Ο Σπηλιωτόπουλος εισάγει με τρόπο εμπεριστατωμένο το θέμα της ναυτοσύνης στην ελληνική ποίηση, όχι μιας οποιασδήποτε ναυτοσύνης, αλλά εκείνης που συντελείται και βιώνεται μέσα σε ένα αυστηρό ελληνικό και ορθόδοξο πλαίσιο. Αναγκαζόμαστε λοιπόν να δημοσιεύσουμε το ποίημά του σε αντιστοίχιση τόσο με την αποκηρυγμένη «Φωνή απ’ τη θάλασσα» του Καβάφη όσο και με το ποίημα «Δέησις» του ίδιου ποιητή για λόγους εκπληκτικής θεματικής συγγένειας. Πρέπει να υποθέσουμε σθεναρά πως ο Καβάφης έχει λάβει στα χέρια του την μοναδική ποιητική συλλογή «Θαλασσινά» του Αντώνιου Σπηλιωτόπουλου, η οποία εκδίδεται το 1887, με προλόγισμα του Γεωργίου Στρατήγη, και προκαλεί μιαν έντονη αίσθηση στην εποχή του. Στη συνέχεια λησμονιέται παντελώς, μα την υπόγεια δουλειά του την έκανε.


 

Ο Θάνατος του Ναύτη

Όταν πεθαίνη ο ναύτης στο γιαλό,
εκεί που αρμενίζει το καράβι,
απ’ το νησί του πέρα το καλό,
ένα κερί κανείς του δεν ανάβει,
σαν χριστιανό, παπάς δεν τον διαβάζει,
κανείς γλυκά, κανείς δεν τον κυττάζει.

Το άψυχο κορμί του με καϋμό
σ’ ένα σακκούλι ράβουνε οι άλλοι,
κι από του δόλιου μόνο το λαιμό
σφιχτά μια πέτρα δένουνε μεγάλη
κ’ η θάλασσα σε λίγο το σκεπάζει…
Κανείς γλυκά, κανείς δεν τον κυττάζει!

Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος

(«Θαλασσινά», 1887
Αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μπουκέτο», στη στήλη «Λησμονημένοι ποιηταί», στις 10 Αυγούστου 1924)

 

σε παραλληλισμό:

 

Φωνή απ’ την θάλασσα
(αποσπάσματα)

[…]

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
και την ευφραίνει.

[…]

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;—
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.

Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα παή
θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.
Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται
πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.

Κ. Π. Καβάφης
(από τα αποκηρυγμένα)

 

Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
Η μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν’ καλοί καιροί —

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.

Κ. Π. Καβάφης
(από τα αναγνωρισμένα)

[Ενισχυτικά, να πούμε πως το ποίημα «Δέησις» ο Καβάφης το γράφει το 1898, εννιά χρόνια μετά την έκδοση των «Θαλασσινών» του Σπηλιωτόπουλου. Ό,τι ο αλεξανδρινός έχει γνώση της συγκεκριμένης συλλογής γίνεται σχεδόν βεβαιότητα από το γεγονός πως η ομοιοκαταληξία μεταξύ των λέξεων ναύτη/ανάφτει απαντάται και στη συλλογή του Σπηλιωτόπουλου (στο ποίημά του «Ο Φάρος» στη σελίδα  12).

Επιστροφή στο αφιέρωμα

Αντώνης Θ. Σπηλιωτόπουλος: ο Ποιητής της Πρώτης Θάλασσας

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.