Στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, ο Ούγκο Τσάβες ανήγγειλε ένα πρόγραμμα βάσει του οποίου 1.000.000 αντίτυπα του Δον Κιχώτη θα μοιράζονταν δωρεάν στον λαό της χώρας. Κίνηση άκρως συμβολική η οποία εντάσσεται μέσα στα αναμενόμενες προσδοκίες του τι σημαίνει Δον Κιχώτης στα πλαίσια της εποχής μας. Τετρακόσια σχεδόν χρόνια από την έκδοση του έργου, ο ήρωας του Θερβάντες είναι από τις λίγες περιπτώσεις λογοτεχνικών προσώπων που πέτυχαν να γίνουν παγκόσμια αναφορά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά με το πέρασμα των αιώνων το όνομά του μετατράπηκε σε λήμμα μια συγκεκριμένης συμπεριφοράς, κατά αντιστοιχία του Οιδίποδα και του Άμλετ. Π.χ. το λεξικό Merriam-Webster καταγράφει το επίθετο quixotic με τον εξής ορισμό:

  • 1. Foolishly impractical especially in the pursuit of ideals, especially: marked by rash lofty romantic ideas or extravagantly chivalrous action.
  • 2. Capricious, Unpredictable

Προφανώς η λημματογράφηση ενός όρου δεν λογίζεται και ως περάτωση του νοήματός του, ωστόσο είναι μια πολύ ισχυρή ένδειξη παγίωσης κάποιων ορίων για το μέχρι ποιου σημείου μια λέξη παραμένει εντός των πιθανών εκδοχών τους νοήματός της και πότε αλλάζει και γίνεται άλλη λέξη. Με βάση τα παραπάνω, βλέποντας κάποιος τη νέα παραγωγή του Rēs Ratio Network σε σκηνοθεσία της Έφης Μπίρμπα, με πρωταγωνιστή τον Άρη Σερβετάλη, στο τέλος αναρωτιέται κατά πόσο ήταν απαραίτητη η επιγραφή «Δον Κιχώτης, Βιβλίο 2ο, Κεφ. 23ο» στη μαρκίζα του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά. Γιατί αυτό που είδαμε επί σκηνής λίγη μόνο σχέση είχε με τον συμπαθή ήρωα του Θερβάντες. Και μόνο από τη λημματογράφηση του επίθετου είναι εμφανής η «διπλή» ταυτότητα του Δον Κιχώτη. Ένας ρομαντικός εξιδανικευμένος ήρωας ή ένας τρελός ή και τα δύο. Πάνω λοιπόν σε αυτή την ταλάντευση τρελός/ήρωας έρχεται να «παίξει» η παράσταση προτείνοντας μια τρίτη λειτουργία του ιππότη, ως του δια Χριστόν σαλού. Ας δούμε όμως κατά πόσο αυτή η πρόταση αντλείται μέσα από μια παραγωγική ανάγνωση του δονκιχωτικού μύθου ή αφορά κάτι τελείως διαφορετικό.

