Ο Αμερικανός ποιητής Χαρτ Κρέιν γεννήθηκε στο Γκάρετσβιλ του Οχάιο το 1899, και αυτοκτόνησε τον Απρίλιο του 1932, πηδώντας από το κατάστρωμα του πλοίου με το οποίο επέστρεφε στις Ηνωμένες Πολιτείες ύστερα από διαμονή του στο Μεξικό. Στο σύντομο διάστημα του βίου του εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, τα “Λευκά Κτήρια” (1926) και την επική σύνθεση “Η Γέφυρα” (1930). Η γενική του ποιητική κατάθεση, καθώς και μεμονωμένα τμήματα του ποιητικού του έργου, έχουν πολλάκις χαρακτηρισθεί από λογοτέχνες και κριτικούς ως κάποια από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.
“Ο Ρημαγμένος Πύργος” (“The Broken Tower”), η τελευταία του ολοκληρωμένη σύνθεση, γράφεται μεταξύ Φεβρουαρίου και Μάρτη του 1932 στο Μεξικό, και δημοσιεύεται τελικά για πρώτη φορά τον Ιούνιο του ίδιου έτους στο περιοδικό The New Republic. Αφορμή του ποιήματος φαίνεται να είναι η δύσκολη εκείνη την περίοδο σχέση του Κρέιν με την Πέγκι Κάουλι, τη μόνη ετερόφυλη σύντροφο της ζωής του, καθώς και η ίδια η αγωνία του Κρέιν για τη μοίρα του ως ποιητή, που δοκιμαζόταν έντονα από προσωπικές δυσχέρειες και την αδιαφορία του κοινού και της κριτικής προς την, πρόσφατη ειδικά, παραγωγή του.
“Ο Ρημαγμένος Πύργος” θα θεωρηθεί εν τέλει ως μία από τις απόλυτες στιγμές της ποιητικής του δεινότητας, μία αναμφίβολη επικύρωση της αξίας του δημιουργού και ένα από τα αριστουργήματά του.
∇
Hart Crane
Ο Ρημαγμένος Πύργος
Εισαγωγή – Μετάφραση: Σάββας Κοκκινίδης
Το κωδωνόσχοινο που συλλέγει τον Θεό το χάραμα
Μ’ αποδιώχνει σαν να ‘χα ηχήσει το ανάκρουσμα
Μιας ξοδεμένης μέρας‒να περιπλανιέσαι στο καθεδρικό γρασσίδι
Από λάκκο έως σταυρό, πέλματα κρύα πάνω σε βήματα της κόλασης.
Δεν έχεις ακούσει, δεν έχεις δει ότι στρατιές
Σκιών μέσα στον πύργο, που οι ώμοι τους κινούν
Αντιφωνικά κουδούνια αρχινημένα προτού
Τ’ αστέρια πιαστούν και κυκλωθούν στην αχτίδα του ήλιου;
Οι καμπάνες, λέω, οι καμπάνες ρημάζουνε τον πύργο τους·
Και βαρούν δεν ξέρω πού. Οι γλώσσες τους εγχαράσσουν
Μεμβράνη έως μυελό, η μακρά διασκορπισμένη μου καταγραφή
Των διακεκομμένων παύσεων… Κι εγώ, ο νεωκόρος σκλάβος τους!
Κυκλικές εγκύκλιοι σε φαράγγια μαζεμένες
Η στενωπός υψηλή με χορωδία. Στοιβαγμένες φωνές κρεουργημένες!
Παγόδες, κωδωνοστάσια με εγερτήρια να ξεπηδούν‒
Ω διαστρωματωμένοι αντίλαλοι πρηνηδόν στην κοιλάδα!…
Και έτσι τελικά εισήλθα στον σπαραγμένο κόσμο
Να ανιχνεύσω την οραματική σύναξη της αγάπης, η φωνή της
Μια στιγμή στον άνεμο (δεν ξέρω κατά πού εκτιναγμένη)
Όχι όμως αρκετά για να κρατήσει κάθε απελπισμένη εκλογή.
Τον λόγο μου εξέχυσα. Ήταν όμως ομόρριζος, φτιαγμένος
Από κείνον τον δικαστή μονάρχη του αιθέρα
Που ο μηρός του εγχαλκώνει τη γη, κρούει κρυστάλλινο Λόγο
Σε πληγές ορκισμένες κάποτε στην ελπίδα, ‒σχισμένες στην απόγνωση;
Οι απόκρημνες παρεκτροπές του αίματός μου μ’ εγκατέλειψαν
Καμία απάντηση (θα μπορούσε το αίμα να συγκρατήσει τέτοιον θεόρατο πύργο
που να χτυπάει αληθινό το ερώτημα;) ‒ή μήπως είναι εκείνη
Που η γλυκιά της θνητότητα αναδεύει κρυμμένη δύναμη;‒
Και που μέσα απ’ τον παλμό της ακούω, μετρώντας τους χτύπους
Τις φλέβες μου ν’ ανακαλούν και να προσθέτουν, ανανεωμένο και βέβαιο
Τον ψαλμό των πολέμων το στήθος μου ανασύρει:
Αυτό που κρατώ γιατρεμένο, πρωταρχικό τώρα, και αγνό…
Και χτίζει, εντός της, έναν πύργο που δεν είναι πέτρα
(Όχι πέτρα μπορεί να ντύσει τον ουρανό)‒αλλά γλίστρημα
Βοτσάλων, ‒ορατά φτερά σιωπής σπαρμένα
Σε γαλάζιους κύκλους, που μεγαλώνουν καθώς εφορμούν
Τη μήτρα της καρδιάς, κλείνοντας τον οφθαλμό
Που οσιώνει την ήρεμη λίμνη και φουσκώνει έναν πύργο…
Η ευρύχωρη, υψηλή ευγένεια εκείνου του ουρανού
Αποσφραγίζει το έδαφός της, και υψώνει την αγάπη μέσα στον χείμαρρο.
πίνακας: Thomas Moran, Tower Ruins in a Landscape (1905)