«Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε τους νεκρούς
δείχνει τον τρόπο που διαχειριζόμαστε και τους ζωντανούς»
Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης
Είναι μεγάλος ο αριθμός των ζωντανών που εκδηλώνεται με διάθεση εκδικασμού και -υπόγειο- κομματικό λόγο τις ημέρες αυτές. Τι κι αν αντιδρά έτσι λόγω της μακροχρόνιας χειραγώγησής του στο κομματικό τοπίο ή λόγω της ανάγκης για επιβίωση στο ευρύτερο πελατειακό οικοδόμημα της χώρας, αυτό που αποδεικνύεται είναι η εσαεί χειραγώγηση της σύγχρονης σκέψης κόντρα στην “αθωότητα” του θρήνου.
Μέσα στο μακάβριο πολεμικό τοπίο της ανθρώπινης ανευθυνότητας απέναντι στα ανθρώπινα συμφέροντα, δείχνει όλοι να κατέχουμε τη γνώση δίχως να καταδεχόμαστε τη γνώμη. Κατέχουμε από απόσταση τη γνώση του λάθους κι αντί μετά τις κραυγές να διεκδικούμε τη σιωπή των νεκρών μας, πηδάμε στη φασαρία της υπόδειξης διεκδικώντας έτσι μια θέση στον παράδεισο των ζωντανών. “Εγώ ζω άρα εγώ ξέρω”, φωνάζουν όλοι. Ήμαστε ζωντανοί επειδή κατέχουμε. Εχθρούς, λύσεις, συμφέροντα, γνώση.
Νεκρούς.
Τι κι αν η τεχνογνωσία, η οργάνωση, η υπευθυνότητα, το ορθά σωτήριο παρελθόν έχει παρέλθει πια; Εμείς έχουμε νεκρούς και γνώση. Τι κι αν έχουμε ξεχάσει προ πολλού πως ο θάνατος είναι το μοναδικό πράγμα που ο ζωντανός δεν κατέχει, εμείς κατέχουμε τη γνώση γι’αυτόν και την εκφράζουμε επινοώντας και τις ευκαιρίες.
Τι κι αν έχουμε ξεχάσει προ πολλού πως ο θάνατος
είναι το μοναδικό πράγμα που ο ζωντανός δεν κατέχει,
εμείς κατέχουμε τη γνώση γι’αυτόν
και την εκφράζουμε επινοώντας και τις ευκαιρίες.
Μα που έχει χαθεί τέλος πάντων το διάστημα της σιωπής που θα μας επιτρέψει να μάθουμε από το θάνατο; Πού είναι αυτός ο κενός χώρος χρόνου και λόγου που θα μας καθοδηγήσει μέχρι τις πύλες του Άδη για να παραδώσουμε το νεκρό μας άνθρωπο; Γιατί νοιώθουμε την υποχρέωση να κάνουμε τόση φασαρία, να παράγουμε τόση βαβούρα επιδεικνύοντας τις γνώσεις μας για κάτι τόσο βαθιά άγνωστο;
Η αγνότητα του πιστού, αυτού που τοποθετεί το θάνατο στη δικαιοδοσία ενός Θεού του οποίου το θέλημα τελέσθηκε τη στιγμή και με τον τρόπο που Αυτός -ή Αυτή- θέλησε, μοιάζει να έχει διαγραφεί από την κοινή γνώση και μαζί της και ο ήχος του θρήνου, το μοιρολόι. Μα ναι, έχουμε κάψει και τα μοιρολόγια μας, αυτά τα πολύτιμα διαστήματα έκφρασης του πόνου προς τον παραλογισμό της απώλειας. Την πιο καθαρή μορφή ήχου ή και φασαρία που ακούστηκε ποτέ από λαλιά ανθρώπου.
Φαντάζομαι την πλατεία Συντάγματος γεμάτη μοιρολογίστρες. Φαντάζομαι την εμφύτευση μοιρολογιών σαν σημαδούρες μέσα στα κύματα, σαν κόκκινες Σινδόνες μέσα στα δάση. Ανάμεσα στους οικιακούς σκελετούς και τα αποκαΐδια. Φαντάζομαι μια μαζική έκρηξη θρήνου με μαυροφορεμένους ανθρώπους όπου η μια φωνή θα συμπληρώνει σαν κύμα την επόμενη και τα δάκρυα τους θα βρέχουν την καμένη γη, τις στάχτες των χαμένων φίλων μας, ανοίγοντάς τους με σεβασμό το δρόμο προς την καταφύγια γη.
Κείμενο-Φωτογραφία: Κλεοπάτρα Χαρίτου