Οι Τρωικοί Πόλεμοι τελείωσαν με την ήττα των Τρώων από τους Έλληνες, πολλοί εκ των οποίων επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ωστόσο, ο σπουδαίος Οδυσσέας δεν ήταν ένα απ’ αυτούς. Αποκλείστηκε στο μακρινό νησί της Ορτυγίας, απολαμβάνοντας -όταν δε βαριόταν- την εύνοια της όμορφης νύμφης Καλυψούς. Η Οδύσσεια του Ομήρου αποτελεί, όπως όλοι γνωρίζουμε, την ιστορία του μακρινού ταξιδιού του Οδυσσέα από την Καλυψώ προς το σπίτι του, την Ιθάκη, όπου περιμένει η γυναίκα του Πηνελόπη, την οποία πολιορκούσαν 117 άνδρες τόσο νέοι, που θα μπορούσαν να είναι γιοι της.

Υπάρχουν δύο ερωτικά μυστήρια στην καρδιά της Οδύσσειας: το μυστήριο γιατί ο Οδυσσέας εγκαταλείπει την Καλυψώ και το μυστήριο γιατί οι μνηστήρες γουστάρουν τόσο πολύ την Πηνελόπη. Θα εμβαθύνουμε σ’ αυτά αμέσως παρακάτω, αλλά πρώτα θέλω να προσθέσω δύο άλλα μυστήρια που προκαλούν εξίσου σύγχυση, αλλά δεν είναι, ενδεχομένως, εξίσου ερωτικά. Το πρώτο αφορά την άγρια τιμωρία -τον θάνατο- που επιβλήθηκε στους μνηστήρες. Τι έκαναν για να το αξίζουν; Στο ποίημα, η συμπεριφορά τους παρομοιάζεται συχνά μ’ εκείνη του Αίγισθου, που σύναψε σχέση με τη γυναίκα του Αγαμέμνονα, την Κλυταιμνήστρα, και μετά δολοφόνησε τον Αγαμέμνονα ενώ επέστρεφε από την Τροία. Ωστόσο, ακόμη κι επιφανειακά να το δει κανείς, οι μνηστήρες δεν έχουν κάτι τίποτα τόσο κακό. Ύστερα, υπάρχει το μυστήριο που προκύπτει από τη μορφή της ίδιας της Οδύσσειας, με τo παράξενο μείγμα πραγματικού (οι μνηστήρες και η Πηνελόπη) και φανταστικού (τα φανταστικά βασίλεια που ο Οδυσσέας επισκέπτεται από την πτώση της Τροίας μέχρι την επιστροφή του στο σπίτι). Η φανταστική φύση αυτών των βασιλείων φαίνεται ολοκληρωτικά ασύμβατη με την πραγματικότητα της Ιθάκης. Τελικά, αυτά τα τέσσερα διαφορετικά μυστήρια έχουν την ίδια λύση.

Γιατί αφήνει, λοιπόν, ο Οδυσσέας την Καλυψώ; Ή, με άλλα λόγια, γιατί δε μένει; Ίσως νομίζεις ότι ξέρεις την απάντηση. Ωστόσο, πιστεύω ότι το ποίημα έχει σκοπό να σε κάνει να μπερδευτείς. Κατ’ αρχάς, η Καλυψώ είναι νύμφη, οπότε πάντα θα ‘ναι νέα. Τα στήθη της δε θα κρεμάσουν και ο πισινός της θα ‘ναι πάντα στητός. Τα μαλλιά της θα ‘ναι για πάντα πλούσια και μεταξένια. Θα ‘ναι πάντα ευχάριστη στο κρεβάτι και πάντοτε πρόθυμη να πάει εκεί. Επιπλέον, μπορεί να σε κάνει αθάνατο και να σου χαρίσει αιώνια νιότη. Χωρίς ανάγκη για μινοξιδίλη και βιάγκρα, θα ‘σαι για πάντα νέος και μες στη ζωντάνια και αρρενωπός και τριχωτός. Γιατί, λοιπόν, να τα αφήσεις όλα αυτά για μια μεσήλικη γυναίκα και τα δικά σου επερχόμενα γηρατειά και τελικά τον θάνατο;

