Πλατεία αγίου Παύλου. Κρύα βραδιά. Η Ν. σταματάει μπροστά σ’ ένα μεγάλο κάδο από εκείνους με τα μπάζα και κοιτάει έναν πίνακα χωμένο εντός. Σταματάω και ‘γω με τον Μ. Μοιάζει να έχει αναγεννησιακό θέμα, μα το τύπωμά του θυμίζει κάπως ποπ αρτ, ίσως επειδή έχει χάσει τα χρώματά του και έχει γίνει μαυρόασπρο. Παρόλο που είναι περίπου ένα μέτρο, είναι βέβαιο πως αποτελεί απλώς ένα κομμάτι από αρκετά ακόμη που μάλλον βρίσκονται στον πυθμένα του κάδου. Χμ, μήπως είναι ο μυστικός δείπνος; Αχνοφαίνεται ένα μεγάλο τραπέζι με ανθρώπους. -Όχι, όχι, αυτό πρέπει να είναι σπαθί. Όμως, δεν είχε σπαθιά ο μυστικός δείπνος. Γενικά δεν βγάζουμε άκρη μέχρι τη μαγική στιγμή που καταφτάνει ένας μεσήλικας ρακοσυλλέκτης ντυμένος στα μαύρα. Σχεδόν μας βάζει χέρι για την άγνοιά μας. Καλά δεν το βλέπετε, ρε παιδιά; Αυτό είναι Μποτιτσέλι. Κι αρχίζει να μας περιγράφει το πώς θα συνεχιζόταν ο πίνακας αν τον βλέπαμε ολόκληρο. Πιάσαμε κουβέντα στα πεταχτά κι ύστερα έφυγε. Φύγαμε κι εμείς προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενθουσιασμένοι με το συμπέρασμα πως η υψηλή τέχνη έχει αρχίσει να περνά στα χέρια των απόκληρων και λοιπών περιηγητικών όντων της νύχτας. Και μου ήρθε κατευθείαν η εικόνα μιας μελλοντικής κοινωνίας που πετάει τους Μποτιτσέλιδες στα μπάζα, και κάθε μορφή τέχνης, κάθε μορφή συγκίνησης θα είναι ποινικοποιημένη και παράνομη. Κάτι πρέπει να έχει ήδη γραφτεί περί του θέματος. Το πραγματικό θέμα, όμως, είναι πως ένα λεπτό μετά ξαναεμφανίζεται απρόσμενα μπροστά μας ο μαυροντυμένος ρακοσυλλέκτης και μας ρωτάει: Ποιο μέρος είναι εδώ; Πώς λέγεται; Του λέμε Μεταξουργείο, πλατεία αγίου Παύλου. Κάπως μαγεύεται που το ακούει και ξαναφεύγει λέγοντας κάτι σαν: πώς άλλαξε έτσι ο τόπος. Και το είπε λες και είχε να αντικρύσει την πλατεία 750 χρόνια, λες και προέρχεται από μια μακρινή κοινωνία, ή είναι σκαστός από κάποιον άλλο πλανήτη, στον οποίο έχει απαγορευτεί ολότελα κάθε μορφή τέχνης, έχει λογοκρίνει όλα τα καλλιτεχνικά έργα και έχει κάψει όλες τις παρτιτούρες, κάθε τι λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό, και τώρα αυτός είναι μέλος μιας παράνομης οργάνωσης χρονοταξιδευτών με την ονομασία «Κένταυρος», ένας καλλιτεχνικός στρατιώτης, που ταξιδεύει στο παρελθόν μυστικά για να νιώσει την κρυφή συγκίνηση της καλλιτεχνίας, έχοντας ως σύμβολο τον λυρισμό έναντι της κυριαρχίας.
Αυτό σκεφτόμουν γυρνώντας σπίτι και ξεφυσώντας βαθιές ανάσες ελευθερίας, που ζω ακόμη σε έναν κόσμο που εξακολουθεί να αγαπάει την τέχνη και οι φιλότεχνοι κάνουν ουρές για να δουν την αναδρομική του Μόραλη την ίδια στιγμή που στα σαλόνια τους κρέμονται πίνακες από το ΙΚΕΑ. Ξεφυσώντας βαθιές ανάσες ελευθερίας, που ζω σε μια κοινωνία που εξωθεί στον αφανισμό κάθε καλλιτέχνη που δεν θέλει να εμπλακεί με τους θεσμούς, τα κονδύλια και την εξοντωτική γραφειοκρατία. Ξεφυσώντας βαθιές ανάσες ελευθερίας, που τα δελφινάρια κατακλύζονται από κόσμο, τη στιγμή που η Άννα Κοκκίνου κατέληξε να απευθύνει έκκληση στον πρωθυπουργό για να σωθεί το ιστορικό θέατρό της. Ξεφυσώντας προσωπικές ανάσες ελευθερίας, που είμαι αναγκασμένος να φορτωθώ στις πλάτες μου μεγαλύτερη ευθύνη απ’ ό,τι μου αναλογεί, και να χτίσω από το μηδέν το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έτσι ώστε να μπορέσω να υπάρξω όπως εγώ θέλω και μπορώ, αντιπαλεύοντας όσο αντέχω τη φιλάργυρη και άψυχη ηθική της μελλοντικής δυστοπίας, από την οποία προέρχεται ο μαυροντυμένος ρακοσυλλέκτης, που αν και μοιάζει μακρινή, την βιώνουμε ήδη, εγώ, εσύ, όλοι εμείς, οι δακτυλοδεικτούμενοι μιας γαμψής κοινής γνώμης, που στα όνειρά της τρίζει τα δόντια της, τατ τατ τατ, γιατί απολαμβάνει ιδιαιτέρως να τρώει τις σάρκες μας.
.
.
∴
______________________________________________
Εκκίνηση ερευνητικής συνεργασίας του Ασσόδυου
με το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών