Όταν πέθανε ο Scott Walker, την Παρασκευή 22 Μαρτίου, δεν το ήξερε κανένας. Όταν ανακοινώθηκε τρεις μέρες μετά, την Δευτέρα 25 Μαρτίου, από την δισκογραφική εταιρία 4AD, το μάθαμε όλοι. Με στεναχώρησε πολύ ο θάνατος του Scott Walker. Εκ των πραγμάτων, εγγράφεται κι αυτός στο συμβολικό θάνατο της μεγάλης μουσικής αφήγησης, καθώς οι μουσικοί ήρωες των 60s και των 70s φεύγουν σιγά σιγά απ’ τη ζωή. Έτσι κι αλλιώς, η τελευταία δεκαετία έχει δύο στοιχεία που, μαζί, έχουν αλλάξει την θανατοπολιτική του rock ‘n’ roll: από εκστατική μυθολογία του burn-out την έχουν μετατρέψει σε μια μελαγχολική βιολογία του fade-away. Το πρώτο στοιχείο είναι το ίδιο το γήρας των σημαντικών μουσικών εκείνων των δεκαετιών, η χειροπιαστή θνητότητα των δημιουργών. Το δεύτερο στοιχείο είναι η viral ψηφιοποίηση του πένθους, η κοινοτοποίησή του μέσα από το ελαφρώς ερεθισμένο σκρολάρισμα ενός feed γεμάτου αναγγελίες κοντινομακρινών θανάτων.

Δεν ήταν μόνο ότι ο Scott Walker είχε φτιάξει συγκλονιστική μουσική. Ήταν, επίσης, ότι συνέχιζε να φτιάχνει συγκλονιστική μουσική ασταμάτητα, μέχρι τον θάνατό του, μέχρι τα 76 του χρόνια, μέχρι την περασμένη βδομάδα. Μ’ αυτήν την έννοια, θα μου λείψει ο Scott Walker ως δημιουργός, τώρα, σήμερα.

Για μένα, ο θάνατος του Scott Walker ήταν κάπως διαφορετικός. Η στεναχώρια γι’ αυτόν είχε κάτι που ξεπερνούσε την κεκτημένη ταχύτητα των πένθιμων ψηφιακών τελετουργιών και την performative στεναχώρια για το συμβολικό θάνατο της μουσικής που μας διαμόρφωσε. Δεν ήταν μόνο ότι ο Scott Walker είχε φτιάξει συγκλονιστική μουσική. Ήταν, επίσης, ότι συνέχιζε να φτιάχνει συγκλονιστική μουσική ασταμάτητα, μέχρι τον θάνατό του, μέχρι τα 76 του χρόνια, μέχρι την περασμένη βδομάδα. Μ’ αυτήν την έννοια, θα μου λείψει ο Scott Walker ως δημιουργός, τώρα, σήμερα. Όπως έγραψα αλλού αυτές τις μέρες, ήταν ο άνθρωπος που έφερε το μέσα έξω στην λαϊκή μουσική, εκείνος που ξεκίνησε από νεανικό pop είδωλο για να γίνει ο πιο συναρπαστικός avant-garde μουσικός αυτού εδώ του αιώνα, φτάνοντας στα δημιουργικά τους άκρα και τις δύο πλευρές αυτού του φάσματος, δημιουργώντας εν τέλει μια μοναδική, τρομακτικά έντονη μουσική γλώσσα που δεν έδειχνε κανένα έλεος και την ίδια στιγμή έδειχνε όλο το έλεος του κόσμου.

Την τελευταία βδομάδα ακούω ασταμάτητα Scott Walker – κι αυτό δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, τουλάχιστον αν μιλάμε για την κάπως ύστερη περίοδό του από τα τέλη των 70s κι έπειτα. Όταν τον πρωτάκουσα, το 2006 που κυκλοφόρησε το The Drift, απέκτησα μια αληθινά καινούρια αισθητική εμπειρία. Ήμουν 18 χρονών και, παρόλο που άκουγα όλη μέρα μουσική, ποτέ ξανά δεν είχα τρομάξει αυθεντικά ακούγοντας μουσική. Είχα νιώσει δέος, αλλά δεν είχα νιώσει αληθινό φόβο για το τι μπορεί να μου κάνει αυτή η μουσική – τι μπορεί να απελευθερώσει μέσα μου. Όχι πως ένιωθες ότι ο Scott Walker προσπαθούσε να γίνει τρομακτικός. Το σημείο κλειδί για μένα ήταν η διαλεκτική τρυφερότητας και βιαιότητας, του ελέους και της ανελέητης επίθεσης που είπα και πριν. Είναι ένα περίεργο πράγμα που, όταν το εντοπίζω μέσα στην αισθητική εμπειρία, με παραλύει – όπως σε κάποιους πίνακες του Caravaggio και κάποιες ταινίες του Herzog.

Θα μπορούσε να έχει γράψει μουσική για τον Herzog ο Scott Walker – δε θα μπορούσε; Όχι στις ταινίες που είχαν τη μουσική του Florian Fricke και των Popol Voh, γιατί εκεί δε θα μπορούσε να γίνει καλύτερα, αλλά στο Woyzeck για παράδειγμα. Στο Woyzeck θα ταίριαζε τέλεια. Σε κάθε περίπτωση, ο Scott Walker έγραψε πολλή κινηματογραφική μουσική με διάφορους τρόπους. Γι’ αυτόν τον λόγο, κι επειδή το σινεμά είναι συμπτωματικά το επαγγελματικό μου πεδίο, θέλησα να κάνω μια αρχειοθέτηση του κινηματογραφικού Scott Walker όσο καλύτερα κι όσο πιο προσωπικά μπορούσα. Κάποια πράγματα είναι καταγεγραμμένα με σαφέστατο τρόπο, κάποια προέκυψαν με πρόσφατη διαδικτυακή έρευνα, κάποια ξεπήδησαν με συνειρμικές συνδέσεις, κάποια άλλα με εκλάμψεις μνήμης. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω βρει κάποια πιο εξαντλητική λίστα απ’ αυτήν, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν ήθελα να κάνω μια εξαντλητική λίστα. Ήθελα μια περιπλάνηση στη μουσική του Scott Walker την ώρα που αυτή περιπλανιόταν στην οθόνη.

Οι επενδύσεις

Η πρώτη καταγεγραμμένη παρουσία του Scott Walker στο σινεμά είναι η αγαπημένη μου, γιατί εκ των υστέρων μοιάζει τόσο αλλόκοτη όσο κι η συνολική πορεία του. Λέγεται πως το Doin’ the Jerk ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Walker στο ξεκίνημά του ως pop icon με τους Walker Brothers το 1965 κι είναι συναρπαστικό που εμφανίζεται στην beach party ταινία Beach Ball μ’ αυτόν τον τρόπο, τον τόσο συνηθισμένο για την pop μουσική της εποχής του.

Η δεύτερη κινηματογραφική εμφάνιση του Walker είναι ξανά με το συγκρότημα, δύο χρόνια μετά, για το Deadlier than the Male του 1967, μια από τις πολλές σαχλές απομιμήσεις των ταινιών James Bond στα 60s. Και πάλι η σύνθεση είναι του Scott, ενώ η παραπομπή του τίτλου σε ποίημα του Kipling, παρότι σίγουρα όχι από πρόθεση του ίδιου του Walker, είναι ένας ασυνείδητος δείκτης του εκλεκτικισμού που επρόκειτο να ακολουθήσει στο έργο του.

Τα δύο επόμενα κινηματογραφικά τραγούδια του Scott Walker φέρουν το δικό του όνομα, όχι πια της μπάντας. Το πρώτο ήταν το The Rope and the Colt από το spaghetti western Cemetery Without Crosses του Robert Hossein το 1969.

Το δεύτερο ήταν το υπέροχο I Still See You από το εξίσου υπέροχο The Go-Between του Joseph Losey το 1971, σε μουσική του σπουδαίου Michel Legrand που έφυγε κι αυτός φέτος το Γενάρη από τη ζωή. Ελάχιστες φορές ήταν πιο μελοδραματικός ο Scott Walker.

Οι δεκαετίες περνούν κι ο Walker τραγουδάει ξανά για το σινεμά το 1993, σε στίχους δικούς του και μουσική του Goran Bregovic, για το ήσσονος σημασίας γαλλικό φιλμ Toxic Affair με την κατά τ’ άλλα σπουδαία Isabelle Adjani.

Τα κινηματογραφικά 90s συνεχίζουν για τον Walker με τραγούδια που ελάχιστα μοιάζουν πλέον με τους solo δίσκους του. Επόμενος σταθμός ήταν μια διασκευή σε Bob Dylan για το To Have and to Hold του John Hilicoat το 1996, το οποίο λέγεται πως έκανε ως χάρη στο Nick Cave, ο οποίος συνδεόταν στενά με τον σκηνοθέτη του (μια δεκαετία μετά θα έφτιαχναν μαζί το The Proposition).

Και το πράγμα έγινε ακόμα πιο αμήχανα παράξενο το 1999, όταν ο Scott Walker τραγούδησε με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια για το soundtrack της James Bond ταινίας The World is not Enough.

Στο μεταξύ, βέβαια, την ίδια χρονιά ο Walker συνθέτει το εξαιρετικό soundtrack για το αδικημένο αριστούργημα Pola X του Leos Carax κι έτσι ξεκινάει μια νέα διαδρομή κινηματογραφικής σύνθεσης. Καθόλου τυχαία, στη μουσική συμμετέχουν επίσης οι Sonic Youth κι ο Bill Callahan.

Θα χρειαστεί να περάσουν 17 χρόνια μέχρι το επόμενο soundtrack του Scott Walker, αλλά το Childhood of a Leader του Brady Corbet το 2016 αποτελεί μια από τις πιο έντονες κι ανελέητες στιγμές του κινηματογραφικού Walker.

Και πριν από λίγες μέρες, ακούσαμε μέσα στην σκοτεινή αίθουσα την τελευταία δημόσια μουσική δουλειά του Walker στο ολοκαίνουριο Vox Lux, ξανά σε σκηνοθεσία του Corbet, αλλά και μαζί με την Sia στο soundtrack – σε μια ταινία που συνδέεται βαθιά με την αλλόκοτη τροχιά που διέγραψε ο Scott στην pop μουσική.

Οι χρήσεις

Εκτός της μουσικής που συνέθεσε ή τραγούδησε ο ίδιος για το σινεμά, υπήρξαν τραγούδια του Scott Walker που επιλέχθηκαν να χρησιμοποιηθούν για να ντύσουν κινηματογραφικές δουλειές που ένιωσαν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν συνοδευόμενες από τη φωνή και τη μουσική του.

Για παράδειγμα, η εκδοχή των Walker Brothers για το The Sun Ain’t Gonna Shine Anymore από το 1966 εμφανίζεται στο Seeking a Friend for the End of the World της Lorene Scafaria, το Stoker του Park Chan-wook και την τηλεοπτική σειρά Castle Rock που βασίζεται στον Stephen King.

Παράλληλα, το b-side του ίδιου single, το After the Lights Go Out, εμφανίζεται στο φινάλε του υπέροχου Enemy του Denis Villeneuve.

Βέβαια, το πιο κινηματογραφικό τραγούδι του Scott Walker είναι πιθανώς το 30 Century Man του 1969, το οποίο έδωσε τον τίτλο του στο ντοκιμαντέρ για την ζωή του και χρησιμοποιήθηκε επίσης σε πράγματα τόσο διαφορετικά όσο το The Life Aquatic with Steve Zissou του Wes Anderson, το The Old Man and the Gun του David Lowery και την ταινία Futurama με τον τίτλο Bender’s Big Score.

Το εξαιρετικό On Your Own Again του 1969, από την άλλη, εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ του Grant Gee για τους Radiohead, Meeting People is Easy, με το γκρουπ να είναι γνωστό πως λάτρευε ιδιαίτερα τον Walker.

Η αγαπημένη μου τέτοια περίπτωση, όμως, είναι το αριστούργημα The Electrician του 1978. Πέρα απ’ το ότι συνοδεύει τα opening credits του Bronson του Nicolas Winding Refn, η συγκλονιστική σύνθεση του Walker για τον βασανιστή της CIA στην χιλιανή δικτατορία του Pinochet φέρνει στο μυαλό μεταγενέστερες ανατριχιαστικές κινηματογραφικές στιγμές όπως το Missing του Γαβρά και το Death and the Maiden του Polanski.

Οι συγγένειες

Στο μυαλό των περισσότερων φίλων του Scott Walker, η κινηματογραφική του πλευρά εγκαινιάζεται μάλλον με το The Seventh Seal του 1969 που παραπέμπει σαφέστατα στην ομώνυμη αριστουργηματική ταινία του Ingmar Bergman.

Ο εκλεκτικισμός του Walker, βέβαια, τον έφερνε συχνότατα σε πολύ στενή επαφή με το σινεμά – όπως και με την λογοτεχνία, την ιστορία, την φιλοσοφία. Όταν προσπαθούσε να βγει από την αφάνεια στα 80s, λέγεται πως είχε συγκρίνει τον εαυτό του με τον Orson Welles, αναφέροντας πως, όπως κι εκείνος, θεωρείται ένας σπουδαίος άνδρας που όλοι θέλουν να γνωρίσουν, αλλά κανείς δεν θέλει να χρηματοδοτήσει το επόμενο εγχείρημά του.

Στο δικό του εγχείρημα των 80s, πάντως, ο Scott Walker τραγουδάει το 1984 το Blanket Roll Blues, το μόνο τραγούδι που έγραψε ποτέ ο Tennessee Williams και το οποίο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ταινία The Fugitive Kind του μεγάλου Sidney Lumet, τραγουδισμένο από τον Marlon Brando.

Το 1995, ο Walker αφιερώνει το συνταρακτικό Farmer in the City στον Pier Paolo Pasolini, τραγουδώντας και μερικούς στίχους από το ποίημά Uno dei Tanti Epiloghi του σκηνοθέτη.

Την ίδια χρονιά και στον ίδιο δίσκο, τραγουδάει το The Cockfighter, το οποίο είμαι πεπεισμένος ότι είναι και μια έμμεση αναφορά στην ομώνυμη ταινία του Monte Hellman, ενός από τους πιο σκληρούς σκηνοθέτες του αμερικάνικου σινεμά που πάω στοίχημα ότι αγαπούσε ο Walker.

Μερικά χρόνια αργότερα, το 2003, κυκλοφορεί η πληρέστερη συλλογή του έργου του Walker με τον τίτλο 5 Easy Pieces. Πέρα απ’ το ότι περιέχει κι ένα μέρος της κινηματογραφικής μουσικής του μέχρι τότε, ο τίτλος της αναφέρεται σαφώς στην ομώνυμη σύνθεση του Igor Stravinsky και την ομώνυμη ταινία του Bob Rafelson.

Το 2012, το τραγούδι Epizootics! αποτίει έναν φόρο τιμής στον Sam Peckinpah, αναφέροντας την ταινία του Bring me the Head of Alfredo Garcia (μια ταινία που όλως τυχαίως κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και μοιάζει πολύ με το προαναφερθέν Cockfighter), ενώ και το ίδιο το music video του κομματιού είναι ένα ανοίκειο κινηματογραφικό κομψοτέχνημα.

Και, βέβαια, το Brando του 2014 είναι ένας ύμνος στην (πολύ οικεία στον Walker) διαλεκτική τρυφερότητας και βίας που κρύβουν οι ερμηνείες του Marlon Brando, με το προαναφερθέν Blanket Roll Blues να αντηχεί ακόμα κάτω από την εξερεύνηση της σαδομαζοχιστικής επιθυμίας.

Οι επιλογές

Μ’ έναν παράξενο τρόπο, ο Scott Walker βρέθηκε συχνά στην θέση του κινηματογραφικού επιμελητή, του curator κινηματογραφικού γούστου. Η πρώτη φορά που το έκανε ήταν το 1972, όταν είχε χάσει ήδη τον έλεγχο της καριέρας του και του ζητήθηκε να φτιάξει έναν δίσκο με κινηματογραφικά τραγούδια σε δικές του διασκευές. Ο θρύλος λέει πως το album που προέκυψε, The Moviegoer, ήταν ένας απ’ αυτούς τους δίσκους που ήθελε να ξεχάσει ο Walker – αλλά λέει επίσης κι ότι επέλεξε τουλάχιστον ο ίδιος πολλά απ’ τα τραγούδια που θα διασκεύαζε. Ανάμεσά τους ήταν κι αυτό, από την ταινία Sacco & Vanzetti του Guiliano Montado, που είναι βέβαιο ότι επέλεξε ο ίδιος.

Πολλά χρόνια αργότερα, το 2000, ο Walker κλήθηκε να επιμεληθεί το όγδοο Meltdown Festival στο Southbank Centre του Λονδίνου, προγραμματίζοντας ζωντανές παραστάσεις από τους Radiohead, Blur, Jarvis Cocker, Evan Parker, Jim O’Rourke. Πέρα από το φανταστικό αυτό lineup, ο Walker επιμελήθηκε επίσης μια σειρά προβολών στο National Film Theatre, αναφέροντας τότε πως ο κινηματογράφος είναι η εμμονή του. Οι επιλογές του, από το A Man Escaped του Robert Bresson και το The Leopard του Lucchino Visconti μέχρι το Gertrud του Carl Theodor Dreyer και το Chinese Roulette του Rainer Werner Fassbinder, είναι όλες εξαιρετικές.

Τέλος, το 2012, ο Scott Waker έκανε μια επιλογή αγαπημένων του ταινιών για την πλατφόρμα video-on-demand των σινεμά Curzon του Λονδίνου. Ξανά, οι επιλογές του είναι καταπληκτικές, ξεκινώντας από τον Kenji Mizoguchi του ‘30 και φτάνοντας ως τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο, τον Bela Tarr και τον Michael Haneke. Προλογίζοντας τις επιλογές του, ο Scott Walker έφτασε στο Match Factory Girl του Aki Kaurismaki κι είπε τα εξής: «Πιθανώς η αγαπημένη μου ταινία του Kaurismaki, αν και δυσκολεύομαι να επιλέξω καθώς το έργο του επικοινωνεί ιδιαίτερα με τη δική μου αίσθηση του χιούμορ. Είναι ο Bresson, αλλά με γέλιο μαζί. Δύσκολο πράγμα». Σχεδόν αδύνατον, θα προσθέσω εγώ, όπως σχεδόν αδύνατον ήταν και το δικό του μουσικό έργο. Κι όμως, υπήρξε.

Αντίο, λοιπόν, Scott Walker.