Να παρακολουθήσει κανείς την παράσταση του Οικονομίδη «Στέλλα κοιμήσου» ισοδυναμεί με εκούσιο αυτοτραυματισμό. Οι φίλοι το έχουν συστήσει, προειδοποιώντας ταυτόχρονα για τη βιαιότητα του έργου. Οπότε, την είχα αποδεχθεί –ως ένα βαθμό- πηγαίνοντας στο θέατρο, έχοντας πάντα στο μυαλό, πως η βία ενός καλλιτεχνήματος, δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Τουλάχιστον στο δικό μου σύμπαν, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο ως εργαλείο αποφυγής της, ως καταγγελία κάποιας ευρέως διαδεδομένης κοινωνικής μόλυνσης. Διαφορετικά, το έργο γίνεται β’ διαλογής σπλάτερ.
Ας θυμίσω όμως τα απαραίτητα εισαγωγικά του έργου. Το «Στέλλα κοιμήσου» συστήθηκε αρχικά ως μετεγγραφή της ξενοπουλικής «Στέλλας Βιολάντη». Σε κείνο το παλιό θεατρικό, ο Ξενόπουλος καυτηρίαζε, όπως στα περισσότερα κείμενά του, τα κοινωνικά κακώς κείμενα της εποχής. Στην Στέλλα, στόχος ήταν η πατριαρχία και ο με πάση θυσία- στην πιο ωμή κυριολεξία- καλλωπισμός της οικογενειακής εικόνας στον κόσμο. Στο έργο του Ξενόπουλου, η Στέλλα πεθαίνει, αλλά τόσο στα μάτια τα δικά της, όσο και σε εκείνα του θεατή, παραμένει νικήτρια. Έχει καταργήσει τα σχέδια του πατέρα της. Ξεκάθαρα ο έρωτας νικά τον καιροσκοπισμό.
Στο «Στέλλα κοιμήσου», η κόρη δεν είναι μια αγνή ερωτοχτυπημένη έφηβη. Είναι μια 30χρονη κοπέλα της εποχής, με προηγούμενους εραστές, αλλά περιέργως, πρώτη φορά ερωτευμένη. Πώς γίνεται αυτό, δεν κατάλαβα. Είναι η σκιά του πατέρα που μαραίνει κάθε σπόρο συναισθήματος; Τότε πώς γίνεται να ξεπεταχτεί αυτός ο αμήχανος σπόρος στην ήδη διεφθαρμένη Στέλλα; Διεφθαρμένη όχι λόγω των πρώην εραστών, εννοείται, αλλά επειδή διαφαίνεται η μέχρι πρότινος συμμετοχή της στα σχέδια του πατέρα της. Δηλαδή, δεν μου γίνεται σαφές πώς ξαφνικά η κυνική έως τώρα και κακομαθημένη κόρη ξυπνάει εξαγνισμένη, αναβαπτισμένη στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ-Έρωτα. Απορεί η ίδια, αλλά απορώ κι εγώ μαζί της. Σίγουρα, ο εραστής-Μάριος, χλιαρός και άνευρος, δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Δεν μιλάμε για τον πρώτο εφηβικό έρωτα που θα μπορούσε να σταθεί στα σεναριακά του πόδια, αλλά για έναν έρωτα πρωτοεμφανιζόμενο σε μια στείρα καρδιά. Θα μου πεις, κάθε φορά που ερωτευόμαστε, σαν πρώτη φορά μας φαίνεται, αλλά αυτή είναι μια συμβιβαστική προσωπική παραδοχή, όχι κάτι που αναδύεται στην παράσταση. Ούτε η παρουσία, ούτε η ερμηνεία της Κολλιοπούλου προσθέτουν το απαιτούμενο βάρος στην ηρωίδα του Οικονομίδη. Ο έρωτάς της πιο πολύ μοιάζει με πείσμα παρά με φωτιά. Μάλιστα ένα πείσμα, που στην πρώτη επίθεση του πατέρα-τυράννου συρρικνώνεται πανικόβλητο. Μου έλειψε το λαμπάδιασμα. Αυτό που θα οδηγούσε το έργο στην κάθαρση. Αυτό που θα εκτόξευε την Στέλλα απέναντι στην τρομακτική φιγούρα του πατέρα της.
Ο πατέρας από την άλλη, ο Γερακάρης, είναι πιο κοντά στον Βιολάντη και σίγουρα, είναι ένας εξωφρενικός μεν χαρακτήρας, πολύ πιο πειστικός όμως, πιο ολοκληρωμένος σε σχέση με εκείνον της κόρης. Νεόπλουτος που επιζητά κοινωνική καταξίωση όπως και ο Βιολάντης, αλλά όχι ένας συνηθισμένος έμπορος. Είναι ξεκάθαρα μαφιόζος. Ένας υποκοσμιακός τύπος που έχει ευνουχίσει όλη την οικογένεια. Παιδιά, σύζυγος, αδερφή, γαμπρός ζουν υπό το καθεστώς του απόλυτου τρόμου. Η παραμικρή παρέκκλιση οδηγεί στην εξόντωση του παραβάτη. Και είναι όλοι, πλήρως ή μερικώς εξοντωμένοι. Όπως ξεψυχισμένος είναι κι ο έρωτας της Στέλλας. Ο πατέρας-Γερακάρης επιζητά την κοινωνική άνοδο, όπως ο Βιολάντης. Κι εδώ είναι ένα δεύτερο, μη πειστικό σημείο του έργου. Οι ναρκέμποροι σήμερα δεν περιμένουν να παντρέψουν την κόρη με γιους υπουργών για να ξεπλυθούν και να ελέγξουν την πολιτική σκηνή. Εξαγοράζουν ΜΜΕ, επιβάλλονται μέσω της προπαγάνδας, εκμαυλίζουν και στρατολογούν πρώην καθαρές φωνές, μπαίνουν στα σπίτια και μας κουνάνε το δάχτυλο.
Ωστόσο, είναι τόσο το ερμηνευτικό βάρος του Σταμουλακάτου, τόσο σαρωτική η παρουσία του ώστε από τη μία να καλύπτει κάθε σεναριακό κενό του χαρακτήρα που υποδύεται, από την άλλη να μετατοπίζει το κέντρο βάρους της παράστασης από την Στέλλα στον Γερακάρη. Κι έτσι, ενώ από τη μία, ο χαρακτήρας του πατέρα σκάβει γερά θεμέλια, αφήνεται η πρωταγωνίστρια ανερμάτιστη. Η ανισορροπία που δημιουργείται, είναι ενοχλητική. Απέναντι στον Σταμουλακάτο θα ισορροπούσε μια άλλη Στέλλα. Εκείνη της Μελίνας Μερκούρη ίσως. Όχι μόνο ως παρουσία και φλόγα στα μάτια, αλλά και ως αντίθεση της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, απέναντι στη -με πάση θυσία- κοινωνική ανέλιξη. Βέβαια, μια τέτοια Στέλλα, δεν θα έφτανε ποτέ τα 30 στην οικογένεια Γερακάρη. Παραμένει λοιπόν, η συγκεκριμένη μετεγγραφή, κουτσή στα μάτια μου. Αλλά πάλι, αν ο Γερακάρης ταυτιστεί με τη διαφθορά της εξουσίας και τα παιδιά του με τους νέους της γενιάς μας, καλαμπουράκηδες, άνευρους, έτοιμους να παραδοθούν, τότε η κατά Οικονομίδη καταγγελία αποκτά μια άλλη διάσταση. Αλλά αν η εξουσία προσομοιάζει στον Γερακάρη, δεν είναι όλοι οι νέοι σαν τα παιδιά του.
Στα δικά μου μάτια, το «Στέλλα κοιμήσου» μισοκαταφέρνει να δικαιολογήσει την ύπαρξή του ως καταγγελία της βίας. Και λέω μισό, γιατί το ένα σκέλος, αυτό της τυραννικής επιβολής, το ‘χει και με το παραπάνω. Από την άλλη, η κάθαρση παραμένει σε εκκρεμότητα. Βγαίνοντας όμως από το θέατρο, το έργο με έχει χαράξει. Έχει διεισδύσει στις πληγές και καίει. Με αναγκάζει να το φέρω ξανά και ξανά στο νου. Είναι κι αυτό μια επιτυχία.