Βασίλης Νούλας
«Οι παραστάσεις στέκονται αφορμές»


Οι μελοποιήσεις γίνανε πολύ πριν την παράσταση «Ωδές στον πρίγκιπα» (2014-15). Ήμουν φοιτητής στη Θεατρολογία, και στο τρίτο έτος είχαμε τον Νάσο Βαγενά στη Νεοελληνική Λογοτεχνία. Εκεί αναφέρθηκε με θετικά σχόλια ο Ασλάνογλου, κι έγινε ειδική μνεία στις «Ωδές». Πήγα στην Πολιτεία κι αγόρασα το βιβλίο κι έτσι ξεκίνησε το κόλλημα. Άρχισα από τις «Ωδές» και μετά πήρα τον «Δύσκολο θάνατο», τον συγκεντρωτικό τόμο που έχει όλες τις άλλες συλλογές. Έκανα αντίστροφη πορεία δηλαδή. Κι έγινε από τους αγαπημένους μου ποιητές.
Μετά τη Θεατρολογία πήγα στο Παρίσι για μεταπτυχιακά κι ανάμεσα στ’ άλλα, έκανα ελληνικά σε ξένους, στο Ελληνικό Σπίτι. Έγινα φίλος με τη Ναταλί, μια Γαλλίδα που ήταν πολύ καλή μαθήτρια στα ελληνικά, και ξεκινήσαμε μια ανταλλαγή. Εκείνη, επειδή ήταν φιλόλογος, μου έκανε μαθήματα γαλλικής φιλολογίας, αναγεννησιακή ποίηση κ.λπ., που δεν μπορούσα να προσεγγίσω μόνος μου στα γαλλικά, κι εγώ της έκανα νεοελληνική λογοτεχνία, όσο μπορούσα. Θυμάμαι πώς αναλύαμε το ποίημα του Ασλάνογλου «Μες στ’ αυτοκίνητα» και πώς αυτοσχεδιάζαμε τη μορφολογική ανάλυση. Το ποίημα έκανε λόγο για ίλιγγο, κι εμείς μέσα από τη μορφή του ποιήματος, από τις παρομοιώσεις και τη σύνταξη των φράσεων, βγάζαμε αυτόν τον ίλιγγο, αυτή τη δίνη, μέσα από τη μορφολογική περιδίνηση του ποιήματος. Ήτανε από τις καλύτερες στιγμές των μαθημάτων!
Ασλάνογλου μελοποίησα στις αρχές του 2000, όταν γύρισα Ελλάδα. Στα εφηβικά μου χρόνια ξεκίνησα να μελοποιώ Λαπαθιώτη, με πολλή λύσσα, αλλά πολύ μελό. Α, και Καρυωτάκη και Καββαδία και Ρίτσο και Βρεττάκο. Αυτά ήταν πριν το Πανεπιστήμιο. Μετά, Σαχτούρη και Ασλάνογλου. Μα τα σταμάτησα όλα.
Ένα καλό με τις παραστάσεις είναι ότι ξεθάβω αυτά τα πράγματα. Δεν τα θυμάμαι κιόλας, γιατί δεν πολυξέρω να τα γράφω στο πεντάγραμμο. Είναι σωσμένα σε κάτι κασέτες, που μασάνε με τον καιρό. Ξέθαψα τις μελοποιήσεις του Σαχτούρη για τα «Εκτοπλάσματα» και εκεί μελοποίησα πάλι κάτι εκ νέου. Είχα ήδη κάτι έτοιμο και έβαλα και κάτι άλλο. Και με τον Ασλάνογλου το ίδιο έγινε. Υπήρχε ήδη κάτι και προσπάθησα να κάνω και κάτι άλλο. Το τελευταίο που μελοποίησα ήταν μια μικρή πρόζα από τις «Κουταμάρες» του Μάριου Ποντίκα, για την «Άπνοια», το 2015. Και στον «Νεκρό» το `16 χρησιμοποίησα το ποίημα «Η Μαρία» του Σαχτούρη, που το είχα μελοποιήσει παλιά και το ξαναδούλεψα. Οι παραστάσεις στέκονται αφορμές.
Οι μελωδίες μου, νομίζω, μοιάζουν επηρεασμένες από Χατζιδάκι και Πλάτωνος και μ` εκνευρίζει το ότι είναι δύσκολο να ξεφύγεις και να βρεις ένα δικό σου στίγμα, γιατί θέλει πολλή δουλειά κι εγώ δεν ασχολούμαι τόσο πολύ αλλά δεν έχω και τα απαραίτητα πρώτα εφόδια για να το πάω πιο μακριά. Και είμαι και παράφωνος. Αλλά, όπως μου είπε η φίλη μου Γεωργία Καρύδη, «Μπράβο που γκαρίζεις, που φωνάζεις όταν τραγουδάς». Γιατί αυτό καλύπτει το παράφωνο και βγαίνει προς τα έξω με σιγουριά. Η όποια παραφωνία δεν ενοχλεί τόσο, είναι ούτως ή άλλως μέρος της όλης εκτέλεσης. Επίσης παίζω τις νότες που τραγουδάω – αν δεν τις έπαιζα, δεν υπήρχε περίπτωση να τραγουδήσω!