Το ερώτημα είναι ήδη σίγουρα αιχμηρό, αλλά αυτό εντείνεται ακόμη περισσότερο στο ποίημα. Για τον Μενέλαο, τον αρχηγό των Σπαρτιατών, μαθαίνουμε -και υποτίθεται ότι είναι καλά νέα, τουλάχιστον γι’ αυτόν- πως, στο τέλος της ζωής του, δε θα χρειαστεί να αποτελέσει μια σκιά στον Άδη. Αντιθέτως, ως συγγενής του Δία, θα καταλήξει στα Ηλύσια Πεδία. Ακούγεται ευχάριστο. Το πρόβλημα είναι ότι τα Ηλύσια Πεδία φαίνεται να μοιάζουν με το νησί της Καλυψούς, ενώ στην πραγματικότητα μοιάζουν, επίσης, με τα προφανώς απειλητικά μέρη των Λωτοφάγων:

«Μα εσένα η μοίρα, αρχοντογέννητε Μενέλαε, δε σου γράφει
στο αλογοθρόφο το Άργος κλείνοντας τα μάτια να πεθάνεις·
στην τέλειωση της γης οι αθάνατοι και στους Ηλύσιους κάμπους,
που κυβερνά ο ξανθός Ραδάμανθης, λογιάζουν να σε στείλουν,
όπου περνούν οι ανθρώποι ξέγνοιαστη ζωή, μακάρια, δίχως
μηδέ βροχές μηδέ χιονόκαιρα μηδέ βαριούς χειμώνες.
Ο Ωκεανός εκεί του Ζέφυρου πνοές γλυκές, καθάριες
αφήνει να φυσούν, να χαίρουνται δροσιές οι ανθρώποι πάντα·
τι αφού έχεις την Ελένη ταίρι σου, του Δία γαμπρός λογιέσαι.»

Αν τα Ηλύσια Πεδία είναι τόσο υπέροχα, ο Οδυσσέας θα έπρεπε να είχε εκστασιαστεί που είχε καταφέρει να πάει εκεί τόσο σύντομα. Αντιθέτως, περνά τις μέρες του οδυρόμενος, αν και τα βράδια, όπως άλλωστε είναι αναμενόμενο για έναν θνητό άντρα, παρηγορείται στο κρεβάτι με την Καλυψώ. Η λύπη και η κατάθλιψη δε ρίχνουν τη λίμπιντο απ’ ό,τι φαίνεται.

Αυτό είναι, λοιπόν, το πρώτο μυστήριο. Ο Οδυσσέας βρίσκεται στον Ομηρικό παράδεισο. Γιατί είναι, όμως, τόσο μίζερος;

Αυτό το μυστήριο προκαλεί σύγχυση, αλλά δεν μπορεί καν να συγκριθεί με το δεύτερο. Η Πηνελόπη είναι μια μεσήλικη γυναίκα γύρω στα 40, ούτε μεγάλη, ειδικά για τα σημερινά δεδομένα, ούτε και σε ηλικία γάμου όμως. Μη μπορώντας να τεκνοποιήσει ή οδεύουσα προς τα εκεί, δεν τη λες και ”γκομενάκι”. Ωστόσο, περισσότεροι από 100 νεαροί (117 για την ακρίβεια), τόσο νέοι που θα μπορούσαν να είναι γιοι της, είναι προσηλωμένοι σ’ αυτή αναζητώντας την προσοχή της για τρία χρόνια, κατασκηνώνοντας στο παλάτι της, τρώγοντας και πίνοντας, ενώ γερνούν όλοι μαζί. Σκεφτείτε το, ειδικά εσείς που είστε από 18 έως 24 χρονών. Σκεφτείτε τη μητέρα ενός από τους φίλους σας. Σκεφτείτε ότι, απ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, αυτή είναι που θέλετε για σύζυγο, όχι απλώς για ένα πήδημα τύπου ”Κυρία Ρόμπινσον” στην ταινία ”ο Πρωτάρης”, αλλά για σύζυγο. Τώρα σκεφτείτε ότι αυτό συμβαίνει σ’ έναν κόσμο όπου τα παιδιά, και ειδικά οι γιοι, είναι ίσως πιο σημαντικά απ’ ό,τι είναι στη δικιά μας κουλτούρα.

Όταν ο Αχιλλέας, που βρίσκεται ανάμεσα στους νεκρούς, μαθαίνει ότι ο γιος του, ο Νεοπτόλεμος, έχει γίνει σπουδαίος πολεμιστής, συμφιλιώνεται προσωρινά ακόμη και με τον θάνατο, που τον θεωρεί χειρότερο και από τη σκλαβιά. Τα βήματά του είναι ελαφριά καθώς αφήνει τον Οδυσσέα που του έφερε τα μαντάτα:

«του γοργόποδου τότε η ψυχή Αχιλλέα
με δρασκελιές μεγάλες κίνησε στο ασφοδελό λιβάδι
χαρούμενη να φεύγει, ως άκουσε για την αντρεία του γιου του.»

Με το να παντρευτείς, λοιπόν, την Πηνελόπη, στερείς από τον εαυτό σου σχεδόν με βεβαιότητα την πιθανότητα να αποκτήσεις παιδιά, να αποκτήσεις ανδρείους ένδοξους γιους. Ποιο θα μπορούσε να ήταν το αντιστάθμισμα σ’ αυτό; Ακόμη, γιατί δεν εμφανίζονται καθόλου μνηστήρες για 17 χρόνια και γιατί, όταν το κάνουν, είναι όλοι τόσο νέοι; Γιατί κανείς από τη γενιά της Πηνελόπης δεν τη βρίσκει ελκυστική;

Όταν ο Οδυσσέας ήταν στην ηλικία του γιου του, Τηλέμαχου, δηλαδή στην ηλικία των μνηστήρων της Πηνελόπης, δεν περιτριγύριζε μαζί με άλλους μια γυναίκα που ήταν παντρεμένη και που θα μπορούσε να ‘ταν μάνα του. Αντ’ αυτού, ετοιμάζεται να αναχωρήσει για την Τροία για να κερδίσει τη φήμη ενός πολεμιστή για τον οποίο θα μιλούν τραγούδια και ιστορίες ενώ ακόμη ζει. Οι Φαίακες ήδη μιλούν στα τραγούδια τους για την Τροία όταν ο Οδυσσέας ξεβράζεται στις ακτές τους.

Ας αντιπαραβάλουμε, ξανά, τον Οδυσσέα με τους μνηστήρες και με τον γιο του. Δε θα είχαμε μάθει γι’ αυτούς αν ο Οδυσσέας δεν είχε σκοτώσει τους πρώτους και δεν ήταν ο πατέρας του δεύτερου. Δεν ταιριάζουν σε ένα έργο ηρωικής ποίησης. Ο Οδυσσέας, όμως, ταιριάζει. Σκεφτείτε τον διαγωνισμό με το τόξο του Οδυσσέα, όπου η Πηνελόπη προκαλεί τους μνηστήρες να πραγματοποιήσουν μια βολή με το τελευταίο. Δεν καταφέρνουν ούτε να το τραβήξουν. Ο Οδυσσέας όχι μόνο το τραβάει, αλλά το ρίχνει και σε μια τρύπα που δημιουργείται από δώδεκα τοποθετημένους πέλεκες. Αυτός είναι που μπορεί να το κάνει, οι άλλοι απλώς θα ήθελαν να μπορούσαν να το καταφέρουν.

Ποιος είναι ο Οδυσσέας; Είναι ένας σπουδαίος πολεμιστής, ένας υπέρμετρα πολυμήχανος άνθρωπος. Ξέρει να επιβιώνει. Και, σαν την Αθηνά, είναι έξυπνος, ευφυής, προσεκτικός. Όντως, η Αθηνά, η θεά της ευφυΐας, είναι αυτή που τον προασπίζεται, όπως και την Πηνελόπη, ακριβώς επειδή είναι τέτοιος χαρακτήρας. Του αρέσει να μάχεται, να συμμετέχει σε αγώνες μάχης και να απολαμβάνει πλουσιοπάροχα γεύματα με τους φίλους του και να ακούει τους βάρδους να μιλούν για σπουδαίες μάχες και αντίστοιχους πολεμιστές. Του αρέσει να λέει ιστορίες σαν αυτές που περιλαμβάνει μερικώς και η ίδια η Οδύσσεια. Αυτός είναι. Αν δεν είναι ο εαυτός του, είναι σα να μην υπάρχει. Πρόκειται για ένα είδος κοινωνικού θανάτου τόσο άσχημος όσο ο πραγματικός.

