Τα «Θαλασσινά» του Αντώνη Σπηλιωτόπουλου, η μοναδική ποιητική συλλογή του, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μία στιγμιαία αναλαμπή του ποιητή, και όχι ως ένα σκληρά δουλεμένο πόνημα κάποιου ανθρώπου αφιερωμένου στα γράμματα. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κανείς βλέποντας τις ημερομηνίες συγγραφής που παραδίδει ο ίδιος, στο τέλος κάθε ποιήματος: τα περισσότερα γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1886 ενώ αρκετά από αυτά έχουν χρονική απόσταση μεταξύ τους λίγες μέρες. Και τα ίδια ακόμα δεν κρύβουν πως η δυναμική τους δεν είναι προορισμένη να αναμετρηθεί σθεναρά με την ιστορία της τέχνης. Κι όμως, συνεκδοχικά, η στιγμιαία αυτή αναλαμπή, είναι αρκετά κρίσιμη για την ελληνική ποίηση. Ο Σπηλιωτόπουλος δημιουργεί σε χρόνο ανύποπτο ένα κονσέπτσουαλ βιβλίο ποίησης με επίκεντρο τη θάλασσα, την οποία μεταχειρίζεται είτε ως σύμβολο είτε ως πεπραγμένο. Λόγω της πρωτοπορίας του, ήταν εύλογο το βιβλίο αυτό να ασκήσει επιρροή στους συγχρόνους του, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Ήτανε όμως επίσης εύλογο να μην αντέξει στο χρόνο, γιατί η πρωτοπορία εξατμίζεται σταδιακά μέσα στα νέα ενδεχόμενα που παράγει, και τα οποία τελειοποιούν την αρχική ιδέα. Και η αρχική ιδέα τη συγκεκριμένη στιγμή είναι τα «Θαλασσινά». Το εντοπίσαμε και καταγράφουμε τέσσερις αντιπροσωπευτικές ποιητικές στιγμές που ξεχωρίσαμε μέσα από τον ρομαντισμό ενός πρωτεργάτη.


 

Ο ΦΑΡΟΣ

Μέσα στην κοσμοχαλασιά και στην ανεμοζάλη
Ανάμεσα στα κύματα, που σαν θεριά μουγγρίζουν,
Που αφρισμένα δείχνουνε με λύσσα το κεφάλι
Και στ’ άπειρο τρισκόταδο εδώ κι εκεί ασπρίζουν,
Καράβι καταμέλανο μονάχο αρμενίζει,
Πότε το κρύβει η θάλασσα και πότε ξεχωρίζει.

Στον ουρανό απέραντο απλόνεται σκοτάδι
Και τίποτε περσσότερο δε φαίνεται στο χάος
Καμμιά φορά ο κεραυνός δείχνει σωστό τον άδη
Και λυσσασμέν΄οι άνεμοι παλεύουν αεννάως.
Μέσα σ’ αυτή τη σκοτεινιά σαν ποιος θεός το θάρρος
Να στέλνη με χαμόγελο στους ναυτικούς; Ο Φάρος!

Ενώ θεοί και δαίμονες μαζύ τους κατατρέχουν
Και ουρανός και θάλασσα δίνουν γι’ αυτό το χέρι,
Ενώ μέσα στο πέλαγος ελπίδα μια δεν έχουν,
Αυτός μονάχ’ ανέσπερο στη σκοτεινιά αστέρι,
Το φως του το ουράνιο στα κύματα σκορπίζει
Και με ακτίναις ήμεραις το δρόμο τους φωτίζει.

Στην όψι του οι ναυτικοί τα μάτια τους τεντόνουν,
Σαν να ζητούν ολόκληρο να πιάσουνε το φως του
Και με καρδιόχτυπο κρυφό την κεφαλή στυλόνουν,
Εκεί όπου ακίνητος υψόνετ΄ ο φανός του.
Η κάθε μια ακτίνα του γεμίζει την καρδιά τους,
Ακτίνα, πούνε μοναχή εκεί παρηγοριά τους.

Ω φως του φάρου άγιο, πόσαις φοραίς μονάχο
Εφώτισες στα κύματα ανάμεσα το ναύτη,
Και πόσαις σ’ έρμους ναυαγούς τους έδειξες το βράχο,
Και το καντύλι της ζωής, που στην καρδιά ανάφτει,
Ενώ για πάντα νόμιζαν πως ήτανε σβυμένο,
Μ’ ένα σου σπιθοβόλημα άφηκες αναμμένο!

Σαν πόσαις η ακτίνες σου ν’ αντίκρυσαν ελπίδες
Και πόσα να εγείνανε ονείρατα στο φως σου,
Ονείρατα που μονομιάς να φτερουγίζουν είδες
Μόνος εσύ και μονομιάς να σβύνουνται εμπρός σου!
Μα πόσαις να σου έδωσαν αμέτρηταις ευχούλαις
Με την καρδιά τους η αγναίς των ναυτικών ψυχούλαις.

Φάρε, αστέρι ανθρώπινο, καλλίτερ’ από τ’ άλλα,
Γιατί φωτίζεις κι όποτε το φως αυτά αρνούνται,
Και κάνεις θαύματα εσύ μονάχο πειό μεγάλα,
Που απ’ το φως σου πάντοτε το ήμερο πετιούνται,
Ω Φάρε! ατελείωτο το λάδι σου ας είνε
Και σαν ελπίδ’ ανέσπερος στο ακρογιάλι μείνε.

Στο φως σου το ουράνιο σαν αδελφοί ας τρέχουν
Εκείνοι που της θάλασσας τα κύματ’ αψηφούνε.
Και στην απέραντη νυχτιά εσέ μονάχ’ ας έχουν
Ό,τι σε μέλλον σκοτεινό οι άνθρωποι ζητούνε.
Κι αν γράφη να πνιγούν πολλοί από αυτούς εμπρός σου
Απ’ το σκοτάδι τ’ άπειρο καλλίτερα στο φως σου!

6 Ιουλίου 1886

 

ΛΕΜΒΟΔΡΟΜΙΑ

Κάθε νυχτιά, αγάπη μου, σε βλέπω στ’ όνειρό μου
Μ’ ολόγλυκο χαμόγελο να τρέχης στο πλευρό μου,
Και με χαρά πότε γλυκειά ελπίδα να μου δίνης
Και πότε πάλι μόνη σου την ίδια να τη σβύνης
Άλλαις φοραίς φέρνεις μαζύ ημέραις ξεχασμέναις,
Πούνε χαραίς και δάκρυα και γέλοια φορτωμέναις,
Και με αυταίς την άδολη παρηγορείς καρδιά μου,
Σαν της θωρεί όλαις μαζύ να πέτωνται μπροστά μου,
Κι άλλαις με πέρνεις με λευκά φτερούγια στον αέρα,
Και με αυτά με ξαναπάς στο ακρογιάλι πέρα.

Εκεί και χθες στον ύπνο μου μ’ εφέραν τα φτερά σου.
Κόσμος αμέτρητος, πολύς εβούιζε σιμά σου
Κι αραδιαστός στεκότανε τριγύρω στ’ ακρογιάλι,
Γιατί γεινότανε εκεί λεμβοδρομία πάλι,
Σαν την ημέρα π’ άθελα γνωρίστηκα με σένα.
Κι ενώ τριγύρω μουσικαίς βαρούσαν ολοένα,
Εσύ νεράιδα ελαφρά με έσπρωξες στη μέση
Και της βαρκούλαις μού ‘δειξες από εκεί με χάρι.
– Όποιος να φθάση πειο μπροστά από αυτούς μπορέσει,
Αυτός, μου είπες σιγανά, βραβείο θα με πάρη.

Κατάλαβα τα λόγια σου και με λαχτάρας πόνο
Στο μέτωπο σου άφησα ένα φιλάκι μόνο,
Και με το θάρρος, που αυτό μου έδωκε, εμπήκα
Στην πρώτη βάρκα, που μπροστά στο ακρογιάλι βρήκα.
Ζητώ και γέλοια και φωναίς ως πέρα στο σημείο,
Από αυτό που θα ‘τρεχαν να πάρουν το βραβείο,
Τους νιους όλους συντρόφευσαν στον ενθουσιασμό τους·
Εγώ μονάχα έφευγα με λύπη ανάμεσώ τους,
Κι απ’ όλα αυτά δεν έβλεπα στο ακρογιάλι άλλο,
Παρά εσένα μοναχά στο πλήθος το μεγάλο.

Πέρ’ ανοιχτά στο πέλαγος η βάρκαις μία μία,
Απ’ τη στεριά περίμεναν να ιδούνε τα σημεία,
Κι εγώ με τη βαρκούλα μου στεκώμουν στην αράδα
Και τα σημεία έβλεπα στην κάθε μια ασπράδα.
Κι όταν επρόβαλε λευκή σημαία στ’ ακρογιάλι,
Μέσα στην τόση ταραχή και στην ανεμοζάλη
Με καρδιοχτύπι άρχησα να λάμνω τα κουπιά μου.
Αλλοίμονο! ματώσανε πολύ τα δάκτυλά μου,
Και όμως έμεινα εγώ απ’ όλους τελευταίος
Και νικητής μπροστά, μπροστά, πετούσε άλλος νέος!

Τον κύτταξα, ξεράθηκαν τα χέρια στα κουπιά μου
Και μονομιάς σε σένανε επέταξ’ η ματιά μου.
Μέσα στον κόσμο τον πολύ σε είδα ν’ αγναντεύεις
Και τη θωριά του νικητή με τρόμο να γυρεύης.

Κι αφού εμέ δεν μπόρεσες σ’ αυτή να διακρίνης,
Λειπόθυμη στην αγκαλιά του νικητή να κλίνης,
Σαν άνθος που στο βράχο του το έμμορφο κεφάλι
Γέρνει με πόνο μυστικό στου κύματος τη ζάλη.

15 Ιουλίου 1886

 

Ο ΝΑΥΑΓΟΣ

Βοή κι αντάρα, σκοτεινιά ολόγυρα εχύθη,
Η θάλασσα ταράζεται, φουσκόνει απ΄τα βύθη,
Και κύματα θεόρατα με δύναμι μεγάλη
Μουγγρίζουν, καταποδιαστά κτυπούν το ακρογιάλι.
Απ’ το λιμάνι μακρυά κανείς δεν ξαγναντίζει,
Ούτ΄ ένα πλοίο μοναχά τη θάλασσα να σχίζη,
Και μόνο τα κατάλευκα φτερούγια τους απλόνουν
Οι γλάροι, που φωνάζοντας στους βράχους τους τρυπόνουν
Ή με τρεμούλα πέτονται τριγύρω στο λιμάνι,
Γιατί οπίσω νοιώθουνε πως μπόρα καταφθάνει.

Πέρα στην άκρη του νησού σιμά στο ακρογιάλι
Ερημοκκλήσι ταπεινό, κατάλευκο προβάλλει,
Σε λιμανάκι μυστικό κι απάνεμο περίσσα,
Και δύο, τρία, μοναχά τριγύρω κυπαρίσσα.
Η θύρα του ολημερίς και πάντα ανοιγμένη
Τον Άγιό του φαίνεται πως όλω περιμένει,
Που τρέχει μες στα κύματα τους ναυτικούς να σώση
Και στα καράβια ήσυχη τη θάλασσα ν’ απλώση.
Εκεί αφ’ ου με βαστερά εδέσαν παλαμάρια
Όλ’ οι ψαράδες του νησού την τράττα τους ανάρηα,
Εμαζευτίκαν ήσυχα μες στο ερημοκκλήσι
Όσω που πέρα ο θυμός τη θάλασσα ν’ αφήση.

Το φως θαμπό του καντυλιού, που καίει στην εικόνα,
Φωτίζει ολομόναχο τα πρόσωπά τους μόνα,
Και τρεμοσβύνει στην πνοή τη δυνατή τ’ αγέρα,
Που φέρνει στο ρημόκκλησο η θάλασσ’ από πέρα.
Συμμάζωκτοι και ήσυχοι εκείνοι στη γωνία
Το βογγιτιό της θάλασσας ακούνε μ’ αγωνία
Και την εικόνα όλοι τους του Άγιου θωρούνε,
Ωσάν να κάνουν προσευχή και να παρακαλούνε.

– Τι κακορίζικη νυχτιά και τι ανεμοζάλη!
Ο καπετάνιος σ’ όλους τους ψιθύρισε αγάλι.
Πολλαίς βραδειαίς επέρασα μα σαν κι αυτή καμμία
Ποτέ μου δε θυμήθηκα με τόση τρικυμία,
Παρά μια νύχτα μοναχά με τόσαις αγριάδες
Όπου καράβια χάθηκαν και τράτταις και ψαράδες,
Που κόντεψε κι εμέ σ’ αυτή ο χάρος να με πάρη
Αν δεν ερχότανε γοργή του Άγιου η χάρι.
Ήτανε ήσυχη βραδειά, αγέρας δε φυσούσε,
Και ξέγνοιαστη η βάρκα μου για ψάρεμα τραβούσε
Μέσα σε θάλασσα γυαλί και ήσυχη σαν λάδι.
Εγώ μονάχος έφτιανα σιγά το παραγάδι
Κι ετοίμαζα τα δίκτυα μου να ρίξω εδώ πέρα,
Σαν είδα πως επρόβαλε ο γκάβος και η ξέρα.
Ξάφνου θωρώ τη θάλασσα αγάλι να ζαρόνη
Και μια μαυρίλα φοβερή αλάργα να πλακόνη,
Που είρχετο τη σκοτεινιά ολόγυρα να φέρη.

Σε λίγο δε φαινότανε στον ουρανό αστέρι,
Βοή ακούστηκε με μας σαν άγρια φοβέρα,
Εσήκωσε τα κύματα αγέρας από πέρα,
Οι βράχοι αστενάξανε βαρειά στο κτύπημά τους
Κι η βάρκα μου τρεμούλιαξε στην άγρια θωριά τους.
Του κάκου πήρα τα κουπιά, του κάκου τα τραβούσα,
Κι από το βράχο μακρυά να φύγω προσπαθούσα.
Τα κύματα θεόρατα με έσερναν μαζύ τους,
Κι από το φως, που έβγαζε η άσπρη κορυφή τους,
Το βράχο έβλεπα σιμά το φοβερό με τρόμο,
Κι απελπισμένος μέτραγα της βάρκας μου το δρόμο
Όπου σαν κύμα έτρεχε το βράχο να κτυπήση
Μα τίποτε δεν έκανα γιατ’ είχα παραλύσει
Κι από το φόβο έβλεπα μες στο σκοτάδι μόνο.
Λίγο ακόμη κι έφθασε εσκέφθηκα με πόνο!…
Και να! με μιας εφάνηκε ολόκληρος ο βράχος,
Κρότος ακούσθη δυνατός και έπειτα μονάχος
Ευρέθηκα στα κύματα, και μ’ όλη την ορμή τους
Αρχίνησα να κολυμπώ και πάλευα μαζύ τους.
Μα σε λιμάνι έχασα τη δύναμι, το θάρρος,
Και έννοιωθα στα χέρια μου και στο κορμί μου βάρος,
Τα μάτια μου εθόλωσαν, μ’ εσκέπασε το κύμα,
Κάτω στα βύθη μ’ έσερνε, μ’ ερούφαε το μνήμα,
Ετέλειωσε. Μα έξαφνα μες στον αφρό πετιούμαι
Κι απάνω με το ύστερνο κουράγιο μου κρατιούμαι.
Κι εκεί με μιας αντίκρυσα ολόγλυκη αχτίδα
Στο θολωμένο μάτι μου να στέλνη την ελπίδα.
Ήταν το φως που απ’ εδώ σκορπάει το καντύλι
Και ρίχνει μες στη θάλασσα. Ο Άγιος τώχε στείλει!
Το έννοιωσα κι επέταξα στ’ ολόγλυκο το φως του,
Νοιώθω κουράγιο στην καρδιά και δύναμι εμπρός του,
Με νέο θάρρος άρχισα τα κύματα να σχίζω
Και μ’ ένα δύο απλωταίς την αμμουδιά εγγίζω…

Κι από την άκρη πούσανται τριγύρω μαζεμένοι
Ο καπετάνιος σιγανά στο κόνισμα πηγαίνει,
Λάδι γεμίζει τρέμοντας του Άγιου το καντύλι
Και σ’ άλλους πάλι ναυαγούς το φως του για να στείλη.
Τη θύρα έπειτα με μιας της εκκλησιάς τεντόνει
Πέρα στα κύματα γλυκειαίς ακτίναις για ν’ απλόνη,
Και τέλος με κατάνυξι στον Άγιο γονατίζει
Κι ώρα πολύ στο κόνισμα μονάχος αντικρύζει.
Έξω φουρτούνα φοβερή, τα κύματα βογγούνε,
Μα οι ψαράδες από ‘κει το βογγιτιό ακούνε

3 Σεπτεμβρίου 1886

 

ΠΡΟΣΚΛΗΣΙΣ
Τώ αδελφώ μου

Μη σε φοβίζει η θάλασσα, το κύμα μη φοβάσαι,
Έλα χρυσέ μου αδελφέ, μ’ εμέ να το περάσης,
Απείρακτος μες στη θερμή την αγκαλιά μου θά ‘σαι
Και στη στερηά την ποθητή ογλήγωρα θα φθάσης.

Αν είν’ η θάλασσα πλατειά, απέραντη, μεγάλη,
Αν έχη κύματα βουνά, αν φοβερά μουγγρίζη,
Έχει και κάλλη περισσά μες στην ανεμοζάλη
Και μέσα της τον άπειρο το ναύτη τον αντρίζει.

Ω! τι χαρά τα κύματα να βλέπης στη θωριά σου
Ολόγυρα να τρέχουνε για να σε καταπιούνε,
Και συ να χαίρεσαι μ΄αυτά, στην άφοβη ματιά σου
Να χάνωνται ωσάν καπνός, σαν τον αφρό να σβούνε!

Κ’ εκεί που μόνο θάλασσα και ουρανό κυττάζεις
Ξάφνου να βλέπης τα νησιά μπροστά σου να πετιούνται,
Κι απ’ τη χαρά αμίλητος να μένης, να θαυμάζης,
Και η φουρτούναις μονομιάς σ’ αυτά να λησμονιούνται.

Κι όταν αγέρας μια φορά σε φέρει στο λιμάνι
Κι από τους κόπους τους πολλούς για πάντα ησυχάσεις,
Σαν το ταξείδι θυμηθής, για σένα τούτο φτάνει,
Αν πεις ότι ταξίδευσες χωρίς και να δειλιάσης.

Μη σε φοβίζει η θάλασσα, το κύμα μη φοβάσαι,
Έλα, χρυσέ μου αδελφέ, μ’ εμέ να το περάσης,
Απείρακτος μες στη θερμή την αγκαλιά μου θά ‘σαι
Και στη στερηά την ποθητή ογλήγωρα θα φθάσης.

21 Αυγούστου 1886

 

 

Επιστροφή στο αφιέρωμα

Αντώνης Θ. Σπηλιωτόπουλος: ο Ποιητής της Πρώτης Θάλασσας

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.