του David M. Peña-Guzmán

.

Ο φιλόσοφος Owen Flanagan έχει επισημάνει πως όταν ο Άμλετ θέτει το ερώτημα που έγινε το ισχυρότερο σε ολάκερη την αγγλική λογοτεχνία, «σκέφτεται, φυσικά, περί αυτοκτονίας». Όταν οι σύγχρονοι ερευνητές σκέφτονται ένα αυτοκτονικό υποκείμενο, για λόγους εξαιρετικά πολύπλοκους προς απαρίθμηση, φέρνουν κατά νου έναν αμλετιανό χαρακτήρα που παλεύει με το ερώτημα αν είναι καλύτερο να ζει κανείς ή να μη ζει. Όταν καλούνται να ορίσουν την αυτοκτονία, συχνά την ορίζουν –ίσως αντλώντας έμπνευση από τον Άμλετ- με όρους μιας σειράς ψυχικών καταστάσεων, ενός εσωτερικού μονολόγου πράγματι, που με κάποιο τρόπο εκφράζει ή αναπαριστά τη συνειδητή πρόθεση του υποκειμένου να πεθάνει. Σύμφωνα με αυτή τη σύγχρονη αντίληψη, όσοι αυτοκτονούν είναι άνθρωποι που –όπως ο Άμλετ- αναλογίζονται το νόημα της καλής ζωής, εξετάζουν τις μελλοντικές προοπτικές τους, συνειδητοποιούν ότι δεν αξίζει να ζουν την παρούσα ζωή, και τότε επιλέγουν συνειδητά «να μη ζει κανείς» – το μονοπάτι που δεν περπάτησε ο Άμλετ.

Αυτή η σύλληψη της αυτοκτονίας ως πράξη εκ προθέσεως φαίνεται αρκετά λογική. Συμπλέει με την κοινή αίσθηση σχετικά με το τί είναι αυτοκτονία και με τί μοιάζει. Και όμως, από φιλοσοφική σκοπιά, είναι πιο σύνθετη απ’ ό,τι νομίζουμε.

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πως ένας διόλου αμελητέος αριθμός αυτοκτονιών –που περιλαμβάνει αυτοκτονίες παρορμητικές, αυτοκτονίες σε νεαρή ηλικία, αυτοκτονίες αλτρουϊστικές και αυτοκτονίες ανθρώπων με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας- δεν φαίνεται να είναι αποτέλεσμα συνειδητής πρόθεσης θανάτου. Ωστόσο, αποτελούν προφανώς αυτοκτονίες. Πως εξηγείται αυτό;

Αυτοκτονία και σκοπός δεν πρέπει να πηγαίνουν χέρι-χέρι. Η πρόθεση να πεθάνει κανείς έχει κυρίαρχο ρόλο σε πολλές αυτοκτονίες, ίσως και στο 99%, αλλά δεν είναι πάντα απαραίτητη προϋπόθεση για αυτοκτονία. Υπάρχουν περιπτώσεις αυτοκτονίας όπου η σχετική πρόθεση δεν εντοπίζεται. Από το 1897 ήδη, ο πατέρας της κοινωνιολογίας Émile Durkheim, αναγνώρισε πως υφίσταται χάσμα μεταξύ αυτοκτονίας και προθετικότητας, και έτσι αρνήθηκε να εδραιώσει τη θεωρία του περί αυτοκτονίας στην έννοια της προθετικότητας. Στο διάσημο βιβλίο του για την αυτοκτονία (Le Suicide), δείχνει αυτό το χάσμα με τα παραδείγματα του στρατιώτη που θυσιάζεται περνώντας στο εχθρικό έδαφος για να σώσει το στρατιωτικό σύνταγμα στο οποίο ανήκει, και της μητέρας που πηδά μπροστά σε ένα κινούμενο φορτηγό για να σώσει το παιδί της. Αυτοί οι χαρακτήρες, λέει ο Durkheim, δεν έχουν κίνητρο την επιθυμία τους να σταματήσουν να ζουν. Δεν είναι στην πρόθεσή τους να πεθάνουν. Ωστόσο, πολλοί θα χαρακτηρίζαμε τους θανάτους αυτούς ως αυτοκτονίες.