Ο φόβος που προκαλεί στον Οδυσσέα η απώλεια της ταυτότητάς του είναι ιδιαίτερα προφανής στη συνάντησή του με τους Κύκλωπες. Εκεί, για να σώσει τον εαυτό του και τους άντρες του, συστήνεται ως Κανένας, αλλά, όταν τους έχει κατατροπώσει, δεν μπορεί να αντισταθεί από το να ανακαλύψει ποιος πραγματικά είναι, έτσι ώστε να επωφεληθεί και αυτού του θριάμβου.

«απ΄ τους θνητούς ανθρώπους, Κύκλωπα, κανείς αν σε ρωτήσει
τέτοια δουλειά ποιος σου ΄κανε άσκημη και σου ΄βγαλε το μάτι,
να πεις πως ο Οδυσσέας σε τύφλωσεν, ο καστροπολεμίτης
γιος του Λαέρτη, και το σπίτι του θα το ΄βρει στην Ιθάκη!»

Το ρίσκο που παίρνει ο Οδυσσέας όταν αποκαλύπτει την ταυτότητά του είναι τεράστιο, εφόσον ο Ποσειδώνας, ο πατέρας των Κυκλώπων, έχει γίνει εχθρός του Οδυσσέα και θα τον εμποδίσει να επιστρέψει σπίτι του για δέκα χρόνια. Ωστόσο, η απειλή της απώλειας της ταυτότητας είναι ακόμη μεγαλύτερη απ’ αυτό το ρίσκο και γι’ αυτό ο Οδυσσέας δεν αντέχει να είναι ο Κανένας, ακόμη και γι’ αυτά τα λίγα λεπτά που απλώς χρειάζεται για να αποδράσει με ασφάλεια.

Η αιώνια ζωή και η νεότητα που παρέχει πληρώνονται πολύ ακριβά. Το να είσαι ο Κανένας για πάντα είναι βίος αβίωτος. Το σεξ δεν αποτελεί αντιστάθμισμα.

Οι Κύκλωπες, βέβαια, είναι απλώς μια πολύ ξεκάθαρη περίπτωση του τι πραγματικά συμβαίνει στον Οδυσσέα από τη στιγμή που αφήνει την Τροία μέχρι τη στιγμή που αφήνει την Καλυψώ. Υπάρχει η Κίρκη που μετατρέπει άντρες σε γουρούνια, οι Λωτοφάγοι που κάνουν τους ανθρώπους να ξεχνούν τα σπίτια τους και το ποιοι είναι, ο Άδης όπου οι νεκροί απολαμβάνουν κάτι ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο: είναι όλοι απειλές της ταυτότητας, όλοι είδη θανάτου ενώ ζεις.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, με την Καλυψώ; Λοιπόν, πρώτα, αναλογίσου πού ζει. Η Ωγυγία είναι τόσο μακριά από τα μέρη που έχουν πάει οι άνθρωποι που κανένας ποτέ δεν έχει πάει εκεί. Ο Οδυσσέας είναι, απ’ ό,τι φαίνεται, ο πρώτος άνθρωπος που φτάνει στις ακτές της. Δε μας εκπλήσσει, λοιπόν, που η Καλυψώ θέλει να τον κρατήσει για πάντα! Το αποτέλεσμα της απομόνωσης της Ωγυγίας από τον πραγματικό κόσμο είναι ότι μετά βίας κάτι απ’ όσα αξίζουν στη ζωή βρίσκεται εκεί. Δεν υπάρχουν ούτε ωραία τσιμπούσια, ούτε ποιητές, ούτε πόλεμοι και αγώνες για να εξυμνούν οι τελευταίοι. Ωστόσο, υπάρχουν τα καλύτερα πράγματα στη ζωή. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο, λέει ο ίδιος ο Οδυσσέας στου Φαίακες, αφού έχει αφήσει την Καλυψώ, παρά

«μόνο να ΄χει
ο κόσμος όλος σε ξεφάντωση στρωθεί, κι οι καλεσμένοι
στο αρχονταρίκι ν΄ αφουγκράζουνται το θείο τον τραγουδάρη,
γραμμή καθούμενοι· και δίπλα τους γεμάτα τα τραπέζια
ψωμί και κρέατα κι ανασέρνοντας κρασί από το κροντήρι
να τρέχει ο κεραστής στις κούπες τους να το κερνάει, να πίνουν.
Αυτή η χαρά λογιάζω εστάθηκεν η πιο τρανή του ανθρώπου.»

Ο κίνδυνος που προκαλεί, συνεπώς, η Καλυψώ στον Οδυσσέα και ο λόγος που την περιγράφει ως ”μια επικίνδυνη νύμφη” είναι ότι απειλεί την ταυτότητά του. Αυτή η απειλή υλοποιείται με το να του αποστερεί τον κόσμο που του δίνει νόημα, τον κόσμο που παρέχει τις συντεταγμένες που του δίνουν μια θέση στην πραγματικότητα. Η αιώνια ζωή και η νεότητα που παρέχει πληρώνονται πολύ ακριβά. Το να είσαι ο Κανένας για πάντα είναι βίος αβίωτος. Το τόσο ανώνυμο σεξ, ακόμη και με μια νύμφη, δεν αποτελεί αντιστάθμισμα, ενώ, αν και η Καλυψώ και ο Οδυσσέας κάνουν σεξ κάθε βράδυ για επτά χρόνια (περίπου 2.500 φορές), δεν αποκτούν παιδιά. Η απουσία απογόνων σηματοδοτεί την απουσία ενός μέλλοντος και μ’ αυτό την απουσία της ίδιας της ιστορίας. Γι΄αυτό ο Οδυσσέας θρηνεί στην Ωγυγία και ανυπομονεί να φύγει. Θέλει τη ζωή του πίσω.

Η προφανώς παράξενη κατάσταση του Οδυσσέα στην Ωγυγία, η δυστυχία του στον Ομηρικό παράδεισο, δραματοποιείται στο ποίημα από την περίεργη φύση της ίδιας της Ωγυγίας ως ένα φανταστικό νησί. Κι όσο αληθινό είναι αυτό, άλλο τόσο αληθινά είναι όλα τα άλλα μέρη που ο Οδυσσέας επισκέπτεται ενώ πηγαίνει εκεί. Τα ταξίδια του στο ποίημα δε λαμβάνουν χώρα σε πραγματικά μέρη γιατί κι ο Οδυσσέας δεν είναι ο πραγματικός του εαυτός ενώ βρίσκεται σ’ αυτά. Η προφανώς περίεργη μορφή του ποιήματος, που πολύ συχνά επισημαίνεται και στην οποία αναμειγνύονται το πραγματικό και το φανταστικό, δεν είναι τελικά καθόλου περίεργη, καθώς απαιτείται από το περιεχόμενο του ίδιου του ποιήματος. Αυτή είναι η λύση σε ένα από τα μυστήρια που ανέφερα νωρίτερα.

Όταν ο Οδυσσέας αφήνει την Καλυψώ και ξεκινά να ταξιδεύει προς την πραγματικότητα που είναι η Ιθάκη, η πρώτη του στάση είναι η Νήσος των Φαιάκων, που είναι μέρος ημιπραγματικό (τα πλοία των Φαιάκων πιλοτάρονται, για παράδειγμα, μόνα τους, αλλά ταξιδεύουν σε πραγματικά μέρη). Εκεί συναντά τον πραγματικό του εαυτό στα τραγούδια του βάρδου Δημόδοκου και ξεκινά να αναλαμβάνει την πραγματική του ταυτότητα:

«Είμαι ο Οδυσσέας, ο γιος του αντρόκαρδου Λαέρτη· ο κόσμος όλος
ξέρει τους δόλους μου, κι η δόξα μου ψηλά στα ουράνια φτάνει!
Πατρίδα μου είν΄ η Ιθάκη η ξέφαντη.»

Στα ουράνια, όντως, αλλά, φυσικά, και στη γη κάτω τους. Και εκεί βρίσκεται η λύση ενός δεύτερου μυστηρίου.

Όπως οι άντρες της γενιάς μου μεγάλωσαν ακούγοντας ιστορίες για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τους ήρωες και τους εχθρούς του, γνωρίζουμε ότι ο Τηλέμαχος και οι σύγχρονοί του, οι μνηστήρες, μεγάλωσαν ακούγοντας για τους Τρωικούς Πολέμους και τους ήρωές τους, τον Αχιλλέα, τον Αίαντα, τον Αγαμέμνονα και, φυσικά, τον Οδυσσέα. Πόσο συχνά θα άκουγαν τους βάρδους να τραγουδούν γι’ αυτούς τους σπουδαίους άντρες. Πόσο θα είχε επηρεαστεί η φαντασία τους απ’ αυτούς και τα κατορθώματά τους. Πόσο πολύ θα ήθελαν να είναι σαν αυτούς, να είναι αυτοί. Αυτή είναι, νομίζω, η εξήγηση του ποιήματος σχετικά με το γιατί οι μνηστήρες είναι τόσο νέοι και γιατί θέλουν την Πηνελόπη. Είναι νέοι γιατί αποτελούν την επόμενη γενιά, αυτή που δεν πολέμησε στους Τρωικούς Πολέμους. Θέλουν την Πηνελόπη γιατί είναι η γυναίκα του Οδυσσέα. Τη θέλουν γιατί με το να την έχουν είναι σα να γίνονται ο Οδυσσέας, με το να βρίσκονται εκεί είναι σα να είναι αυτός. Ακόμη και το να βρίσκονται κοντά της, ακόμη και το να περιτριγυρίζουν απλώς στο παλάτι του Οδυσσέα, αυτό τους φέρνει πιο κοντά σ’ αυτό που θέλουν να είναι. Παραμένουν επειδή η ταυτότητά τους ως αυτοί που θέλουν να γίνουν σαν τον Οδυσσέα είναι διαρκώς εκεί και εγγυημένη.

Υπάρχει μια παράξενη στιγμή, συγκεκριμένα, που εφιστά την προσοχή σ’ αυτό. Η Αθηνά, μεταμφιεσμένη, έχει έρθει στην Ιθάκη να πείσει τον Τηλέμαχο να ανακαλύψει πληροφορίες για τον πατέρα του. Τον ρωτά αν είναι πραγματικά ο γιος του Οδυσσέα. Αυτός απαντά:

«Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε·
δικός του λέει πως είμαι η μάνα μου, μα εγώ πού θες να ξέρω;»

Αυτή η αβεβαιότητα είναι σίγουρα απ’ αυτές που αξίζουν. Είναι άραγε αρκετά άξιος να είναι ο γιος του Οδυσσέα; Αυτή είναι μια ερώτηση που ανάλογη πρέπει να έχει δημιουργηθεί σε καθέναν από τους μνηστήρες: ‘Αν μπορώ να κερδίσω την Πηνελόπη, τότε είμαι ισάξιος του Οδυσσέα, συνεπώς είμαι τόσο καλός όσο οι άντρες της γενιάς του πατέρα μου, άρα είμαι γιος του πατέρα μου και τελικώς είμαι άνδρας.’

Είναι απλώς σκιές. Ο Οδυσσέας είναι ο πραγματικός. Η τιμωρία τους είναι αυτό που η πραγματικότητα επιβάλλει στους φαντασιόπληκτους.

Η παράξενη απεικόνιση της ίδιας της Πηνελόπης είναι αυτή που επιβεβαιώνει όλα αυτά. Ο Αντίνοος, ένας από τους πιο επιφανείς μνηστήρες, περιγράφει τη γοητεία της όπως βλέπουμε παρακάτω:

«κι ο νους της είναι σε ό,τι απλόχερα της χάρισε η Παλλάδα,
να ΄χει μυαλό, δουλειές πανέμορφες γυναικείες να κατέχει
και πονηριές, που δεν ακούσαμε καμιά γυναίκα ως τώρα,
καμιά κι απ΄ τις παλιές ωριόμαλλες Αργίτισσες πως είχε,
μηδέ η Μυκήνη η ομορφοστέφανη μηδέ η Τυρώ κι η Αλκμήνη —
απ΄ όλες τούτες δεν την έφτανε καμιά την Πηνελόπη
στην εξυπνάδα».

Τα πιο πάνω χαρακτηριστικά είναι μάλλον περίεργα, ώστε να ανάψουν το αίμα ενός νέου άντρα. Τα χαρίσματα της Αφροδίτης θα ήταν πιο λογικό να βρίσκονται στο μυαλό του απ’ αυτά της Αθηνάς. Παρατηρήστε, όμως, πόσο πολύ όλα αυτά κάνουν την Πηνελόπη να μοιάζει με τον Οδυσσέα. Είναι τόσο σπουδαία ανάμεσα στις γυναίκες όσο είναι αυτός ανάμεσα στους άνδρες. Αυτό που οι μνηστήρες θαυμάζουν στην Πηνελόπη, αυτό για το οποίο τη θέλουν, είναι η ομοιότητά της στον Οδυσσέα. Αυτός είναι το πραγματικό (αν και ασυνείδητο) αντικείμενο του έρωτά τους. Αυτή είναι το υποκατάστατο.

Οι μνηστήρες παριστάνουν τον Οδυσσέα, αλλά το κάνουν στον πραγματικό κόσμο, στον κόσμο που υπάρχουν άντρες σαν τον Οδυσσέα. Εκεί βρίσκεται ο κίνδυνος της φαντασίωσής τους και το λάθος τους. Όταν ο Οδυσσέας επιστρέψει σπίτι και αναλάβει πλήρως την ταυτότητά του, η φαντασίωσή τους θα τελειώσει και η απαίσια πραγματικότητα θα τους καταστρέψει αποκαλύπτοντάς τους τι πραγματικά είναι. Είναι απλώς σκιές. Αυτός είναι πραγματικός. Η τιμωρία τους, που φαίνεται ακραία, είναι αυτή που η πραγματικότητα επιβάλλει στους φαντασιόπληκτους.

Ουσιαστικά, η ταυτότητα του Οδυσσέα είναι αυτό γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα στο ποίημα. Ωστόσο, δε μιλάμε για μία ταυτότητα που το ποίημα επιβεβαιώνει ή αποδέχεται άκριτα. Αντιθέτως, όπως και στην Ιλιάδα, ο Όμηρος θέτει ένα αυστηρό αντανάκλασμα στο ηρωικό ιδεώδες. Ο Οδυσσέας πηγαίνει στην Τροία για να τιμωρήσει τον Πάρη που έκλεψε την Ελένη. Πηγαίνει για να υπερασπιστεί το σπίτι και την οικογένεια. Για να το κάνει, όμως, πρέπει να αφήσει το δικό του σπίτι και τη δική του οικογένεια ανυπεράσπιστα. Το να επιστρέψει σπίτι του γίνεται αργότερα ο στόχος του. Αυτό που εννοείται εδώ είναι το πόσο ακατάλληλος είναι ο ήρωας για το ίδιο του το σπίτι και πόσο ακατάλληλος είναι, συνεπώς, για να εξυπηρετήσει τον στόχο του. Η επιστροφή του Οδυσσέα αυτό δείχνει. Γυρίζει σπίτι όχι για να είναι ένα ήρεμος αρχηγός του σπιτικού, αλλά για να είναι ξανά ένας πολεμιστής που προστατεύει το παλάτι του, ενώ κάποτε κατέστρεψε του Πρίαμου για τον ίδιο λόγο. Αφού έχει τελειώσει με τη δουλειά του, θα πρέπει να φύγει ξανά, ταξιδεύοντας τόσο μακριά από τη θάλασσα που το κουπί του περνιέται για λίκνο, τόσο μακριά που κανείς εκεί δε θα ‘χει ακούσει για τη θάλασσα ή για τον ελληνικό στόλο που τη διέσχισε για να φτάσει στην Τροία, τόσο μακριά που ο Οδυσσέας ο ίδιος θα είναι ο Κανένας εκεί. Μόνο τότε θα μπορεί να πάει στο σπίτι για να πεθάνει.

Η ζωή δεν καταλήγει πουθενά, μας λέει το ποίημα. Το τέλος που φανταζόμαστε γι’ αυτή, τα Ηλύσια Πεδία, ο Άδης, ο παράδεισος, το σπίτι, δεν είναι αυτό που μας προσφέρει αυτό που νομίζουμε ότι θέλουμε: ένα τέλος στα προβλήματά μας, ένα τέλος στα βάσανα και στους αλληλοσπαραγμούς. Αυτό που θέλουμε τελικά, μας λέει, είναι απλώς ο θάνατος σε μία από τις πολλές του μορφές. Κι αυτό, εν τέλει, θα το βρούμε σίγουρα. Με τύχη, όταν είμαστε γέροι και διάσημοι και με την οικογένειά μας γύρω μας, θα είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό, όπως οι Θεοί υπόσχονται στον Οδυσσέα ότι θα είναι.

του C D C Reeve
(professor of philosophy at the University of North Carolina)

Μετάφραση για το 1-2
Νίκος Τσέλιος

Πηγή

(Τα αποσπάσματα από την Οδύσσεια αντλήθηκαν από τη μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή)