Πριν από λίγες βδομάδες, ο Ari Morgenstern Läsarson κι ο Κωνσταντίνος Λιανός με καλέσανε να μιλήσω σε μια παρουσίαση βιβλίου. Το βιβλίο ήταν δικό τους κι είχε κυκλοφορήσει λίγο νωρίτερα από τις εκδόσεις Ουαπίτι: Είναι Η Νόσος του Μπόλτζμαν, ένα μυθο-δοκίμιο για το μυστήριο, τη θερμοδυναμική και το πεπρωμένο. Στην πρόσκληση για εκείνη την εκδήλωση, όπως είθισται, γράφτηκαν και μια-δυο επαγγελματικές ιδιότητες δίπλα στα ονόματα, αλλά η αλήθεια είναι ότι γράφω αυτό το κείμενο ακριβώς όπως μίλησα και σ’ εκείνη την παρουσίαση: σαν αναγνώστης και σαν φίλος.
Αυτές οι δύο ιδιότητες, του αναγνώστη και του φίλου, αποτελούν δύο ασυνεχείς ταυτότητες που πάντα τις έχω συνδεδεμένες με μια μορφή συγκίνησης. Μερικές φορές έχω την εντύπωση πως, απ’ όλα τα συναισθήματα, η συγκίνηση είναι η λιγότερο υμνημένη, αναλυμένη, η πιο αόρατη για τον γραπτό λόγο. Η ατμόσφαιρα γύρω από τη Νόσο του Μπόλτζμαν λοιπόν, αυτήν την παράδοξη δοκιμιακή βιογραφία του γνωστού φυσικού Λουδοβίκου Μπόλτζμαν, έσταζε συγκίνηση για μένα – κι αυτήν την συγκίνηση θέλω να μεταφέρω κι εδώ, αν γίνεται.
Πρώτον, ΟΚ, βοηθάει να είσαι λίγο ευσυγκίνητος γενικά, αλλά είναι καλό πράγμα, είναι η πρώτη, ασυνείδητη, ενσώματη γραμμή άμυνας απέναντι στον κυνισμό. Δεύτερον, τους αγαπώ πολύ και τους δύο ανθρώπους που έφτιαξαν αυτό το βιβλίο κι έχουμε περάσει πολλές ώρες μαζί εδώ και κάμποσα χρόνια. Είναι κι οι δύο εξαιρετικοί καλλιτέχνες. Συχνά ο κόσμος, όταν επαινεί βαθιά κι απ’ την ψυχή του κάποιον, ενδέχεται να δηλώσει αμυντικά: «όχι επειδή είναι φίλοι μου», αλλά εγώ τους βρίσκω εξαιρετικούς καλλιτέχνες ακριβώς επειδή είναι, μεταξύ άλλων, φίλοι μου. Όπως παντού, έτσι και στην τέχνη, αγάπη και απόλαυση πρέπει να πηγαίνουν μαζί και να μεγιστοποιούν η μία την άλλη.
Τρίτον, δεν διαβάζω και τόσο πολύ τελευταία, παρόλο που έχω περάσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της μέχρι τώρα ζωής μου διαβάζοντας. Νιώθω πολύ εξαντλημένος και στεναχωριέμαι πολύ όταν νιώθω ότι χάνω το πάθος της ανάγνωσης. Αυτό το βιβλίο, με το μικρό του μέγεθος, ήταν απ’ τις πολύτιμες στιγμές που ξαναφούντωσε αυτό το πάθος. Τέταρτον, με άγγιξε η νόσος του Μπόλτζμαν, γιατί όλοι έχουμε μια νόσο, κι όταν η νόσος μπαίνει στο χαρτί και μοιράζεται, τότε η τρωτότητα κι η ευαλωτότητα γίνεται δύναμη ζωής, γίνεται μια μορφή ανατριχίλας που μεταδίδεται. Θυμάμαι να διαβάζω κάπου πως η ανατριχίλα είναι η μονάδα μέτρησης επιτυχίας μιας ημέρας.
Μ’ αρέσει πολύ όταν ένα βιβλίο το δουλεύουν μαζί δύο άνθρωποι. Απ’ όλες τις τέχνες, μου φαίνεται ότι η δουλειά του συγγραφέα είναι η πιο μυστικοποιημένη, αυτή που επικυρώνει τις πιο συντηρητικές αντιλήψεις για την καλλιτεχνική δημιουργία, αυτή που μοιάζει να προϋποθέτει το λιγότερο σώμα και το λιγότερο μοίρασμα και την λιγότερη κοινωνικότητα, συνδεόμενη συχνά με την βασανισμένη, μοναχική, ανδρική ιδιοφυΐα που περιστέλλει τους γύρω της σε κειμενικά στοιχεία, σε «πηγές έμπνευσης». Όσο το αποσταθεροποιούμε αυτό, τόσο το καλύτερο: δημιουργώντας μαζί, μιλώντας μαζί γι’ αυτά που δημιουργούμε. Τυχαίνει, λοιπόν, αυτό το μικρό βιβλίο να έχει τα πράγματα που τείνω αγαπώ περισσότερο στην γραφή και την ανάγνωση.
Όπως το διάβασα εγώ, η Νόσος του Μπόλτζμαν κινείται γύρω από τους άξονες του ονείρου, του δωματίου, του εαυτού – μέσα από τέσσερις νύχτες διάσπαρτες σε τρεις αιώνες. Το κείμενο ξεκινάει στις 10 Νοεμβρίου του 1619 με τον Ρενέ Ντεκάρτ. Το βράδυ εκείνης της νύχτας, ο Ντεκάρτ βλέπει τρία όνειρα, κι αυτά τα όνειρα διασχίζουν 365 μέρες έως το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου 1620 που ταράσσεται ο ύπνος του Μπλεζ Πασκάλ. Ο εαυτός, όπως και ο κόσμος, είναι ένα κλειστό δωμάτιο που πρέπει να ανοίξει.