 

 

Πέτρος Σατραζάνης
«Ο ποιητής βάζει το χέρι του στη φωτιά κι αυτό δεν καίγεται»


Το ξέρω, δεν αξίζει να αφηγείσαι ιστορίες γνωριμίας, εκτός κι εάν περιέχουν τη μαγεία τού κάρμα που σε οδήγησε. Πάντοτε πίστευα σε κάτι. Του έδωσα πολλές ονομασίες, μέχρι που έγινε ποίημα ή τραγούδι ή αυτοσχεδιασμός. Για τον Ασλάνογλου είχα ακούσει χωρίς να έχω διαβάσει. Ήταν το τραγούδι του Σαββόπουλου που μου έδωσε την πρώτη ιδέα, αλλά το όνομα «Ασλάνογλου» μου θύμιζε κάποιον γνωστό μου κι έτσι δεν προχώρησα ποτέ στο να ασχοληθώ παραπάνω.
Τα περισσότερα τραγούδια γραφτήκανε τον περασμένο Μάιο, Πρωτομαγιά. Δεν ξέρω πώς ακούγεται, πώς ηχεί και πού κατατάσσεται αυτή η μουσική, αλλά εκείνος, ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου, παίρνει μια γενναία ρεβάνς για όλους τους μελαγχολικούς ιππότες που διεκδίκησαν τα «λίγα γραμμάρια της ευτυχίας τους», για όλους όσους δεν επιθυμούσαν βρε αδερφέ να αλληλοσφαχτούμε για ποδόσφαιρο και πολιτική ή να λογαριάσουμε τι μας συμφέρει, τι θα πουληθεί ευκολότερα, ποιος θα κερδίσει στο τέλος τα περισσότερα ή τι θέλει αυτή τη στιγμή η αγορά. Ήμασταν πάντα οι εκνευριστικοί αυτοί άνθρωποι που μας άρεσε ένα πανέμορφο, πανάκριβο παλτό, μόνο για μια βόλτα, με άδειες τσέπες, για να χωράνε μέσα τα χέρια μας. Μια βόλτα στο Ντεπώ και μια γοητευτική συζήτηση περί έρωτος και φαντασίας. Και το μόνο που μετρούσε για μας ήταν η αξία της συγκίνησης και η ανεκτίμητη περιπέτεια του συναισθηματικού νοήματος. Ευτελή προσωπεία φοριούνται στα πάντα για να πουληθούν ως ποιήματα και εκδοτικές ταρίφες γεννοβολάνε ποιητές. Μία είναι η ουσία. Πως τα πάντα κατακτώνται. Πως ο ποιητής βάζει το χέρι του στη φωτιά κι αυτό δεν καίγεται.
Κάποιοι είπαν ότι είναι το πιο ώριμο – ως τώρα – ηχογραφημένο έργο μου. Πιθανώς. Περιέχει μέσα μια Θεσσαλονίκη που γνώρισα, που αγάπησα και που με βασάνισε πολύ πριν την «σκοτώσω». Αλλά και μια Αθήνα δική μου, που δεν είναι πλέον η ίδια. Μια Αθήνα που ετοιμάζει το φόρεμά της στους παράφρονες που θα την κατοικήσουν για να την αποτελειώσουν. Βλέπω τους ανθρώπους να λένε με τα μάτια τους: «Σας παρακαλούμε, μην μας τρομοκρατείτε με τις καλές προθέσεις σας. Ξέρουμε ότι όλοι να μας σώσετε έρχεστε, αλλά ξέρετε κάτι; Δεν θέλουμε. Μπορούμε να πεθάνουμε και μόνοι». Δικαίωμα στη ζωή κι όχι κουπόνια στο θάνατο.
Έτσι, τα «τραγούδια του δύσκολου θανάτου», ηχογραφημένα σε μια εκκλησία Μεθοδιστών της Αγγλίας, πολύ μακριά από την αδηφάγα παραξενιά της πατρίδας, κλείνουν μέσα τους δυο βλέμματα που συναντήθηκαν και προσφέρονται σε σένα, γενναίε ακροατή, που για να φτάσεις να διαβάσεις τις γραμμές αυτές, κάτι τρελό σε οδήγησε εδώ.

