«Ντροπή άνθρωποι, ντροπή.

Ντροπή και τίποτ’ άλλο»

 

“Γεννήθηκα στα Ποταμούδια της Καβάλας τον Ιούνιο του 1955 από γονείς εργάτες, σκουπιδιάρης ο πατέρας μου, υπηρέτρια πλουσιόσπιτων η μητέρα μου. Εκεί λοιπόν, στο μικρό Στάλινγκραντ όπως αποκαλούσαν τότε την γειτονιά μου, πρωτόδα το φως του ήλιου”.

«Όπως ο βράχος
αυτός ο στρογγυλός,
ο πλανήτης Γη
στο χάος του κενού,
απρογραμμάτιστα
αυτοπεριστρέφεται και ταξιδεύει,
έτσι και ο Κλαούντιο Εσκομπάρ
συγκάτοικός μου στο κελί 84,
της Δ’ πτέρυγας του Κορυδαλλού,
έβλεπε και άκουγε
στην τηλεόραση,
πως τον σκότωσαν στο Μεντεγίν
της Κολομβίας
επίλεκτες δυνάμεις
της C.I.A. και του F.B.I.!»

“Αφορμή για το κόκκινο παρατσούκλι δόθηκε, όταν οι εκεί καπνεργάτες απεργήσανε για πρώτη φορά πανελλαδικά…Αργότερα ένας από τους πρωτεργάτες της απεργίας, ο Βασίλης Λουλούδης (θείος μου), τότε γενικός γραμματέας της Ε.Π.Ο.Ν. Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, βρέθηκε ακέφαλος μέσα σε ένα βαρέλι…Το κεφάλι του το χρησιμοποιήσανε σαν μπάλα ποδοσφαίρου, πριν το αναρτήσουν σε έναν πάσσαλο στην κεντρική πλατεία Φουάτ της πόλης, οι πανηγυρίζοντες Μάηδες και Χίτες, σημερινοί μεγαλοεπιχειρηματίες της Καβάλας”. [1]


«Σημασία δεν έχει

να ξέρεις τι σου γίνεται.
Σημασία έχει
να ξέρεις ποιος είσαι».

 

Ο Κορνήλιος Λουλούδης, ανήκει στους μη ιλουστρασιόν ποιητές, αφού λόγω της επαναλαμβανόμενης “θητείας” του σε σοφρωνιστικά ιδρύματα, σήκωσε ένα ιδιότροπο στιχουργικό μπαϊράκι, “όποιος πάει ενάντια στο ρεύμα και αρνείται να ενδώσει, να υποταγεί…,να ξεπουλήσει τη συνείδησή του, εγκαταλείπεται” [2], έλεγε.
.

.
Τα ποιήματά του δεν συγκαταλέγονται στα ευπώλητα πονήματα, κάμποσοι δε, συνεχίζουν ακόμη να τον αγνοούν.


«Στο Γολγοθά σαν τον Χριστό/ με το σταυρό στους ώμους,

η μοίρα μου το σφύριξε: Ισόβια με πόνους».

 

Ο Κορνήλιος Λουλούδης είχε γνωρίσει τις φυλακές από πολύ μικρός, -όταν ερχόμενος από την Καβάλα με τους γονείς του, οδηγήθηκε λόγω μικροκλοπών, -εξαιτίας της φτώχειας-, στις φυλακές ανηλίκων της οδού Βουλιαγμένης-, και αργότερα την περίοδο 1967-1974, κατά την διάρκεια της εφτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας.

Από την φυλακή της Βουλιαγμένης, καταθέτει:
«Θα κουβαλάς ισόβια / στα εσωτερικά σου / της μορφής μου / την σκιά, / θα είμαι / η χαρά σου. / Είμαι μέσα σου / βαθειά, / ρίζωμα βαθύ, / θ’ ακούς / επ’ άπειρον / την δική μου μουσική».


Από τον ίδιο τόπο, περιγράφει τον καθημερινό του “γολγοθά”, στο ομώνυμο ποίημα: «Ανοίγω πάλι το κελί, / κλειδώνω την ψυχή μου, / δεν είμαι, δεν υπάρχω πουθενά, / ζω στη φυλακή μου».