Η επόμενη νύχτα είναι του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, τον Ιανουάριο του 1912, όταν βρίσκεται στο Ντουίνο κι ετοιμάζεται να γράψει τις Ελεγείες του. Σ’ ένα γράμμα του, γράφει για τον ανοιχτό κόσμο όπου όλα είναι. Ο εαυτός, για να ανοίξει τις πρώτες ρωγμές στο δωμάτιο, πρέπει να αφήσει πίσω και τους δαίμονες και τους αγγέλους του. Μερικά χρόνια νωρίτερα, τη νύχτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1906, ο φυσικός Λουδοβίκος Μπόλτζμαν καταφέρνει επιτέλους να αυτοκτονήσει. Ο Μπόλτζμαν άνοιξε το δωμάτιο. Ο εαυτός έπρεπε να σκοτώσει τον εαυτό του, να ενορχηστρώσει μια συνωμοσία ενάντια σ’ αυτόν που αγαπούσε.
Είναι ένα παράξενο βιβλίο, κρυπτικό και αινιγματικό, αλλά μέσα του έχει τεράστια ειλικρίνεια και ευθύτητα, ακριβώς γιατί κυριολεξία και αλήθεια δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μοιάζει ίσως μπερδεμένο, αλλά για μένα έχει ακριβώς τα στοιχεία που θεωρώ ότι πρέπει να έχει η τέχνη που στέκεται απέναντι από τον κυνισμό: ευαισθησία, ειλικρίνεια, ακρότητα. Η Νόσος του Μπόλτζμαν, στα κείμενα και τα σχέδιά της, έχει μια αστάθεια της ταυτότητας και της ιστορίας, μια αλχημιστική αντίληψη για την κοινωνική εμπειρία και την αισθητική μορφή, μια φροντίδα για την υπόγεια ζωή των πραγμάτων, μια αγάπη για τον μύθο που καίει σαν λάβα κάτω από το έδαφος της πραγματικότητας.
Κυρίως, όμως, παίρνοντας την μορφή του δοκιμιακού μυστηρίου, το σημαντικότερο για μένα είναι ότι απελευθερώνει τον παρανοϊκό συλλογισμό, υιοθετεί μια παρανοϊκή διαλεκτική της ιστορίας και του εαυτού, μια διαλεκτική ελεύθερη και ζωντανή, όπου το μέρος υπάρχει σε κάθε στιγμή του όλου και το όλο υπάρχει σε κάθε στιγμή του μέρους. Αλλά, φυσικά, το μείζον ερώτημα, το ερώτημα που θέλουν να μας αποτρέψουν πάση θυσία να ρωτήσουμε, είναι ένα: ποιος τα έβαλε εκεί και γιατί;
Όταν ο εξεταστής τον ρώτησε από τι κινείται το χάος, εκείνος απάντησε: από μόνο του.
Με συναρπάζει αυτός ο τρόπος προσέγγισης της γραφής, γιατί φέρνει κοντά δύο πράγματα που αγαπάω πάρα πολύ και ξέρω ότι τα αγαπάει κι ο Ari. Την αλχημιστική σκέψη των πρώτων μετανεωτερικών αμερικανών συγγραφέων (του Τόμας Πίντσον, του Ουίλιαμ Γκάντις, του Ουίλιαμ Γκας, του Τζον Μπαρθ, του Ντόναλντ Μπάρθελμ, του Τζον Χοκς, του Στιβ Έρικσον) και την αλχημιστική σκέψη της πληβειακής και ευγενούς πρωτο-νεωτερικής Ευρώπης, όπου κοσμολογία, μυθολογία, φιλοσοφία, επιστήμη και λογοτεχνία ήταν πολύ κοντά μεταξύ τους.
Καμιά πενηνταριά χρόνια πριν ο Ντεκάρτ δει τα όνειρα του κλειστού δωματίου, ένας φτωχός μυλωνάς, όπως μας λέει ο Γκινζμπούργκ στο Τυρί και τα Σκουλήκια, βρισκόταν μπροστά στον ιεροεξεταστή ως αιρετικός. Ο ίδιος δικαζόταν, μεταξύ άλλων, γιατί πίστευε ότι η ανώτερη ύπαρξη παίρνει την κίνησή της καθώς κινείται μαζί με το χάος. Όταν ο εξεταστής τον ρώτησε από τι κινείται το χάος, εκείνος απάντησε: από μόνο του. Το δωμάτιο είχε ανοίξει.
Καμιά πενηνταριά χρόνια μετά την διαμονή του Ρίλκε στο Ντουίνο, όπου ήταν φιλοξενούμενος της πριγκήπισσας Μαρίας φον Θουρν ουντ Τάξις, ο Τόμας Πίντσον στο Crying of Lot 49 περιγράφει την προαιώνια σύγκρουση μεταξύ της επίσημης ταχυδρομικής υπηρεσίας Θουρν ουντ Τάξις και της μυστικής κοινωνίας του Τρίστερο. Όταν η ηρωίδα του βιβλίου φτάνει στο τέλος του μυστηρίου, ανακαλύπτει την αλήθεια μέσα στον ίλιγγο της παράνοιας: μια συνωμοσία ενάντια σ’ αυτόν που αγαπάς. Ο εαυτός πρέπει να ανοίξει. Το δωμάτιο πρέπει να γίνει σμπαράλια.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΥΑΠΙΤΙ