Η αρχική μου επαφή με το ποιητικό έργο του Ανδρέα Αγγελάκη (Πειραιάς 1940-1991) αφορμάται από τον ευπρόσωπα, ανάγλυφα εικονογραφημένο (Γ. Σταθόπουλος) ανθολογικό τόμο του, με τίτλο «Ερωτικό σώμα», που κυκλοφόρησε το 1981 (εκδ. Καστανιώτης).
Τα ποιήματα που «εγκλείονται» στην αυτοανθολόγηση αυτή εξήψαν τον (εκ των υστέρων) ευεξήγητο και δίκαιο αναγνωστικό θαυμασμό μου.
Ο θερμαντικός, λεπταίσθητα διατυπωμένος, μελαγχολικός και ενίοτε λυπημένος ερωτισμός του ποιητή, θεμελιώνει μία ατομική περιοχή με την ιδιόλεκτο του ερωτευμένου, ως πάσχοντος όντος.
Η συνέχεια του αμετάπτωτου ενδιαφέροντός μου για τον Ανδρέα Αγγελάκη, θα γίνει με τους «Εφιάλτες», που εξέδωσε το 1974. Τα ποιήματα αυτής της ολιγοσέλιδης ποιητικής συλλογής απομακρύνονται από την εναρκτική λυρικότατα θολωμένη αγνεία των πρώτων του συλλογών.
Ήδη από το «Πύον» [1973] έχει γίνει ορατή η υφέρπουσα και διάπυρη σεξουαλικότητα του ερωτικά μειονοτικού. Οι επάλληλες ματαιώσεις και διαψεύσεις διογκώνονται, ενώ οι στιγμικές σεξουαλικές πραγματώσεις πληθαίνουν (όπως και σε ολόκληρο το μετέπειτα παραχθέν έργο του Αγγελάκη), συνεμφανιζόμενες με τον αγχωτικό, ασθματικά εξομολογητικό τόνο τού ερωτικά ανορθόδοξου, που προβληματοποιείται από τους φουκωϊκούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς αποκλεισμού, καθιστάμενος εν τέλει κοινωνικά αποβλητέος.

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Τα χέρια δεν λένε ποτέ ψέματα, είτε σφίγγουν
άλλα ροζιασμένα, προσπαθώντας να πούνε κάτι
για τη μοναξιά τους αδέξια,
είτε χαϊδεύουν άγνωστα δάχτυλα στη σκοτεινιά,
άμαθα από τέτοια, όπως των εργατών του Αρίωνα,
πάντα θυμίζουν κάτι.
Έχουν γνωρίσει, βλέπεις, την παγωνιά του αποχαιρετισμού,
τον ιδρώτα της αστυνομικής εφόδου,
τον τρόμο του εκβιασμού,
γι’ αυτό είναι επιεική,
με το παραμικρό δακρύζουν
-κάποτε φίλησαν τις φλέβες τους.
Κι αν πάρουν μια βραδιά το περίστροφο
κι αυτό θα γίνει με μια μετρημένη χειρονομία,
ελάχιστα θεατρική, γεμάτη νοσταλγία,
όπως όταν κλείνουμε τα μάτια μας στον ήλιο
βάζοντας γαλάζια ομπρέλα την παλάμη μας,
όπως δίνουμε όρκο σ’ έναν ξένο
πως θα τον θυμόμαστε για πάντα
κι αύριο δεν μένει τίποτα:
ούτε τα χείλη, ούτε ο ιδρώτας,
ούτε καν το τηλέφωνό του που πετάξαμε…

(Η Μεταφυσική της μιας νύχτας, εκδ. Γνώση 1982).

Ο εύτολμος Αγγελάκης, με θαυμαστή χαρακτηρολογική ρωμαλεότητα και ποιητική ευθυβολία, προξενεί εκτεταμένα ρήγματα στον αστικό, κοινωνικό και παρωπιδικά ηθικιστικό συγχρονικό του βόρβορο.

ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

Για πόσα ονόματα έχω να γράψω,
να δεηθώ για την ψυχή και το χαραμισμένο σώμα τους,
για πόσους άγιους και μαρτύρους της εκκλησίας μας,
για πόσες αδελφές κρυφές με αδυναμία στην ποίηση
και, γενικώς, στις τέχνες,
για πόσους άντρακλες που το ‘λεγε η καρδιά τους.
Ποιος, επιτέλους, θα βρεθεί
να γράψει το μαρτυρολόγιο τούτο,
ποια πένα που θα στάζει αίμα
θα δικαιώσει όλους εκείνους τους ανώνυμους
τις αγιασμένες απ’ τη στέρηση ζωές τους;

( Η Μεταφυσική της μιας νύχτας, εκδ. Γνώση 1982).

Η «Οδός Θρασυβούλου» [1979], η «Μεταφυσική της μιας νύχτας» [1982] καθώς και τα «αποστακτικά» «Ποιήματα του δολοφόνου μου» [1986], συναπαρτίζουν τις αισθητικά δραστικότερες συνόψεις της τραγικότητας του ερωτικού φαινομένου και της ατελεύτητης, αλυσιτελούς αναζήτησης τρυφερότητας σ’ έναν εξαγριωμένο, χρησιμοθηρικό και εμπορευματοποιημένο κόσμο. Η αίσθηση της προσωπικής απερήμωσης και της υπαρξιακής καταπόνησης είναι οφθαλμοφανής.

ΑΓΝΟΙΑ

Εσείς δεν ξέρετε τι ‘ναι να κρατάς ένα κορμί
για μισή ώρα (πολλές φορές και για ένα τέταρτο)
νοικιασμένο ή αφημένο στη μοίρα του,
τι βάρος δυσβάσταχτο που έχει,
τι δύσκολα που αντέχεις το φιλί του.
Συμπυκνώνει ολόκληρη την ιστορία του
σ’ αυτό το μισάωρο,
όσους έχασε, όσα μάταια έλπισε,
το δούναι και λαβείν αυτού του κόσμου,
τι κέρδισε (τι κέρδισε;) αναλωνόμενο.
Είναι στη στάχτη τυλιγμένο.
Πάνω του εμφανή τα δάχτυλα του χρόνου,
γρατζουνιές, παλιές πληγές επουλωμένες,
άλλες πιο φρέσκες που στάζουν πύο κι αίμα,
μνήμες, σάλιο, αλλαγμένα πρόσωπα
ρημαγμένα στην αναζήτησή τους.
Το άγνωστο κορμί, λοιπόν, είναι πιο δύσκολο,
καθόλου αδιάφορο, μην ξεγελιέστε,
γιατί δεν έχει πια τι άλλο να χάσει,
άλλα δεν έχει να του πάρουν.
Γι’ αυτό και παραδίνεται σα να ‘ναι η τελευταία φορά,
με μάτια ερμητικά κλεισμένα,
σε προσφορά ολοκληρωτική χωρίς αναστολές,
χωρίς να περιμένει ανταπόδοση.
Συνοψίζει την τύχη του σ’ ένα τελευταίο φιλί,
σ’ ένα τελευταίο αγκάλιασμα
κι εγκαταλείπεται να το καταβροχθίσουν οι ύαινες.

(Τα ποιήματα του δολοφόνου μου, εκδ. Νεφέλη 1986)

Πλην του ποιητικού, υπάρχει και το αφηγηματικό έργο του Ανδρέα Αγγελάκη με κορυφαίο βιβλίο του τα «Αλησμόνητα σινεμά», που εξεδόθη το 1989. Σ’ αυτό το μοναδικό, τω όντι πολύτιμο βιωματικό του πόνημα, ο Aγγελάκης καταδύεται ευάρεστα στα δυσώνυμα και λαθρόβια πορνό σινεμά του Πειραιώς και των Αθηνών, περιγράφοντας ριγηλώς – ανατριχιαστικά θα έλεγα – την ερεθιστική ανθρωπογεωγραφία που στήνεται ενώπιόν του.
H καταβύθιση στην κουλτούρα των ιδιόμορφων ερωτικών επιλογών, με το παντοειδές ανθρώπινο υλικό και το δραματικό τους χνώτο, συνιστά αναντίρρητα μία από τις σπουδαιότερες, ζώσες επιτεύξεις, που μεταξύ πλείστων άλλων, κομίζει το αφηγηματικό corpus του Αγγελάκη.
Τα ζοφώδη, πολύπαθα, δυσπερίγραπτα κι εν πλείστοις αδιάγνωστα black rooms με τις διάπυρες σαδομαζοχιστικές και ποικιλότροπες άλλες προσηλώσεις των θαμώνων τους, εικονογραφούνται με παροιμιώδη λεπτουργία, όπως φυσικά και η συνακόλουθη αδήριτη, πικρή, πρωινή κατάθλιψη.
Ο Ανδρέας Αγγελάκης ακολουθεί τολμηρότερα και πιο απροσχημάτιστα την ποιητική οδό του επιστήθιου φίλου του- ποιητή Σταύρου Βαβούρη [1925-2008] ο οποίος εν ζωή παραθεωρήθηκε και παραγκωνίστηκε από ανάξιους, ουτιδανούς ομηλίκους του.


ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.