Βίοι Αγίων


(Ροδοκανάκη και άλλων)

 

 

Ξυπνούσε κάθε πρωί για να προφτάσει το άνοιγμα της βιβλιοθήκης στο κέντρο του Παρισιού, να μη χάσει στιγμή από το ωράριό της και να κερδίσει χρόνο μέχρι το κλείσιμο στις πέντε το απόγευμα.

Την περίμενε μια υπέροχη ζεστή γωνιά οριοθετημένη από τους βαριούς μεσαιωνικούς τοίχους του κτιρίου που φιλοξενούσαν τη βιβλιοθήκη, ένα κατάδικό της γραφείο με αραδιασμένους  από την προηγουμένη τους τόμους που την ενδιέφεραν για ψάξιμο και ένα ζεστό φλιτζάνι καφές φίλτρου. Μελετούσε Βίους αγίων.

Καθώς άνοιξε τα βιβλία της, κατεβάζοντας την πρώτη γουλιά καφέ, ένιωσε να δραπετεύει κατά πάνω της από τις σελίδες μια αύρα απόλυτα ανεξερεύνητη και αναπάντεχα δυνατή. Ο Άγιος πάλευε με το σώμα του και τις επιθυμίες του. Δυο υπέροχα ολοστρόγγυλα βυζιά τον καταδίωκαν στη μοναξιά του και ένα γυναικείο κορμί χωρίς πρόσωπο τον θώπευε λάγνα στο δικό του πρόσωπο, πλησιάζοντας τις ερεθισμένες  ρώγες στο στόμα του. Μια σχισμή άνοιγε μπρος στα μάτια του και τον καλούσε να εισέλθει, ενώ ανοικτά σκέλια τον ρουφούσαν στην απεραντοσύνη τους. Πάλευε μέσα του να αποφύγει το ασφυκτικό θέαμα και να νιώσει την πνευματική του άμυνα να θριαμβεύει, έκλεινε τα μάτια και τον κατελάμβαναν οι ανούσιες ομορφιές της σάρκας της ανθρώπινης.

Η αλήθεια είναι πως οι γυναίκες δε μ’ αφήνουν ήσυχο. Απ’ ότι μέρος κι αν περάσω, μια παράταξη από εκνευρισμένα μάτια χαιρετάει το κορμί μου με κίνημα λαχτάρας και αυτό με κάνει να προβαίνω ίδιος Ακρίτας, που γυρίζει νικητής και μπαίνει μες την πολιτεία του, ανάστατη από σαλπίσματα και κωδωνοκρουσίες.

Άνοιγε τα μάτια και τον παρέσερναν οι ομορφιές της άγριας φύσης γύρω του. Τα ερπετά της ερήμου που τον φιλοξενούσε τον ξετρέλαιναν με τις ακροβασίες τους το ένα πάνω στο άλλο και μια υπέροχη άγρια απιδιά ανθοφορούσε αυθάδικα από πάνω του γονιμοποιημένη από τον αέρα και τη σκόνη.

Τι ωραία που είναι η ζωή! Ο, τι βλέπω τριγύρω μου, το αγαπίζω και το ποθώ. Από όλα τα άψυχα κτίσματα μια ομιλία μυστικιά ανεβαίνει κι έρχεται να μου ξομολογηθεί λόγια αλλόκοτα που με μαγεύουν. Τα μάτια μου αισθάνονται ατελείωτο έναν ηδονισμό, που κυκλοφορεί σα γλυκό δηλητήριο μέσα μου.

Τα βαθουλωμένα από τη νηστεία μάτια του άστραφταν πύρινα και τα χέρια του μάταια προσπαθούσαν να κρατηθούν μακριά από τα αχαμνά του που έκαιγαν. Υπέφερε με ένα βάσανο άγριο, εξαντλητικό που του πίεζε αφόρητα το στήθος και κάθε του ικμάδα τού τη στερούσε πριν καν γεννηθεί, απλώνοντας τον πόνο του σε κάθε μόριο, κάθε άτομο του κορμιού του.  Όσο αρνιόταν τη φύση μέσα κι έξω του, τόσο εκείνη τον εκμαύλιζε και τον καλούσε να της υποταχτεί. Και κάθε περιγραφή του μαρτυρίου του, καυτή μέσα στις σελίδες του χοντρόδετου τόμου, άναβαν τη φαντασία του αναγνώστη. Τόσο που στο τέλος η πάλη ενάντια στον πόθο, γινόταν η πιο καυτή σύμμαχος του ίδιου του πόθου που πολεμούσε.

Σαν χωριζόμαστε τη νύχτα στο σκοτάδι και την αισθάνομαι να γέρνει ολότελα συντριμιασμένη από τον πόθο, νιώθω μέσα μου μια βάρβαρη δύναμη, που μου δίνει την εντύπωση πως όλα μου τα μέλη σκληραίνονται και γίνονται σαν από πέτρα σκληρά και αιώνια.

Πόσο την αναστάτωνε κάθε βίος αγίου που διάβαζε, όπως κι όταν διάβαζε τον ιδιότυπο ηδονισμό του Πλάτωνος Ροδοκανάκη, πόσο της έφερνε στο νου τη δική της ταλαίπωρη και στερημένη εφηβεία, όταν δεν αγγιζόταν γιατί αυτό ήταν αμαρτία. Όταν πίστευε πως ακόμη και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου ήταν η τιμωρία της, επειδή το προηγούμενο βράδυ είχε αυνανιστεί. Εκπροσωπούσε ίσως ένα ολόκληρο έθνος που αυνανιζόμενο αγκομαχά να ενηλικιωθεί, να ξεπεράσει την παιδική του ηλικία μέσα από τα φοβερά τέρατα της αγιοσύνης, την εφηβεία του μέσα από τον ασκητικό ηδονισμό των προικισμένων βάρδων του, την πρώτη πενιχρή του νεότητα μέσα από μια μεταπολίτευση ενοχική και κουλτουριάρα.

Έτσι λοιπόν η απομόνωση της καλογερικής ζωής ξύπνησε μέσα μου μια δύναμη που ίσαμε την ώρα κείνη φανερά δεν είχε πουθενά εκδηλωθεί. Μπροστά στον Φοίβο που ανέβαινε πανώριος και εσκέπαζε τον άλλον τον Θεό του «ου» και του «μη» και κάθε απαγόρευσης, έσπασα το ποτήρι του κλαυθμού και πήρα της αρχαίας της χελώνας καύκαλο, οπούθε σφυρηλατημένοι βγαίνουν στρογγυλοί οι ήχοι  της ζωής ίδια χρυσά στεφάνια και σκορπιούνται στον αέρα για ν’ αστράψουν σε περήφανα κεφάλια νικητών.

Σοφοκλής Ρόκος

.


Τα αποσπάσματα με πλάγια είναι από το διήγημα «Το Βυσσινί Τριαντάφυλλο» του Πλ. Ροδοκανάκη. Το τελευταίο απόσπασμα είναι από το «Φλογισμένο Ράσο» του ιδίου.

Το παρόν διήγημα γράφτηκε στο πλαίσιο του Έτους Πλάτωνος Ροδοκανάκη.