Μια νύχτα σε μια ντισκοτέκ της Αθηναϊκής παραλίας όταν το κέφι έφτασε στο φόρτε του, ή μάλλον όταν οι νεαροί θαμώνες πέρασαν χορεύοντας σε μια κατάσταση παραισθησιακή, βάλανε ξαφνικά… ποντιακή κασέττα! Κι όπως βρέθηκα αυτόπτης μάρτυρας αυτής της κοσμογονικής σκηνής, όπου πάνω από είκοσι μαλλιάδες με τις νεαρές τους ντάμες ξεμεσιάζονταν σαν παλαβοί πάνω στην πίστα εκφράζοντας το δαιμονιακό ποντιακό ρυθμό με τις πιο απίθανες χειρονομίες και μιμήσεις… τσακίστηκα κυριολεκτικά να βάλω «τον δάκτυλόν μου εις τους τύπους των ήλων». Άρχισα την ανάκριση χωρίς περιστροφές. Ρώτησα αν ο… ντισκ τζόκεϋ ήταν Πόντιος και μαθαίνοντας ότι δεν ήταν, ρώτησα αν η ποντιακή κασέττα ήταν παραγγελιά και ποιανού.
– Όχι, αρέσει σ` όλους! παρατήρησε ο μπάρμαν που είχε γένια και μαλλιά κι αυτός κι ήταν… βαθύς γνώστης της «ντίσκο» και της «ροκ» μουσικής.
Τέλος, μπρος στην επιμονή μου να μάθω αν υπήρχαν Πόντιοι ανάμεσα στους θαμώνες, ήρθε ο ιδιοκτήτης και διευκρίνισε πως «μάλλον όχι» και πως «και να υπήρχαν μερικοί, αυτό δεν είχε σίγουρα καμία σημασία!».
Το ποια σημασία είχε μια ποντιακή κασέττα στο φόρτε της παραισθησιακής διαδικασίας του χορού της ντισκοτέκ, αυτό μου το μαρτύρησαν οι ίδιοι οι νεαροί… «ροκάδες», όταν τους ρώτησα γιατί τους άρεσαν οι ποντιακοί ρυθμοί. Μου απάντησαν:
– Γιατί είναι πολύ μοντέρνοι…
Μετά απ` αυτό, αντί να πάω να πέσω στα φαληρικά νερά συμπαρασύροντας στο φούντο όλους τους κοινωνιολόγους και τους μελετητές και γνώστες της ελληνικής κοινωνίας, αποφάσισα να γράψω ετούτο το βιβλίο! Και να συρράψω στις σελίδες του όσα βρήκα ανάλογα με το παραπάνω, ανέκδοτα και περιστατικά που ξεφυτρώνουν κάπου ανάμεσα στην ανακάλυψη και στην αποκάλυψη, ανάμεσα στο ανήκουστο και στο πασίγνωστο, ανάμεσα στα παραμύθια του παλιού καιρού που αποχτάνε ξαφνικά τη διάσταση μιας προφητείας για το άμεσο μέλλον, κάπου ανάμεσα στο ανέλπιστο και στο αναπάντεχο, που όμως ήταν φυσική συνέπεια μιας τεράστιας ήρεμης κι αδιόρατης φουσκονεριάς.
Οι λέξεις «Πόντος» και «Πόντιοι» δε σήμαιναν και δεν έλεγαν τίποτε στους κατοίκους της Ελλάδας, ακόμα πριν από εκατό χρόνια.
Κανείς δεν ήξερε και δε νοιαζόταν για το ότι η Μαύρη Θάλασσα βρισκόταν στα χέρια κάποιων χριστιανών θαλασσινών που δεν ήταν τελείως αλλόγλωσσοι και που έχοντας για βάση τα βορειοανατολικά παράλια της Μικρασίας είχαν εποικίσει όλες τις χώρες γύρω απ` τον Εύξεινο Πόντο. Κι όμως αυτό ήτανε πασίγνωστο πριν απ` την επανάσταση του 1821 αφού κι ο Ρήγας ο Βελεστινλής τους ανάφερε στο Θούριό του με χαρακτηρισμούς που δείχνουνε το πόσο η φήμη τους ήταν απλωμένη:
«Λεβέντες ξακουσμένοι, ανίκητοι Λαζοί
χυθείτε στο μπογάζι κι εσείς με μας μαζί!»
Αλλά μετά το 21, από τότε που έγινε κράτος ανεξάρτητο, η Ελλάδα κλείστηκε για πολλές δεκαετίες στον εαυτό της και μόνο προς τα τέλη του αιώνα ξανάρχισε ν` ανακαλύπτει τις δυνατές προεκτάσεις της και να καλλιεργεί τις δυνατές επιρροές της πέρα απ` τα στενά της σύνορα. Κι όμως από τα μέσα του 19ου αιώνα Πόντιοι και ντόπιοι λόγιοι προσπάθησαν να πληροφορήσουν το ελληνικό κοινό για τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμα των κατοίκων του Πόντου. Μα οι εκδόσεις κι οι πραγματείες τους φτάνανε στα χέρια ενός κοινού πολύ περιορισμένου. Ο πρώτος που έδωσε κάποιες πληροφορίες για τον Πόντο στο πλατύτερο κοινό της Ελλάδας ήταν ο… Ανδρέας Καρκαβίτσας.
Στα 1895 ο θεμελιωτής αυτός της λογοτεχνίας μας στη δημοτική στέλνει ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Εστία από ταξίδια που έκανε στη Μαύρη Θάλασσα σα ναυτικός γιατρός, και γράφει για τα λιμάνια του Πόντου, τους κατοίκους τους, την ιστορία τους.
(….)
Μετά τον Καρκαβίτσα, δύο Μωραΐτες δημοσιογράφοι και πολιτευτές σκαρφίστηκαν να πάνε να περιηγηθούν τον Πόντο στην αρχή του αιώνα μας. Κι ο ένας απ` αυτούς, ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος, στο βιβλίο του «Περιήγησις εις τον Πόντον», που τυπώθηκε στην Αθήνα το 1903, επικαλείται τρία κίνητρα που τον έσπρωξαν να πάει να τριγυρίσει σ` αυτή την άγνωστη χώρα: «Την εκδρομήν εκείνην επεχείρουν τότε δι` εμαυτόν μόνον, ελαυνόμενος προς αυτήν το μεν εκ της θερμής επιθυμίας να γνωρίσω εκ του εγγύς τους εν τω Πόντω κατοικούντας ομαίμονας και ομοδόξους και τα κατ` αυτούς, το δ` εξ ακαθέκτου ευλαβούς προθέσεως να επισκεφθώ τας περιωνύμους Ιεράς Μονάς του Πόντου, τέλος δ` εκ της ζωηράς περιεργίας να διερευνήσω κατά χώραν τα της πορείας των καταβαινόντων Μυρίων υπό την αξιοθαύμαστον ηγεσίαν του περιδόξου στρατηγού αυτών Ξενοφώντος…»
Η αρχαιολατρεία κι η αρχαιομανία, η ρατσιστική κι η σωβινιστική αντιμετώπιση της Ιστορίας, είχε ριζώσει στην Ελλάδα υπό την επιρροή των Γερμανών φιλοσόφων. Δεν είχε φτάσει όμως ακόμα στον παροξυσμό που την οδήγησε η γενιά των διανοουμένων του Μεσοπολέμου. Γι` αυτό μαζί με τους «ομαίμονες» που `χαν το ίδιο αίμα με τους κατοίκους της Ελλάδας τον ενδιαφέρανε κι οι «ομόδοξοι» κι οι Ιερές Μονές του Πόντου. Είναι ολοφάνερο όμως πως τα δύο πρώτα κίνητρα που επικαλείται προέρχονται απ` τη δεοντολογία του μορφωμένου Έλληνα της εποχής, του πατριώτη και του ατόμου που ασχολείται με τη διακυβέρνηση της χώρας. Ενώ το άλλο, το τελευταίο κίνητρο που επικαλείται, είναι δικό του. Αυτό τον ένοιαζε πιο πολύ και τον έσπρωχνε καθώς λέει: «ως ισχυρόν ελατήριον και κέντρον. Πόθεν είδον οι Μύριοι το υγρόν στοιχείον μετά πολύμηνον στέρησιν της παρηγόρου θέας αυτού και δακρύοντες και περιβαλλόμενοι αλλήλους ανεφώνουν: Θάλασσα! Θάλασσα!»
Με λίγα λόγια εκείνο που μετρούσε πιο πολύ απ` ολόκληρη την τρισχιλιόχρονη ένδοξη ιστορία του ποντο-καυκασιανού πολιτισμού δεν ήταν ούτε ο μύθος της Κολχίδας με το χρυσόμαλλο δέρας που ξεκίνησαν να κλέψουν οι ημίθεοι της Ελλάδας, ούτε ο Προμηθέας που χάρισε στους ανθρώπους τη φωτιά, ούτε οι Αμαζόνες που ήρθαν μέχρι την Αθήνα και τα βάλανε με το Θησέα, ούτε οι ξακουστές στο πανελλήνιο αποικίες που έστειλαν στην κλασική Ελλάδα τόσους ονομαστούς άντρες κι ανάμεσά τους και το Διογένη το Σκυλόσοφο. Ούτε ο Μιθριδάτης, ο μεγάλος βασιλιάς του Πόντου, που ήρθε μέχρι την Αθήνα πολεμώντας για να λευτερώσει την Ελλάδα απ` τους Ρωμαίους. Ούτε ο Διγενής Ακρίτας που τα αρχαιότερα τραγούδια της παλληκαριάς του είναι ποντιακά. Και βέβαια ούτε οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας. Εκείνο που κινούσε την περιέργεια ενός Μωραΐτη μορφωμένου από κεινούς που οδηγούσανε τις τύχες της Ελλάδας και του ελληνικού έθνους στην αρχή του αιώνα μας ήταν η εικόνα εκείνων των 10.000 μισθοφόρων που είχαν πάει ως την Περσία για να… «κονομίσουνε» και που ένας αληταράς διανοούμενος, μαθητής του Σωκράτη, τους οδήγησε να γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους ρημάζοντας τον τόπο από το πλιάτσικο στο πέρασμά τους. Η εικόνα των Μυρίων που αντίκρυσαν απ` την κορφή του ποντιακού βουνού τη θάλασσα και μπήξαν τις φωνές απ` τη χαρά τους, αυτή γοήτευε το Μωραΐτη βουλευτή. Και τον γοήτευε τόσο, γιατί την εποχή εκείνη… γεννιόταν το μεγάλο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, δίνοντας στο ελληνικό ναυτικό, και στην Ελλάδα γενικότερα, διεξόδους σοβαρότερες απ` όσες είχε μέχρι τότε, δεμένη καθώς ήταν από την αρχή στην αγγλική αποικιοκρατία. Όλ` αυτά την ώρα που οι Ελλαδίτες βρίσκονταν ακόμα, στην πλειοψηφία τους, στην κατάσταση του ορεσίβιου που έβλεπε τη θάλασσα και θαύμαζε γιατί είχε τόσα πολλά νερά… Ενώ η εικόνα αυτή, η ανεκδοτική αυτή αναφορά στην κλασική αρχαιότητα, διαδραματιζόταν σε μία χώρα που οι κάτοικοί της – οι Ποντο-λαζοί – στάθηκαν οι πιο επιδέξιοι θαλασσινοί και ναυπηγοί όλης της Ανατολής και κυριαρχήσανε στα τελευταία πεντακόσια χρόνια στη Μαύρη Θάλασσα και σ` όλη τη Μεσόγειο.
Και το Πανελλήνιο θυμήθηκε το πως υπήρχαν Πόντιοι μετά το 1950, όταν αρχίσανε σιγά – σιγά ν` ακούγονται στο ράδιο τα ακαταλαβίστικα τραγούδια τους. Τότε σιγά – σιγά διάφοροι γύρω μας άρχισαν να μαρτυράνε ότι είναι … Πόντιοι. Ο Ψαθάς άρχισε να το γράφει και να το υπογράφει φαρδιά πλατιά. Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα βάλθηκαν να τραγουδάνε ποντιακούς σκοπούς στα μπουζούκια, στις Τζιτζιφιές. Ο Ξανθόπουλος, το… «παιδί του λαού», άρχισε να το φωνάζει σ` όλες τις ταράτσες των συνοικιακών κινηματογράφων. Ήρθε κι η τηλεόραση και μας έδειξε τους πολεμικούς χορούς τους, την… καουμπόικη παραδοσιακή ενδυμασία τους. Ώσπου αποδείχτηκε πως οι Πόντιοι ήτανε πολλοί και δεν το ξέραμε.
