Η Ελένη
.
Μπούκουρα-Αλταμούρα γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Υπήρξε η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος με συστηματικές σπουδές στην μετεπαναστατική περίοδο, ενώ η ζωή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιπετειώδης, σχεδόν μυθιστορηματική, σίγουρα τραγική.
.
“[…]Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άνδρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρχε άλλωστε μια φωτογραφία μου ως μιας Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πολύ για αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλακτό κάτω από τα αντρικά μου ρούχα του πατέρα μου τα λόγια, ωσότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα[…]”.
.
Η Μπούκουρα ήταν κόρη του Γιάννη Μπούκουρα – ενίοτε αναφέρεται και ως Μπούκουρης -, αρβανίτη καραβοκύρη και πρώτου θεατρώνη της Αθήνας.
.
“[…]Η πρωτοκόρη κι η αγαπημένη του πατέρα της. Όχι τόσο για τα τυχαία πρωτεία – μολονότι η σπορά κι η γέννησή της ποτέ δεν θα μπορούσαν να αποσπαστούν από τη χρονιά της Επανάστασης -, όσο γιατί του έμοιαζε. Και πάλι, όχι στην όψη τόσο, όσο στην περηφάνια και την αποκοτιά. Τούτη η κόρη είχε μεγαλώσει στα ταραγμένα χρόνια του ξεσηκωμού, γεγονός που κατά τον κύρη της δεν θα μπορούσε να αποσπαστεί από τη μανία της να ζωγραφίζει, αν δεν ήταν κιόλας η αιτία.
.
Από παιδί ακόμα, έκλεβε αποκέρια και ζωγράφιζε τις φίλες της που πόζαραν γι ´ αυτήν στην αυλή του παρθεναγωγείου Χιλλ.
.
“[…]Στάθηκε όρθια μέσα στην τάξη με το δεξιό της χέρι υψωμένο. Στα δάχτυλά του είχε το μολύβι, αφού οι ένοχοι, όταν διαπομπεύονται, πρέπει να επιδεικνύουνε τα σύνεργα του εγκλήματος. Παρατήρησε ότι μερικές συμμαθήτριές της, που τους είχε χαρίσει ζωγραφιές της, έδειχναν να χαίρονται, λες κι έπρεπε η Ελένη να τιμωρηθεί για την επιδεξιότητά της να παγιδεύει την ανθρώπινη μορφή. Μιαν αμαρτία, που παλιότερα είχαν πει ενθύμιο φιλίας. Ευφυής και θαρραλέα, ήξερε πότε ακριβώς θα ρίξει δίχτυ και θα τις αρπάξει, σαν τους αγύρτες, σαν τους μάγους των οδών. Εξάλλου, η μανία της να ζωγραφίζει δεν είχε καμιά σχέση με τη διδασκαλία του διακοσμητικού σχεδίου και με την υποταγή, που απαιτούνε τα χειροτεχνήματα των κοριτσιών, των προορισμένων για κυρίες της Αυλής ή και συζύγους πλούσιων αστών, των προορισμένων πάνω απ’ όλα για μητέρες αγοριών. Η Ελένη έπρεπε να τιμωρηθεί, γιατί συνέχιζε να ζωγραφίζει όχι μονάχα στα διαλείμματα, μα και μέσα στην τάξη, κατά την ώρα του μαθήματος. Όμως κάθε πάθος, κατά τα λεγόμενα των διδασκάλων, συγκροτεί αργά και σταθερά παρέκκλιση. Και μια παρέκκλιση θα έβλαπτε την ίδια, την αγωγή των υπολοίπων δεσποινίδων και τη φήμη του σχολείου. Ήδη είχε αγνοήσει τόσες και τόσες υποδείξεις, ότι μόνον κατά την ώρα της ιχνογραφίας μπορούσε ακίνδυνα να αντιγράφει τα αντικείμενα, που η καθηγήτρια τοποθετούσε πάνω στην έδρα για να φαίνονται καλά, λόγου χάριν ένα άδειο βάζο ή έναν χαρτονένιο κύβο. Οι δεσποινίδες όφειλαν να ζωγραφίζουν μόνον αυτά που η δασκάλα τούς επέτρεπε να δουν, και με τον τρόπο ακριβώς που τους τα έδειχνε. Η νεαρά Ελένη έπρεπε εφεξής να απέχει από την παρατήρηση και αποτύπωση των κοριτσίστικων σωμάτων στα διαλείμματα, κι απ’ όλα αυτά τα άδολα δήθεν δώρα, πράξεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ακόμη και ως μια πρόωρη αιχμαλωσία της στο δόλο των σαρκικών αμαρτημάτων[…]”.
.
Ο φιλόμουσος πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι, τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών Ραφαέλο Τσέκκολι.
.
“[…]Η Ελένη δεν καταδέχτηκε να κλάψει όσο κράτησε η τιμωρία, που η ταπείνωση έκανε πιο αργό και πιο αβάσταχτο τον χρόνο της. Τότε όμως αποφάσισε ότι θα γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να μείνει δια βίου διαφορετική από τα συνομήλικα κορίτσια και από τις γυναίκες του σογιού της. Να στηριχτεί στα ένοχα για τους πολλούς, αθώα για την ίδια, πλην όμως ανεξερεύνητα ακόμη καλέσματα και ηδονές της τέχνης. Να μην παντρευτεί, να μη γεννήσει, να μην έχει έρωτα πάρεξ για τη ζωγραφική[…]”.
.“Η μεθοδική διδασκαλία του Τσέκκολι, την υπέταξε στην πειθαρχία του ακαδημαϊσμού, χωρίς όμως να της περιορίζει την ορμή του ενθουσιασμού της”, σημειώνει η Αθηνά Ταρσούλη. Αργότερα, το 1848, με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία, και καταφέρνοντας να ανατρέψει όλες τις ισχύουσες συμβάσεις της εποχής της -μιας και οι πόρτες των πανεπιστημίων παρέμειναν τότε ερμητικά κλειστές για τις γυναίκες -, μεταμφιέζεται σε άντρα για να σπουδάσει, με την οικειοποίηση του ονόματος Ιωάννης Χρυσίνης.
Στην Ρώμη σπούδασε ζωγραφική, στη σχολή των Ναζαριστών, – οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι κυρίως από τον Ραφαήλ και ζωγράφιζαν ιστορικά και μυθολογικά θέματα -, έως το 1850, και έπειτα κατά το έτος 1850-1851, με συστατική τους επιστολή πήγε στην Φλωρεντία στην Ακαδημία Καλών Τεχνών.
Μεταμφιεσμένη σε άντρα έζησε πάνω από τέσσερα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας, όπου κρατούσε σχεδιαστικές σημειώσεις. Τα σχέδια αυτά συγκεντρώθηκαν από την ίδια σε λευκώματα, όπως αυτό που επέγραφε “Studi fatti a Perugia e da Assisi”, μέσα στο οποίο περιέχονταν αντιγραφές από τα έργα του Giotto, του Perugino, του Andrea del Sarto και άλλων, αλλά και αρχιτεκτονικά σχέδια, σκίτσα αγγείων και νομισμάτων.
.
.
Στην Φλωρεντία ερωτεύτηκε τον ιταλό καθηγητή της, ζωγράφο και γαριβαλδινό επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο, και στην πορεία, προκειμένου να νομιμοποιήσει την σχέση της, ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, 10 Σεπτέμβρη του 1853. Έμειναν μαζί έως το 1857 όταν ο σύζυγός της την εγκατέλειψε για την αγγλίδα φίλη της, – επίσης ζωγράφο -, Τζέιν Μπένμαν Χέυ, παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο.
.
“[…]Ότι αυτός ο άνδρας, που θα φωτογραφιζότανε και θα έμενε εσαεί, πιο πολύ από την ίδια του την ύλη, δεν υπήρξε, όντας μονάχα μια γυναίκα που ντύθηκε κι έζησε ένα διάστημα σαν άνδρας. Και ότι αυτός ο ανύπαρκτος , κυριολεκτικά ο Κανένας , αποφάσισε να φωτογραφηθεί αγέλαστος και είρων. Έτσι όφειλε να σταθεί, όχι από άγνοια ή έπαρση , μα επειδή βρισκότανε στο ρόλο του εκδικητή[…]”.
.
Η Μπούκουρα-Αλταμούρα κατόπιν επέστρεψε στην Ελλάδα με τα άλλα δύο τους παιδιά και άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής στο Αρσάκειο. Επιπλέον, εξελέγη δυο φορές μέλος της ελλανόδικης επιτροπής των Ολυμπίων, εκλέχτηκε μέλος του καλλιτεχνικού τμήματος του σχολείου των Τεχνών και διετέλεσε δασκάλα της νεαρής τότε βασίλισσας Όλγας.
Το 1872 αναγκάστηκε να μετακινηθεί στο σπίτι του αδερφού της στις Σπέτσες, προκειμένου να αλλάξει αέρα η κόρη της, που αρρώστησε από φυματίωση. Τελικά, η Σοφία πέθανε στα τέλη του 1872 σε ηλικία 18 ετών, και μετά τον θάνατο της κόρης της, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στην Αθήνα. Xάρη στις περιποιήσεις συγγενών της, ξαναβρίσκει το ενδιαφέρον της για τη ζωή, ζωγραφίζει, διαβάζει μυθιστορήματα και εφημερίδες και φροντίζει να ενημερώνεται για τα πάντα. Αυτή η “επαναφορά” της όμως στην “κανονική” ζωή, δεν κράτησε για πολύ.
.
“Άνεμε, σε ρωτώ λοιπόν, πού με οδήγησες; Πού διασκόρπισες τη στάχτη της γυναίκας που υπήρξα;”
.
Τον Μάη του 1878 προσβλήθηκε και ο γιος της από φυματίωση, – μόλις είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη -, και η απώλεια των δύο νέων προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην ζωγράφο και την οδήγησε στην τρέλα.
Ο Ιωάννης Αλταμούρα, – που αρχικά ονομάστηκε Τζοβάννι Μαρίας Κριζίνι -, φοίτησε ζωγραφική στην Σχολή των Τεχνών της Αθήνας κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα, και με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α’, συνέχισε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κοντά στον ζωγράφο Καρλ Σόρενσεν. Το 1975, και ενώ βρίσκονταν ακόμα στην Δανία, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του “Το λιμάνι της Κοπεγχάγης”, για το οποίο τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο β΄ τάξεως.
“[…]τα επεισόδια του βίου προχωρούνε εφεξής από πολύ μακριά , ισοπεδωμένα, αδιάφορα σχεδόν για την κανονική ζωή. Έτσι επρόκειτο να ζήσω[…]”.
.
Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, – μοναδική φορά που δέχτηκε να φύγει από το σπίτι της ήταν λίγο πριν από τον θάνατό της, όταν η διευθύντρια της “Εφημερίδος των Κυριών”, Καλλιρρόη Παρρέν, την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη και την πήρε για λίγες μέρες μαζί της στην Αθήνα. “Ανήκει εις τας προσωπικότητας εκείνας ας και ο οξυδερκέστερος ψυχολόγος αδυνατεί να χαρακτηρίση εκ πρώτης όψεως”, έγραφε η Καλλιρρόη Παρρέν στην εφημερίδα.
.
“[…]Για χρόνια έβλεπα λίγους από τους οικείους, τον ιερέα Δραπανιώτη, ένα-δυο άλλα πρόσωπα για δουλειές και τη Λασκαρίνα. Δεν ήθελα καμιά καινούργια γνωριμία, ούτε καμιά καινούργια επίσκεψη, μα και ποιος ξένος θα ερχόταν να με αναζητήσει, και για ποιον σκοπό. Έτσι ταράχτηκα από μιαν άγνωστη γυναίκα, που κατέφθασε μια μέρα από την Αθήνα στο νησί ζητώντας να συναντήσει τη ζωγράφο Ελένη Αλταμούρα. Αρνήθηκα να τη δεχτώ. Καθώς της απαντούσα με τη Λασκαρίνα ότι εδώ και χρόνια δεν δεχόμουν επισκέψεις, αναρωτιόμουν ποιαν από όλες τις Ελένες που υπήρξα εννοούσε ακριβώς, και τι άραγε θα της ζητούσε. Μου εξήγησε με τον επόμενο άνθρωπο που έστειλε. Της αρνήθηκα ξανά. Δυο μέρες πέρασαν, ώσπου να υποκύψω στον τελευταίο της αγγελιοφόρο. Ερχόταν πια από το σπίτι του δήμαρχου κι εξάδερφού μου Κυριακού, που είχε αναλάβει τη φιλοξενία εκείνης της κυρίας, η οποία μάθαινα πως διηύθυνε την ήδη τριετή αθηναϊκή Εφημερίδα των Κυριών. Εξάλλου, έπρεπε τούτη η επίμονη γυναίκα να καταλάβει ότι εγώ ζούσα με διαφορετικόν από τον δικό της τρόπο και να μυηθεί σε άλλο ρυθμό. Όντας ευαίσθητη το εννόησε αμέσως και, νομίζω, το σεβάστηκε. Όντας και δραστήρια, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το μυητικό της διήμερο. Έγραψε ένα πολυσέλιδο άρθρο στην εφημερίδα της για όσα είδε τούτες τις δυο ημέρες, πριν με συναντήσει.[…] Την επόμενη άνοιξη σχεδίαζε να κάνει στα γραφεία της εφημερίδας της την πρώτη έκθεση γυναικών ζωγράφων, και για τούτο με είχε αναζητήσει. Διότι εγώ είχα σπουδάσει και είχα ασκήσει την τέχνη της ζωγραφικής, μια τέχνη που οι γυναίκες ακόμη δεν είχαν δικαίωμα ούτε να τη σπουδάζουν ούτε να την ασκούν ως επάγγελμα στην Ελλάδα. Στο μάτι μου θα πρέπει να άναψε μια σπίθα, που παρατήρησα ότι δεν της διέφυγε προτού σβήσει λέγοντάς της να με εξαιρέσει οπωσδήποτε από τον κατάλογο της έκθεσης, ενδεχομένως και από την τέχνη της ζωγραφικής[…]”. Η επισκέπτρια μού ζήτησε ευγενικά να δει τα έργα μου. Της έδειξα πάνω στον τοίχο τη ζωγραφιά του «Αγγέλου με την Κόρη». Ήταν η μόνη που είχε διασωθεί, αφού μιλούσε για τον αρραβώνα της Σοφίας. Έριξε μια ματιά και σε κάποιες μεταγενέστερες σπουδές, καμωμένες σε ώρες αργίας και μελαγχολίας με μαύρο μολύβι ή μελάνι[…]”.
.
.
Η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα πέθανε 19 του Μάρτη του 1900, σχεδόν άγνωστη. Kηδεύτηκε στο κοιμητήριο της Aγίας Άννας στις Σπέτσες, αλλά αργότερα τα οστά της, – όπως και εκείνα των παιδιών της -, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A΄ Nεκροταφείο Aθηνών. Στην μαρμάρινη σαρκοφάγο, – η οποία είναι έργο του Ιάκωβου Μαλακατέ, ο οποίος είχε αναλάβει κάποιες μαρμαρογλυπτικές εργασίες και στο πατρικό της σπίτι στην Πλάκα – ως έτος γέννησης αναγράφεται το έτος 1824.
.
Παρά τις λεπτομερείς βιογραφικές πληροφορίες για τη ζωγράφο, που διέσωσαν η Καλλιρόη Παρρέν και η Αθηνά Ταρσούλη, το ζωγραφικό της έργο παραμένει άγνωστο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Ανάμεσα σε αυτές είναι το έργο που τιτλοφορείται “Απελπισία” με το οποίο η ζωγράφος, με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης, πήρε μέρος στο διαγωνισμό της σχολής που φοιτούσε στην Ιταλία. Αναφέρεται ότι για το συγκεκριμένο έργο της προτάθηκε υψηλή αμοιβή, εκείνη, όμως, προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση.
