αΠΟτο περασμένο Δευτερότριτο παίζεται η παράσταση «Κάθε τι μια φορά» στο Chimeres Space του Βοτανικού, Πυθοδώρου 6 – λίγο πίσω από τον Αρχάγγελο. Μέσα από κείμενα του Ρίλκε και του Καζαντζάκη, τέσσερις ηθοποιοί θέτουν επί σκηνής τα ζητήματα της πνευματικότητας, της ελευθερίας και του εφήμερου της ύπαρξης.
Η σκηνοθέτις Άντζελα Δεληχάτσιου μιλά για την παράσταση και εξηγεί γιατί και πώς οδηγήθηκε εκεί.

Eίστε ομάδα, είστε παρέα;
Κάτι ανάμεσα. Επειδή με τρεις από τις κοπέλες έχουμε ξανασυνεργαστεί σε δυο – τρεις δουλειές στο παρελθόν, αρχίζουμε να λειτουργούμε σαν ομάδα αλλά δεν έχουμε κάνει μια συζήτηση για το τι είμαστε ακριβώς. Επειδή όμως δουλεύουμε με έναν τρόπο που ονομάζεται devised theatre ή θέατρο της επινόησης, στα έργα που φτιάχνουμε, και ειδικά σ` αυτό, οι ηθοποιοί είναι συνδημιουργοί. Διάλεξα μια μεγάλη συλλογή κειμένων και κάτσαμε μαζί και τα διαβάσαμε, τα συζητήσαμε, κάναμε μια εξερεύνηση πάνω στο υλικό και μετά μπήκαμε για πρόβα. Οι ηθοποιοί φέρανε δικές τους ιδέες. Κι αφού είχαμε ζυμώσει το υλικό κι είχαμε χτίσει κάποια πράγματα, κάναμε ένα work in progress, καλέσαμε φίλους και γνωστούς και μετά τους ρωτήσαμε «τι σημαίνει αυτό;» «για τι πράγμα θεωρείτε ότι μιλάει αυτό το έργο;». Τώρα πια χτίσαμε το έργο για το γενικό κοινό.

Το θέμα της παράστασης ποιο είναι; Η πνευματικότητα;
Είχα παρατηρήσει στο Ρίλκε και στον Καζαντζάκη ότι έχουν επηρεαστεί από το Βουδισμό – ή κάτι από την ανατολή τουλάχιστον. Μετά, όταν έκανα έρευνα είδα ότι ο Καζαντζάκης θεωρεί ως έναν από τους πνευματικούς του πατέρες το Βούδα και ο Ρίλκε έχει γράψει τρία ποιήματα για το Βούδα!

Εσύ έχεις κάποια σχέση με το βουδισμό;
Έχω περάσει από διάφορα. Έχω κάνει λίγο ζεν διαλογισμό, έχω κάνει όλη τη γκάμα των ειδών γιόγκα.

Πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Σε ένα προάστιο της Βοστώνης, από γονείς Έλληνες, που πήγαν το `70 εκεί για να σπουδάσουν και μείνανε.

Η Ορθοδοξία υπήρχε μες στο σπίτι;
Οι γονείς μου είναι επιστήμονες, είναι άθεοι, όμως επειδή η κοινότητα των Ελλήνων στην Αμερική συναντιέται στην εκκλησία, πηγαίναμε κι εμείς. Ο πατέρας μου όμως, που είναι λίγο πειραχτήρι, μας έλεγε: «Αλλά να θυμάστε ότι Θεός δεν υπάρχει»! Ήμουνα λίγο άθρησκη, λοιπόν, μεγαλώνοντας.

Άθρησκη ή άθεη;
Και τα δύο.

Ένας άθεος μπορεί να έχει πνευματικότητα;
Εγώ πιστεύω πως ναι. Η πνευματικότητα έχει μια πολύ ευρεία γκάμα. Μπορείς να πιστεύεις στο δέντρο, ας πούμε, και αυτό να είναι η πνευματικότητά σου. Εγώ άρχισα να το ψάχνω κάπου στα είκοσί μου, όταν κατάλαβα ότι κάποια πράγματα δε μου πήγαιναν καλά, και δε μπορούσα να βρω λύση με το νου. Κι άρχισα να σκέφτομαι: τι άλλο υπάρχει που θα μπορούσε να με βοηθήσει κάπως; Κι έτσι άρχισα να διαβάζω, δοκίμασα το ζεν, το διαλογισμό, κι αυτό που μου άρεσε εκεί είναι ότι δεν το λέγανε πίστη αλλά πρακτική. Κι έβλεπα ότι με βοηθούσε πολύ η πρακτική του διαλογισμού. Το ίδιο συνέβη και με τη γιόγκα ύστερα. Δε χρειαζόταν να πιστέψω σε μια φιλοσοφία. Μου λέγαν «κάνε αυτές τις ασκήσεις και ίσως θα ηρεμήσεις, θα μπορέσεις να κάνεις άλλες επιλογές από τις συνηθισμένες». Κάπως έτσι.

Τη φιλοσοφία του Βούδα την έχεις μελετήσει;
Υπήρξαν διάφορες επιρροές σε μένα, μονάχη μου βρήκα το ζεν βουδισμό, και μετά σπούδασα θέατρο σε ένα πανεπιστήμιο, το Naropa University, που βρίσκεται στο Κολοράντο. Εκεί ήρθαν κάποιοι ηθοποιοί και post modern χορευτές και άρχισαν ένα πρόγραμμα. Κάναμε κανονικά θεατρικά μαθήματα, χορό, κίνηση, σ` αυτό το μεταμοντέρνο στυλ, αλλά κάναμε και αυτοσχεδιασμό, που είχε κι αυτή την προσέγγιση, με το διαλογισμό. Με επηρέασε πάρα πολύ αυτό.

 

Ας πούμε για την παράσταση. Μου έκανε εντύπωση που διαλέξατε το πιο χοντροκομμένο έργο του Καζαντζάκη, το Ζορμπά, για να μιλήσετε για πνευματικότητα. Εγώ περίμενα να πάτε στην Ασκητική, στο Συμπόσιο, στην Αναφορά στο Γκρέκο.
Υπήρχαν δυο – τρεις λόγοι που πήγαμε σ` αυτή την κατεύθυνση. Φοβόμασταν λίγο το ότι έχει γίνει κλισέ ο Ζορμπάς, αλλά κάτι που μας άρεσε ήταν ότι βρήκαμε εκεί το κωμικό στοιχείο που δεν υπάρχει στα υπόλοιπα βιβλία που ανέφερες τώρα. Αυτό που μ` αρέσει στο χαρακτήρα του Ζορμπά είναι ότι αν κι έχει αυτό το κωμικό στοιχείο είναι ταυτόχρονα κάτι σαν γκουρού. Αυτό με προσέλκυσε. Κι εγώ παλιά νόμιζα ότι για να είσαι πνευματικός άνθρωπος, πρέπει να είσαι σοβαρός, να φοράς ρόμπες σαν τους μοναχούς. Μετά όμως άρχισα να γνωρίζω κάποια άτομα που ήταν πολύ πειραχτήρια, αλλά αυτό το κάνανε για να σε ξυπνήσουν. Άρα μπορεί με διάφορους τρόπους κάποιος να σε ξυπνήσει, όχι μόνο με τη σοβαρότητα.

Ο Ζορμπάς είναι πιο χωματένιος, πιο υλικός άνθρωπος σε σχέση με τον διανοούμενο, αλλά εσύ επιλέγεις αυτόν να καταδείξεις ως πνευματικό άνθρωπο. Αυτό είναι το ενδιαφέρον.
Αυτό προσπαθούσε να πει κι ο Καζαντζάκης, κατά τη γνώμη μου: ότι ο διανοούμενος βλέπει ότι ο Ζορμπάς είναι πιο πνευματικός από τον ίδιο. Όσο και να `χει διαβάσει αυτός, όσο και να `χει μελετήσει, ο άλλος έχει καταφέρει να ζει έντονα την παρούσα στιγμή, που είναι το ζήτημα πολλών θρησκειών, όπως και του βουδισμού, και να αντιδρά αυθόρμητα και αληθινά αλλά και με συμπόνια, ας πούμε, σ` αυτό που συμβαίνει μπροστά του. Αυτός είναι ο πιο πνευματικός τρόπος να ζεις. Κι ο Ζορμπάς το `χει μάθει αυτό κάπως από μόνος του.

Αυτοδίδακτος λοιπόν.
Αυτοδίδακτος, από το χαρακτήρα του. Για κάποιο λόγο αυτός το κατάφερε.

Βλέποντας την παράσταση, και μη έχοντας μπροστά μου το κείμενο, σκεφτόμουν ότι τα σοβαρά κομμάτια είναι Ρίλκε και τα κωμικά Καζαντζάκης. Κι άκουγα τον κόσμο να γελάει. Το γέλιο βοηθάει το θεατή να βιώσει την παράσταση και να φτάσει στο νόημά της;
Πιστεύω πως ναι. Θέλαμε αυτή την αντίφαση. Υπάρχει μια προδιάθεση ότι για να είναι κάτι πνευματικό πρέπει να είναι σοβαρό, να είναι όμορφο, κι εγώ πιστεύω πως το κωμικό είναι μια αφορμή να μας ξυπνήσει, να αλλάξει τον τρόπο σκέψης μας. Πιστεύω πως και ο Ρίλκε όμως έχει κωμικά στοιχεία, αλλά είναι πιο εγκεφαλικά, π.χ. «Τι θ` απογίνεις Θε μου αν πεθάνω;»

Ο Ρίλκε δεν έχει υποστεί καμία κατάχρηση στην Ελλάδα. Με τον Καζαντζάκη όμως τι συμβαίνει; Όταν ανακοινώσατε σε φίλους και γνωστούς ότι θα κάνετε Καζαντζάκη, πώς το είδαν;
Αρκετοί ενθουσιάστηκαν, αλλά μερικούς τους απωθεί. Καταλαβαίνουν ότι μπορούμε να κάνουμε κάτι μη συνηθισμένο, οπότε αυτό θα τους φέρει και θα έρθουν με ανοιχτό μυαλό, αλλά δεν ξέρω αν τους απωθεί τόσο ώστε να μην έρθουν.

Ο Καζαντζάκης ξεθωριάζει με τον καιρό; Μήπως ήταν τόσο του καιρού του που δε μπορεί να είναι σύγχρονος;
Νομίζω ότι αυτό πάει κατά κύματα. Υπάρχουν εποχές που μπορεί κάποιος να πει «εντάξει, φτάνει με τον Καζαντζάκη, θέλουμε κάτι καινούριο!» και μετά από τριάντα χρόνια ξαναανακαλύπτεται κι έχει κάτι να σου πει. Εγώ, επειδή δε μεγάλωσα εδώ, τον βλέπω με πολύ αθώα ματιά.

Στην εφηβεία σου είχες διαβάσει Καζαντζάκη;
Μόνο το Ζορμπά, μεταφρασμένο στα αγγλικά. Όταν ήρθα στην Ελλάδα, πριν έξι χρόνια, πήγα σε μια βιβλιοθήκη κοντά στο σπίτι μου και τα διάβασα όλα.

Μίλα μου και για τον καινούριο αυτό χώρο που παίζετε.
Είναι ένας καινούριος χώρος που άνοιξαν οι «Χίμαιρες» – πιο πριν ήταν σε μια πολυκατοικία στην Ομόνοια. Όταν άνοιξε ο χώρος, που είναι αρκετά βιομηχανικός, μας άρεσε για να κάνουμε εκεί την παράσταση site specific. Είμαι πολύ ευχαριστημένη με τον τρόπο που τον χρησιμοποιήσαμε. Χωρίς σκηνικά, με ελάχιστα αντικείμενα, με τα στοιχεία που δίνει ο ίδιος ο χώρος και με το φωτισμό που πρόσθεσε ο Βασίλης Κλωτσοτήρας, πετύχαμε αυτό που θέλαμε. Είναι σα να μπαίνεις σε ένα χώρο άδειο και με το που φωτίζεται και μπαινοβγαίνουν αντικείμενα, ο χώρος αυτός να διαμορφώνεται.

Εκτός από το φωτισμό, ατμοσφαιρική είναι και η μουσική της παράστασης.
Επηρεάστηκα πολύ από την εμπειρία μου στην Πολωνία, όπου πήγα να σπουδάσω με μια ομάδα που κάνει σωματικό θέατρο – Song of the Goat Theatre λέγεται. Είναι μια ομάδα από την παράδοση του Γκροτόφσκι και αυτό που με επηρέασε πάρα πολύ είναι η δουλειά τους στη μουσική. Μας είπαν όποιο μουσικό όργανο ξέρουμε να το πάρουμε και να πάμε στην παράσταση. Εγώ έπαιζα στο βιολί απλούς σκοπούς, αλλά ήταν σημαντικό κομμάτι της παράστασης. Με ενδιέφερε το ίδιο να κάνουμε και στην παράστασή μας. Η Νατάσα, που είχε κάποια εμπειρία με την κιθάρα, έπιασε μια αρχαία λύρα κι άρχισε να παίζει. Η Κατερίνα, που δεν είχε παίξει ποτέ βιολί, έμαθε λίγο, κι εμένα μ` αρέσει που παίζει κάπως παράφωνα, είναι σουρεαλιστικό αυτό. Μετά η Έλια, που μπήκε φέτος στην παράσταση, είναι επαγγελματίας μουσικός και παίζει μεταλλόφωνο. Αυτή τα έφερε όλα σε ένα άλλο επίπεδο. Κι η Δήμητρα παίζει τα κουταλάκια. Αυτό μου αρέσει γιατί δημιουργείται ατμόσφαιρα από τους ίδιους τους ηθοποιούς. Θα μπορούσα να έχω επαγγελματίες μουσικούς αλλά αυτοί θα ήταν ξένο σώμα στην παράσταση.

https://www.facebook.com/events/257106208197683/