Απο παπαδοπαίδι της Χάλκης βρίσκεται υμνητής του «Σατάν», από αριστοτέχνης της καθαρεύουσας περνά στις επάλξεις του δημοτικισμού, από τον αισθητισμό και την ωραιοπάθεια βουτά στην ηθογραφία και την πραγματική ζωή, από αμφιλεγόμενο πρόσωπο των λογοτεχνών γίνεται τιμώμενο πρόσωπο στο σπίτι του Παλαμά, από τη μυσταγωγία της σαρκός αναζητά τις ηδονές του πνεύματος, από την ύμνηση του υπερανθρώπου βρίσκεται κηδευόμενος στα 36 του στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού, ερμαφρόδιτος κι ανδρόγυνος, μυστικιστής, σκηνοθέτης αυτοκτονιών, προφήτης του βυζαντινισμού, flauner της Κωνσταντινούπολης, διαθεματικός, πρόδρομος του υπερρεαλισμού, εστέτ και φυματικός, και πόσα ακόμη μπορούν να ειπωθούν για μια πολυσχιδή προσωπικότητα που ζούσε μέσα στην επισφάλεια ενός διαρκούς πειραματισμού. Όσα και να ειπωθούν ισχύουν ή ίσχυσαν κάποια στιγμή στη ζωή του, που έμοιαζε με μια γενναία φάρσα ενός αριστοκράτη. Να γιατί ο Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1919) δεν έγινε αρκετά αποδεκτός στον καιρό του ενώ και οι φιλόλογοι εκφράζονταν με αμηχανία αν όχι δυσθυμία για το έργο του. Η απουσία ενός ενοποιημένου στυλ δημιουργούσε περιπλοκές στα ακαδημαϊκά σχήματα, ενώ κι αυτοί που τόλμησαν να προβούν σε γενικευμένες κρίσεις για τη δουλειά του έχασαν το στοίχημα, ξεπεράστηκαν, ειδικά μετά την εισαγωγή νέων δεδομένων στην έρευνα.
Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρχει κάποιο στοιχείο που ενοποιεί το έργο του σε ένα λογοτεχνικό σώμα, αυτό δεν εντοπίζεται στο στυλ ή στο περιεχόμενο των κειμένων. Πρόκειται για κάτι εξωλογοτεχνικό, που ενσκύπτει πριν ακόμη συμβεί το πέρασμα στο χαρτί και είναι ακριβώς αυτό που τον διαφοροποιεί από τους λογοτέχνες της εποχής του. Θα κάνω λόγο για έναν ζωοποιό ναρκισσισμό που τον απελευθερώνει και του δημιουργεί επιταχύνσεις ως προς την αναζήτηση μιας εξωκοινωνικής αλήθειας. Μιλώ για μια εκκλησιαστική πίστη στον εαυτό του, που ο ίδιος ο Ροδοκανάκης θα την ονομάσει «εγωϊσμό απείρου» και του χαρίζει μιαν «αυτοπεποίθησιν αγίαν», μια εγωτική δυνατότητα να εμπιστευτεί τη διαίσθησή του, και να ξεφύγει από το «καθεστωτικό» πεδίο της έκφρασης. Γράφει ο ίδιος στον «Στιφάρχη» του κοιτώντας από ψηλά κατά την Καλαμπάκα: «Και πάνω στην κορφή αυτής της πυραμίδας υψωμένο βρέθηκε το πάνοπλο εγώ μου, αυτό και μόνο φωτιζόμενο ίδιο λαμπρό μετέωρο…». Συνεκδοχικά, μιλώ για έναν φυγόκεντρο ναρκισσισμό που έχει αφαιρέσει από μέσα του τη φιλοδοξία, αποκρυσταλλώνεται σε αναγκαιότητα, και διαχωρίζεται από τον ναρκισσισμό της αυταρέσκειας που ξεπέφτει σε επιθυμία κοινωνικής ανέλιξης και εξαντλείται σε δημόσιες σχέσεις, κολακείες και ενίοτε ραδιουργίες. Υπάρχει μέσα του ένας φιλάσθενος εσωτερικός κόσμος που βαστάει τα γκέμια μιας γενικευμένης ωραιοπάθειας που υπακούει στο «Παν σώμα γυμνόν, είναι ναός ελεφάντινος» αλλά και ενός δυναμικού λυρισμού που τον αναγκάζει να ομολογήσει από το πρώτο του κιόλας βιβλίο πως «Η κεφαλή μου φλέγεται. Φαεινός στέφανος δάφνης περιλούει με έμπνευσιν το πυρέσσον μου μέτωπον». Έπειτα θα γίνει πιο σαφής ως προς το κάλεσμα της έκστασης: «Σκυφτός απάνω στο στασίδι μου είχα τα μάτια τότες ανοιχτά, μα τίποτε δεν κύτταγα, γιατί το βλέμμα μου ήτανε γυρισμένο από την ανάποδη και παρακολουθούσε πάνω στον ορίζοντα της σκέψης μου να ξετυλίγεται όλη της ιστορίας μας η ποίηση». Γι’ αυτό και ο Ροδοκανάκης όταν γράφει δεν έχει απέναντί του τον αναγνώστη ή κάποιον κριτικό. Ή τέλος πάντων μπορεί να έχει ελάχιστους, ή έστω και φανταστικούς, που του παρέχουν όμως την απόλυτη ελευθερία να γίνει ένας μοναχικός διαβάτης στα καλλιτεχνικά ρεύματα. Εξου και στραπατσάρει τις αναγνωστικές προσδοκίες, δε θέλει να εδραιώσει ένα στυλ, πράγμα απαραίτητο για να χτιστεί η φήμη. Για την ακρίβεια είναι ανίκανος να το κάνει, ανίκανος να πειθαρχήσει σε κάτι πέραν της μοναδικότητάς του. Γι’ αυτό και το sui generis έργο του ενέχει την έννοια του χειροποίητου, είναι πολυδιάστατο και διαθεματικό, αναγεννάται συνεχώς κόντρα στους μηχανισμούς της γραφής και τελικά ο συγγραφέας στέκει ανήμπορος στο χτίσιμο ενός ευρέος κοινού.
ΙΔΕΑ
Είσαι άνθρωπος χρυσός, το πιστεύω· αλλά δι’ αυτό ακριβώς υποχωρείς εις οιανδήποτε δύναμιν. Εγώ προτιμώ να είμαι κατασκευασμένος από μέταλλον κατωτέρας ποιότητος, το οποίον να μην εκτιμά ο κόσμος, αλλά και να μη ημπορή να λυγίση.
De Profundis
Με έναν περίεργο τρόπο όμως το δικό μας παρόν πλησίασε περισσότερο προς την ατομικότητα του Ροδοκανάκη και απομακρύνθηκε από το λόγιο κύκλο του Ξενόπουλου και του Δροσίνη που πρωταγωνιστούσαν τότε. Φαίνεται πως αυτό το φιλάσθενο παιδί από τη Σμύρνη βρισκόταν πολύ μπροστήτερα από την εποχή του. Τι θα πει μπροστήτερα όμως; Ας τελειώνουμε με τις θεωρίες: θα πει απλώς την προσφορά ενός μεγαλείου ευχαρίστησης που σου προσφέρει η ανάγνωση του έργου του σήμερα, καθώς βρίσκεται μονίμως στραμμένο σε έναν απαστράπτοντα λυρισμό που απαντά στο εδώ και το τώρα παίζοντας μπουνιές με ό,τι ορθολογιστικό μας τρώει την ψυχή.
Ποντάρουμε λοιπόν σε μια επάνοδο. Το ΑΣΣΟΔΥΟ κηρύσσει άτυπα το 2019 ως έτος «Πλάτωνος Ροδοκανάκη» πραγματοποιώντας καθόλη την διάρκεια της χρονιάς μια αναμόχλευση του έργου του, δημιουργώντας κλιμακωτά μια πολυπρόσωπη βάση δεδομένων. Η ανακοίνωση αυτή συνοδεύεται από ένα κάλεσμα που επιχειρεί την σύσταση «Κύκλου Φίλων Πλάτωνος Ροδοκανάκη» στοχεύοντας τόσο στην χαρά της ανάγνωσης όσο και στην οργάνωση αυτομορφωτικής έρευνας γύρω από το πρόσωπό του. Η συνάντηση της ομάδας θα λαμβάνει χώρα στο υπό διαμόρφωση «Ασσόδυο_Σπίτι» στο Μεταξουργείο. (εκδήλωση ενδιαφέροντος: toflogismenoraso@1-2.gr)
Επιλέγουμε η ετήσια αναδρομή να εκκινήσει σήμερα Τετάρτη 16 Γενάρη του 2019, διότι κλείνει ένας ακριβής κύκλος 100 χρόνων απουσίας του Ροδοκανάκη. Στις 16 Γενάρη του 1919, και πάλι Τετάρτη, πεθαίνει από φυματίωση στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού, στο οποίο νοσηλευόταν για πάνω από ένα μήνα. Η δημοσία κηδεία του (εξαιτίας της ενασχόλησής του με το αρχαιολογικό τμήμα του Υπουργείου Παιδείας) θα γίνει το επόμενο πρωί στις 10:30, στο νεόδμητο τότε παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού (Εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ», 17.1.1919).
Λεπτομέρειες θα πεις, μα αξίζει να ακουστούν για πρώτη φορά.
.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