Φημολογείται πως πριν πεθάνει έκαψε σχεδόν όλα τα ζωγραφικά της έργα, αν και κατά μία άλλη εκδοχή, αυτά καταστράφηκαν από πλημμύρα σ´ έναν μύλο κοντά στον Ιλισσό όπου τα φύλαγε, και κατ´ άλλους καταστράφηκαν κατά την διάρκεια της ιταλικής κατοχής, όταν επιτάχθηκε το σπίτι των Σπετσών.
Στην κατοχή των κληρονόμων του αδερφού της, σώζονται έξι ελαιογραφίες, γύψινα προπλάσματα, σπουδές και σχέδια, ενώ στο Αρσάκειο σώζεται μια προσωπογραφία της.
.
“[…]Είχα ακούσει ότι στη μετά ζωή των γυναικών το πόδι δεν πατά συνέχεια στη γη. Ότι ο νους αρέσκεται στο να αιωρείται. Ότι ο κόσμος μοιάζει πιο ανάγλυφος, αφού δάκρυα μάλλον, αλλά και άλλα ανεξήγητα, φουσκώνουνε το σχήμα των πραγμάτων, είτε βαθαίνουν τις παλιές ρωγμές και αποσιωπήσεις[…]”.
Τα αποσπάσματα σε πλαγιοσειρά είναι από το βιβλίο
“Ελένη, ή ο κανένας, Ρέα Γαλανάκη, εκδ. Άγρα, 1998
και Ρέα Γαλανάκη, “Ελένη ή ο Κανένας”, εκδ. Καστανιώτης, 2004
___________________________________________________
Πηγές-Βοηθήματα:
-Αθηνά Ταρσούλη, Ελένη Αλταμούρα, η πρώτη ζωγράφος στην Ελλάδα μετά το Εικοσιένα, εκδ. Δημητράκος, 1934
-Κώστας Ασημακόπουλος, Αστραπή στο δάσος – Ο ακάλυπτος χώρος – Ελένη Αλταμούρα (τρία θεατρικά έργα), εκδ. Δωδώνη, 2005
-Ντάνου Ελευθερία, Ελένη Αλταμούρα, Ιστορία Εικονογραφημένη, τεύχος 182, Αύγουστος 1983
–Ιωάννης Αλταμούρας, Η ζωή και το έργο του, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2011
-Ρούμπουλα Δήμητρα, Οι μύθοι της οικογένειας Αλταμούρα, εφημ. “Το Έθνος”, 15/3/2011, ανάκτηση 24/10/2015
-Ιστοχώρος Αρβανίτικου Συνδέσμου Ελλάδος
-Δώρα Μαρκάτου, Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα: Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου της, ΑΠΘ, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, τομέας Ιστορία της Τέχνης
-Ρέα Γαλανάκη, Ελένη, ή ο κανένας, εκδ. Άγρα, 1998
–Το θλιβερό τέλος της Ελένης Μπούκουρα, Άρθρο στην “Ιστορία Εικονογραφημένη”, Αύγoυστος 2002
-Γ. Σταματίου, Η πολυστένακτη ζωγράφος Ελένη Αλταμούρα, Νέα και άγνωστα στοιχεία για τη ζωή και το έργο της, Ιστορία εικονογραφημένη 305, Νοέμβρης 1993
-Εφημερίς των κυριών, 27/2/1900
-Χ. Σχολινάκη-Χελιώτη, Ελληνίδες ζωγράφοι 1800-1922, διδακτ. διατρ., 1990
-Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, 1998
-Ευθ. Γεωργιάδου-Κούντουρα, Η γυναίκα στη νεοελληνική ζωγραφική του ΙΘ’ αιώνα, Εικόνα και δημιουργός, Κενά στην ιστορία της τέχνης: γυναίκες δημιουργοί, Συμπόσιο, Αθήνα, Νοέμβριος 1990, Ομάδα Τέχνης 4+, εκδ. Γκοβόστη
-Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας