Μια μεταμόσχευση αυτοκτονίας μεταξύ Ροδοκανάκη και Γιαννόπουλου

Βυσσινί τριαντάφυλλα πάνω στο μαρμαρένιο μνήμα του κύματος

 

Αν αφαιρέσεις από την πόλη τους μύθους της η πόλη αυτή είναι νεκρή. Προσωπικά μιλώντας, η ποιότητα της μυθολογίας της Αθήνας βρίσκεται σε εξάρτηση με τη λειτουργικότητα της ζωής μου, τις αντοχές μου, τις επιθυμίες μου. Και για να μπω στο θέμα: αν ο Περικλής Γιαννόπουλος δεν είχε αυτοκτονήσει μπαίνοντας με ένα άλογο στη θάλασσα του Σκαραμαγκά για να χαθεί έφιππος στην αιωνιότητα, η πόλη αυτή που κατοικώ θα ήταν μια πατρίδα μισή.

Η δύναμη τούτης της μυθολογίας δεν οφείλεται απλώς στο γεγονός πως ο αυτόχειρας, ένας από τους πιο υποχθόνια επιδραστικούς ανθρώπους του νεοελληνικού πολιτισμού, επέλεξε να φύγει με έναν τόσο ποιητικό τρόπο, αλλά κυρίως επειδή ο τρόπος αυτός είχε ήδη περιγραφεί ονειρικά στο τέλος του γνωστότερου διηγήματος του Πλάτωνος Ροδοκανάκη, κατά το οποίο δυο εραστές, ο Γιώργος και η Βέρα πραγματοποιούν μια θαλάσσια και έφιππη αυτοκτονία. Μιλώ για το «βυσσινί τριαντάφυλλο», ένα πολύκροτο και πολυπαθές διήγημα, που διαβαζόταν στα σαλόνια ανέκδοτο ακόμα, όπως π.χ. στο σπίτι του Παλαμά τον Γενάρη του 1909, και προκαλούσε από τότε αλυσιδωτές αντιδράσεις στη δημόσια σφαίρα. Σε μία από αυτές τις παρεΐστικες αναγνώσεις ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν παρών, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Ροδοκανάκης σε μια συνέντευξή του (8.6.1911, εφ. ΑΘΗΝΑΙ) και υποψιαζόμαστε πως χαράκτηκε βαθιά μέσα του η αλληγορική σύνδεση της ελευθερίας του θανάτου με την έφιππη φυγή προς στη θάλασσα.

Λοιπόν: μπορούμε να μιλήσουμε για μια λογοκλοπή του Γιαννόπουλου εν ώρα θανάτου; να κάνουμε λόγο για έναν εκ νεκρών πλαγιαρισμό; Αστειεύομαι φυσικά. Αν και αστειεύομαι «εύστοχα» και με τρόπο που βρίσκεται εντός του κλίματος του συγκεκριμένου βιβλίου, καθότι το ομώνυμο διήγημα του τόμου «Το βυσσινί τριαντάφυλλο» δεινοπάθησε από τον κάπως ζηλιάρη ομότεχνό του Χρηστομάνο με κατηγορίες περί λογοκλοπής που εκτόξευσε, και ελάχιστα ευσταθούσαν, οπότε και κατέπεσαν ύστερα από την παρέμβαση του ίδιου του Παλαμά.

Δεν είναι όμως να αστειεύεσαι με τούτα. Η αυτοκτονία του Γιαννόπουλου (μια μέρα βροχερή στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, όπως και στο βιβλίο) μαρτυρά έναν περίεργο συσχετισμό με τον Ροδοκανάκη, που φτάνει στα όρια του μυστικισμού (περιμένω με αγωνία να φωτιστεί λίγο παραπάνω η μεταξύ τους σχέση μέσα από την επικείμενη ερευνητική παράσταση του Μαΐου στο Άσυλο Ανιάτων, που αποτελεί και την τελευταία οικεία της ευρύτερης οικογένειας Ροδοκανάκη) και είναι δύσκολο να εξιχνιαστούν τα σκοτεινά μονοπάτια της φυσικής ή μεταφυσικής τους σχέσης που έλκεται από έναν κρυπτισμό και μια «ωραιοπάθεια του κακού».

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.

Αυτό που έχει σημασία είναι πως ο Γιαννόπουλος, ο μύστης του ελληνικού φωτός, σπάει εκείνη τη στιγμή το νήμα που διαχωρίζει την πραγματικότητα από το όνειρο. Παίρνει τη ζωή του στα χέρια του αρνούμενος την υλική πραγματικότητά της. Εκείνη τη στιγμή ενοποιεί το σενάριο της ζωής με το σενάριο της τέχνης, αποχαρακτηρίζει το γραφτό της μοίρας μετατρέποντάς το σε ένα κόρπους λογοτεχνικό. Κοντολογίς, και πέρα από κάθε αστεία έννοια λογοκλοπής (δε νοείται λογοκλοπή μεταξύ συγγενών εξ αισθήσεων), η πράξη της «θαλασσοκτονίας» του θέλει να δικαιώσει το «βυσσινί τριαντάφυλλο» γιατί απλούστατα θέλει να δικαιώσει μια ολόκληρη νοοτροπία ζωής που αγωνιά για το φτάσιμο της προσωπικής ελευθερίας πέρα και έξω από τις νόρμες και τις ηθικολογίες της κοινωνίας. Γι’ αυτό ταυτόχρονα η εκδημία του πράττεται συμβολικά -είναι άλλωστε το διήγημα αυτό έμβλημα της εποχής και διαχρονικό σύμβολο του αισθητισμού- επιθυμώντας να καταδικάσει την υπεροχή του αληθινού έναντι του διαφορετικού και δεν είναι δόκιμο να κάνουμε απλώς λόγο για μία «μεταδοτική» αυτοκτονία, κατά την φρασεολογία της ψυχιατρικής.

Είναι γνωστό το αδιέξοδο που οδηγούνται τα τολμηρά πνεύματα. Είναι γνωστή η καλλιτεχνική ήττα που τους επιφυλάσσεται από την πεζότητα του καθημερινού. Είναι γνωστή η αδυνατότητα να διατρανώσεις την μοναδικότητά σου σε έναν ασφυκτικό κόσμο που είναι θεμελιωμένος σε στερεότυπα. Αυτό που δεν είναι γνωστό, είναι το κατά πόσο ένα λογοτεχνικό προϊόν μετατρέπεται σε αληθινή πράξη και γεννάει μέλλον, έστω και μακάβριο, τουλάχιστον στα ελληνικά πράγματα, -γιατί είχε ξανασυμβεί με τον Βέρθερο του Γκαίτε που οδήγησε και οδηγεί σε αυτοκτονία ακόμη και σήμερα αρκετούς αναγνώστες.

Προφανώς ο Ροδοκανάκης δεν είναι υπαίτιος για τον θάνατο του συνταξιδιώτη και ομονάρκισσου Περικλή. Ο Γιαννόπουλος θα έφευγε έτσι κι αλλιώς, όπως το μαρτυρούν οι φίλοι του που έμειναν πίσω. Ο μποέμικος ρομαντισμός του είχε μεταπηδήσει σε μια αδιέξοδη φυλετική εγωπάθεια. Ο βυζαντινισμός του τον είχε οδηγήσει σε έναν φανατικό αντιδυτικισμό. Η ώρα είχε φτάσει για την ανθοστεφανωμένη περιπλάνηση μέσα στα παράφορα γαλανά μάτια του έαρος.

«οι βράχοι ούρλιασαν σα νάσαν χίλιοι σατανάδες που τους είχαν αρχάγγελοι κόψει τις ουρές»

Το Βυσσινί Τριαντάφυλλο, Α’ έκδοση, 1912. Διαβάζεται ηλεκτρονικά και ελεύθερα εδώ

Και για να επιστρέψουμε στον Ροδοκανάκη θα εστιάσουμε και σε μια άλλη περίπτωση που μέσω του έργου του γεννάει μέλλον, περισσότερο θετικό τούτη τη φορά. Αναφέρομαι στις βυζαντινές του ενασχολήσεις που παραμένουν λίγο πολύ στο περιθώριο της εργογραφίας του. Yπεύθυνος δημιουργίας Μακεδονικού Μουσείου στη Ροτόντα το 1917 εν μέσω Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αργότερα διευθυντής του βυζαντινού τμήματος του Υπουργείου Παιδείας και πρωτεργάτης της ίδρυσης της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών στην Αθήνα το 1918. Μα το εντυπωσιακότερο όλων είναι το θεατρικό του δράμα «Άγιος Δημήτριος. Μυστήριον εις πράξεις 3», προϊόν όχι μόνο καλλιτεχνικής έμπνευσης και διαίσθησης αλλά και βαθιάς μελέτης και παρατήρησης τόσο της ομώνυμης ιστορικής εκκλησίας όσο και των βυζαντινών αρχαιοτήτων της Θεσσαλονίκης, το οποίο είναι γεμάτο από αρχαιολογικές παρατηρήσεις που θα δικαιωθούν από την επιστήμη της αρχαιολογίας αρκετές δεκαετίες αργότερα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επισήμανσή του πως το σχήμα της αψίδας του Γαλέριου κατά την ανέγερσή του ήταν αρχικά τετράγωνο και σε μεταγενέστερη εποχή έλαβε τη σημερινή του μορφή. Ανάλογες οξυδερκείς παρατηρήσεις που δικαιώθηκαν και επικράτησαν μόλις τα τελευταία χρόνια αφορούν και τον διάκοσμο του μνημείου της Ροτόντας. Και όλα αυτά συμβαίνουν όχι σε ένα επιστημονικό σύγγραμμα, πρέπει να τονιστεί, αλλά σε ένα αμιγώς θεατρικό έργο που θα το ανεβάσει ευθύς αμέσως η Κοτοπούλη στην Αθήνα μετά την καταστροφική πυρκαγιά στη Θεσσαλονίκη του 1917, και σύμφωνα με τον Βάλτερ Πούχνερ στη «θεατρικὴ αὐτὴ παράσταση εἰσήχθη γιὰ πρώτη φορὰ ἡ Θεσσαλονίκη, μετὰ τὴν πρόσφατη ἀπελευθέρωσή της (1912), «ως τόπος δράσεως στην πολιτική συνείδηση των Ελλήνων» και μάλιστα ως πόλη Βυζαντινών αναφορών (για το συγκεκριμένο θέμα του βυζαντινισμού του βλέπε: Πέλλη Μάστορα, Πλάτων Ροδοκανάκης: ένας Esthete τμηματάρχης των βυζαντινών αρχαιοτήτων, περιοδικό ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟΝ, τχ. 10, Οκτώβριος 2018)

Η οξυδέρκειά του είναι ακατάπαυστη σε όλα τα πεδία δράσης του. Ακόμα και στις λογοτεχνικές του κρίσεις σχεδόν σε τρομάζει όταν το 1911 δηλώνει σε μια ερώτηση δημοσιογράφου για τη λογοτεχνική σκηνή της Αθήνας πως «‘Εχω επίσης να σημειώσω ένα γερό τάλαντον, που μορφώνεται. Είνε ο Λαπαθιώτης».

Σήμερα πάντως είναι μια μορφή σχεδόν ξεχασμένη για τους πολλούς αλλά χαίρει εκτίμησης και λατρείας στους μυημένους. Ίσως του άρεσε αυτό, τέτοιος μυστικιστής, ανδρόγυνος και γνήσιος εστέτ που ήταν. Ίσως απαντούσε σε αυτό το θέμα πως η αναγνώριση, η λαϊκή αποδοχή, αποτελεί ένα δείγμα αποτυχίας και καταδεικνύει την έλλειψη θαρραλέας πρότασης του καλλιτέχνη. Ποιος ξέρει. Πάντως, ανεξαρτήτως λογοτεχνικών γούστων, όλοι ενοποιούμαστε κάτω από την γεωγραφική αγκάλη μιας πόλεως. Και ίσως κάθε τόπος να ζει γεγονότα και καταστάσεις που με έναν τρόπο έχουν προϋπάρξει στο καλλιτεχνικό πεδίο. Ίσως το παρόν μας να είναι απλώς μια υλοποίηση, κατά το πνεύμα του Όσκαρ Ουάιλντ. Για σκέψου. Αν όντως υπάρχει μοίρα τι άλλο να είναι οι άνθρωποι εκτός από ήρωες και χαρακτήρες; Ποιος ξέρει να απαντήσει με σιγουριά.

Ας ελπίσουμε μόνο το έργο της δικιάς μας ζωής να είναι γραμμένο από το μυστηριώδες χέρι του Πλάτωνος Ροδοκανάκη, τη στιγμή που βρισκόταν σε γαλήνια διάθεση και ατενίζοντας το άστυ έγραφε ένα από τα πιο ερωτικά αποσπάσματα που έχω διαβάσει:
.

«Τι ωραία που είναι η ζωή. Ό, τι βλέπω τριγύρω μου το αγαπίζω και το ποθώ. Από όλα τ’ άψυχα κτίσματα και ομιλία μυστικιά ανεβαίνει κ’ έρχεται να μου ξομολογηθή λόγια αλλόκοτα που με μαγεύουν. Τα μάτια μου αισθάνονται ατελείωτον έναν ηδονισμό, που κυκλοφορεί σαν γλυκό δηλητήριο μέσα μου· Σήμερα το απόγευμα ανέβηκα στην κορφή ενός βράχου και από εκεί εκύτταζα τον κάμπο τον ανθόσπαρτο, όλο χρώματα, σαν ένα υγρό ρεύμα από λουλούδια, το νέκταρ της άνοιξης σκορπισμένο. Κείνη την ώρα, θέλησα να γινόμουν γίγαντας, να υψωνόμουν στο κυανό του ουρανού και παίρνοντας το μαλαματένιο ποτήρι της ζωής, τον ήλιο, να κατέβω και να ρουφήξω όλη την άνθηση της γης. Και το ατίμητο υγρό να καταβαίνη και να μου περιτριγυρίζει την καρδιά με γιασεμιά, βιολέττες και γαρύφαλα. Τότε το στήθος μου θενά βρισκότανε πολύ μικρό για μια καρδιά τόσο μεγάλη. Επάνω στο μεθύσι μου θα τώσκιζα και παίρνοντας αυτή την ανθοδέσμη τη λαχταριστή, θα την πετούσα μπρος στα πόδια της ωραίας μου».

Το βυσσινί τριαντάφυλλο

.

 


Υ.Γ: Αρκετοί αναφέρουν πως το «βυσσινί τριαντάφυλλο» είναι αυτό που εμπνεύστηκε από τον θάνατο του Γιαννόπουλου και όχι το αντίθετο, ισχυριζόμενοι πως ο θάνατος του Περικλή το 1911 συνέβη ένα χρόνο πριν την έκδοση του βιβλίου το 1912. Ο Γιαννόπουλος πράγματι αυτοκτόνησε πριν την έκδοση του βιβλίου, μα το «βυσσινί τριαντάφυλλο» ήταν ήδη γνωστό και πολύκροτο στους φιλολογικούς κύκλους ήδη από οικιακές αναγνώσεις του το 1909, και σε μια εξ αυτών είχε παραβρεθεί και ο Γιαννόπουλος κατά ομολογία του Ροδοκανάκη (8.6.1911, Εφ. Αθήναι). Η περίπτωση κατά την έκδοση του βιβλίου να αλλάζει ο Ροδοκανάκης το τέλος, παρόλο που δηλώνει και ο ίδιος πως προβαίνει σε μικροαλλαγές λόγω των κατηγοριών του Χρηστομάνου περί μίμησης, δεν φαίνεται να ευσταθεί γιατί σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Ακρόπολις» στις 26.1.1909, δηλαδή ένα χρόνο πριν την ποιητική φυγή του Γιαννόπουλου, ο Σταμάτης Σταματίου που παραβρέθηκε στην ανάγνωση του βιβλίου στο σπίτι του Παλαμά, κάνει νύξη στην πολυσέλιδη ονειρική αυτοκτονία που υπάρχει στο τέλος του διηγήματος.

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Ο Σαμσών Ρακάς γεννήθηκε το 1981 και ζει στην περιπλανώμενη Αθήνα (http://academia-romantica.edu.gr/). Ο «Ούτις» (εκδ. Υποκείμενο) είναι ο προσωπικός του Θεός.