[…] Η μαμά μας δε μας κατάλαβε ποτέΚι όταν κλαίγαμε μικροί στα ταξίδια μαςΜας έλεγαν “κοίτα τη θάλασσα, κοίτα τα δέντραΚαι κοίτα το παιδάκι που γελάει”.“Ακατανόητο ετούτο το παιδί” έλεγαν μεταξύ τους.Ακατανόητοι, ακατανόητοι, ακατανόητοι,Από πείσμα μείναμε μόνοι.
.
Έχοντας κοινή αισθητική και κοσμοθεωρητική άποψη, πως η καταστροφή κι η θνητότητα της μορφής των όντων περιλαμβάνονται στο περίγραμμα της ολοκλήρωσης της ζωής.Έχοντας βάλει σκοπό μας την καταστροφή του Παρθενώνος, μ’ απώτερο σκοπό την παράδοσή του στην ουσιαστική αιωνιότητα, που δεν είναι παρά η χωρίς επίγνωση ροή κι η πλούσια σε πιθανότητες αυτόματη μετασκευή της ύλης, που κακώς ονομάζουμε “χαμό”. Αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική κατοχύρωση της Ακρόπολης, σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. Νιώθοντας απαραίτητη την ανάγκη της αιωνιότητας στην τέχνη, μόνο κατά τη διάρκεια της ώρας της δημιουργίας. Καταλαβαίνοντας τον Φειδία, που έδωσε μεν στο έργο χρονοϊστορική υπόσταση, χωρίς όμως να είναι τίποτα παραπάνω στα πλαίσια της υποστασιακής αιωνιότητας, για την οποία δεν υπάρχει χρονική διάρκεια και που γι’ αυτήν ένα δευτερόλεπτο δεν έχει διαφορά από τρία δισεκατομμύρια αιώνες, χάρη στις βουλητικές της ιδιότητες και στη δυναμική της χροιά, που μόνο στ’ άτομα νοούνται και κανέναν δε νοιάζει ο αριθμός των ατόμων αυτών. Μισώντας τον Εθνικό Τουρισμό και τις εφιαλτικές- φολκλόρ αρθρογραφίες γι’ αυτόν. Νομίζοντας πως κάνουμε μια ανώτερη καλλιτεχνικά πράξη, όντας σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνο δε συγκρίνονται, έστω και μειονεκτώντας, μ’ ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης, αλλά και καλλιτεχνικά είναι βλαβερή, προετοιμάζοντας ερασιτέχνες περιηγητές και ευνούχους.
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
Να θέσουμε ως σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων και την προπαγάνδα κατά αυτών. Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη του Παρθενώνα, που μας έχει κυριολεκτικά πνίξει. Η προκήρυξη αυτή δεν αποσκοπεί παρά να δώσει ένα μέτρο απ’ το σκοπό μας. Είναι ένα βλήμα που ξεκινάει με λίγες πιθανότητες για στόχο τους πολλούς, μα δεν που επιζητάει παρά ελάχιστους.
Γιώργος Βασιλείου Μακρής, Γενικός Διοργανωτής της ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων). Νοέμβριος 1944
[…] Τότε περνάει η όμορφη η Άννα η φαρμακερήΦαρμακερά ωραία χείλη, μάτια φαρμακεράΚαι μας σκοτώνει θηλάζοντας μας μ´ ένα φαρμακερόΣτήθοςΣυνθλιβοντάς μας σαν άπραγα αλογάκια της ΠαναγίαςΚαι σβήνει γεμίζοντας ήλιο τα ρουθούνια της,Πατώντας με φαρμακερό γατίσιο βήμαΣφίγγοντας τα νύχια στη φούχτα που θέλουμε να φιλήσουμε.Εξαφανισθείτε πιά για πάντα κι ελάτε πάλι αμέσως.Τι θα γίνουμε!Ωραία φαρμακερή Άννα, συνυφασμένη με το κάθε τι.
Πότε θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι;
Ποτέ δεν θα μαζέψω τον εαυτό μου κομματάκι-κομματάκι.
Καθότι η μετεμφυλιακή Αθήνα υπήρξε ανεπαρκής για να καλύψει όλες τις ιδεολογικές ανησυχίες του ακοίμητου Μακρή, μετοίκησε κάποια στιγμή στο Παρίσι, επειδή θεωρούσε πως εκεί η ζωή ίσως να πλησιάζει περισσότερο το όραμά του. Τι μαρτυρική ψυχή ζει το καλοκαίρι!/ Ποιος δεν το ευχήθηκε να γίνει αστραπή./ Φέτο ασχοληθήκαμε με το τι θα πει/ Να χτυπάς γροθιά στο μαχαίρι. Μα και στην Γαλλική πρωτεύουσα τα πράγματα δεν ήρθαν όπως ο ποιητής τα οραματίστηκε. Υπάρχει ένα απόσπασμα και πάλι σε βιβλίο του Λεωνίδα Χρηστάκη [5], που αναφέρεται στην εμπειρία που είχε ο Μακρής στο Παρίσι: “Δυστυχώς γι’ αυτόν, όμως, προσγειώνεται ανώμαλα, όταν μόνο για την εκστόμιση δημοσίως δύο φράσεων, τρώει εκεί δύο φορές άγριο ξύλο. Τη μία από τους μπάτσους (φλικ) όταν βλέποντας να δέρνουν ένα κοριτσάκι τους κράζει: “Ες Ες”!. Και την άλλη, τον πατάνε κάτω “τακτοποιημένοι πολίτες και νοικοκυραίοι” γιατί βλέποντας μια πορεία διαμαρτυρίας, βροντοφωνάζει: “Ζήτω η Αλγερία”.
>
Μα πόσες ποικιλίες θανάτου έχω διαβεί!
Πέθανα άπειρες φορές από ασιτία μορφάζοντας ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο […]
Έντομο ασήμαντο εγώ, είδος ανωφελούς κώνωπος.
Σήμερα κυμαίνομαι πάλι, δίχως να παίρνω μια απόφαση
κυμαίνομαι και σήμερα
δεν μας ενδιαφέρει ανάμεσα σε τι κυμαίνομαι.
Είμαι ένα γυαλιστερό εκκρεμές.
Ίσως μονάχα αυτή η κύμανση να υπάρχει.
Μια κυρία με στόμα σοβαρό σηκώνεται από τον πάγκο
και λέει στα άνθη με την κλειστή της ομπρελίτσα.
Μα εγώ προχωρώ λυπημένος
χωρίς να ξέρω τι να λέει ακριβώς.
Θυμάμαι διάφορα πρόσωπα σε καταστρώματα σκαφών.
Ούτε κι αυτό εντελώς δε θυμάμαι…
Ο Μακρής, αν και γνώριζε την αξία που έχει η λεπτομέρεια όχι μόνο στην ζωή αλλά και στον γραπτό λόγο και εκτιμούσε την σπουδαιότητα του ρυθμού, κυρίως ως έξοχος χρήστης του ελεύθερου στίχου, συχνά πυκνά παραμελούσε τα στοιχεία αυτά, με αποτέλεσμα να ασκεί αυτοκριτική στις εκφραστικές αδυναμίες των στίχων του, σημειώνοντας κάτω από κάποια γραπτά του, “style προς αποφυγήν”.
.
[…] Όταν κοιμάμαι ιδρώνω και βλέπω να περνάειμια σεβαστή κυρία κρατώντας ένα πηρούνι,έναν εσταυρωμένο, ένα μανιτάρι και λέει:” Εγώ ειμί “, και γελάει για να φοβηθώ.Τη νύχτα αυτή περπατάω με το στόμα ανοιχτό.
Ο Ε.Χ. Γονατάς, γράφει στην εισαγωγή του τόμου: “Σε μια σημείωσή μου για τον Γιώργο Μακρή, δημοσιευμένη τον Φεβρουάριο του 1980, βεβαίωνα πως τα γραπτά του έχουν ανεπανόρθωτα χαθεί[…]. Όταν ήρθε στο σπίτι μου ο Α. Καράκαλος και μου παρέδωσε θριαμβευτικά το μαγικό εκείνο τσουβάλι με τα χαρτιά του Μακρή, όσα είχε καταφέρει με μύριους κόπους να περισώσει, και μου ζήτησε ν’ αναλάβω τη φροντίδα της επεξεργασίας, της αποκατάστασης και ταξινόμησής τους για μια μελλοντική δημοσίευση, δέχθηκα με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη την πρότασή του, θεωρώντας ότι θα εκπλήρωνα ένα χρέος στη μνήμη του φίλου μου· από την πρώτη όμως κιόλας στιγμή ένιωσα δισταγμό και αβεβαιότητα για το κατά πόσον όλα αυτά τα χαρτιά που ο Μακρής δεν τα προόριζε παρά μόνον για τον εαυτό του, ήταν επιτρεπτό να έρθουν, δίχως τη συγκατάθεσή του, στο φως της δημοσιότητας[…]. Η σκέψη όμως, πως ο Μακρής τίποτε δεν κατέστρεψε, -ούτε το παραμικρό χαρτάκι από τα γραπτά του-, και ότι όλα του σχεδόν τα κείμενα, -τουλάχιστον της πρώτης του νεότητας-, που γνωρίζαμε και θυμόμαστε, βρέθηκαν φυλαγμένα και συγκεντρωμένα…, αν και δεν προτρέπει βέβαια τους φίλους του ν’ αναλάβουν για λογαριασμό του μια προσπάθεια που ο ίδιος, με πικρή αυτογνωσία, δηλώνει πως δεν μπορεί και δεν θέλει ν’ αποτολμήσει, δεν φαίνεται όμως και να τους την απαγορεύει….”.
Ο Άγγελος Καράκαλος, σε συνέντευξη που έδωσε τον Φλεβάρη του 2003 [8], αποκάλυψε ότι το ποίημα “Εμείς οι Λίγοι”, είναι της Λένας Τσούχλου. Η μαρτυρία του Καράκαλου, αλλά και άλλες μαρτυρίες, όπως της Ιωάννας Χατζηνικολή και Φώφης Τρέζου, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι το ποίημα ανήκει στην Λένα, και ότι είναι τελικά του 1946 και όχι του 1950, όπως χρονολογείται λανθασμένα τελικώς από τον Γονατά στο βιβλίο “Γραπτά Γιώργου Μακρή”.
.
Ο Γονατάς, περιγράφει εξάλλου – όχι μόνο την συγγραφική δραστηριότητα του Γιώργου Μακρή -, αλλά και την δυσκολία του εγχειρήματος της επιμέλειας: “[…]Υπάρχουν κείμενά του που έχουν γραφτεί σε κουτιά από τσιγάρα, σε καταλόγους εκθέσεων ζωγραφικής, σ´ επιστολόχαρτα ξενοδοχείων και καφενείων του Saint Germain de pres, σε φακέλους επισκεπτηρίων, σε ακυρωμένα δελτία τροφίμων της κατοχής,…ένα κείμενό του είναι γραμμένο πίσω από μια κιτρινισμένη παιδική του φωτογραφία. Οι διαχωρισμοί των στίχων του σε πολλά ποιήματά του καθορίζονται από το φάρδος του χαρτιού που γράφει[..]. Οι άθλιες συνθήκες συντήρησης των χειρογράφων του, καθιστούν προβληματική την ανάγνωσή τους, που την μεταβάλλουν συχνά σε αποκρυπτογράφηση”.
Κάθε φορά που ένα νέο ον εκβάλλεται από τον Παράδεισο, του δίνουν κι ένα τετράδιο με το πρόβλημά του, για να το λύσει στη ζωή του. Ε, λοιπόν, εγώ το δικό μου τετράδιο το πέταξα από την αρχή!
[…] Είμαστε οι ρίζες των δέντρων που ξάπλωσανΟ αέρας που κουνούσε πάνω τους τα φύλλαΆδειοι στρατώνες οι ψυχές μας, μυρίζουνΤο φθινόπωρο περ’ απ’ το δάσος.Η βροχή μυρίζει, τα φύλλα μυρίζουνΗ γη μυρίζει.Οι νέοι άνθρωποι φεύγουνΤα παραθυρόφυλλα κλείνουν.Το άλλο καλοκαίρι θα ευθυμήσουμε.Είμαστε οι άνθρωποι που έμεινανΕίναι κι αυτό κάτι […]
Τρεις ή τέσσερις φορές είχε αποπειραθεί ο Μακρής να αυτοκτονήσει. Ο Χρηστάκης και πάλι, αναφέρει χαρακτηριστικά: “Από το 1965 άρχισαν οι τάσεις για αυτοκτονία. Εάν προσθέσουμε και μερικές αδικαιολόγητες συγκρούσεις με το αυτοκίνητο του, οι απόπειρες ήταν επτά αλλά ανεπιτυχείς. Στο τέλος του Γενάρη του 1968 ήρθε σπίτι μου μεσημέρι. Ήταν χλωμός και αδυνατισμένος. Φάγαμε και αμέσως μετά μου είπε: “Είναι ντροπή να μην μπορώ να δώσω ένα αποφασιστικό τέλος στη ζωή μου“, κι έφυγε. Του τηλεφωνούσα συνέχεια. Δεν απαντούσε. Αργά στις 31 του ίδιου μήνα μου τηλεφώνησαν ότι έπεσε από την ταράτσα του σπιτιού του”.
Είμαστε πάντα εκεί
Που ζουν οι αιώνιοι άνεμοι και οι θάλασσες οι φιλικές
Ο αγώνας τους και μεις για να παρατηρούμε.
Έχουμε την απόλαυση του θεάματοςΜιας κινητής σειράς μεταλλικών ράμφων
Όπου αέναα τον άνεμο δολοφονούν
Κι αυτός πάντα προτάσσει εν’ άλλο στήθος.
Τα λόγια του Νάνου Βαλαωρίτη, ας συμπληρώσουν ετούτη την αναψηλάφηση: “Ο Γιώργος Μακρής υπήρξε στην ζωή του ένας δανδής. Περιφρονούσε τα πεπατημένα. Προκαλούσε την καταστροφή. Είχε μια μεγαλοπρέπεια που λίγοι άνθρωποι την έχουν. Έπαιρνε τη ζωή του στα σοβαρά, ενώ άλλοι την υποτιμάνε επίτηδες για να επιζήσουν[…]. Για τον έναν ήταν ο ξενύχτης που τριγύριζε σε απίθανα μέρη, ο νομαδικός περιπλανώμενος, για άλλον ήταν ο τσίφτης, ο διανοούμενος φιλόσοφος, ο περιπατητικός, για έναν τρίτον ήταν ο σύντροφος πολυδιαβασμένος, γι ´ άλλους η γοητεία, το πνεύμα του”. Αλλά ίσως τελικά για το τι ακριβώς ήταν ο Μακρής, ν´ απαντά ο ίδιος ο ποιητής για λογαριασμό του, με τους χαρακτηριστικούς του στίχους : Τα πάθη είναι γνώση, μα και η άρνησή τους / άλλα πεδία γνώσεως προσφέρει. / Ζήσε παράλληλα τις δύο καταστάσεις / αν θέλεις να μη ζήσεις ούτε μια. / Κι αν πάλι δεν μπορείς να αποστρέψεις / το πρόσωπό σου ολοκληρωτικά / εμείς θα σε δεχτούμε με ζεστά τα βλέφαρα / αδύνατοι άνθρωποι, /έχοντας νοσταλγήσει τον Χριστό / μα και την ειδωλολατρία ταυτοχρόνως· ή “οι βάτραχοι και τα τριζόνια, η σκάλα που τρίζει, κάτι γαβγίσματα μακρινά, να δώσαν τη μόνη απάντηση που αξίζει…”.
.
Ο φίλος μου Γιώργος Μακρής
άνοιξε ένα μικρό κατάστημα με ψιλικάΠελάτες του είναι όλοι όσοι σ’ αυτό τον κόσμοτον βασάνισανΠελάτες του δεν είναι όσοι αυτός βασάνισε-Δικάστηκε
κι έχει αθωωθεί. [9]
Μίλτος Σαχτούρης
Παραπομπές:
[1]Λεωνίδας Χρηστάκης, “Η ιστορία της αλητείας”, επανέκδοση εκδ. Στύγα, 1991
[2]Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων
[3]Λεωνίδας Χρηστάκης, Γιώργος Μακρής: Είμαστε προάγγελοι του χάους, εκδ. Χάος και Κουλτούρα, Σειρά: Οδηγός αναγνώρισης κίτρινων προσώπων, αρ. 1, 1992
.
[4]Λεωνίδας Χρηστάκης, “Η ιστορία της αλητείας”, επανέκδοση εκδ. Στύγα, 1991
.
[5]Λεωνίδας Χρηστάκης “Οδηγός Αναγνώρισης Κίτρινων Προσώπων”, εκδ. Τυφλόμυγα, 2014
.
[6]Από την εισαγωγή “Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή”, επιμ. Ε. Χ. Γονατάς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
.
[7]Σημείωση του Αλ. Ακριθάκη με ημερομηνία Κηφισιά 8 Νοεμβρίου 1983
Βοηθήματα:
-“Γραπτά Γιώργου Β. Μακρή”, επιμ. Ε. Χ. Γονατάς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1986
-Λεωνίδας Χρηστάκης, “Οδηγός Αναγνώρισης Κίτρινων Προσώπων”, εκδ. Τυφλόμυγα, 2014
-Δημήτρης Γιαννακόπουλος, “ο ειδικός της γενικότητας”
-Θανάσης Μουτσόπουλος (επιμ.), “Το Aθηναϊκό Underground (1964-1983)”, Athens Voice Books, Αθήνα 2012
-Περιοδικό “Η Λέξη”, τχ. 19, Νοέμβρης 1982