Στο κεφάλαιο στο οποίο βασίζεται παράσταση, ο Δον Κιχώτης κατεβαίνει με ένα σχοινί σε μια σπηλιά όπου και αποκοιμιέται. Όταν όμως μετά από μία ώρα τον τραβούν στην επιφάνεια διηγείται τα όσα περιπετειώδη έζησε εκεί κάτω. Θαύμασε ένα γυάλινο κάστρο, είδε την αγαπημένη του Δουλτσινέα να παίζει με άλλες γυναίκες, γνώρισε τον Μοντεσίνο ο οποίος έγινε κάτι σαν οδηγός του και ο οποίος τον ενημέρωσε πως οι κάτοικοι αυτής της σπηλιάς είναι όλοι τους «μαγεμένοι» από έναν κακό μάγο. Το κεφάλαιο είναι κρίσιμο για την εξέλιξη του χαρακτήρα του Δον Κιχώτη γιατί αυτή τη φορά γεμίζει το κενό με τη φαντασία του αντί απλώς να διαστρέφει την πραγματικότητα. Η Μπίρμπα λοιπόν αναμοχλεύει στοιχεία του κεφαλαίου όπως η κατάβαση, το παιχνίδι κτλ., τα εμποτίζει με μια θρησκευτική πνευματικότητα και κατευθύνει -σε συνεργασία με τους υπόλοιπους συντελεστές- την παράσταση και τον Δον Κιχώτη προς την ψηλάφηση του χριστιανικού πάσχειν του ήρωα, μετατρέποντας τον ιππότη από την Μάντσα σε μια φιγούρα που δεξιώνεται ασκητικά στοιχεία όπως η ταπείνωση, η ησυχία (κανένας ηθοποιός δεν μιλά), και ο σωματικός μόχθος.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως εικαστικά, μουσικά και ερμηνευτικά το έργο είναι όντως η καλύτερη δουλειά της Μπίρμπα και ο Σερβετάλης αξιοποιεί το σώμα του με μια πλαστικότητα που συγκλονίζει. Ακολουθώντας τα μαθήματα των Μέγερχολντ και Γκροτόφκσι όπου το σώμα είναι ο λόγος, όλοι οι ηθοποιοί δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Η πρόκληση του «ρίσκου» σε ορισμένες από τις «χορογραφίες», όπως η τραμπάλα στην άκρη της «πλαγιάς» που δέσποζε στη σκηνή ή το γεφύρωμα από ηθοποιό σε ηθοποιό μια βαριάς σανίδας, λειτουργεί άψογα τόσο στο επίπεδο της θεματικής του παιχνιδιού (που διαποτίζει την παράσταση) όσο και στης φυσικής αγωνίας, του πόνου και της προοπτικής του κινδύνου, γιατί όσα περισσότερα ριψοκινδυνέψεις, τόσα περισσότερα θα κερδίσεις. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν παρασταθεί χωρίς τη δεσπόζουσα αναφορά του Δον Κιχώτη και τότε τα πάντα θα ήταν καλύτερα. Γιατί το κείμενο και ο μύθος του Δον Κιχώτη αντιστέκεται. Τα ιδανικά του ιππότη μας και οι στόχοι του διαφέρουν πολύ από αυτά της «πνευματικής άσκησης». Η πίστη του Δον Κιχώτη πως ό,τι βλέπει είναι πραγματικό, δεν τον βάζει σε ένα μονοπάτι εξύψωσης με τον ίδιο τρόπο που βάζει έναν χριστιανό η πίστη του στο αόρατο. Το «αντικείμενο» της τρέλας είναι ο πραγματικός κόσμος τεθλασμένος σε γκροτέσκες ή ηδονικές διαστάσεις. Η τρέλα της πίστης όμως αφορά την ενατένιση ενός «αγαθού» ξένου προς τη φθαρτότητα του κόσμου μας. Κοινώς ο ιππότης μας ονειρεύεται γυναίκες και κάστρα ως κάτι το θελκτικό ή άξιο φθόνου, τη στιγμή που ο κοσμοκαλόγερος θα το βίωνε ως δοκιμασία του κακού.

Η παράσταση δεν βασίστηκε στον Δον Κιχώτη, αλλά στις προσωπικές αναζητήσεις των συντελεστών που απλά σε αυτή τη συγκυρία έτυχε να συνυπάρξουν με τον ιππότη από τη Μάντσα. Εύκολα στη θέση του θα μπορούσε να ήταν όποιος άλλος ήρωας της λογοτεχνίας όπως ο Διόνυσος.

.
Θα μπορούσε να είχε καταφέρει η παράσταση μια ριζική ανανοηματοδότηση του ισπανικού έργου αν «έπαιζε» με τα εργαλεία που το ίδιο το κείμενο προσφέρει, συστρέφοντας τα, αναδιατάσσοντάς τα, ενεργοποιώντας πλευρές ανενεργές, κάτι δηλαδή που κατάφερε ο ίδιος ο Θερβάντες με το βιβλίο του στο είδος της ιπποτικής λογοτεχνίας. Όμως η Μπίρμπα δεν έκανε κάτι τέτοιο. Η παράσταση δεν βασίστηκε στον Δον Κιχώτη, αλλά στις προσωπικές αναζητήσεις των συντελεστών που απλά σε αυτή τη συγκυρία έτυχε να συνυπάρξουν με τον ιππότη από τη Μάντσα. Εύκολα στη θέση του θα μπορούσε να ήταν όποιος άλλος ήρωας της λογοτεχνίας όπως ο Διόνυσος. Και αυτό είναι το πρόβλημα της παράστασης, καθώς από τη στιγμή που δεν επιτυγχάνει την πειστική μεταστροφή του ομώνυμου πρωταγωνιστή σε κάτι άλλο σε σχέση με την παραδεδομένη υπόσταση, τότε η ισχυρή αναφορά καταπίνει τις προσπάθειες των ερμηνευτών. Εν τέλει, μάλλον το καλύτερο που το δίκτυο Rēs Ratio Network έχει να κάνει στο μέλλον είναι να απεμπλακεί από τη μελέτη κλασικών αναγνωσμάτων και οι συντελεστές να αφιερωθούν στην παραγωγή του δικού τους κειμένου.


Σκηνοθεσία
: Έφη Μπίρμπα Πρωταγωνιστούν: Άρης Σερβετάλης, Αχιλλέας Χαρίσκος, Ιωάννα Τουμπακάρη, Effi Rabsilber, Διογένης Σκαλτσάς, Gema Galiana, Κυριάκος Σαλής Σχεδιασμός φωτισμού: Γιώργος Καρβέλας Φωτογραφίες: Γιώργος Καπλανίδης.