Το να είσαι νοικοκυρά σ’ ένα σπίτι μέσου μεγέθους στο Βυζάντιο, δεν είναι εύκολο πράγμα. Να μια νοικοκυρά, όπως μας την παρουσιάζει ο σύζυγός της, ο φίλος μας ποιητής Πτωχοπρόδρομος.
Είναι μια γυναίκα τριάντα-πέντε έως σαράντα χρονών. Έχοντας παντρευτεί πριν από ένδεκα χρόνια, χάρισε στο σύζυγό της τέσσερα παιδιά. Το σπίτι, το οποίο βρίσκεται σε μια λαϊκή συνοικία, μακριά από το κέντρο της πόλεως, είναι ιδιοκτησία της. Προερχόμενη από εύπορη οικογένεια, παντρεύτηκε ύστερα από το θάνατο του πατέρα της σε μια κακιά ώρα, έναν ποιητή ράθυμο και φτωχό, ο οποίος τα μόνα πράγματα που κουβάλησε στη συζυγική κοινότητα, ήταν το άλογό του και μια χαλασμένη φουφού.
Η συμβίωση δεν πάει καλά. Ο σύζυγος δεν ασχολείται με καμιά δουλειά, γράφει στίχους ή αγορεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ στην ταβέρνα. Όταν επιστρέφει τρικλίζοντας σπίτι του, δοκιμάζει συχνά τη δυσάρεστη αίσθηση να τον αρπάζει ένας υπηρέτης και να τον πετάει έξω στο δρόμο. Ύστερα το παράθυρο ανοίγει και το εκδικητικό χέρι της συζύγου ρίχνει στο πεζοδρόμιο τους στίχους του και τα χαρτιά του. Δεν τον αντέχει πια. Ακούστε την πώς του τα ψέλνει:
«Φροντίζω το σπίτι και κάνω όλες τις δουλειές… Φροντίζω τα παιδιά καλλίτερα κι από την καλλίτερη παραμάνα… Υφαίνω μόνη μου τη ρόμπα που φορώ… Φτιάχνω τα πουκάμισα και τα παντελόνια». Στη συνέχεια ο τόνος ανεβαίνει. «Πότε μου αγόρασες μια φούστα; Ποτέ δεν είδα από τα χέρια σου πασχαλιάτικο δώρο. Άντεξα έντεκα χρόνια στερήσεων και μιζέριας κοντά σου και δεν πήρα από σένα ούτε έναν ιμάντα για τις γάμπες μου. Ποτέ δεν είχα μια μεταξωτή ρόμπα, ποτέ ένα δαχτυλίδι, ποτέ ένα βραχιόλι. Ούτε μια φορά δεν μπήκα σε λουτρό χωρίς να βγω καταλυπημένη. Ποτέ δεν χόρτασα την πείνα μου, από φόβο μη μου λείψει η τροφή την άλλη μέρα…».
Αν αυτά τα παράπονα μιας κακοπαντρεμένης γυναίκας, έφτασαν μέχρι σ’ εμάς, αυτό οφείλεται στο ότι ο ποιητής σύζυγός της έκρινε καλό να τα καταγράψει, σε στίχους φυσικά, σε μια αίτηση για βοήθεια που απηύθυνε ευσεβάστως σ’ έναν όχι και πολύ γενναιόδωρο προστάτη, στον αδελφό του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ζεράρ Βαλτέρ «Η καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο (στον αιώνα των Κομνηνών)», μετάφραση Κ. Παναγιώτου, εκδ. Δημ.Ν.Παπαδήμα