Πριν λίγο καιρό, μετέφρασα αυτήν την ιστορία του Τζ. Γκ. Μπάλλαρντ, για την οποία πληροφορήθηκα πρώτη φορά διαβάζοντας τη συνέντευξη του βιβλιοπώλη του Μπολάνιο και στην οποία το πρωταγωνιστικό ζεύγος καταλήγει να μένει από κάποιο λάθος αέναα σε κάποιες πολυτελείς τουριστικές εγκαταστάσεις, τις οποίες ο συγγραφέας περιγράφει ως μια μορφή εγκλεισμού, ως χλιδάτες φυλακές. Προχθές, έπεσα πάνω σε αυτό το άρθρο στο γαλλικό περιοδικό lundimatin, μια καρτ- ποστάλ από μια οικογένεια που εγκλωβίζεται στη Μύκονο και παρατηρεί με ανθρωπολογικό ενδιαφέρον τι γίνεται στο νησί και στοχάζεται πάνω στο σύγχρονο τουρισμό. Προτείνω την παράλληλη ανάγνωσή τους.


 

CARTE POSTALE
(στους συντρόφους του αγώνα)


Ελπίζουμε να είστε όλοι καλά.

Μετά από μήνες αγώνων και συναντήσεων, μπαρκάραμε ινκόγκνιτο σ’ένα από τα πολλά ρεύματα του Κεφαλαίου με κατεύθυνση μια ξένη εστία εξέγερσης. Από το Παρίσι, με κατεύθυνση την Αθήνα πάνω σ’ ένα μεγάλο ιπτάμενο πλοίο low-cost του παγκόσμιου τουριστικού στόλου, με μια σύνδεση στη Μύκονο. Ξαφνικά, μια διακοπή, τεχνικό πρόβλημα, το πλοίο της σύνδεσης δεν θα έρθει, είμαστε κολημένοι για τρεις μέρες στη Μύκονο.

Αποφασίζουμε να εκμεταλλευτούμε το συγκεκριμένο ακούσιο ταξίδι, αυτών των λίγων ημερών σαν οικογένεια για να ξεκουραστούμε. Βρίσκουμε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στο κέντρο της πόλης, με θέα στη θάλασσα, μια φιλόξενη στέγη καλυμμένη με σαρκώδη φυτά, και περνάμε τρεις μέρες να παρατηρούμε την τοπική γεωπολιτική γύρω μας.

Ένας μικρός φυσικός παράδεισος όπου ο ήλιος είναι ζεστός και το νερό διαυγές. Μεγαλοπρεπή, άνυδρα βουνά υψώνονται στο μέσον του Αιγαίου πελάγους (απ’ αυτό το βασιλιά που είχε τη φαεινή ιδέα να πέσει στο νερό). Πολλά μικρά παρεκκλήσια έχουν θέα στον κόλπο, περίλαμπρα, μ’ ετερόκλητα χρώματα. Οι μπλε τρούλοι τους φαίνονται να ξεπροβάλλουν από τη γη, ενώ ένα θεϊκό φως ρέει στο νησί αντανακλώμενο στους λευκούς τοίχους των σπιτιών.

Δεν είναι παρά μια καρτ- ποστάλ, μια εκλεπτυσμένη ψευδαίσθηση. Ωστόσο, εδώ, καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αλλαγή σκηνικού: ένα αίσθημα που νιώθει κανείς από την αλλαγή συνηθειών ή περιβάλλοντος. Συχνά, τα σχετικά συναισθήματα αναφέρονται ως μια βύθιση εντός ενός άγνωστου περιβάλλοντος, διαφορετικού του αρχικού.

Αυτό το συναίσθημα είναι σπάνιο για εμάς που ταξιδεύουμε από μητροπόλεις σε μητροπόλεις, όπου η ζωή είναι ίδια. Φαίνεται πως είναι πολύτιμο, πως πρόκειται για το απόγειο του «ταξιδιού», όλη η δύση τρέχει πίσω του μεταξύ των μηνών του Ιουλίου και του Αυγούστου, βυθιζόμενη όλο και πιο άσεμνα στον υπόλοιπο κόσμο. Ο μαζικός τουρισμός μετακινείται χωρίς ποτέ να φτάνει, αναπαράγοντας την άνεσή του όπου πηγαίνει. Οι τυχοδιώκτες επιτίθενται στους τελευταίους προμαχώνες της δυτικής νεωτερικότητας, βουλιάζουν μανιωδώς στον πάτο του τροπικού δάσους του Αμαζονίου, ανηφορίζουν τα ψηλότερα βουνά, κάνουν ανταποκρίσεις για τις τελευταίες αυτόχθονες φυλές ή για τους λαούς της Αφρικής και ως εκ τούτου, καταστρέφουν τη δυνατότητα καθεαυτή. Ο Levi Strauss δήλωσε το 1955 πως είναι αιχμάλωτος δύο εναλλακτικών : «ενίοτε ενός παλιού ταξιδιώτη, αντιμέτωπου μ’ ένα θαυμάσιο θέαμα, το οποίο μου διαφεύγει ή ακόμη χειρότερα μου εμπνέει χλεύη και αποστροφή, ενίοτε του μοντέρνου τουρίστα που τρέχει πίσω απ’ τ’ απομεινάρια μιας εξαφανισμένης πραγματικότητας.» Η παγκοσμιοποίηση και η δυτική ηγεμονία έχουν καταστήσει την πρώτη εναλλακτική αδύνατη. Μας απομένει μόνο η μελαγχολία μιας αρχαιολογίας του παρόντος ή, όπου βλέπουμε ερείπια στις χώρες καταγωγής τους, αυτά βρίσκονται εκεί για περίεργες και πολλαπλές δραστηριότητες: αυτές της αναψυχής. Εμείς που αγωνιζόμαστε εναντίον αυτής της νεωτερικότητας, αυτής της Δύσης, δεν μπορούμε άλλο «ταξιδεύειν», δεν μπορούμε πια να είμαστε «σε άλλο σκηνικό».

Εκτός και αν… εκτός και αν οραματιζόμαστε «την αλλαγή σκηνικού» από την πολιτική. Μετά από το ταξίδι μας στη Μύκονο, η οποία είναι «το άγνωστο περιβάλλον», τι προκαλεί το αίσθημα; Δεν πρόκειται για ένα ταξίδι σ’ ένα νησί-καρτ-ποστάλ ούτε σ’έναν οποιονδήποτε ελληνικό πολιτισμό, είναι ένα ταξίδι στη μπουρζουαζία που διέγειρε αυτά τα συναισθήματα. Όχι τόσο στη μπουρζουαζία ως κοινωνική τάξη, όσο στη μπουρζουαζία από άποψη του χώρου, μια μπουρζουά ουτοπία, μια φαντασμαγορική περιοχή διαμορφωμένη από την αστική τάξη.

Ο τοπικός πληθυσμός τουρίστες πολυτελείας αποτελείται από μια παγκόσμια αστική ελίτ, από τα μέλη των καπιταλιστικών φυλών που έρχονται από Αμερική, Ασία κι Ευρώπη. Αυτά τ’ άτομα, αν και παρουσιάζουν βιολογικές ιδιαιτερότητες, έχουν όλα ως κοινό στοιχείο το γεγονός ότι είναι προϊόντα κατανάλωσης. Πλάι σε αυτούς τους τυλιγμένους με πλαστικό, με την τελευταία λέξη της μόδας, ανθρώπους,  περνιόμαστε για εξωγήινοι. Μακριά από τη δουλειά τους στην ταξική πάλη στις χώρες καταγωγής τους, καταλήγουν εδώ για περίεργες και πολλαπλές δραστηριότητες: αυτές της αναψυχής. Στα χρόνια του αποικισμού και της ανάπτυξης αυτού του μικρού νησιού, ήξεραν πώς να οικοδομήσουν ένα χώρο κατ’ εικόνα τους και αποκλειστικά για δική τους χρήση.

Η πόλη αποτελείται αποκλειστικά από ιδιωτικούς χώρους, οτιδήποτε κατοικήσιμο αποτελεί εμπόρευμα: καφέ, εστιατόριο, μπαρ, νυχτερινό κέντρο, ξενοδοχείο, ενοικιαζόμενα δωμάτια. Τα όμορφα μικρά σοκάκια αποτελούν ένα πέρασμα ανάμεσα σε χώρους όπως ένα πάρκο ψυχαγωγίας ή ένα εμπορικό κέντρο. Η θάλασσα που εκτείνεται πέρα μακριά αποτελεί ένα πιθανό πανόραμα για τις βεράντες εκτός από ένα συγκεκριμένο τόπο, όπου οι γηγενείς έρχονται για να κάνουν ηλιοθεραπεία σε τεχνητή άμμο. Το βουνό είναι εξολοκλήρου καλυμμένο από δρόμους που οδηγούν σε συγκοινωνιακούς κόμβους.

Πρώτα απ’ όλα, το περιβάλλον είναι safe, υπό έλεγχο, τίποτα απρόσμενο δεν μπορεί να συμβεί. Τα άτομα είναι έτσι μεταξύ ίσων, δεν αναμιγνύονται, δεν υπάρχει (φαινομενικά) καμία σύγκρουση, κανένας ανταγωνισμός. Δεν υπάρχουν αστυνομικοί, είναι το περιβάλλον που παράγει τον έλεγχο. Αυτή η ασφάλεια δε μεταφράζεται σαν στο σπίτι τους από τα όπλα και τις κάμερες, αλλά από ένα υπερφυσικό φως, τους φωτεινούς χώρους πολυτελών υλικών. Μικρά λευκά σπίτια, φωτιζόμενα από ένα λευκό φως. Χώροι από βαμβάκι, όπου η απαλότητα είναι φωτεινή: ανεμιστήρας, κλιματισμός, μαξιλάρια, εξαιρετική καθαριότητα, πρέπει να νιώθουμε παντού καλά. Η λευκή καθαρότητα του τεχνητού φωτός.

Κι έπειτα, φυσικά,  από την άλλη πλευρά του ντεκόρ, η βρώμα, η αδιαφάνεια. Εκεί είναι που εγκαθιδρύσαμε τις γειτονιές μας, όπου νιώσαμε σαν στο σπίτι μας. Όπου το φως είναι η τάξη, η σκιά είν’ ένα καταφύγιο. Στη Μύκονο, η λιγότερο σκοτεινή περιοχή είναι γεμάτη, κατειλημμένη.

Σε μια μικρή πλατεία, μια εκκλησία με τα πόδια στο νερό, μερικά βράχια, ένα σπίτι ερείπιο και 200m² σκοταδιού. Με το που τείνουμε προς αυτήν την όαση του σκότους, ένα σμήνος ξεσπάει από τις δυο πλευρές της πλατείας. Είναι εκεί που βρίσκουμε τους πωλητές ναρκωτικών, ένα ολόκληρο δίκτυο πορνείας, όπου αξιοσέβαστοι γέροι αστοί έρχονται να θωπεύσουν νεαρούς Πακιστανούς άνδρες, διεστραμμένοι γέροι που περιφέρονται γύρω από τα νυχτερινά κέντρα, μερικοί ονειροπόλοι, μετανάστες εργαζόμενοι … κι εμείς. Εδώ είναι επίσης που βρίσκουμε συμμάχους.

Για εμάς, αυτό το ταξίδι στη μπουρζουαζία  ήταν πολύ πιο ανησυχητικό  από τη διαμονή μας στα Εξάρχεια. Η άφιξή μας στο λαβύρινθο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ήταν μια περιπέτεια  χωρίς προηγούμενο, οι πληθυσμοί που συναντιούνται, ενός συγκεκριμένου ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος. Γιατί σας προσκαλούμε να ταξιδέψετε στη μπουρζουαζία;

Πρώτα απ’ όλα, από επιστημονικό πνεύμα, για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτόν τον ιμπεριαλιστικό λαό, συμπεριλαμβανομένων των τρομακτικότερων ηθών του. Προκειμένου να οικοδομήσουμε δεσμούς και συμμαχίες στο κενό από τις σκιές που συνθέτει τους χώρους αυτούς. Αλλά πάνω απ’ όλα για να  συναντήσουμε αυτό το ρομαντισμό του «παλιού ταξιδιώτη», αυτήν την απόλαυση του εξωτισμού, της αλλαγής σκηνικού. Κι έπειτα, η περιπέτεια! Μη βρεθείτε σ’ αυτή τη θέση, να διαταράξετε την πολιτισμένη τάξη του λογικού.

Να ταξιδέψουμε μέσω των ανταγωνισμών και των μυριάδων ψυχο-γεωγραφικών συνόρων τους!

Φιλιά, Σινιέ

Πηγή

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com