Φαντάζεσαι

απίθανες,
αλλόκοτες εικόνες,
την σκέψη σου
ληστέψανε
δαιμόνοι
και δαιμόνες.
Δραπέτευσες
και χάθηκες,
στο πουθενά
πλανιέσαι,
περιπλανώμενη
γυρνάς,
στο τίποτα
τραβιέσαι.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ως έγκλειστος και πάλι, έρχεται σε επαφή με την πρώτη μεταπολιτευτική φουρνιά των φυλακισμένων αναρχικών. Η δολοφονία του φίλου του Μιχάλη Πρέκα από αστυνομικούς το 1987, είναι η αρχή, για να αποκτήσει -η μέχρι τότε ενστικτώδης σχέση του με την πολιτική-, έναν χαρακτήρα περισσότερο συνειδησιακό.


Μια ζωή

στα ναυπηγεία,
μια ζωή
στα ξυλουργεία,
φτιάξε ‘κείνα,
φτιάξε τ’ άλλα,
μεροκάματο
μια στάλα.
Ήρθε καιρός
αλλοιώς
να τους τα πεις,
ήρθε καιρός
την ψυχή τους
να τους πιεις.

 

Ο Λουλούδης μαζί με τα ποιήματα που έγραφε, ζωγράφιζε και διάφορα διακοσμητικά σχέδια. Κατά την δεκαετία του 1980, έβγαζε το χειρόγραφο περιοδικό, “Το κουρδοκέλι”, το οποίο φωτοτυπούσε σε αντίτυπα και μοίραζε στα Εξάρχεια.
.


Το 1988, η ανέχεια τον οδήγησε και πάλι στην φυλακή για επτά χρόνια, αφού επιχείρησε ένοπλη ληστεία σε κέντρο διανομής των Ελληνικών Ταχυδρομείων στον Πειραιά. Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυσή της, υποστήριζε παραθέτοντας Μπρεχτ. Ανένταχτος και αντιδραστικός, ο Λουλούδης “είχε βρει στον αναρχισμό την μόνη κοινωνική θεωρία που δεν τον έβλεπε σαν πολίτη δεύτερης κατηγορίας”.


Από παντού,

μέσα κι έξω, απ’ τους πάντες,
δεν υπάρχει νους,
μας τραβούνε σαν τιράντες.
Τα κόλπα τα’ χουνε αυτοί,
καραφλοί, διεστραμμένοι,
αρχηγοί παραμυθιασμένοι.
Αποφασίζουν και φυλακίζουν,
κυβερνούν και δολοφονούν.
Μαφία ή πολιτική…
Δεν υπάρχει σκέψη
κι ας το αντίθετο
λένε οι “φωστήρες”.
Αυτή υπάρχει στη φυλακή,
στο ψυχιατρείο,
στο περιθώριο.
Αυτή χαρακτηρίστηκε κακούργα.
Κι έτσι βασιλεύει
η Θάλεια η καλτάκα
κι η κουλτουριάρα Θεανώ
αρμέγοντας βυζιά
και χτίζοντας βίλες και νησιά.
Ή σαρανταπεντάρι
ή αποκατάσταση.
Σε πολέμους και δολοφονίες
για συμφέροντα με ραδιουργίες
με τίμημα ήσυχο γαμήσι.
Λυθείτε για να την βρείτε.

 

“Άλλωστε”, συνεχίζει ο Κυρίτσης, “ήταν σκεπτόμενος άνθρωπος και όσο ήταν στην φυλακή έγραφε εκατοντάδες ποιήματα, αρκετά από τα οποία αποτελούσαν σκληρή κριτική για το κοινωνικό σύστημα”.[3]
.

Είκοσι τρία χρόνια. Εφτά μήνες. Ως φαίνεται δεν ήταν αρκετά ως προς την προσωπική μου τιμωρία, για σειρά κακουργηματικών πράξεων, που βεβαίως διέπραξα την χρονική περίοδο 1969-2002, αλλά το ελληνικό κράτος, με μπροστάρη την σπείρα των μακρυχέρηδων δικαστών, με φυλάκισε και με έναν μήνα φυλάκιση, διότι με συνέλαβαν στο αστικό λεωφορείο χωρίς εισιτήριο. Μάλιστα, το 1993, με φυλάκισαν στην φυλακή του Ναυπλίου και λόγω της εθνικής γιορτής της 25ης Μαρτίου, ο τότε υπουργός δικαιοσύνης Κουβελάκης, με χάρισε δώδεκα ημέρες. Η Σέχτα των δικαστών του γηγενούς κράτους, με καταδίκασε συνολικά με διακόσιες πενήντα εννέα δικαστικές αποφάσεις…, με φόρτωσε με εκατόν εξήντα πέντε χρόνια φυλακή». [4]

 



«Σπύρος Κοτρέτσος – Δημήτρης Ρετσινάς

ο ένας πήγε αδιάβαστος, ο άλλος πήγε… ανφάς.
Κώστας Ξυράφης – Μπράουν Τσουμάκ
τον Silver μπαγιάτικο ψωμί,
και τον Νεοζηλανδό… κονσέρβα από σκουμπρί!
(black humor, ε;) Χαθήκανε κάποιοι φίλοι μου
τους φάγανε τα όρνια
για κάποιους κινηματογραφικά
γράψαν σενάρια φανταστικά…
Μιχάλης Πρέκας – Γιάννης Σκανδάλης
of camera o Καπρόλας, έφυγε “αλλιώς” ο Γιάννης,
Ιπποκράτης Εξαρχόπουλος – Σταμάτης Ταγαρούλιας
θύματα εξόντωσης “του έρωτα της Ρούλας…».

 

“Ήταν πάντα με μια εφημερίδα στην κολότσεπη, συνήθως την “Αυγή”, ένα στυλο κι ένα τετράδιο που γραφε ποιήματα και στιχάκια[…]. Δεν ήταν, ο άνθρωπος που μπορούσε να στεριώσει σε μια δουλειά. Σε κάποια φάση δούλευε σαν κλητήρας στο δημαρχείο της γενέτειράς του της Καβάλας, αλλά απολύθηκε όταν βρήκε την ατζέντα του Δημάρχου και γνωστοποίησε το περιεχόμενο της στους πολιτικούς του αντιπάλους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σκάνδαλο. Έκτοτε δεν ξαναδούλεψε, με συνέπεια να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του σε έσχατη ένδεια”. [5]
.

.
“Ο Κορνήλιος Λουλούδης, τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον, ήταν άστεγος και έμενε σε κάποιο ερείπιο στα Εξάρχεια”, καταθέτει ο Φίλιππας Κυρίτσης. “Δεν είχε στον ήλιο μοίρα και έτρωγε από τα συσσίτια του Δήμου Αθηναίων ή από τα περισσεύματα που του έδινε μια γυναίκα από ένα εστιατόριο της περιοχής” [6], αρνούμενος να καταγραφεί επισήμως ως άπορος».

“Παρ’ όλα αυτά, αν και οιονεί άεργος, άπορος, άστεγος κτλ.”, έγραφε τον Νοέμβρη του 2010 ο ίδιος, “εν τούτοις συμπλήρωσα 55 χρόνια ζωής…Το σάλιο μου όμως πικρό, στάζει χολή…Εν τω μέλλοντι και καθ’ οδόν ενδεχομένως περαιτέρω!». [7]

«Αιχμάλωτό μου χελιδόνι
το σκίτσο σου
μου ’φερε μια θύμηση:
Τον ανοιξιάτικο ήλιο.

Αν υπάρχει δύναμη,
ΔΥΝΑΜΗ!
Ανοιξιάτικα ο ήλιος,
χειμωνιάτικα τα ένστικτα.
Έτυχε να ζήσω λίγο…»

Κάποια από τα ποιήματά του, με την φροντίδα του Φίλιππα Κυρίτση και κάποιων λιγοστών φίλων του, συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν σε βιβλίο με τον τίτλο “Το μαύρο κουτί της φυλακής”, το οποίο κυκλοφόρησε το 2013 σε 32 αντίτυπα.

 

Σχέδιο: Θ. Εγγονίδης


«Όποιος αμφιβάλλει

ότι
το κοινωνικό σύνολο,
το κάθε μορφής,
του πλανήτη μας
δεν είναι
μια φυλακή ασφαλείας
αυτός είναι ένα γουρούνι…
Ζούμε έγκλειστοι
σε μια τεράστια φυλακή
με νόμους και αρχές,
με βιτρίνες και στοές,
με λύπες και χαρές,
επιπλέον
υπάρχουν χιλιάδες ηδονές
μα πάντα
με νόμους και αρχές,
με νόμους και αρχές,
με νόμους και αρχές,
με νόμους και αρχές…
Υποφερτά και νόμιμα
του κάθε υπουργού
όπως κάτσει μες στον νου,
του κάθε δημαγωγού
κρεοπώλη του λαού.
Στο κοινωνικό το πειθαρχείο,
πίσω
απ’ την κουρτίνα της ντροπής,
άλμπατρος περιμένουν
κάποτε ν’ αμολυθούν
να πετάξουν,
κάτι πρέπει ν’ αλλάξουν.
Ή προς την εξόντωση
του αντιδραστικού πυρήνα
ή
ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΜΗ ΒΓΑΖΕΙΣ ΛΕΞΗ
Μη θα πέσει, θα καταστραφεί,
θα σπάσει και θ’ ανοίξει,
είδηση θα μας πάρουν…
Τι θες; Αυτό; Εκείνο; Τ’ άλλο;
Πάρτα όλα κι ό,τι θες.
Αλλά σιωπή!
Κυτάω κι απορώ.
Γιατί ενοχλούνε τον λαό;
Η ζωή η ελληνική
είναι ωραία κι όμορφη
με προπό και με μουνί,
με απάτες και λαχεία,
με στρατό κι εκκλησία.
Σαββατόβραδο στη ντισκοτέκ
με ουίσκι και με κέικ
Εγώ, λέει η Τασία,
ψηφίζω δημοκρατία.
Ρωτάνε και τον Νικολιό,
αυτός ψηφίζει κομμουνισμό.
Και χάιλ Χίτλερ
και βίβα Μουσολίνι,
δολοφονήθηκε το καναρίνι.
Άϊντε στα κομμάτια,
θρύψαλα, λαμπάκια.
Δεν ψηφίζω, δεν γνωρίζω,
ζω άλλού, γυρίζω.
Κορμιά Κολώνες Φράγματα
Κλικ φως,
κλικ χαμός,
κλικ φωνή,
κλικ νεκροί.»

 

Στις 16 Αυγούστου του 2014, πριν κλείσει τα εξήντα του χρόνια, ο Κορνήλιος Λουλούδης βρέθηκε νεκρός. Η είδηση του θανάτου του λιτοδίαιτη κι αυτή: “Πέθανε ο άστεγος αναρχικός ποιητής Κορνήλιος Λουλούδης” στην οδό Πατριάρχου Γρηγορίου στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών: «Τετράγωνος ο ουρανός,/όλα κιτρινισμένα,/κόσμε μου σ’ αρπάξανε,/σε κόψαν από μένα, “σε μια άδεια κι έρημη Αθήνα που την προσέχουν τα αδέσποτα και οι Λουλούδηδες». [8]

«Θάνατε
τρέξε πρόλαβε
πάρε την ψυχή μου,
είναι καθημερινός
θάνατος
η ζωή μου».


 

Παραπομπές:
[1]Από τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής “Το μαύρο κουτί της φυλακής”, Αθήνα 2013
[2]Αναφορά στον Λουλούδη από το βιβλίο “Το τρελόχαρτο”, Φίλιππας Κυρίτσης, εκδ. Χάος και κουλτούρα, Αθήνα 1993
[3]Φίλιππας Κυρίτσης, Αναδημοσίευση από athens indymedia
[4]”Εν ολίγοις και συντμήσει”, από τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής “Το μαύρο κουτί της φυλακής”.
[5]Φίλιππας Κυρίτσης, 17/08/2014, Αναδημοσίευση από athens indymedia
[6]Φίλιππας Κυρίτσης, Αναδημοσίευση από athens indymedia
[7]Από τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής “Το μαύρο κουτί της φυλακής”, Αθήνα 2013
[8]Φίλιππας Κυρίτσης, Αναδημοσίευση από την σελίδα του στο Facebook

Πηγές:
-Το μαύρο κουτί της φυλακής, Αθήνα 2013
-Blog kornilios55
-Blog eldiarxeio
-Blog gavrefl
-Εφημερίδα Αυγή, 19/08/2014
-Το τρελόχαρτο, Φ. Κυρίτσης

.

.

Διαβάστε επίσης

«Επιτάφιοι είμαστε! Στολίζουμε το πτώμα»