Πριν λίγους μόλις μήνες κυκλοφόρησε η «Οδός Ρόδων», η τέταρτη ποιητική σύνθεση του Γιώργου Πρεβεδουράκη, που όπως και οι δύο προηγούμενες εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη από το Πανοπτικόν του Κώστα Δεσποινιάδη. Ποιητής κι εκδότης δούλεψαν μαζί το βιβλίο, διορθώσεις, σελιδοποίηση, όλα.
«Τον νιώθω πολύ κοντά μου αυτόν τον άνθρωπο, τον νοιάζομαι και τον θαυμάζω. Όλα τα κάνουμε χωρίς πρεμούρα, χειροποίητα και σε πνεύμα αγαστής, που λένε, συνεργασίας. Χώρια που είναι ίσως κι ο μοναδικός εκδότης αυτή τη στιγμή που είναι και διανοούμενος, που έχει τόσο πλούσιο δοκιμιακό έργο. Μου δίνει μια ελευθερία και μια γαλήνη αυτό το λιμάνι που λέγεται Πανοπτικόν. Είδες τι ωραία που λιβανίζω τον εκδότη μου; Είναι κόλπα του σιναφιού αυτά για να πλουτίζουμε από τις πωλήσεις.»

Ήσουν παρών σ` όλη τη φάση της έκδοσης;
Ναι, ήταν μια πολύ όμορφη διαδικασία, όπως και στα προηγούμενα βιβλία, αλλά αυτή είχε μια ιδιαίτερη μαγεία για μένα μιας και οι απαιτήσεις, εκδοτικά μιλώντας, ήταν υψηλότερες.

Ήταν λοιπόν, σα να είδες ένα παιδί να γεννιέται!
Ναι, ένα παιδί που το είχα στην κοιλιά μου για τέσσερα περίπου χρόνια. Βέβαια όλα τα βιβλία από παρόμοια διαδικασία κυοφορίας περνάνε, από την αρχική σύλληψη που συντελείται στο κεφάλι σου μέχρι το βιβλιοδετείο. Εδώ όμως τα πράγματα ήταν πιο ζόρικα. Η μορφοποιημένη αισθητική μορφή του βιβλίου μπορεί να ήταν έτοιμη, αλλά είναι άλλο πράμα να έχεις το κείμενο σε ένα απλό word, και άλλο να το δεις στο πρόγραμμα σελιδοποίησης – μόλις το περάσεις εκεί χάνεται η μπάλα, όλη η διάταξη αλλάζει και φτου από την αρχή. Το δούλεψε ο Δεσποινιάδης με πολύ κόπο και υπομονή, ήμασταν και οι δύο άρρωστοι εκείνη την περίοδο, με σιρόπια, παυσίπονα κ.λπ. Το βράδυ πίναμε και κάνα ήσυχο ουισκάκι, για τα βρογχικά. Βαφτίσαμε και το καινούργιο γραφείο του Κώστα ως «στούντιο-ατελιέ σελιδοποίησης το Πανοπτικόν». Δουλέψαμε τη σελιδοποίηση του βιβλίου μαζί, συνεργατικά, λέξη-λέξη. Εγώ κοίταγα κι έλεγα γνώμες βέβαια, εκείνος εργαζόταν! Μας πήρε μια γεμάτη εβδομάδα αυτό το στάδιο. Χώρια τις τελικές διορθώσεις. Όπως θα παρατήρησες, είναι ένα κάπως ογκώδες βιβλίο για τα ποιητικά δεδομένα. Συνήθως οι συλλογές δεν ξεπερνούν τα 3-4 τυπογραφικά, εδώ χάσαμε το μέτρημα! Ήταν λοιπόν μια θαυμάσια διαδικασία. Και θα την ξαναζήσουμε – αν και το επόμενο βιβλίο λογικά δεν θα `χει τέτοιες τυπογραφικές δυσκολίες. Θα πρέπει να τις επινοήσουμε για να μην το τελειώσουμε μέσα σε ένα-δυο πρωινά. Μάλλον θα το κάνουμε όμως, τόσο ωραία που περνάμε.

Έχουμε από τη μια το «στιγμιόγραφο» και τα «χαρτάκια», που είναι ολιγόστιχα και εύκολα στο στήσιμο, ακόμα και στο διάβασμα θα `λεγα, και από την άλλη το «Κλέφτικο» και την «Οδό Ρόδων», που είναι ψιλοέπη. Άρα τώρα να περιμένουμε όντως κάτι ολιγόστιχο, που δε θα σας ταλαιπωρήσει και τυπογραφικά;
Να μην περιμένετε τίποτα κύριε! Αλλά μιας και θίγετε το ζήτημα της αμφιθυμίας μου ας αρκεστώ σε αυτό: δεν ανοίγεις μια μέρα το παράθυρο, παίρνεις μια βαθειά ανάσα και λες «ααα θαυμάσια, ας γράψω ένα πολυδαίδαλο και πολυσέλιδο έπος τώρα». Αντίστοιχα δεν σκέφτεσαι: «μμμμ καιρός να σκαρώσω ένα ολιγόστιχο βιβλίο μίνιμαλ διαθέσεων και αισθητικής». Αντιλαμβάνεσαι πόσο αστείο θα ήταν κάτι τέτοιο, εκτός από ακατόρθωτο. Δεν είναι «στρατηγική» ή «προγραμματισμός» η αντίφαση αυτή, απλά προκύπτει ως αυτόματη ανάγκη. Για παράδειγμα αμέσως μετά το «Κλέφτικο», πριν αυτό καν εκδοθεί, ένιωσα την ανάγκη να ξαναγράψω σε μικρή φόρμα. Ήταν μια ανάγκη που μου υπαγορεύτηκε εκ των έσω, ίσως επειδή μετά από τόση φλυαρία ήθελα να γυρίσω σε κάτι απόλυτα λιτό και ολιγόλεκτο, να μπω σ’ ένα δωμάτιο απολύτως άδειο. Αυτομάτως μου γεννήθηκε λοιπόν η ανάγκη να ξαναπάω σε κάτι πολύ αφαιρετικό, να φτιάξω έναν εξαιρετικά λιτό δρόμο για να περπατήσω. Έτσι προέκυψαν τα «χαρτάκια». Τα οποία, σημειωτέον, τα δούλεψα ως σύνθεση, δεν κάθισα να μαζέψω από τα κιτάπια μου διάφορα σπαράγματα ασύνδετα μεταξύ τους, απλώς για να βγάλω ένα βιβλίο.

Ως ποιητής λειτουργείς διαφορετικά ανάμεσα σ` αυτές τις ανάγκες;
Η σύντομη φόρμα έχει άλλες απαιτήσεις και πηγάζει -τουλάχιστον όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι- από άλλο «κέντρο», άλλη εστία. Θέλει χαμηλούς σφυγμούς, βγαίνει από το «στήθος» με την καρουζική και σολωμική έννοια. Στα μακροσκελή ποιήματα χρειάζονται πνευμόνια και γερό στομάχι. Πέφτουν πολλές μπουνιές από τον ίδιο τον εαυτό σου, ανηφόρες και μαύρες τρύπες παραμονεύουν διαρκώς, στην πέφτουν φαντάσματα από όλες τις γωνιές, πρέπει να είσαι καλά προπονημένος.

Να γυρίσουμε στην «Οδό Ρόδων» και στον τοκετό της. Τι ρουχαλάκι της βάλατε; Τι είναι αυτό;
Το εξώφυλλο εννοείς;

Ναι, πάει κόντρα και στο εξώφυλλο του «Κλέφτικου» αλλά και στο ίδιο το κείμενο της «Οδού Ρόδων».
Μήπως θες να μου πεις πως δεν βλέπεις ότι επικοινωνεί τόσο υφολογικά όσο και αισθητικά αυτό το δυστοπικό, pop κολάζ με την εσωτερική διάταξη και το περιεχόμενο των κειμένων; Κατάλαβα… Ατυχήσαμε στην περίπτωσή σου.

Το βλέπω σαν αντίστιξη.
Ωραία, συνεννοηθήκαμε τότε! Η επιδίωξη αυτή ήταν. Πάντως πρέπει να σου πω πως είχα πάθει εμμονή όταν βρήκα το συγκεκριμένο κολάζ. Ίσως επειδή επικοινωνεί και με τον «λαβύρινθο», το δεύτερο μέρος της «Οδού Ρόδων», έχει αυτό το γκρεμοτσάκισμα πίσω από την ρόδινη σκηνή της φαινομενικής «ευζωίας».

Η «Οδός Ρόδων» υπάρχει;
Βεβαίως και υπάρχει. Είναι η κεντρική οδός της Εκάλης.

Οι άλλες: Γαλήνης, Υακίνθου, Φαίδρας, Ναρκίσσου, κ.λπ;
Είναι όλες τους πάροδοι, κάθετοι ή παράλληλοι της Ρόδων.

Η Μεσαία Οδός;
Η Μεσαία Οδός είναι η μέση λύση που επιλέγει ο μέτριος για να διαιωνίσει την μετριότητά του, όχι απλώς για να επιβιώσει, αλλά για να αναδειχθεί και να επικρατήσει κιόλας. Έγραψα κάποια μπλουζ για αυτές τις μέσες λύσεις του μέσου όρου. Για τους διαμεσολαβητές της μεσαίας εξισορρόπησης.

O «Λαβύρινθος» λειτουργεί όπως το «πατάρι» στο «Κλέφτικο»;
Ίσως να επικοινωνεί με αυτή την ιδέα, αλλά βαδίζει σε εντελώς άλλο δρόμο. Το πείραμα του «παταριού», πέρα από τον ναρκισσισμό του, είχε την πρόθεση να ανοίξει το ποιητικό εργαστήρι απροκάλυπτα, με τρόπο σχεδόν βίαιο στα μάτια του αναγνώστη. Σκληρή τζαζ. Ο «Λαβύρινθος» μπορεί να είναι επίσης πειραματικό κείμενο τόσο σαν ύφος όσο κι ως αισθητική αλλά νομίζω είναι περισσότερο εξομολογητικό και λιγότερο συνεπαρμένο από το ίδιο του το καθρέφτισμα. Απευθύνεται τέλος πάντων, εξιστορεί την δαιδαλώδη του περιπέτεια, στο τέλος νιώθω πως χάνεται μέσα στην ίδια του την περιδίνηση.

«Γι` αυτό σου λέω, Βύρωνα, γι` αυτό: χαμένη υπόθεση ο ποιητής Πρεβεδουράκης». Αυτοσαρκάζεσαι ή μήπως ανησυχείς και για την τύχη του έργου στο χρόνο;
Εδώ έχω απλώς «πειράξει» τον περιβόητο στίχο του Βύρωνα «χαμένη υπόθεση ο ποιητής Λεοντάρης», κλείνοντας τρόπον τινά το μάτι τόσο σε αυτόν, στον οποίον εξάλλου απευθύνεται κι ο «Λαβύρινθος», όσο και στον αναγνώστη. Έχει αρκετά κλεισίματα ματιού αυτό το βιβλίο. Όχι, δεν ανησυχώ για την τύχη του έργου μέσα στον χρόνο. Επιδεικνύω μια πρωτοφανή για τα μέτρα μου αδιαφορία στο συγκεκριμένο ζήτημα. Εντούτοις ανησυχώ μόνιμα για τον χρόνο, τον χρόνο αυτόν καθ’ αυτόν, από μικρό παιδί ήταν η εμμονή μου. Μια εξαιρετικά κοινότοπη εμμονή, έτσι δεν είναι;

Διαβάζω στο «Λαβύρινθο»: O topos mou, h patrida mou, h shmaia mou. Γιατί στα greeklish;
Γιατί έτσι αισθάνομαι. Σαν ο τόπος ο ίδιος να μου μιλάει σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή αποικιοκρατικών greeklish. Άσε που αν τα έγραφα στα ελληνικά, θ` αποκτούσαν μια άλλη απεύθυνση, ίσως πιο σοβαροφανή, εύκολα παρεξηγήσιμη προς το δραματικό. Σκοπός μου δεν ήταν να υποδυθώ τον τραγωδό του έθνους. Από την άλλη όμως νιώθω πως μέσα σε αυτό το τέλμα που ζούμε δεν μπορείς πια να πεις «είμαι αυτό» χρησιμοποιώντας την αλφαβήτα της μητρικής σου γλώσσας. Ο τόπος σου έχει γίνει κάτι άλλο, ένα έρμαιο, μια ατέρμονη εκκρεμότητα, κάτι μεταξύ σε βαλτωμένο στόχο ξένων traders και παραδείσιο- δυστοπικό προορισμό αναψυχής της διεθνούς μεσαίας τάξης. Με αυτό το σκεπτικό, με αυτήν την πικρή παραδοχή γράφτηκε ο «Λαβύρινθος», αν όχι όλο το βιβλίο.

Βγάζεις μια ξενότητα ως προς τον τόπο;
Γιατί, ο τόπος δεν βγάζει μια ξενότητα προς εμένα, προς εσένα, προς όλους μας; Ή μήπως ο υπόλοιπος πλανήτης είναι σε καλύτερη μοίρα; Πλέον κινούμαστε πέρα από την στρατόσφαιρα της απόλυτης αποξένωσης, ξένοι μέσα στο στομάχι του Λεβιάθαν. Έτσι που εκφράζομαι , σκέφτομαι πως το βιβλίο θα έπρεπε να τιτλοφορηθεί «αυτά είναι τα αγκάθια μου» και όχι «Οδός Ρόδων».

Μα τα ρόδα έχουν κι αγκάθια.
Ναι, «κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι». Αν δεν φοράς κηπευτικά γάντια αναπόφευκτα θα τσιμπηθείς.

Πες μου και για το μεταφραστή Πρεβεδουράκη.
Α του έχω μεγάλο έρωτα κι ας είναι ολιγογράφος! Είναι η σοβαρότερη εκδοχή μου. Ο εργατικός, μεθοδικός και νηφάλιος εαυτός μου, όχι ο τεμπέλαρος που είμαι τις περισσότερες φορές. Είναι τεράστια σχολή ουσιαστικής ανάγνωσης η μετάφραση. Σου μαθαίνει τον σεβασμό με διττό τρόπο: μαθαίνεις να σέβεσαι εκτός από τον άνθρωπο που μεταφράζεις και τον αναγνώστη στον οποίο απευθύνεσαι. Δεν έχεις την ελευθερία να κάνεις τις ντρίπλες και τα προσωπικά κόλπα σου, ν’ αυθαδιάσεις ή να παρεκτραπείς∙ αν το επιχειρήσεις θα χάσεις το έδαφος κάτω από τα πόδια σου. Υπάρχουν σαφή όρια. Κανόνες. Περιορισμένες ελευθερίες που σου παρέχονται από την ιδιοσυγκρασία του ποιητή που μεταφράζεις. Βλέπω τις μεταφραστικές δουλειές κάποιων φίλων μου, του Ζήση Αϊναλή π.χ., του Μιχάλη Παπαντωνόπουλου ή του Νίκου Σκοπλάκη. Πόση υπομονή και ανιδιοτελής εργασία, πόση ουσιαστική προσφορά σε αυτό που λέμε «γράμματα». Μαθαίνω από τη δουλειά τους, ακούω τη γνώμη τους, τους δείχνω τις δοκιμές μου. Δεν έχω καμία σχέση με τα άγια και ιερά, αλλά ειλικρινά το μεταφραστικό εργαστήρι του καθενός πιστεύω πως είναι ιερό μέρος. «Δεν μπαίνεις κύριε, δεν μπαίνεις!» που λέει και ο Τσιώλης.

Μιλάμε για τον Εντσενσμπέργκερ, ε;
Ναι, για την «Ιστορία των Νεφών», που βγήκε πρόπερσι, ταυτόχρονα με τα «χαρτάκια». Έχω πάθος με τον Εντσενσμπέργκερ από τα φοιτητικά μου χρόνια. Ξεκίνησα πρώτα σαν πλάκα κι έπειτα σαν άσκηση να μεταφράζω ποιήματά του, κυρίως από τις «ώριμες» συλλογές του, αυτές της δεκαετίας του ‘90. Μετά το πράγμα άρχισε σιγά-σιγά να σοβαρεύει. Αποφάσισα να ασχοληθώ συστηματικά μαζί του. Νομίζω το λέω και στον πρόλογο πως ο στόχος για τη συγκεκριμένη μετάφραση δεν ήταν να κάνουμε ένα best of. Είναι εύκολο να κάνεις μια ξεπέτα με σαράντα καλά ποιήματα από ένα έργο που εκτείνεται σε βάθος επτά δεκαετιών. Επέλεξα λοιπόν τον πιο δύσβατο αλλά και πιο όμορφο για εμένα δρόμο, αυτόν της ενδελεχούς παρουσίασης όλων των κομβικών σημείων της πορείας του, ακόμα και των λιγότερο «δυνατών».

Είναι επιλογή λοιπόν, όχι συγκεκριμένα έργα.
Είναι επιλογή αλλά τι επιλογή όμως! Πιο επιλογή πεθαίνεις! Συνολικά μιλάμε για πάνω από 320 ποιήματα, τα μισά εκ των οποίων δεν έχουν μεταφραστεί ούτε καν στα αγγλικά.

Τον έχεις γνωρίσει ;
Όχι, δυστυχώς. Και δεν το επιδίωξα. Θα το επιχειρήσω όμως μέσα στην επόμενη χρονιά, μόλις δηλαδή εκδοθεί το δεύτερο ανθολόγιο, η «Υπεράσπιση των λύκων», με τα ποιήματα της πρώτης του, νεανικής, περιόδου. Τους αγαπάει τους μεταφραστές ο Εντσενσμπέργκερ , είναι και ο ίδιος, μεταξύ άλλων πολλών ιδιοτήτων, εξαιρετικός μεταφραστής. Ένα του βιβλίο μάλιστα το αφιερώνει σε όσους μεταφράζουν: «Το all the noble coolies out there, translators around the world».

Πού και πώς δικαιώνεται ένα ποίημα; Με το ποστάρισμά του στο φέισμπουκ, με την παρουσίασή του ως θεατρικής παράστασης, με τη μελοποίησή του;
Δεν ξέρω αν ένα ποίημα δικαιώνεται ποτέ, πιστεύω πως δεν πρέπει να έχει στη φύση του τέτοιες προσδοκίες. Ούτε η ποίηση είναι κάποιο ρακένδυτο κοριτσάκι που ψάχνει έναν φιλεύσπλαχνο πατρόνο για να τη λυτρώσει από την παγωνιά. Ίσως από την άλλη, και το λέω εντελώς κοινότοπα, ένα ποίημα να δικαιώνεται πρωτίστως μέσα σε αυτόν ή αυτή που το γράφει. Και ίσως πάλι ένα από τα απαραίτητα συστατικά του να είναι ν` ακουστεί. Όπως λένε οι Άγγλοι «a song is not a song until it`s listened to». Όχι με την έννοια της εμπορικής απήχησης. Πιστεύω κι εγώ στην παρηγορητική αρχή του μοναδικού αναγνώστη, παρά την πίκρα που αυτή κρύβει. Πιστεύω δηλαδή πως αν μιλήσει ένα πράγμα σε έναν αναγνώστη, ο στόχος έχει επιτευχθεί. Βέβαια είναι πολύ δύσκολο το ερώτημά σου. Ένα όμως είναι σίγουρο: δεν «δικαιώνεται» -αν δεχθούμε τον όρο- όταν μένει για πάντα στο συρτάρι. Είναι ορφανό. Αποκτά γονείς όταν διαβαστεί. Κι ας αποδειχθούν αυτοί αδιάφοροι, κι ας το πλακώσουν στις φάπες. Τώρα για την αλληλεπίδραση με τις άλλες τέχνες που επισημαίνεις είναι μια μορφή και δικαίωσης και επικοινωνίας. Δεν ξέρω αν δικαιώνεσαι απαραίτητα όταν επικοινωνείς. Όταν η δουλειά σου ωστόσο «μιλάει» σε έναν ζωγράφο, έναν σκηνοθέτη ή έναν μουσικό, ε σίγουρα αυτό είναι ένα ευτυχές συμβάν. Και πέρα από τη χαρά και το ζόρι της γραφής δεν έχουμε ξέρεις και πολλά ευτυχή συμβάντα σε αυτόν τον χώρο.

Τις περασμένες δεκαετίες η μελοποίηση έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στη διάδοση της ποίησης. Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα δύο νόμπελ οφείλονται και στη μουσική του Θεοδωράκη. Σήμερα νιώθω ότι η ποίηση δεν τη χρειάζεται άλλο τη μουσική και ότι έχει στραφεί περισσότερο προς το θέατρο, την περφόρμανς.
Η μελοποίηση έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να πιστεύουν οι περισσότεροι πως το «Την πόρτα ανοίγω το βράδυ» το έχει γράψει ο Αναγνωστάκης, όταν έμενε στην Πρέβεζα, πριν την αυτοκτονία του Λειβαδίτη, ο οποίος έγραψε τον Επιτάφιο! Σοβαρά τώρα, πιστεύω πως η σημερινή ποίηση εμπεριέχει και συνομιλεί με τη μουσική όσο ποτέ άλλοτε. Καλώς ή κακώς, οι άνθρωποι της δικής μου φουρνιάς ας πούμε, οι σημερινοί 40άρηδες-30άρηδες, ανδρώθηκαν σε ένα περιβάλλον μόνιμων ηχητικών και μουσικών ερεθισμάτων, η πλειοψηφία τους δε, έχει περάσει περισσότερο χρόνο ακούγοντας μουσική παρά διαβάζοντας ποίηση. Αρκετοί επίσης όχι μόνο επιδιώκουν μια σχέση με τα είδη που επισημαίνεις αλλά προσεγγίζουν και τα ίδια τα βιβλία τους ως LP ή έργα, ως συνολική αισθητική πρόταση – το λέω κάπως πρόχειρα αλλά ισχύει. Και αυτό που λες για την περφόρμανς στέκει, υπάρχει αυτή η επιδίωξη, θεμιτό είναι ο καθένας να επικοινωνεί το έργο του με όποιον τρόπο επιλέγει, ακόμα και με φωτόσπαθα και με στολή Τζεντάϊ, φτάνει ο θεατής όταν γυρίζει σπίτι του κι ανοίγει το βιβλίο του εκάστοτε performer να μπορεί να γίνει και πάλι αναγνώστης, να στέκεται δηλαδή και το κείμενο από μόνο του, χωρίς να χρειάζεται φωτόσπαθα δίπλα. Προσωπικά μ` ενθουσιάζει η επικοινωνία με μουσικούς, όπως και με ανθρώπους του θεάτρου, την Ηλέκτρα Ελληνικιώτη π.χ. ή τον Δημήτρη Τσιάμη, δύο ανθρώπους που είχα την τιμή να στήσουν ολόκληρες παραστάσεις από αποσπάσματά μου. Σπουδαία εμπειρία, νιώθω ευγνώμων που τους γνώρισα και δεν σου κρύβω πως θα ήθελα πολύ να συνεργαστούμε πάλι, όπως συνέβη πρόσφατα με την Ηλέκτρα στο «Θησείο». Ίσως κάποτε να γράψω κάτι για αυτήν την εξωφρενική διανοούμενη του θεάτρου, με μόνη προϋπόθεση να παίξει και η ίδια κιόλας! Πάντως, και πέρα από το τιμητικό του όλου πράγματος, σκέψου: κάθεσαι μόνος σου σε ένα δωμάτιο και βγάζεις μια δουλειά που θα πάει στους πάγκους ορισμένων βιβλιοπωλείων και μετά από 1 – 2 μήνες θα πάει στα ράφια… Να σου θυμίσω: βγαίνουν 2 – 3 ποιητικές συλλογές την ημέρα.

Πρωί – μεσημέρι – βράδυ. Σαν τα χάπια!
Ακριβώς! Η σχέση και η «τριβή» με τις άλλες τέχνες ωστόσο συγκροτεί κι αυτή ένα σχολείο από μόνη της. Η ποίηση απαιτεί την ίδια άσκηση και δυσκολία που απαιτείται π.χ. από την ηθοποιό που θα παίξει εκατό φορές την ίδια σκηνή μέσα σε μια πρόβα, ή από τον κιθαρίστα που θα πάθει τενοντίτιδα απ’ τη χρόνια μελέτη. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι μουσικοί υποφέρουν από μυοσκελετικούς πόνους και κουβαλούν ένα σωρό προβλήματα. Πρέπει κι ο ποιητής να ματώσει από την άσκηση, πρέπει να πάει στον φυσιοθεραπευτή, να κάνει μαγνητικές πιθανότατα, ακόμα και να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο! «Ασχολούμαι με την ποίηση δεν θα πει ασχολούμαι με την ευκολία» που γράφει κι ο φίλος Λάμπρος Σπυριούνης που έφυγε πρόσφατα και πολύ πρόωρα δυστυχώς. Σου λέει ο άλλος: όλα επιτρέπονται, εγώ εκφράζομαι, παντού ελευθερίες, θα τυπώσω τις σκέψεις που έγραψα χθες, θα τις πάω σ` έναν εκδοτικό αύριο, θα πληρώσω όσο-όσο και τον επόμενο μήνα (αν όχι μεθαύριο) θα έχω ένα βιβλίο στα χέρια μου. Δεν είναι έτσι όμως. Σκέψου όσοι παίζουν λίγη φυσαρμόνικα ή σκαλίζουν μια κιθάρα, να ηχογραφούσαν τα πονήματά τους και μάλιστα αυτά να κυκλοφορούν στα δισκοπωλεία. Ενίοτε να παίρνουν και διθυραμβικές κριτικές. Κι έπειτα στα live να βρέχει κέρματα και νεράντζια.

Κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά και στα αγγλικά μία Ανθολογία μιας Αμερικάνας, της Βαν Ντάυκ, με τίτλο «Μέτρα λιτότητας». Από την ανθολογία λείπει ο Πρεβεδουράκης, λείπει ο δείνα, λείπει η τάδε. Σ` αφορά αυτή η γκρίνια;
Πάντα από μια ανθολογία κάποιος θα λείπει. Είναι αναπόφευκτο, είτε επειδή είμαστε πολλοί είτε επειδή τα γούστα του εκάστοτε ανθολόγου είναι αυτά και όχι άλλα. Για κάποιους δεν υπάρχουμε στον οπτικό τους ορίζοντα ούτε ως υποσημειώσεις. Τι να κάνουμε; Να μπήξουμε τα κλάματα δηλαδή; Ή μήπως να πανηγυρίζουμε για μια-δυο σελίδες σε μια ανθολογία που έτυχε να βρεθούμε; Προσωπικά πάντως δεν αισθάνθηκα καμία πικρία ή έκπληξη που δεν περιλαμβάνομαι στην ανθολογία που αναφέρεις. Χωρίς ίχνος έπαρσης, μπορώ να πω ότι μέχρι στιγμής έχει καλυφθεί στο ακέραιο η όποια φιλοδοξία ή ματαιοδοξία μου. Είμαι ευγνώμων. Και πλήρης. Πικρία καμιά. Στα πούπουλα ο Πρεβεδουράκης. Σοβαρά το λέω. Ποια γκρίνια να με αφορά; Δουλειά μου δεν είναι το σούσουρο. Μου φτάνει να γκρινιάζω στα βιβλία μου. Σε κάποιες ανθολογίες λοιπόν θα είμαι, σε άλλες δε θα είμαι. Το καλό πάντως, ίσως το μόνο καλό αυτής της ξετρελαμένης αποικιοκρατικής διαδικασίας που αποκαλούμε «παγκοσμιοποίηση», είναι ότι ώθησε ανθρώπους από το εξωτερικό να δουν τι γίνεται εδώ πολιτιστικά – και στις τέχνες γενικότερα και στην ποίηση. Να σκύψουν, πότε από ειλικρινές ενδιαφέρον και πότε καθοδηγούμενοι από τις επιταγές της τρέχουσας «μόδας» πάνω στα δρώμενα αυτής της γεωγραφικής γωνιάς. Είναι πολύ καλό αυτό να συμβαίνει, φτάνει να μην είναι ευκαιριακό, να μη θυμίζει δηλαδή τον τουρισμό κρίσης στα Εξάρχεια ή στο Βοτανικό. Εδώ ένα καμένο ATM, παραπέρα ένας πολιτικός ποιητής-γροθιά στο κατεστημένο, ξέρεις, και ούτω καθεξής.

Οι δημόσιες σχέσεις χρειάζονται στον ποιητή;
Δεν ξέρω αν χρειάζονται, εμένα πάντως μου προκαλούν μια αφόρητη τάση προς εμετό και είμαι άνθρωπος ιδιαίτερα ευαίσθητης κράσης.

Κάνεις καθόλου;
Όχι, προτιμώ να εξαντλώ τον μαζοχισμό μου σε άλλες πραγματικότητες. Δημόσιες σχέσεις φαντάζομαι πως είναι να σφίγγεις χέρια ανθρώπων που δεν εκτιμάς ή να φιλάς ποδιές που υπό άλλες προϋποθέσεις θα τις κατουρούσες. Ε, αυτό δεν το κάνω. Να πάω να βρω τον τάδε θείο ή την δείνα θεία των γραμμάτων(ε) και τεχνών(ε) μπας και ελεήσει να γράψει μερικές αράδες της συμφοράς ή να προωθήσει την «περίπτωσή» μου∙ το βρίσκω όχι μόνο φαιδρό αλλά και εξαιρετικά βαρετό από κάθε άποψη. Οι μέρες και οι νύχτες μας είναι γεμάτες από πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει κάποιος, από το να παίρνει σβάρνα τα πηγαδάκια, όλες τις εκδηλώσεις κι όλες τις βιβλιοπαρουσιάσεις συλλήβδην για να «δικτυώνεται» και να επιδεικνύει τα χρυσά του αβγουλάκια. Τέτοια αυτοκαταστροφή δεν την θέλω. Δεν σου φτάνουν πεντακόσιοι-χίλιοι- δυο χιλιάδες άνθρωποι μάτια μου; Σε θέατρο να τους μάζευες θα άφηνες και κόσμο από έξω. Για να συνέλθουμε λίγο.

