Ο φριξοσ έζησε δεκαπέντε χρόνια. Ήταν τόσο στάλας όταν τον πήρα που χωρούσε στη χούφτα μου κυριολεκτικά. Σε μια αυλή γεννήθηκε, και η κυρά του σπιτιού φώναζε ότι χαρίζει τα μικρά της σκύλας της, αλλιώς θα τα πετούσε στην απορριμματοφόρα. Ομορφούλης φαινόταν, μαυροκαφετής, και του έδωσα το όνομα του αδελφικού μου φίλου. Το πρώτο διάστημα, κοιμόταν τα βράδια στο κρεβάτι μου επειδή φοβόταν το παραμικρό. Δεν μπορούσε με τίποτα να μάθει να κατουρά όπου άρμοζε ή να τα κρατάει για την ώρα της βόλτας. Σε μερικούς μήνες στήσαμε ένα σπίτι δικό του στη βεράντα. Την είχε κάνει όλη δική του και εκεί τα αμολούσε ελεύθερα, χωρίς να τον μαλώνουμε. Εγώ πήγα φαντάρος στο μεταξύ, και όποτε έριχνα τηλέφωνο, ρωτούσα τη μάνα μου όλο «τι κάνει ο Φρίξος», και «τι κάνει ο Φρίξος». Λαχταρούσα να παίρνω άδειες από το στρατό για να πηγαίνω στο κουτάβι μου, όπως άλλοι στα κορίτσια τους. Και ο Φρίξος μεγάλωνε και μεγάλωνε και έγινε θεριό που κόντευε το ένα μέτρο. Άμα έβλεπε σκυλίτσες ξεσάλωνε. Στους περιπάτους, μας έσερνε πίσω από το λουρί, «σε έβγαλε ο σκύλος σου βόλτα, ε», χασκογελούσε η γειτονιά. Μια φορά δεν τον βγάλαμε στη γύρα, καθώς λείπαμε σε δουλειές, τον είχαμε στην αυλή και λύθηκε μόνος του. Βαλθήκαμε έπειτα να τον ψάχνουμε στο μαχαλά. Τον πάτησε αυτοκίνητο σε άλλη γειτονιά. Τον πήγαμε στον κτηνίατρο. Έκανε εγχείριση. Θα ζούσε άλλα δώδεκα χρόνια με κουτσό πόδι, και σύντομα η αναπηρία του θα έμοιαζε φυσική, δεν την υπολογίζαμε. Θα ξεψυχούσε από γεράματα, ένα βράδυ στο χαλάκι, δίπλα στο κρεβάτι της μάνας μου: το λυπόταν το ζωντανό που γερνούσε και κρύωνε, κι έτσι το άφηνε εκεί να κοιμάται, έτσι έλεγε. Μα πιο πολύ θαρρώ για να έχει μια δεύτερη ανάσα στο δωμάτιο, αφότου χάσαμε τον μπαμπά. Όταν απολύθηκα από φαντάρος, θα ζούσα ένα χρόνο ακόμη στο σπίτι με τον Φρίξο. Μετά θα έφευγα μακριά, έφευγα για όπου είχε δουλειά και φώτα μεγάλης πόλης. Και όποτε έριχνα τηλέφωνο σπίτι, ρωτούσα τη μάνα μου όλο «τι κάνει ο Φρίξος», και «τι κάνει ο Φρίξος». Και όποτε πήγαινα τρεις φορές το χρόνο, ο Φρίξος έπιανε τα βήματα και τη μυρουδιά μου από τη δημοσιά, χτυπούσε τα μπροστινά πόδια στη βεράντα από χαρά -το καλό πόδι κανονικά, το κουτσό ακολουθούσε αντανακλαστικά- και περίμενε να ορμήσει και να με αγκαλιάσει καθώς σίμωνα, αναπηδώντας στα δυο πίσω πόδια για να σηκωθεί όρθιος, φτάνοντας στα πλευρά μου. Έσκυβα και μού έγλυφε τη μάπα. Κάποτε η μάνα μου, του πήρε μια σκυλίτσα για σύντροφο, τη Ρόζα. Τη μάζεψε μικρή και αδέσποτη, μαυροτσούκαλη και ασχημούλα, αλλά ομόρφαινε σιγά σιγά με τον καιρό. Τον Φρίξο δεν τον ήθελε για ζευγάρωμα, σαν αδελφάκι τον έβλεπε, παρότι αυτός έλιωνε και δεν είχε πια μάτια και μύτη για άλλες. Η Ρόζα ξεσάλωνε άμα έβλεπε άλλα αρσενικά. Τη συγκρατούσαμε, όσο γινόταν, να μη καταλήξει κάθε τόσο να γεννοβολά και να φωνάζουμε μετά στην αυλή ότι χαρίζουμε τα μικρά. Ήταν ζωηρή και δεν καθόταν στιγμή ρέκλα. Όλο παιχνίδι ήθελε και γαύγιζε, ακόμη και μύγα άμα έβλεπε να σηκώνεται στον αέρα. Ο Φρίξος, αντίθετα, προτιμούσε το αραλίκι πιότερο και σπάνια έκανε γουφ. Τη Ρόζα θα τη χάναμε νωρίτερα από τον Φρίξο, εφτά καλοκαίρια αφότου τη σπιτώσαμε. Το έσκασε από την αυλή να γαμπρίσει και κάπου στο δρόμο έμεινε από καρδιακή ανακοπή. Ο Φρίξος έκτοτε έπεσε σε κατάθλιψη που δεν ξεπέρασε μέχρι την τελευταία του πνοή. Μετά από χρόνια, θα έχανα κι εγώ τη γυναίκα μου, όχι από ανακοπή αλλά από διαζύγιο. Ήταν λίγο σαν τη Ρόζα: άμα έβλεπε αρσενικά ξεσάλωνε. Έπιασε δίδυμα από άλλον, και δεν είχαμε αυλή στην πόλη, να τα βγάλουμε για δόσιμο. Τα έριξε στον τρίτο μήνα, με τη βοήθεια κάποιου ερασιτέχνη που την έβρισκε με εκτρώσεις στη ζούλα για χαρτζιλίκι, καθώς είπε δεν ήταν καμωμένη για παιδιά. Δεν με ρώτησε κιόλας, να το συζητούσαμε, αργότερα θα μάθαινα τα πιο πολλά. Και άλλοι φίλοι μου παντρεμένοι, δεν άφηναν γάτα για γάτα θηλύκια, αυτά τα πράγματα είναι φυσιολογικά για τους ανθρώπους και τα ζώα, έλεγαν, και με κορόιδευαν περί ιδεών ρομαντικής μονογαμίας. Ήμουν προοδευτικός σε ό,τι αφορούσε τους άλλους, στις δικές μου υποθέσεις καθόλου. Περασμένα πράγματα, ξεπερασμένα διόλου. Όλα αυτά μπορεί να έγιναν μόλις χθες, ή και πριν από μισό αιώνα. Τώρα ο μόνος που μου απέμεινε είναι ο Φρίξος, ο αδελφικός μου φίλος, που καλοπαντρεύτηκε και όλο νουθετεί: «άντε, να ξαναπαντρευτείς» ή «πάρε ένα σκυλί». Για να έχω μια δεύτερη ανάσα δίπλα όταν κοιμάμαι. Μια γειτόνισσα όταν χώρισε πήρε δυο καναρίνια –ένα αρσενικό και ένα θηλυκό- που δεν κελαηδούν ποτέ, παρά τις προσδοκίες. Τα αρσενικά κελαηδούν σαν βρεθούν μόνα στο κλουβί, αυτή είναι η απαραίτητη συνθήκη, της εξήγησε κάποιος.
.

 .