Τις πρώτες μέρες του Φλεβάρη, πριν από 100 χρόνια, συνέβη ένα συνταρακτικό γεγονός που πρωταγωνίστησε στην ειδησεογραφία του ήδη ταραγμένου δυτικού κόσμου: ο αναρχικός Εμίλ Κοτάν επιχείρησε με ένα πιστόλι να δολοφονήσει τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Ζωρζ Κλεμανσώ. Όπως ήταν λογικό η είδηση επηρέασε και την ελληνική πραγματικότητα, βρισκόμενη για καιρό στα πρωτοσέλιδα των δεκάδων ελληνικών εφημερίδων, τα οποία πληροφορούσαν τον κόσμο για τις λεπτομέρειες της τρομοκρατικής επιχείρησης, ενημέρωναν για την σφηνωμένη σφαίρα στο σώμα του πρωθυπουργού, πλέκοντας ομόφωνα το εγκώμιό ενός πολιτικού που «ουδέποτε ελησμόνησε την Ελλάδα», χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα τον τρομοκράτη ως έναν «βλάκα ανισόρροπο». Υπήρχε βέβαια μια μικρή απόκλιση σε τούτη την ομοφωνία…
Ο Ριζοσπάστης, τότε μια νέα εφημερίδα των Αθηνών, στις 8 Φλεβάρη του 1919, όταν η είδηση της δολοφονικής απόπειρας έκανε δακρύβρεχτα την παρθενική της εμφάνιση στον τύπο, βγήκε με ένα πρωτοσέλιδο «εντιτόριαλ» του 28χρονου διευθυντή της Γιάννη Πετσόπουλου, το οποίο δεν ήταν και τόσο κολακευτικό για τον Κλεμανσώ. Διαβάζοντάς το βλέπουμε πως χαρακτήριζε τον «γέροντα πρωθυπουργό» ως «τον πλέον συντηρητικόν, τον πλέον αυταρχικόν, τον πλέον ιμπεριαλιστήν κυβερνήτην». Ως άμεσο αποτέλεσμα αυτού του σοκαριστικού άρθρου, ο Γ. Πετσόπουλος συλλαμβάνεται από τις αστυνομικές δυνάμεις μέσα σε λίγες ώρες και οδηγείται στις φυλακές Αβέρωφ υπό τη σύμφωνη γνώμη των συστημικών εφημερίδων.
Τις επόμενες μέρες δημοσιεύονται συχνά στο πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη τα γράμματα που στέλνει από τη φυλακή ο διευθυντής της, ενώ η εφημερίδα διαμαρτύρεται έντονα για την πολιτική φυλάκιση, θεωρώντας την νομικά αβάσιμη. Οι υπογραφές συμπαράστασης διαφόρων εργατικών σωματείων ανά την ελλάδα είναι πολλές και όλο πληθαίνουν. Στον αντίποδα, με αφορμή αυτό το άρθρο, στην ελληνική πραγματικότητα συζητιέται η επαναφορά της λογοκρισίας στον ελληνικό τύπο δια νόμου, γιατί άτυπα, όσον αφορά το Ριζοσπάστη, βρίσκεται σε ισχύ σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα.
Στο σημείο αυτό, εμβαθύνοντας λίγο περισσότερο, οφείλουμε να αναδημοσιεύσουμε το τελευταίο μέρος του εντιτόριαλ του Γ. Πετσόπουλου για να φανερώσουμε όλη του την πολιτική διάσταση. Αφού λοιπόν αποκαλεί με διάφορους τρόπους τον Κλεμανσώ ως εχθρό του εργατικού κινήματος καταλήγει να δίνει μία κρίσιμη συμβουλή στην αστική τάξη. Ελπίζει πως η απόπειρα δολοφονίας θα σταθεί στους ανθρώπους της εξουσίας ως αφορμή για να «εννοήσουν, επί τέλους, τώρα, ότι πέραν από τον σοσιαλισμόν υπάρχουν και άλλαι ιδεολογίαι, ανατρεπτικαί, το μόνον κατά των οποίων αντίδοτον είναι ο απόλυτος σεβασμός της διεξαγόμενης υπό της εργατικής τάξεως πάλης. Πάσα εξασθένισις του οργανωμένου εργατικού κινήματος θα έχη ως άμεσον συνέπειαν την επικράτησιν των ανατρεπτικών και αναρχικών ρευμάτων».
Κοντολογίς, διαχωρίζει την θέση του από την αναρχική ιδεολογία, την οποία αποκαλεί ανατρεπτική, φέρνοντάς την ως αντιπαράδειγμα στα κομμουνιστικά ιδεώδη, τα οποία πρέπει η αστική τάξη να τα σέβεται, να τα ενισχύει, προς αποφυγή τέτοιων ανατρεπτικών ρευμάτων. Εμμέσως λοιπόν ανιχνεύει μια υποδόρια συμμαχία με τους ανθρώπους του κεφαλαίου εις το όνομα της καταπολέμησης του πραγματικού εχθρού, που είναι η ανοργάνωτη και αναρχική προοπτική της επανάστασης. Και ίσως ακριβώς εδώ γεννιέται ή στερεοποιείται μια ιδεολογική σύλληψη μέσα στο κομουνιστικό κόμμα, η οποία απαντά και ξεκλειδώνει μια σειρά από επαναστατικά γεγονότα που έπονται στο ελληνικό τοπίο. Ταυτόχρονα εκκινεί μια σειρά από διώξεις τόσο του Πετσόπουλου όσο και πολλών εκατοντάδων στελεχών τού υπό διαμόρφωση εκείνη την εποχή ΚΚΕ.
Σε κάθε περίπτωση το άρθρο αυτό έχει μια δισυπόστατη φύση που μπέρδεψε τους κατασταλτικούς μηχανισμούς της εποχής. Ίσως και γι΄αυτό η προφυλάκιση του διευθυντή και ιδρυτή του Ριζοσπάστη, η οποία φανερώνεται απ’ όσο γνωρίζoυμε για πρώτη φορά σήμερα, (δεν αναφέρεται ούτε στο ιστορικό της εφημερίδας) τερματίζει πέντε μέρες μετά ενώ ο νόμος περί λογοκρισίας του τύπου αφήνεται για αργότερα. Μα δεν αργεί και θα ‘ναι αμείλικτος.