Όλα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβρη, που ο Γ. μου έστειλε inbox και μου είπε «Άκου αυτό». Ήταν ένα τραγούδι που μιλούσε για τη μόνιμη κούραση, τη συσσωρευμένη κούραση.  Άκουσα κι άλλα τραγούδια, κόλλησα κι έψαξα παραπάνω πράγματα γι’ αυτούς.

Οι AnnenMayKantereit είναι μια μπάντα από την Κολωνία. Τραγουδάνε σε αλάνες, πάρκα, γκαράζ, ακάλυπτους, αποβάθρες και φυσικά στο δρόμο. Το παράξενο όνομά τους βγαίνει από τα επίθετα των τριών μελών που την απαρτίζουν: τον Christopher Annen (κιθάρα, αρμόνικα), τον Henning May (φωνή, πιάνο, μελόντικα, γιουκαλίλι, κιθάρα) και τον Severin Kantereit (ντραμς, κρουστά, καχόν, κιθάρα). Τα βίντεό τους στο youtube έχουν εκατομμύρια views με άπειρα σχόλια σε διάφορες γλώσσες από κάτω. Τα live τους είναι sold out 6 μήνες πριν με δυναμική τουρκική παρουσία.

Προς τι όλος αυτός ο χαμός; Σίγουρα  παίζει ρόλο η πολύ ιδιαίτερη μουσική τους, δεν είναι εύκολο να τους κατατάξεις κάπου -και οι ίδιοι περνάνε από διάφορα στυλ, άλλοτε έχουν πιο ρυθμικά κομμάτια, άλλοτε πιο electro, άλλοτε πιο ποπ κι άλλοτε μπαλάντες στο πιάνο. Η μπάσα φωνή του Henning May είναι χαρακτηριστική επίσης. Ο Φατίχ Ακίν συμπεριέλαβε τη συνεργασία τους με τη βερολινέζικη χιπ- χοπ μπάντα K.I.Z. στο soundtrack της ταινίας Βερολίνο Αντίο. Διασκεύασαν το Roxanne. Εκτός από τα γερμανικά, τραγουδούν και στα αγγλικά. Όλα αυτά παίζουν ρόλο. Αλλά νομίζω ότι και οι στίχοι τους έχουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην επιτυχία αυτή. Οι AnnenMayKantereit τραγουδούν για τη ζωή στη μητρόπολη.

Στο  Ich geh heut nicht mehr tanzen  αναφέρονται στη συσσωρευμένη, μόνιμη κούραση. Ο πρωταγωνιστής του κομματιού λέει ότι δεν θέλει να βγει πάλι, ότι σήμερα δεν θα χορέψει, αλλά θα μείνει σπίτι να καπνίσει χόρτο, θα  φάει βιετναμέζικο γιατί το ψυγείο του είναι άδειο και θα ψάξει κάνα western στο Netflix προκειμένου να δει νέους με ρεβόλβερ και να ξεχάσει ότι πίνει για να ξεχάσει.

Σε άλλο ύφος, στο Jenny, Jenny τραγουδούν για την κατονομαζόμενη αεροσυνοδό, της οποίας η μέρα ξεκινάει στον καθρέφτη, με κουρασμένα μάτια να βάφονται και χείλη να κοκκινίζουν. Η Τζένη λέει ότι ο κόσμος είναι μικρός όταν πετάς κάθε μέρα και ότι θα ήθελε να έχει μόνιμη δουλειά. Χαμογελάει συνέχεια όπως όλοι οι αεροσυνοδοί και μετά από κάθε προσγείωση, ανάμεσα σε χιλιάδες πελάτες που δεν θέλουν να περιμένουν στον έλεγχο διαβατηρίων, πίνει κρύο καφέ και γκουγκλάρει τον Παναμά, όπου είχε βρεθεί πριν δυο χρόνια για λίγο.

Στο Länger Bleiben ο πρωταγωνιστής αναρωτιέται γιατί το ταίρι του δεν θέλει να μείνει άλλο, γιατί θέλει να φύγει. Το λέει μάλιστα τελείως με την ειρωνεία του απογοητευμένου «Δεν θες να μείνεις άλλο; Δεν υπάρχει πρόβλημα». Το επόμενο τρένο έρχεται σε μια ώρα και το «πρέπει να ξυπνήσω νωρίς» δεν του αρκεί. Ρωτάει αν πρέπει να πάει στο κιόσκι να πάρει κρασί να το πιουν μαζί, να καπνίσουν στο παράθυρο (αλλά σιωπηρά για να μην ξυπνήσει ο συγκάτοικος και θέλει να πιει κι αυτός).

.
Στο 3. Stock πάει ακόμα πιο μακριά, μιλώντας για μια σχέση από απόσταση. «Πάντα είναι υπέροχο να σε βλέπω, αλλά στενοχωριέμαι ακόμα περισσότερο όταν πρέπει να φύγεις». Αποχαιρετισμός στο σταθμό του τρένου, θα κάνουμε καιρό να βρεθούμε. Αναμονή για τηλεφωνήματα, πες μου για σένα για να μ’ αποσπάσεις απ’ τη θλίψη μου. Και μέσα στο αδύνατο που περιγράφει εκφράζει την επιθυμία του. «Θα έμενα ευχαρίστως μαζί σου σ’ένα παλιό διαμέρισμα. Δυο δωμάτια, κουζίνα, μπάνιο κι ένα μικρό μπαλκόνι».

Τέλος, το συγκρότημα δεν ξεχνάει τους μετανάστες. Πολλές φορές τα έσοδα των συναυλιών τους πηγαίνουν σ’ αυτούς, ενώ στα εισιτήρια αναγράφεται το «Κανένας άνθρωπος δεν είναι λαθραίος».  Ο πρωταγωνιστής του Weiße Wand λέει ότι είναι μόνος του στο λευκό του τοίχο, κοιτάει τους τίτλους ειδήσεων και νιώθει την προσφυγική κρίση σαν τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, ακόμα και αν δεν μπορεί κανείς να τα συγκρίνει αυτά. «Είμαι νέος και λευκός σε μια πλούσια χώρα, περικυκλωμένος από ένα άσπρο τείχος».

Έχουν περάσει πάνω από 100 χρόνια από όταν ο Γκέοργκ Ζίμμελ έγραψε τα δοκίμιά του για τη μητρόπολη και από όταν διέκρινε ότι οι κάτοικοί της είμαστε μεν πιο ελεύθεροι από τους κατοίκους της υπαίθρου, αλλά ταυτόχρονα και βαθιά, δομικά μόνοι. Οι περιορισμοί που από κατασκευής της επιβάλλει η μεγαλούπολη στο άτομο το αναγκάζουν να  προγραμματίζει, να υπολογίζει, να προσπαθεί να είναι ακριβές με τα πάντα. Χρόνος για χάσιμο δεν υπάρχει. Ούτε καν χρόνος για να επενδυθεί στον Άλλον. Ο Ζίγκφριντ Κρακάουερ συμπλήρωσε πως, προκειμένου να αντιληφθούμε την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα που μας περιβάλλει, θα πρέπει να καταβυθιστούμε στο τεράστιο εσωτερικό μας μηδέν. Οι AnnenMayKantereit μας βοηθούν κατά κάποιον τρόπο σε αυτό μ’ έναν πολύ ειλικρινή και άμεσο τρόπο.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com