Κι άμα δεν κάνεις δημόσιες σχέσεις, αν δεν κάνεις facebook, πώς θα πουλήσεις;
Προσωπικά κάνω και παρακάνω facebook, σπάω πλάκα, εκτονώνομαι, ενημερώνω τους «φίλους και τις φίλες μου» για όποια δουλειά βγάζω κλπ κλπ. Τώρα σχετικά με τις πωλήσεις ισχύει το γνωστό σύνθημα: «υπάρχει και ζωή εκτός facebook», όπως, ευτυχώς, υπάρχουν και αναγνώστες εκτός δημοσίων σχέσεων. Στόμα με στόμα πάει (ή δεν πάει) το βιβλίο. Δεν είναι λίγο άδικο για τον εαυτό σου να στείλεις το βιβλίο σου σε κάποιον άνθρωπο, έντυπο, εφημερίδα κ.λπ. που δεν εκτιμάς επειδή θα έχεις καλή «έκθεση»; Δεν κοιτάμε πού απευθυνόμαστε; Ας μην απευθυνόμαστε σε χαζούς. Δεν θα κατακτήσουμε ηπείρους, δεν είμαστε Αττίλες και Βοναπάρτηδες. Υπάρχει εκεί έξω θαυμάσιος κόσμος μες στην ανησυχία και την αφοσίωση της γραφής, της ανάγνωσης, της μουσικής και ούτω καθεξής. Αν μια χειρονομία μας αξίζει να τους συναντήσει, έχει καλώς. Αν δεν τους συναντήσει, πάλι καλώς έχει. Γιατί να πουλήσω πενήντα αντίτυπα σε πενήντα ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για την ποίηση αλλά είδαν τη φάτσα μου σε κάποιο ένθετο της πλημμύρας; Είναι λέμε «η τέχνη για τους λίγους». Ωστόσο βλέπεις πως οι όποιοι «λίγοι», δεν είναι και τόσο λίγοι τελικά.

Εκτός αυτού, δεν είναι μόνο οι πωλήσεις, είναι και οι δανεισμοί.
Αυτό είναι αλήθεια. Ένα αντίτυπο δεν είναι ποτέ ένα αντίτυπο. Δεν έχει ποτέ μόνο έναν αναγνώστη. Μπορεί να έχει και δέκα. Ή ας πούμε και εκατό. Τώρα που μπλέξαμε με τη μεταφυσική των αριθμών ας κοιτάξουμε και το δικό μας συμφέρον!

Το καλοκαίρι που μας πέρασε πάντως έγινες λίγο viral με ένα ποίημά σου. Το πήρες χαμπάρι;
Όχι. Ποιο;

Είναι οι τελευταίοι στίχοι του «Κλέφτικου»: «Τη νύχτα της αποκάλυψης / ο κόσμος θα γυρεύει απεγνωσμένα / μια αγκαλιά / όπως κι απόψε.» Συνόδευε τις ειδήσεις και τις φωτογραφίες από το Μάτι.
Λυπάμαι που το συγκεκριμένο πέρασμα έγινε «δημοφιλές» με τέτοια αφόρητα τραγική αφορμή. Ωστόσο δεν μου αρέσει η λέξη viral, έχει κάτι από τον ιό της επικαιρότητας μέσα. Όσο κι αν αναφέρομαι σε πτυχές της στα κείμενά μου, δεν γράφω για να κουμπώνω σε αυτήν. Οι ψυχές των ανθρώπων με αφορούν περισσότερο από την εν λόγω κυρία. Δεν είμαι δημοσιογράφος, ποιητικά βιβλία γράφω. Ή προσπαθώ τέλος πάντων.

Το «Κλέφτικο» το αφιέρωσες στο μπαμπά, την «Οδό Ρόδων» στο γιο. Οικογενειακή υπόθεση;
Ναι, κι αυτό εντάσσεται στα πλαίσια του «προκύπτει» που είπαμε πριν. Συγκυρίες και περιστάσεις σε οδηγούν στο να αφιερώσεις βιβλία σε ανθρώπους που αγαπάς ή που τυχαίνει να βρίσκονται πολύ κοντά σου (αν όχι μέσα σου) την περίοδο που τα γράφεις. Ο πατέρας μου μιας και τον ανέφερες, με βοήθησε και στη μετάφραση του Εντσενσμπέργκερ. Είκοσι χρόνια έχει ζήσει στη Γερμανία, είναι πολύ καλός ομιλητής γερμανικών και με βοήθησε να διπλοτσεκάρω πολλά πράματα στο στάδιο των τελικών διορθώσεων. Δεν ξέρω με τα επόμενα βιβλία τι θα γίνει. Ευτυχώς έχω πολλά ξαδέρφια σε Θεσσαλονίκη και Πειραιά, άρα από πλευράς αφιερώσεων είμαστε καλυμμένοι για δεκαετίες.

Λες σ` ένα «χαρτάκι» σου: «Απορώ με το κουράγιο των ζευγαριών / το ίδιο / και με το σθένος των μόνων.» Εσύ, φαντάζομαι, έχεις το κουράγιο.
Να απορώ; Ναι, το έχω!