 

Οδυσσέας Γραμματικάκης (ξέφρενο αερόστατο)
«Σκέφτομαι τους πρίγκιπες και τις πριγκίπισσες που κάποτε, νομίζαμε, μας περίμεναν»

Ο Ασλάνογλου, μια ξεκούρδιστη χορδή παιγμένη με το δοξάρι στη διαγώνιο. Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, ελπίδες που διαρκώς διαψεύδονται ανάμεσα στ’ ανθοκήπια, τις πισίνες και τα υδρόβια των ανακτόρων. Τίποτα δεν του ανήκε απ’ αυτά. Ούτε σ’ εμάς.
Γυρνάω στην πρώτη φορά που έπιασα στα χέρια μου τις «Ωδές στον Πρίγκιπα» – ακόμα το ίδιο βιβλίο έχω, ταλαιπωρημένο από τα ταξίδια και τις συναυλίες, με το δέσιμό του μετά βίας να το κρατάει ενωμένο, σαν κάθε σελίδα, κάθε ζευγάρι από ερωτευμένους πρίγκιπες να θέλει να κινήσει μόνο του προς τις ακρογιαλιές, τους λόφους, τη Γλυφάδα, την Καστέλλα, το Μόλυβο. Του ταιριάζει. Είκοσι χρόνια συντροφιά, έχει πνιγεί μαζί μου στην καρβουνόσκονη.
Απαγγέλλω ασυνείδητα. Η θέση σου είναι στην Αθήνα, Άρχοντα. Η δική μου;
Ολομόναχος, με μια κιθάρα και το βιβλίο στα χέρια, αιωρούμαι ανάμεσα στις εικόνες, τους στίχους, τις νότες και τα παράσιτα. Στο βίντεο, ένα χέρι – της Δανάης είναι, το αναγνωρίζω – αγωνιά να αγγίξει κάτι. Ή να το αγγίξουν; Σκέφτομαι τα φιλντισένια φιλιά στις σκοτεινές ντισκοτέκ, τους πρίγκιπες και τις πριγκίπισσες που κάποτε, νομίζαμε, μας περίμεναν. Και την πόλη, μονίμως την πόλη, με τη μηχανική καρδιά της, να πάλλεται ανάμεσα στα άνθη λεμονιάς, τα τραγούδια των αυτοκινήτων και τις πολυκατοικίες. Δεν ξέρω αν άλλαξε. Οι οικοδόμοι ακόμα δακρύζουν και πεθαίνουν εργάτες, το αίμα των λαβωμένων ρέει άφθονο πια, και το γέλιο των παιδιών το ακούνε ολοένα λιγότεροι. Όχι, δεν ξέρω αν η πόλη άλλαξε. Αυτοί, όμως, δεν αλλάζουν ποτέ. Όλα γι’ αυτούς.
Σταματάω τις σκέψεις. Ακούγεται μια νότα. Μια ξεκούρδιστη χορδή παιγμένη με το δοξάρι κι εγώ. Χωρίς διαγώνιο.

 

 


ΑΣΣΟΔΥΕΣ ΝΥΧΤΕΣ: Εγχειρίζοντας τη Μηχανική Καρδιά της Πόλης

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Πλατφόρμα μάχης για την επανοικειοποίηση του ρεμβασμού.