Εκτός από το να αγνοούμε το γεγονός πως όλες οι αυτοκτονίες δεν περιλαμβάνουν και τη συνειδητή πρόθεση θανάτου, ένα άλλο πρόβλημα με το να αντικρίζεται η αυτοκτονία αμλετιανά είναι ότι οδηγεί γρήγορα –πάρα πολύ γρήγορα- στο συμπέρασμα ότι μόνο οι άνθρωποι είναι ικανοί να αυτοκτονήσουν. Η ιδέα ενός καθισμένου πάνω σε μια καρέκλα σκύλου, γάτας ή αλόγου, που βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση γύρω από το να ζει κανείς ή να μη ζει, είναι για πολλούς παράλογη – αποτελεί υλικό κωμωδίας, παρωδίας ή επιστημονικής φαντασίας. Αλλά δεν είναι όλες οι αυτοκτονίες ίδιες και ούτε όλα τα αυτοκτονικά όντα είναι απαραίτητο να παραπέμπουν σε κάποια εκδοχή του Άμλετ. Η πρόταση ότι και άλλα ζώα –εκτός από τον άνθρωπο- μπορεί να είναι ικανά να μορφοποιήσουν μια ιδέα αυτοκτονίας, όπως υποστηρίζω σε ένα άρθρο πρόσφατα δημοσιευμένο στο Animal Sentience, δεν είναι τόσο παράλογη όσο οι περισσότεροι άνθρωποι ενδεχομένως πιστεύουν.

Στο εν λόγω άρθρο, με τίτλο «Μπορούν τα μη ανθρώπινα ζώα να αυτοκτονήσουν;», επιχειρηματολογώ πως υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να σταματήσουμε να βλέπουμε την αυτοκτονία ως υψηλής κοπής γνωσιακό χαρακτηριστικό που ανήκει αποκλειστικά στο είδος μας, ώστε να την προσλαμβάνουμε ως ένα συνεχές που διαπερνά μεγάλα τμήματα του ζωικού βασιλείου. Η αυτοκτονία, διατείνομαι, δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινη. Το πρόβλημα, κατά κάποιον τρόπο, είναι ότι χρησιμοποιούμε τον Άμλετ ως μοντέλο αυτοκτονικότητας, κάτι που διαστρεβλώνει την εικόνα του τί είναι αυτοκτονία τόσο για τα ανθρώπινα όσο και τα μη ανθρώπινα ζώα.

Ξεκινώ την κατασκευή της υπόθεσης της αυτοκτονίας ζώων με κοινούς ορισμούς της αυτοκτονίας που αποκλείουν τα μη ανθρώπινα ζώα με το να οροθετούν την αυτοκτονία σύμφωνα με κάποια απαραίτητη συνθήκη που πιθανόν μόνο οι άνθρωποι φέρουν, όπως η υποκειμενικότητα, η ελεύθερη βούληση και η επίγνωση του θανάτου. Πολλοί ερευνητές επιχειρηματολογούν, για παράδειγμα, ότι μόνο ατομικότητες με μια έννοια του εαυτού (μια αίσθηση του «εγώ») είναι ικανά υποκείμενα αυτοκτονίας. Υπάρχουν, ωστόσο, επαρκή επιστημονικά στοιχεία κατά τα οποία μεγάλος αριθμός ζώων έχουν μια αίσθηση του εαυτού. Αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στον καθρέπτη, ξεχωρίζουν τον εαυτό και τον άλλο, και σκέφτονται τη συμπεριφορά τους εν σχέσει με τις πράξεις των άλλων.

Άλλοι υπογραμμίζουν την ελεύθερη βούληση και ότι πρόκειται για κάτι που μόνο οι άνθρωποι κατέχουν. Και όμως, πολλοί σύγχρονοι νευροεπιστήμονες προτείνουν πως η ανθρώπινη ελεύθερη βούληση είναι μια ψευδαίσθηση και οι πράξεις μας είναι τόσο «εξαναγκασμένες» όσο και αυτές των ζώων. Από αυτή την άποψη, τα ζώα μπορεί να μην έχουν ελεύθερη βούληση, αλλά ούτε και εμείς. Αντίστροφα, εάν έχουμε ελεύθερη βούληση χάρη στο γεγονός ότι πράττουμε εκούσια, δεν υπάρχει λόγος να σκεφτόμαστε ότι δεν ισχύει το ίδιο και για άλλα ζώα. Τα μη ανθρώπινα ζώα έχουν προτιμήσεις και κάνουν εκούσιες επιλογές σχετικά με το εάν, πότε και πώς τις επιδιώκουν. Έτσι, εάν έχω ο ίδιος ελεύθερη βούληση, το ίδιο ισχύει και για τη γάτα μου.

Οι φιλόσοφοι, όπως και ο Άμλετ, έλκονται συχνά από το θάνατο, και κάποιοι εξ αυτών πιστεύουν ότι η αυτοκτονία απαιτεί μια σύλληψη της θνησιμότητας, την οποία μόνο οι άνθρωποι έχουν. Αλλά και πάλι η επιστήμη έρχεται σε αντίθεση με τις ετοιμοπαράδοτες πεποιθήσεις μας. Η ηθολογική έρευνα προτείνει πως υπάρχει ένα συνεχές που διατέμνει τα είδη σχετικά με την επίγνωση του θανάτου, αντίθετα από αυτό που τείνουμε να πιστεύουμε. Ταφικές τελετουργίες έχουν παρατηρηθεί σε διάφορα είδη ζώων που περιλαμβάνουν κοράκια, κίσσες, γορίλες ανελεύθερους, κόκκινες αλεπούδες, ελέφαντες και δελφίνια. Περαιτέρω, πολλά ζώα –συμπεριλαμβανομένων κατοικίδιων όπως γάτες, σκύλοι και ζώων αγροκτημάτων όπως άλογα, κουνέλια και πτηνά- έχουν την εμπειρία συναισθημάτων όπως πένθος, μελαγχολία και θλίψη, όταν συγγενείς ή σύντροφοι αποβιώνουν, κάτι που σημαίνει ότι οι επιζώντες κατανοούν τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου.

Τα ζώα μπορεί να μην κάθονται όπως ο Άμλετ να αναρωτηθούν γύρω από την έννοια της ύπαρξης, αλλά έχουν μια ιδέα του θανάτου και, σύμφωνα με μια ερευνητική θέση, είναι ικανά να διακρίνουν τις θανάσιμες από τις μη θανάσιμες συνθήκες.

Έτσι, τα τρία κύρια επιχειρήματα που σιγοντάρουν μια καθαρά ανθρωποκεντρική σύλληψη της αυτοκτονίας –ότι μόνοι οι άνθρωποι έχουν αίσθηση του εαυτού, ελεύθερη βούληση ή επίγνωση του θανάτου- είναι φιλοσοφικά αδύναμα. Ανάλογα με το πώς κανείς επιχειρηματολογεί, είτε περιλαμβάνουν σταθερά περιπτώσεις μη ανθρώπινων ζώων που δεν θέλουν να συμπεριλάβουν, είτε αποκλείουν περιπτώσεις ανθρώπινων αυτοκτονιών που δεν θέλουν να αποκλείσουν (όπως αυτοκτονίες παιδιών, ανθρώπων με γνωσιακές δυσλειτουργίες και ανθρώπων που παλεύουν με εθισμούς ή προβλήματα ψυχικής υγείας).

Μέχρι στιγμής η παραπάνω επιχειρηματολογία αποκλείστηκε με τρόπο καθαρά αρνητικό. Υπάρχουν λόγοι κατάφασης για να σκεφτούμε ότι μη ανθρώπινα ζώα μπορούν να αυτοκτονήσουν; Θεωρώ πως ναι.

Ένα από τα πιο πειστικά επιχειρήματα έρχεται από καλά τεκμηριωμένους γνωσιακούς και συμπεριφορικούς παραλληλισμούς μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων ζώων που σχετίζονται με την αυτοκτονία. Για παράδειγμα, τα ζώα έχουν την εμπειρία πολλών αρνητικών συναισθημάτων και ψυχοπαθολογιών που αναγνωρίζονται ως προπομποί αυτοκτονίας στα ανθρώπινα όντα, όπως κατάθλιψη, μετατραυματικό στρες, αναφροδισία, αδυναμία και χρόνιο άγχος. Ακόμη, επιδεικνύουν αυτοτραυματικές συμπεριφορές –όπως αυτο-ακρωτηριασμός και αυτό-κανιβαλισμός- που θα κρίνονταν ακαριαία αυτοκτονικές εάν εκδηλώνονταν σε ανθρώπινα όντα. Τέτοιες συμπεριφορές είναι πολύ συχνές όταν τα ζώα ζουν απομονωμένα και μακριά από τα άλλα, σε τεχνητά και ηθολογικά αποδυναμωμένα περιβάλλοντα, όπως σε εργαστήρια, ζωολογικούς κήπους και ενυδρεία. Περαιτέρω, υπάρχουν αμέτρητες αποδείξεις προερχόμενες από την εργαστηριακή έρευνα που βασίζεται σε ζώα, οι οποίες δείχνουν ότι οι αναφερόμενοι παραλληλισμοί δεν είναι μόνο γνωσιακοί και συμπεριφορικοί, αλλά και βιοχημικοί.

Επομένως, σύμφωνα με τις βέλτιστες ερευνητικές πρακτικές μας, οδηγούμαστε στη θέαση του γεγονότος ότι τα μη ανθρώπινα ζώα: (i) βιώνουν τις συναισθηματικές και ψυχολογικές συνθήκες που στα ανθρώπινα όντα προκαλούν αυτοκτονία, (ii) επιδεικνύουν συμπεριφορές που στα ανθρώπινα όντα είναι υποδειγματικές αυτοκτονίας, (iii) υποβάλλονται στην ίδια βιοχημική και βιολογική διαδικασία κατά το πέρασμα από το (i) στο (ii). Αυτοί οι παραλληλισμοί ανοίγουν το δρόμο στο να πιστέψουμε σε αναφερθείσες περιπτώσεις αυτοκτονίας ζώων.

Μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις αυτοκτονίας ζώων είναι η ιστορία ενός δελφινιού, με το όνομα Kathy, που πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά Flipper. H Kathy ζούσε τον περισσότερο καιρό μόνη της σε μια δεξαμενή. Σύμφωνα με τον εκπαιδευτή της, έπεσε σε κατάθλιψη και μια μέρα, χωρίς καταφανή λόγο, βούλιαξε στον πάτο της δεξαμενής και αποφάσισε να μην επιπλεύσει ξανά στην επιφάνεια για να αναπνεύσει.

Θα ήταν εύκολο να απορρίψουμε το περιστατικό ως υπόθεση ανθρωπομορφικής προβολής, καθώς η Kathy δεν είναι σαν τον Άμλετ. Και σίγουρα δεν είναι. Αλλά το ίδιο ισχύει και για πολλούς-πολλούς ανθρώπους που αυτοκτονούν και δεν ταιριάζουν στο αμλετιανό αρχέτυπο.

Για να βεβαιωθούμε, χρειάζεται περισσότερη έρευνα σχετικά με τις αυτοκτονίες ζώων, ενώ η ήδη υπάρχουσα έρευνα δείχνει ότι θα πρέπει να προσλαμβάνουμε την αυτοκτονία όχι ως διχοτομία αλλά ως συνεχές, «ένα φυσικό φάσμα που ευρέως περιλαμβάνει ποικίλες δραστηριότητες ζώων οι οποίες (1) είναι ατομικά καθοδηγούμενες και (2) έχουν ως αποτέλεσμα τον σοβαρό τραυματισμό του ζώου ή τον τερματισμό της ζωής του, είτε ξαφνικά είτε σε εκτεταμένο χρονικό διάστημα». Από τη στιγμή που αναγνωρίσουμε ότι οι αυτοκτονικές συμπεριφορές αποτελούν ένα συνεχές, η ιδέα της μη ανθρώπινης αυτοκτονίας αρχίζει να φαίνεται λιγότερο απόμακρη από πριν.

Θα πρέπει να αποσαφηνιστεί πως όταν λέω ότι η αυτοκτονία είναι ένα φάσμα, δεν εννοώ ότι όλα τα είδη αυτοκτονούν με τον ίδιο τρόπο. Η αυτοκτονία αφορά πολλά είδη και πιθανόν εκδηλώνεται διαφορετικά από το ένα είδος στο άλλο. Ορισμένα είδη μπορεί να επιδείξουν απλές αυτοκτονικές συμπεριφορές (όπως ο αυτο-ακρωτηριασμός), όταν βρίσκονται σε κατάσταση δυσφορίας. Άλλα είδη μπορεί να επιδείξουν ηπίως πολύπλοκες αυτοκτονικές συμπεριφορές (όπως το να χτυπούν το κεφάλι τους και άλλες στερεοτυπικές συμπεριφορές), όταν ρημάζουν συναισθηματικά. Άλλα μπορεί να επιδείξουν υπέρ-πολύπλοκες αυτοκτονικές συμπεριφορές (όπως η εκούσια αποφυγή λήψης τροφής), εφόσον έχουν πιο εξελιγμένες γνωσιακές ικανότητες που συνδέονται με το σχεδιασμό και τον έλεγχο. Αυτές οι αυτοκτονίες θα ποικίλουν με διάφορους τρόπους, ωστόσο, όλες οι εκδοχές θα είναι, όπως θα το έθετε ο Durkheim, «ποικιλίες της μίας τάξης».

 


David M. Peña-Guzmán | Assistant Professor in Humanities and Liberal Studies at San Francisco State University |

Πηγή
Μετάφραση για το 1-2: Κ. Θ.