Απρίλιος 1941

Ο ελληνογερμανικός πόλεμος κηρύχτηκε στις 6 Απριλίου του ’41, και πριν καλά καλά το χωνέψουμε, στις 9, τρεις μόλις μέρες μετά, έμπαιναν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη (…) Η Εγνατία είχε γεμίσει από κόσμο, όχι πάρα πολύ βέβαια, αλλά τόσο ώστε να καταλάβει κανείς ότι κάτι πολύ σοβαρό συνέβαινε (…) Αφού περιμέναμε κάμποση ώρα, άρχισαν από μακριά να φαίνονται οι πρώτοι Γερμανοί μοτοσικλετιστές και να ακολουθούν μετά κάποια μικρά αυτοκίνητα. Οι μοτοσικλετιστές ήταν αρκετοί. Γεμάτοι περηφάνια και φοβερά βλοσυροί, κορδωμένοι επάνω στις μοτοσικλέτες τους, σωστοί κοσμοκαταχτητές. Έβλεπα κάποιους κυρίους οι οποίοι ήθελαν να κλάψουν, μα δεν τολμούσαν. Ταυτόχρονα έβλεπα και κάποιους άλλους που ετοιμάζονταν να χειροκροτήσουν. Και πράγματι χειροκροτούσαν (…) Εκεί λοιπόν που στεκόμουν στο πεζοδρόμιο της Εγνατίας, με έκπληξη διαπίστωσα ότι δίπλα μου ακριβώς στέκονταν και ένα συνομήλικο μου κοριτσάκι, ξανθούτσικο με μπουκλάκια, και βαστούσε στο χέρι του –μα πως δεν το είχα προσέξει νωρίτερα;- ένα μεγάλο στεφάνι. Δεν πήγε στο μυαλό μου τόση ώρα να αναρωτηθώ, τι ήθελε αυτό το κοριτσάκι με το στεφάνι και περίμενε σιωπηλό. Όταν όμως είδα τον πρώτο μοτοσικλετιστή, ξαφνικά κατάλαβα: αυτός ο μοτοσικλετιστής είχε περασμένα στο λαιμό του τουλάχιστον τρία στεφάνια. Σαν αυτά τα στεφάνια που φοράνε οι τουρίστες στη Χαβάη. Το ίδιο στεφανωμένοι ήταν κι άλλοι μοτοσικλετιστές, με λιγότερα στεφάνια. Ξαφνικά το κοριτσάκι, με απερίγραπτο θάρρος, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, προχωράει στο δρόμο, σταματάει στη μέση του δρόμου και αναγκάζει όλο το γερμανικό άγημα να σταματήσει. Φαίνεται όμως ότι αυτά είχαν επαναληφθεί πολλές φορές από το Βαρδάρι ως τον Αη-Θανάση και γι’ αυτό οι Γερμανοί το ήξεραν και δεν παραξενεύτηκαν (…) Ένα κοριτσάκι στην ηλικία μου να στεφανώνει αυτούς τους ανθρώπους που έρχονταν να μας σκλαβώσουν! Ήταν τρομερό (…)

.

Φλεβάρης 1942

Ήδη οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους. Επειδή η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ αδύνατη και φοβόμασταν με τον πατέρα μου ότι δεν θ’ αντέξει –εκείνο το διάστημα εξαιτίας της βαρυχειμωνιάς είχε κλείσει και το σχολείο- συνεννοηθήκαμε με τον πατέρα μου να συνοδεύω τη μητέρα μου (που μέσα στην απόγνωσή της και στην εξαθλίωση έγινε καθαρίστρια σε μια μικρή γερμανική μονάδα στην οδό Μάρκου Μπότσαρη) και να την προσέχω μην τύχει και πάθει τίποτε. Από τον Αη-Θανάση μέχρι του Μάρκου Μπότσαρη πηγαίναμε και γυρνούσαμε με τα πόδια, με χιόνι που έφτανε από δέκα έως τριάντα πόντους. Σχεδόν σε κάθε σταυροδρόμι έβλεπες και δυο-τρεις ανθρώπους πεσμένους κάτω και ετοιμοθάνατους. Με αυτές λοιπόν τις συνθήκες τον Φλεβάρη του ’42 και σε πλήρη εξαθλίωση, μάνα και γιος αποφασίζουμε και εμείς να πεθάνουμε (…) Αυτή ήταν η τακτική που ακολουθούσαν χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι αποφάσιζαν να πεθάνουν: έπεφταν σε μια γωνιά ή σε ένα πεζοδρόμιο και το πρωί περνούσε το κάρο της δημαρχίας και τους μάζευε ξυλιασμένους. Ένα απόγευμα λοιπόν, καθώς επιστρέφαμε περνώντας από το γνωστό εβραίικο συνοικισμό 151, όπου σήμερα είναι η πλατεία Εβραίων Μαρτύρων, λέει η μάνα μου: «Ως εδώ ήταν οι μέρες μας». Πέφτουμε, που λέτε, στα χιόνια και περιμένουμε να πεθάνουμε. Δεν σκεφτήκαμε όμως ότι ήταν η ώρα που σχολούσαν και άλλες καθαρίστριες από τα διάφορα σπιτάκια που είχαν επιταγμένα οι Γερμανοί. Εκεί λοιπόν που πέσαμε εξαντλημένοι στο πεζοδρόμιο με τα χιόνια, ξαφνικά εμφανίζεται η Καλλιοπίτσα, που κι αυτή είχε τελειώσει τη δουλειά της στους Γερμανούς. Φαίνεται ότι είχε καθυστερήσει λίγο και περνάει μαζί με μια άλλη κοπέλα, μας βλέπει μην πιστεύοντας στα μάτια της και μας λέει: «Καλέ κυρά Φανή, καλέ τι κάνετε εδώ, είστε με τα καλά σας;». «Ε, να», λέει η μητέρα μου, «εμάς αφήστε μας, ήρθε η ώρα μας, εσείς τραβήξτε». «Μα πως θα τραβήξουμε, αστειεύεσαι; Είναι σοβαρά πράγματα αυτά; Σήκω, μπρος, που θα πεθάνετε!». «Όχι, όχι, δεν μπορούμε. Αφήστε μας και φύγετε». «Βρε, σήκω που σου λένε». Η μητέρα μου αντιδρούσε και δεν ήθελε να σηκωθούμε. Οπότε αυτές οι δυο μάς σηκώνουν στο πι και φι και μας βάζουν να καθίσουμε επάνω στο χιόνι. Τότε οι Γερμανοί δεν είχαν πάρει ακόμη τους Εβραίους (…) περνάει λοιπόν ένα φουκαράδικο Εβραιγάκι έχοντας λίγο καναβούρι για πούλημα, του δίνουν λίγα λεφτά η Καλλιοπίτσα και η άλλη, παίρνουν ένα φλιτζανάκι κανναβούρι, κι αρχίζουν να μας ταΐζουν. Όμως πώς θα πηγαίναμε μέχρι τον Αη-Θανάση; Δεν υπήρχε συγκοινωνία, και τα λίγα γκαζοζέν που υπήρχαν δεν έκαναν αυτό το δρομολόγιο. Τα γκαζοζέν ήταν κυρίως στην Εγνατία. Ξαφνικά, για καλή μας τύχη εμφανίζεται ένα κάρο με άλογο. Το είχε ένας χωριάτης από την Καπτσίδα. Τον σταματάει λοιπόν η Καλλιοπίτσα και του λέει: «Καλέ μπάρμπα, πόσα θέλεις, να πάρουμε αυτούς τους ανθρώπους και να τους πάμε μέχρι τον Αη-Θανάση;». Αυτός μας είδε λίγο ψυχρά και ζήτησε ένα ποσό που η Καλλιοπίτσα το βρήκε λογικό (…) Εκεί που πηγαίναμε, γυρίζει ξαφνικά ο αμαξάς και λέει στην Καλλιοπίτσα: «Μετάνιωσα». Η Καλλιοπίτσα τρόμαξε. «Έχει γούστο να μας κατεβάσει τώρα κι άντε να βρεις άλλο κάρο». «Μετάνιωσα», λέει, «που σας ζήτησα λεφτά, δεν θέλω τίποτα. Θα σας πάω τζάμπα» (…) Ε, να μην σας τα πολυλογώ, σωθήκαμε, κι από τότε θυμάμαι με ευγνωμοσύνη την αγάπη, τη στοργή και την αποφασιστικότητα της Καλλιοπίτσας.

(…)

 


Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το βιβλίο Ντίνος Χριστιανόπουλος, Πίσω απ’ την Αγια-Σοφιά, Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ιανός, 1997. Το βιβλίο βασίστηκε σε διηγήσεις των παιδικών χρόνων του ποιητή, στη ραδιοφωνική εκπομπή με τίτλο Πίσω απ’ την Αγια-Σοφιά στον «Ραδιοφωνικό Σταθμό Μακεδονίας» της ΕΡΤ3 / 9.58