινής, τὸ Ἔλεος ξεκίνησε μὲ αὐτὴ τὴν προοπτική, ὅταν μιὰ ἀγαπημένη φίλη ἠθοποιὸς καὶ σκηνοθέτις μοῦ ζήτησε νὰ περπατήσουμε σὲ μιὰ γειτονιὰ τῆς Ἀθήνας καὶ νὰ δῶ ἂν ὁ χῶρος μπορεῖ νὰ μὲ ὁδηγήσει σὲ ἕνα μονόλογο ποὺ ἡ ἴδια θὰ μποροῦσε νὰ ἀνεβάσει ὡς θεατρικὴ πράξη. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ γειτονιὰ τῆς Κυψέλης: ξεκινώντας ἀπὸ τὴ Φωκίωνος Νέγρη, καὶ περνώντας, μεταξὺ ἀλλων, ἀπὸ τὴν Ἁγία Ζώνη, ὁ περίπατός μας κατέληξε στὸ Ἄσυλο Ἀνιάτων. Ἔτσι ξεκίνησε αὐτὸ τὸ ἔργο. Καὶ ἦταν ἀρκετὰ γρήγορη ἡ διαδικασία τῆς σύνθεσης, ἡ διάρκεια τῆς ἐπώασης καὶ τῆς καταγραφῆς τοῦ Ἐλέους ἦταν περίπου δέκα μῆνες.
Τὸ θεατρικὸ στοιχεῖο μοῦ ἦταν πάντα πολὺ οἰκεῖο καὶ πολὺ ἐνδιαφέρον. Καὶ στὴ Νεκρὴ Φύση θὰ δεῖς ὅτι τοὐλάχιστον δύο ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μέρη εἶναι ἀμιγῶς θεατρικά, καὶ στὸν Ἐμονίδη ὑπάρχουν δραματικοὶ μονόλογοι, καὶ στὸ georgelenonce.com ὑπάρχουν θεατρικὰ κείμενα. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους δουλεύω τὸ ὑλικό μου, νὰ φαντάζομαι ὅτι ὑπάρχει ἕνας σκηνικὸς χῶρος, ὑποκριτές, καὶ ἀνέβασμα μιᾶς παράστασης.

Θυμάμαι, ανέβηκες κι εσύ ο ίδιος κάποια στιγμή στη σκηνή, στην κατάληψη του θεάτρου Εμπρός. Γιατί το εγκατέλειψες;
Δὲν εἶναι ἀκριβὲς ὅτι τὸ ἐγκατέλειψα. Ἁπλῶς εἶναι κάτι ποὺ ἔτυχε νὰ συμβεῖ μία φορά. Δὲν ξεκίνησα ποτὲ κάποια καριέρα ἐπὶ σκηνῆς καὶ τὴν ἄφησα. Αὐτὸ ἔτυχε νὰ γίνει καὶ ἔγινε.

Τώρα που είπες τη λέξη «καριέρα», και μιας και πριν ανέφερες τη λέξη «πιάτσα», θέλω να σου πω πως έχω την αίσθηση ότι μερικές φορές αναλώνεσαι σε μια πικρία για την λογοτεχνική πιάτσα, που κατά τη γνώμη μου δε θα `πρεπε να σε αφορά.
Γιατί λὲς ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ μὲ ἀφορᾶ; Τὸ ἔχω σκεφτεῖ πολύ, πολλὲς φορές, καὶ μὲ ἐνδιαφέρει ἡ ἄποψή σου.

Γιατί κάθε δημιουργός πρέπει να ενδιαφέρεται μόνο για το έργο του. Όλα τ᾽ άλλα είναι αστεία.
Καὶ τὸ ἔργο τοῦ κάθε δημιουργοῦ τί εἶναι ἀκριβῶς; Τὸ ἔργο δὲν ὑπάρχει ὡς κάτι ἐν κενῷ. Τὸ ἔργο συμπεριλαμβάνει τὴν πρόσληψή του καὶ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐπιβίωσή του. Καὶ ἐδῶ ὑπάρχουν κάποια ζητήματα: συμφωνῶ μαζί σου ὅτι ὁ δημιουργὸς ἐνδιαφέρεται πρωτίστως γιὰ τὸ ἔργο του, ἀλλὰ πρέπει νὰ δοῦμε τί σημαίνει αὐτό. Καὶ φυσικὰ ἀντιδρῶ καὶ φυσικὰ πικραίνομαι, καὶ δικαίως, γιὰ ὅσα συμβαίνουν στὸν τομέα τῆς πρόσληψης καὶ τῆς ὑποδοχῆς τῶν ποιητικῶν ἔργων. Πάντως, ἂν συγκρίνεις τὶς δικές μου ἀντιδράσεις γιὰ αὐτὸ τὸ θέμα μὲ τὶς ἀντιδράσεις πολλῶν ἄλλων, πολὺ πιὸ εὐνοημένων, θὰ δεῖς ὅτι οἱ δικές μου ἀντιδράσεις εἶναι ἐλάχιστες.

Όλα αυτά που κατηγορείς όμως, οι κλίκες, δε υπήρχαν πάντα στην Ελλάδα;
Αὐτὰ σαφῶς ὑπῆρχαν πάντα, καὶ ὄχι μόνο στὴν Ἑλλάδα. Ξέρεις τί γίνεται αὐτὴ τὴ στιγμή, ὅμως, ποὺ δὲν γινόταν παληότερα; Τώρα, οἱ δυνατότητες ποὺ παρέχονται σὲ ἕναν λογοτέχνη, ἀνεξαρτήτως τῆς ἀξίας ἢ ἀπαξίας τοῦ ἔργου του, νὰ δικτυωθεῖ, νὰ προβληθεῖ καὶ νὰ ἐπιβληθεῖ στὸ λογοτεχνικὸ πεδίο εἶναι πολὺ μεγαλύτερες. Ὅταν ἐκδίδονται, ἂς ποῦμε, μερικὲς ἑκατοντάδες ποιητικὲς συλλογὲς τὸ χρόνο, ἐπὶ χρήμασι κυρίως, σὲ μιὰ χώρα ποὺ εἶναι μικρή, σὲ μιὰ γλώσσα μὲ μικρὴ ἀπήχηση, δηλαδὴ μὲ λίγους ἀναγνῶστες, τὸ πῶς θὰ ἐπιβιώσουν καὶ ποιές θὰ ἐπιβιώσουν ἀπὸ αὐτὲς τὶς συλλογές, ποιές θὰ καταγραφοῦν καὶ θὰ μείνουν στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας, ἔστω ὡς ὑποσημειώσεις, ἔχει νὰ κάνει περισσότερο παρὰ ποτὲ μὲ τὴ δραστηριοποίηση τῶν – ἂς ποῦμε, γενναιόδωρα – δημιουργῶν στὸν χῶρο ποὺ ἐγὼ λίγο καταχρηστικὰ ἀλλὰ μὲ πολλὴ εἰλικρίνεια ἀποκαλῶ «δημόσιες σχέσεις». Ξέρω ἀπὸ δημόσιες σχέσεις, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ χρειάζεται νὰ κάνω στὴ βιοποριστική μου ἐργασία, καὶ τὸ κάνω μὲ ἐπιτυχία. Προφανῶς, τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν κάνω δημόσιες σχέσεις στὴν ποίηση εἶναι μία ἐπιλογή μου, δὲν εἶναι ἀνικανότητα, οὔτε ἀποτυχία, ὅπως κάποιοι ὑποθέτουν. Ὅσο γιὰ τὴν πικρία στὴν ὁποία ἀναφέρθηκες, δὲν ἔχει νὰ κάνει ἀκριβῶς μὲ τὸ «γιατί δὲν μὲ παίζετε κι ἐμένα;». Ὁμολογῶ ὅτι ἡ πικρία ὁπωσδήποτε ἔχει καὶ προσωπικὴ ἔννοια, δηλαδὴ εἶναι καὶ πικρία γιὰ τὴ συστηματικὴ καὶ ἐνσυνείδητη ἀποσιώπηση τὴν ὁποία ὑφίσταται τὸ δικό μου ἔργο στὸ λογοτεχνικὸ πεδίο, ἀλλὰ ἡ ἀπογοήτευση καὶ ἡ ἀηδία μου γιὰ τὴ λειτουργία τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου ἐν γένει εἶναι πολὺ μεγαλύτερη. Καὶ τελικά, δὲν συμφωνῶ μαζί σου, δὲν ἦσαν πάντα ἔτσι τὰ πράγματα. Ἦσαν κάπως καλύτερα ὅταν δὲν ἦταν τόσο εὔκολο νὰ κολακεύσεις, νὰ δικτυωθεῖς, νὰ δημοσιεύσεις καὶ νὰ ἐλέγξεις.

Μέγα ερώτημα: τι θα μείνει; Τι θα μείνει απ` όλο αυτό; Πιάσε για παράδειγμα ένα «διαβάζω» του `80, του `90. Αν δεις τι προβαλλόταν τότε, σήμερα σού είναι σχεδόν άγνωστο.
Καἰ ὅμως, τὸ πάλαι ποτὲ «διαβάζω» ποὺ ἀνέφερες εἶναι καλὸ παράδειγμα τοῦ ἀντιθέτου. Θυμᾶμαι πὼς τὶς δεκαετίες τοῦ ὀγδόντα καὶ τοῦ ἐνενήντα τὸ περιοδικὸ αὐτὸ ἔκανε κατὰ καιροὺς ἀφιερώματα σὲ νέους λογοτέχνες, ὅπου ἀγεληδὸν δημοσιεύονταν συνεντεύξεις νέων δημιουργῶν. Ἔ, λοιπόν, τὸ ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι παραπάνω ἀπὸ τοὺς μισοὺς ἐξ αὐτῶν, λοιπόν, ἔμειναν. Καὶ κάποιοι ἔμειναν ἐπειδὴ ἄξιζε νὰ μείνουν, ἄφησαν ἀποτύπωμα, καὶ μάλιστα πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι ἀκόμη ἐνεργοί.

Άρα έχουμε διαφορετική αίσθηση.
Ἔχουμε σαφῶς διαφορετικὴ αἴσθηση. Σὲ εἴκοσι χρόνια, ὁ ἱστορικὸς τῆς λογοτεχνίας ποὺ θὰ ἐρευνήσει, γιὰ παράδειγμα, τὴ δεκαετία 2010-2020, θὰ ψάξει τὰ περιοδικά, τὰ sites, τὶς ἀνθολογίες, τὶς μεταφράσεις, τὴν κριτικογραφία, ἴσως καὶ ἀρχεῖα ἐκδηλώσεων, ὥστε νὰ ἀποτυπώσει ἐπιστημονικά, νὰ ἀποδελτιώσει μᾶλλον καὶ νὰ καταγράψει τὸ ἀποτύπωμα ποὺ ἄφησε τὸ κάθε ἔργο. Καὶ ὀρθῶς.
Μόνο ποὺ αὐτὸ ποὺ ἰσχύει πιὰ εἶναι ὅτι μπορεῖς πολὺ εὔκολα νὰ πιάσεις πέντε δέκα φίλους καὶ τοὺς πεῖς «γράψε, ρὲ φίλε, δυὸ γραμμὲς γιὰ τὸν τάδε» ἢ «ἂς κάνουμε ἕνα περιοδικὸ ἢ μιὰ ἱστοσελίδα ὅπου νὰ δημοσιεύουμε ἐμεῖς καὶ ἡ παρέα μας τὰ ποιήματά μας καὶ τοὺς διθυράμβους μας ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο». Καὶ αὐτὸ ποὺ κάνεις μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν ὑπηρετεῖ ἁπλῶς τὸν θεμιτὸ γιὰ κάποιους σκοπὸ τῆς προώθησης τῆς δουλειᾶς σου, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ μιὰ συνειδητὴ καὶ ἐμπρόθετη παραποίηση ἱστορικῶν τεκμηρίων, πρόκειται ἐν τέλει γιὰ προμελετημένη παραχάραξη τῆς ἱστορίας τῆς λογοτεχνίας. Ὁμοίως, καὶ αὐτὸ εἶναι ἐξίσου σοβαρό, ἡ εἰκόνα καὶ ἡ εὐρύτερη ἀπήχηση τῆς σύγχρονης νεοελληνικῆς λογοτεχνίας καθορίζεται μὲ ἀντίστοιχους παρεΐστικους, δημοσιοσχετίστικους τρόπους: ἔχω ὑπόψη μου τρεῖς ξενόγλωσσες ἀνθολογίες πολὺ σύγχρονης νεοελληνικῆς ποίησης καὶ παρατηρῶ ὅτι καὶ στὶς τρεῖς περιπτώσεις τὰ μόνα κριτήρια ἐπιλογῆς ποὺ μπορεῖ κανεὶς νὰ διακρίνει ὅτι ἐφαρμόστηκαν εἶναι ἀκριβῶς τὰ παρεΐστικα.

Κριτήρια σαν το πόσους φίλους έχει κάποιος ποιητής στο facebook;
Ἀπολύτως! Ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ποιοί ποιητὲς εἶναι φίλοι τοῦ ἀνθολόγου ἢ τοῦ ἐπιμελητῆ, εἴτε στὸ facebook εἴτε στὴν κανονικὴ ζωή (ἂν καὶ θεωρῶ καὶ τὸ facebook ἐξίσου κανονικὴ ζωὴ πιά). Ἡ πικρία ποὺ λέγαμε, λοιπόν, δὲν εἶναι πικρία τοῦ τύπου «γιατί δὲν μὲ παίζετε;». Ἐσὺ τοὐλάχιστον γνωρίζεις ὅτι προσωπικὰ ὅταν προσπαθοῦν νὰ μὲ παίξουν ἀπαντῶ κατὰ κανόνα «δὲν παίζω». Παληότερα, μέχρι πρὶν δύο χρόνια νομίζω, δεχόμουν κατὰ καιρὸς κρούσεις: «Κάνουμε μιὰ ἐκδήλωση καὶ θὰ διαβάσουμε ποιήματά μας γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς μπριζόλας. Θὰ ἔρθεις;» «Ὄχι!» «Κάνουμε μιὰ ἐκδήλωση νέων λογοτεχνῶν στὸ Μουσεῖο Ἀργαλειοῦ. Θὰ ἔρθεις;» «Ὄχι, ἐγὼ εἶμαι μεσόκοπος.» «Θὰ κάνουμε ἐκδήλωση στὸ Ἵδρυμα Πολιτισμοῦ ἡ Ὡραία Εὐρώπη γιὰ τὸ ἔργο μιᾶς ἀδικοχαμένης ποιήτριας ποὺ ξέρουμε ὅτι ἀγαπᾶς πολύ, θὰ ἔρθεις;» «Ὄχι, διότι πράγματι τὴν ἀγαπῶ πολύ.» Ἔ, μετὰ ἀπὸ λίγο, σταματᾶνε μοιραῖα αὐτὲς οἱ προσκλήσεις. Ἀλλὰ δεδομένων ὅλων αὐτῶν, μοῦ φαίνεται κάπως κωμικὸ νὰ βγαίνει κόσμος καὶ νὰ λέει ὅτι βγάζω πικρία ἐπειδὴ δὲν μὲ παίζουν. Δὲν θέλω νὰ μὲ παίξουν, θέλω ὅμως νὰ ἀξιολογηθεῖ ἡ δουλειά μου.

Πιστεύεις ότι ασκείται κριτική σήμερα; Υπάρχουν κριτικοί;
Ναί, ὑπάρχουν καὶ ναί, ἀσκεῖται κριτική. Ἀπὸ ἐλάχιστους, ἀλλὰ ἀσκεῖται. Θὰ κατονομάσω, ἂς ποῦμε, τὸν Νίκο Λάζαρη, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐξαιρετικὸς κριτικὸς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔχει καὶ πολλοὺς ἐχθρούς. Ἀκόμη καὶ σὲ μέσα ποὺ δὲν προσφέρονται γιὰ ὀξεῖες κριτικές (καὶ ὅταν λέω «ὀξεῖες» ἀναφέρομαι καὶ στὴ δριμύτητα τῆς κριτικῆς καὶ στὴ δραστικότητα τοῦ λόγου), ὅπως τὸ facebook, βλέπεις ὅτι ὁ Λάζαρης ἔχει τὴν τόλμη νὰ βγαίνει καὶ νὰ λέει «αὐτὸ εἶναι σκουπίδι». Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολὺ εὐγενής, δὲν τὸ λέει μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀλλὰ τὸ λέει, δὲν φοβᾶται, καὶ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπάρχουν στὸ λογοτεχνικὸ πεδίο ἄνθρωποι ποὺ νὰ τὰ λένε αὐτὰ τὰ πράγματα!

Μιας και πήγαμε στο facebook, ας γυρίσουμε λίγο και στο «Έλεος», που έχει ένα πρόβλημα ως προς το facebook.
Δὲν ἔχει ἀτάκες, ἔ;

Ενώ από τα προηγούμενα έργα σου μπορούσε να διαλέξει κάποιος δυο – τρεις στίχους και να τους ποστάρει διαφημίζοντάς τα, αυτό νομίζω ότι πρέπει να το ποστάρει κανείς ολόκληρο!
Μπορεῖς νὰ ποστάρεις μιὰ ἢ μισὴ ἀπὸ τὶς «ὑποσημειώσεις» ποὺ ἔχουν ἔκταση φιλικὴ πρὸς τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης! Κι ἐγὼ αὐτὸ ἔκανα!
Σοβαρὰ τώρα, δὲν πιστεύω στὴν ἀτάκα. Ἀντιθέτως, θεωρῶ ὅτι ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀτάκα εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα δεινὰ τῆς ποίησης ποὺ γράφεται τώρα στὴν Ἑλλάδα καὶ ἴσως νὰ φταίει καὶ τὸ facebook γιὰ αὐτό. Δὲν τὸ θεωρῶ καθόλου ἀδιανόητο ἕνας νέος ποιητὴς νὰ σκέπτεται τί ἀτάκες μπορεῖ νὰ ξεχωρίσουν ἀπὸ ἕνα ποίημα (τρόπος τοῦ λέγειν) ποὺ συνθέτει καὶ νὰ μποῦν στὸ facebook καὶ στὸ instagram. Ἀντίθετα, θεωρῶ πάρα πολὺ πιθανὸ νὰ συμβαίνει κατὰ κόρον αὐτό.

Φαντάζεσαι πως γίνεται εσκεμμένα;
Ναί, ἐκ τοῦ ἀποτελέσματος συμπεραίνω ὅτι ὑπάρχει πολλὴ στιχοπλοκία ἡ ὁποία γίνεται μὲ ἀπόλυτη συνείδηση καὶ μὲ πρόθεση νὰ ἀρέσει σὲ συγκεκριμένα κοινά, ποὺ λένε καὶ στὸ μάρκετινγκ.

Δεν πιστεύω πως κάποιος γράφει σκεπτόμενος ότι αυτό που γράφει μπορεί να αποσπασθεί εύκολα για να αποτελέσει το δόλωμα. Κι από ποιητές προ facebook δε μπορείς ν` αποσπάσεις δυο στίχους και να τους κάνεις ατάκα;
Ἀσφαλῶς, πάντα ὑπῆρχε καλὴ καὶ κακὴ ποίηση. Ἡ ἀτάκα εἶναι μονόχορδη ἢ τὸ πολὺ δίχορδη: ἕνας – δυὸ στίχοι. Μερικὲς φορὲς μπορεῖ ὁ καταληκτήριος στίχος ἑνὸς καλοῦ ποιήματος νὰ συμπυκνώνει κάτι τόσο εὔστοχα ὥστε νὰ γίνει ἀτάκα καὶ νὰ μείνει στὰ wiki quotes! Τὸ πρόβλημα, ὅμως, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλῶ δὲν εἶναι αὐτό, τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἀτακαδόρικη ποίηση, ἡ ποίηση ποὺ χτίζεται πάνω στὴν ἀτάκα. Σὲ ὅλους μας μπορεῖ νὰ συμβεῖ: ἐκεῖ ποὺ περπατᾶς, ἐκεῖ ποὺ μασουλᾶς, σοῦ ἔρχεται μιὰ ἔξυπνη ἢ ἔστω ἐξυπνακίστικη φρασούλα. Ἂν εἶσαι πολὺ φιλόδοξος, ἀνοίγεις τὸ κινητὸ ἢ τὸ σημειωματάριό σου ἐκείνη τὴν ὥρα, γιὰ νὰ μὴν τὴν ξεχάσεις καὶ χάσει ἡ ἀνθρωπότης τὸ σπουδαῖο ποίημα ποὺ θὰ προέκυπτε. Τὸ ποίημα, ὅμως, ποὺ προκύπτει ἔτσι τὶς περισσότερες φορὲς δὲν εἶναι ποίημα, εἶναι ἀνάπτυξη μιᾶς ἀτάκας, ὅπου σημασία ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει μόνο ἡ ἀτάκα, ἡ ὁποία στὴν τελικὴ ἀνάλυση δὲν εἶναι κἂν τόσο ἔξυπνη τὶς περισσότερες φορές. Προσωπικά, διακρίνω σὲ πολλὴ ἀπὸ τὴν πολυδιαφημισμένη ποίηση τῶν τελευταίων ἐτῶν μιὰ ροπὴ πρὸς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀτάκα: τὴν ἐξυπναδούλα, τὸ τάχα πυκνὸ δίστιχο γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο χώνω λίγο παραγέμισμα, λίγη γαρνιτούρα, καὶ σερβίρω ἕνα ποίημα. Τὸ ποίημα ὅμως δὲν ἔχει δομή, δὲν ἔχει ἀνάπτυξη, δὲν ἔχει ἄλλο λόγο ὕπαρξης παρὰ νὰ παραγεμίσει τὴν ἀτάκα. Καὶ αὐτὸ γιὰ μένα εἶναι πρόβλημα, ἀλλὰ γιὰ τὸ facebook, ἂς ποῦμε, εἶναι προσόν, διότι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν ἢ δὲν ἀντέχουν ἢ δὲν θέλουν νὰ διαβάσουν ἕνα ἐκτενέστερο κείμενο. Στὸ facebook τρέχουν γρήγορα σὰν credits σὲ ταινία τὰ κείμενα καθὼς σκρολλάρουμε, καὶ ὅ,τι καταφέρει νὰ πάρει τὸ μάτι μας, αὐτὸ θὰ ἀφήσει τὸ ὅποιο ἀποτύπωμά του στὴν τρικυμία τοῦ κρανίου τῆς ἀνθολόγου ἢ τοῦ ἐπιμελητῆ ποιητικῶν δράσεων!

Με μισή καρδιά σου πρότεινα να κάνουμε τη συνέντευξη γιατί στο παρελθόν μού είχες αρνηθεί – για άλλο μέσο βέβαια. Θες να μιλήσουμε γι`αυτό;
Ἔχω ἀρνηθεῖ συνεντεύξεις, πράγματι. Παληά˙ διότι τώρα ἔχουν μάθει καὶ δὲν μοῦ ζητᾶνε. Γιὰ μένα, βέβαια, ἔχει μεγάλη σημασία ποιός ζητάει τὴ συνέντευξη καὶ ποῦ θὰ τὴν δημοσιεύσει. Ἄν, ἂς ποῦμε, μοῦ ἔλεγες ὅτι θέλεις συνέντευξη γιὰ τὴν Καθημερινὴ ἢ γιὰ τὴν Φωνὴ τῶν Ἀθηνῶν, γιὰ παράδειγμα, θὰ μοῦ σηκωνόταν ἡ τρίχα καὶ θὰ σοῦ ἔλεγα «ὄχι βέβαια». Δὲν εἶμαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπιθυμοῦν ἢ ἐπιδιώκουν νὰ προωθήσουν τὸ ἔργο τους πάσῃ θυσίᾳ. Οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἀφορᾶ ἡ «τέχνη τῆς ποιήσεως» καὶ τίποτε ἄλλο. Μὲ ἐνδιαφέρει πάρα πολὺ καὶ ποῦ βρίσκεσαι καὶ ποιος εἶσαι καὶ τί πολιτικὴ θέση ἔχεις καὶ τί ἰδεολογία σὲ ὁρίζει. Ἔχει σημασία γιὰ μένα ἡ ἰδεολογία τοῦ ἐντύπου ἢ τοῦ site, ἔχει σημασία ἂν σέβεται τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνεργάζεται, ἔχει σημασία ἂν εἰσπράττει δημόσιο χρῆμα, ἀπὸ τὸ ὑπουργεῖο πολιτισμοῦ, ἀπὸ κάποιον δῆμο, ἀπὸ τὴν ἀκαδημία, ἢ τὸ ἵδρυμα Οὐράνη ἢ τὸ ἵδρυμα Πέτρου Χάρη ἢ προσωπικὰ ἀπὸ τὴν Κικὴ Δημουλᾶ! Αὐτὸ ἔχει σημασία, πρῶτον, διότι τὰ λεφτὰ σημαίνουν ἔλεγχο καὶ αὐτὸ τὸ ἔχουμε δεῖ πολλὲς φορὲς στὴν πράξη: θὰ πέσει, ἂς ποῦμε, τηλεφώνημα ἀπὸ τὴν κυρία τάδε ἡ ὁποία ἐπιχορηγεῖ τὸ περιοδικό σου καὶ θὰ σοῦ πεῖ «θέλω νὰ παινέσεις τὸν ἀνηψιό μου ποὺ μόλις ἔβγαλε βιβλίο» ἢ «μὴν ξαναδημοσιεύσεις ποίημα τοῦ δείνα, διότι εἶπε κακὲς κουβέντες γιὰ τὴ βαφτιστήρα μου». Ἀντιλαμβάνεσαι, λοιπόν, ὅτι κάποιος ποὺ βιοπορίζεται ἀπὸ τὰ λεφτὰ ποὺ τοῦ δίνει τὸ κράτος ἢ τὸ ἵδρυμα ἡ Πολιτισμένη Ἑσπερία γιὰ νὰ κάνει τὸν λογοτέχνη ἢ τὸν παράγοντα τῆς λογοτεχνίας δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα οὔτε νὰ δράσει ἀνεξάρτητα, οὔτε νὰ κρίνει ἀξιολογικά, οὔτε νὰ ἐπιβιώσει ἠθικὰ ἐντὸς τοῦ λογοτεχνικοῦ πεδίου. Δεύτερον, ἔχει σημασία τί, πῶς καὶ ποιός ἐπιχορηγεῖται, διότι μιλᾶμε γιὰ διάθεση δημόσιου χρήματος, καὶ δὲν μπορεῖ αὐτὸ τὸ χρῆμα νὰ διατίθεται ἁπλῶς γιὰ τὴν προώθηση τοῦ ἔργου τῆς ξαδέρφης μου οὔτε γιὰ νὰ διοργανώνονται γελοῖες «δράσεις» ποὺ προωθοῦν τὴν μούρη τῆς θείας μου.

Μήπως όμως κι εμείς στο ΑΣΣΟΔΥΟ, που δεν τα παίρνουμε, είμαστε ένα παρεάκι, μια κλίκα που προβάλλουμε τους φίλους μας κι όποιον μας αρέσει;
Αὐτὸ σοῦ ὁμολογῶ ὅτι πάντα τὸ φοβᾶμαι καὶ πάντα προσπαθῶ νὰ φυλάγομαι ἀπὸ τέτοιες κακοτοπιές, ὄχι πάντα ἐπιτυχῶς. Ἐν προκειμένῳ, ὅμως, ὑπάρχει μιὰ διαφορά. Ἐμεῖς οἱ δύο δὲν γνωριστήκαμε σὲ πάρτυ οὔτε σὲ κοινωνικὴ ἐκδήλωση. Γνωριστήκαμε μέσα ἀπὸ γραπτὰ κείμενα καὶ αὐτὸ εἶναι σοβαρὴ διαφορά. Τὴν ἐκτίμησή μου τὴν κέρδισες μὲ τὰ κείμενά σου, χωρὶς νὰ σὲ ξέρω προσωπικά, καὶ ἐλπίζω ὅτι κι ἐγὼ κέρδισα τὴ δική σου μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Πῶς ἀλλιῶς νὰ γίνει; Διαβάζω, ἀξιολογῶ, μοῦ ἀρέσει κάτι ποὺ γράφει κάποιος. Δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ἐπιδιώξω νὰ τὸν γνωρίσω, μήπως κατηγορηθῶ ὅτι προωθῶ τοὺς φίλους μου; Μὰ ἔγινε φίλος μου ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐκτίμησα τὴ γραφή του! Δὲν βλέπω ἐδῶ κάτι προβληματικό, ἑπομένως.
Αὐτὸ ποὺ εἶναι προβληματικὸ εἶναι τὸ ἑξῆς: γνωρίζεις κάποιον, τὸν γουστάρεις καὶ παρεμπιπτόντως σοῦ λέει, μεταξὺ τυροῦ καὶ ἀχλαδιοῦ, «γράφω καὶ ποιήματα». Κι ἐσύ, πρὶν ἀκόμη τὰ διαβάσεις, ἀποκρίνεσαι «ἔλα ρέ, στεῖλε νὰ σοῦ γράψω καμμιὰ κριτική!» καὶ ἐννοεῖς ὅτι ἑτοιμάζεις ἤδη διθύραμβο.

Τα τελευταία χρόνια ασκείς κι εσύ ο ίδιος κριτική μέσα από το μπλογκ σου. Πώς συμβιβάζονται οι ιδιότητες του ποιητή- δημιουργού και του κριτικού;
Δὲν χρειάζεται νὰ συμβιβάζονται. Θέλω νὰ πῶ, δὲν θεωρῶ ἀπαραίτητο κάποιος ποὺ γράφει καλὰ ποιήματα, ἂς ποῦμε, νὰ μπορεῖ ἢ νὰ θέλει νὰ γράφει ἐπίσης καὶ κείμενα περὶ τῶν ποιημάτων. Ἐγὼ τυχαίνει νὰ γράφω ἐνίοτε καὶ κείμενα περὶ τῆς ποίησης καὶ κείμενα (λίγα) περὶ συγκεκριμένων ποιητικῶν βιβλίων, καὶ ξεκίνησα πράγματι ἕναν νέο ἱστοχῶρο ὅπου νὰ μπορῶ νὰ δημοσιεύω τέτοιου εἴδους κείμενα, τὸ commentsonpoetry.com.
Οἱ κίνδυνοι, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὴν οὐσία τῆς ἐρώτησής σου, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος γράφει καὶ λογοτεχνικὰ κείμενα καὶ θεωρητικὰ ἢ κριτικά, βρίσκονται στὴ διεπαφὴ τῶν κειμενικῶν εἰδῶν καὶ τῶν προθέσεων. Ὁ ἕνας κίνδυνος εἶναι μελετώντας κανεὶς θεωρητικὰ τὴν ποίηση νὰ ἡμιμαθαίνει καὶ νὰ ἐφαρμόζει ὅσα ἡμιέμαθε στὴν δική του ποίηση, εἰς βάρος, προφανῶς τῆς ποιότητας τῆς τελευταίας. Μαθαίνει, ἂς ποῦμε, κανεὶς γιὰ τὸν ἀμερικάνικο νεοφορμαλισμὸ καὶ τσούπ, ἐπιχειρεῖ νὰ ἀναβιώσει τὸν Μαβίλη, πιστεύοντας μάλιστα ὅτι πρωτοπορεῖ, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἔχει οὔτε τὴν τεχνικὴ ἐπάρκεια οὔτε τὴ βιωματικὴ βάση ποὺ ἀπαιτεῖ, λόγου χάρη, ἕνα σονέτο. Ὁ ἄλλος κίνδυνος εἶναι, ἀντιστρόφως, ἀρθρώνοντας θεωρητικὸ ἢ κριτικὸ λόγο γιὰ τὴν ποίηση νὰ χρησιμοποιεῖ κανεὶς ὡς ἄδηλο καὶ ἀσύνειδο πρότυπο τὴ δική του ποίηση καὶ ἑπομένως νὰ ἀξιολογεῖ θετικὰ μόνο ἢ κυρίως τὰ ποιήματα τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὴν ἴδια, ἂς ποῦμε χοντρικά, «σχολὴ» ἢ ἔστω κατεύθυνση μὲ τὰ δικά του καὶ νὰ ἀξιολογεῖ ἀρνητικὰ ποιήματα διαφορετικὰ στὴν προσέγγιση ἢ στὴν πρόθεσή τους ἀπὸ τὰ δικά του.
Ἐπειδὴ τὴν παιδικὴ νόσο τῆς ἐντυπωσιοθηρικῆς ἡμιμάθειας τὴν ἔχω περάσει, στὰ φοιτητικά μου χρόνια, ὁ βασικὸς κίνδυνος ἀπὸ τὸν ὁποῖο προσπαθῶ νὰ φυλαχθῶ εἶναι ὁ δεύτερος. Καὶ πολὺ συνειδητὰ ἀποφεύγω νὰ γράφω κριτικὰ κείμενα γιὰ ποιήματα συγγενικὰ μὲ τὰ δικά μου, ἰδιαίτερα μάλιστα ὅταν ἡ ἄποψή μου γιὰ αὐτὰ εἶναι θετική. Δὲν πιστεύω, στὴν πραγματικότητα, ὅτι ὑπάρχει ἕνας μόνο τρόπος νὰ κάνει κανεὶς ποίηση, ἀλλὰ γνωρίζω ὅτι ἡ σολιπσιστικὴ πλάνη πάντα καραδοκεῖ καὶ φυλάγομαι. Ἐλπίζω νὰ τὰ καταφέρω!

 

Το Ἔλεος του George Le Nonce κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2018 από τις εκδόσεις bibliothèque.
Το έργο του εξωφύλλου είναι του Γιώργου Σαλάτα, στον οποίο ο Le Nonce έχει αφιερώσει όλα του τα βιβλία.