Τέλος πάντων, μετά τη μνημειώδη περιγραφή της «Περιήγησης εις τον Πόντον» και πριν υπάρξει στην Ελλάδα πλατύτερη πληροφόρηση για τον Πόντο, ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι κι ήρθε σε συνέχεια ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σ` όλο αυτό το διάστημα οι Ελλαδίτες κάτι άκουγαν πού και πού για τους Πόντιους αντάρτες που πολέμαγαν μες στα βουνά ενάντια σε άνισες δυνάμεις οθωμανικές, κάτι λίγα για την Ποντιακή Δημοκρατία που κηρύχτηκε στην Τραπεζούντα και για τη διάλυσή της όταν με την Επανάσταση του 1917 τα ρωσικά στρατεύματα αποσύρθηκαν στον Καύκασο. Κάτι… ψιλά για τους Πόντιους διανοούμενους που ήρθαν εθελοντές να πολεμήσουν στον ελληνικό στρατό κι εκείνους που προσπάθησαν να σπρώξουν την Ελλάδα να υποστηρίξει τα δίκαια των χριστιανών του Πόντου και του Καυκάσου, να πάρει τις ευθύνες της απέναντι στο πολυεθνικό οθωμανικό κράτος που μεταβαλλόταν, από μια τραγική γι` αυτό εξωτερική επιρροή και προπαγάντα αγγλοσαξωνικής κατασκευής, σε εθνικό κράτος, την… Τουρκία.
Ύστερα ήρθανε, αναπάντεχα κι απανωτά, η Μικρασιατική Εκστρατεία, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Ανταλλαγή των Πληθυσμών κι η έλευση των Ποντίων στην Ελλάδα. Και οι … 800.000 Πόντιοι που ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν εδώ, σα να άνοιξε η γη και να τους κατάπιε. Για τρεις σχεδόν δεκαετίες δεν ξανάγινε λόγος γι` αυτούς. Εξαφανίστηκαν στα γκέτο της υπαίθρου της Βόρειας Ελλάδας και των πανάθλιων ντενεκέ – μαχαλάδων και πλινθόκτιστων συνοικισμών των μεγάλων μας πόλεων. Κάποιες δηλώσεις και αντεγκλήσεις για την εγκατάστασή τους που `γιναν ρουτίνα, κάποιες προεκλογικές υποσχέσεις που `γιναν ανώδυνη μαστίχα των λαοπλάνων πολιτικών μας, κάποιες διεκδικήσεις στου κουφού την πόρτα, κάποιες αγωνιστικές διεκδικήσεις και κινήματα που αποσιωπήθηκαν ή παραλλάχτηκαν με επιμελές καμουφλάζ. Ποτέ κανένας δεν τους είδε στο προσκήνιο.
Και το Πανελλήνιο θυμήθηκε το πως υπήρχαν Πόντιοι μετά το 1950, όταν αρχίσανε σιγά – σιγά ν` ακούγονται στο ράδιο τα ακαταλαβίστικα τραγούδια τους. Τότε σιγά – σιγά διάφοροι γύρω μας άρχισαν να μαρτυράνε ότι είναι … Πόντιοι. Ο Ψαθάς άρχισε να το γράφει και να το υπογράφει φαρδιά πλατιά. Ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα βάλθηκαν να τραγουδάνε ποντιακούς σκοπούς στα μπουζούκια, στις Τζιτζιφιές. Ο Ξανθόπουλος, το… «παιδί του λαού», άρχισε να το φωνάζει σ` όλες τις ταράτσες των συνοικιακών κινηματογράφων. Ήρθε κι η τηλεόραση και μας έδειξε τους πολεμικούς χορούς τους, την… καουμπόικη παραδοσιακή ενδυμασία τους. Ώσπου αποδείχτηκε πως οι Πόντιοι ήτανε πολλοί και δεν το ξέραμε. Ανακαλύφτηκε πως η Μακεδονία ήταν ποντιακή επαρχία και πως ένας στους πέντε Έλληνες είναι Πόντιος. Πως το Ποντιακό στοιχείο είναι το πολυπληθέστερο και συμπαγέστερο μέλος της ελληνικής κοινωνίας, είναι ο κορμός και η σπονδυλική της στήλη!
Τότε οι υπόλοιποι Έλληνες σα να φοβήθηκαν. Και γύρισαν να ξορκίσουν αυτούς τους αγνώστους που ήτανε τόσο πολλοί και τόσο διαφορετικοί και δεν το μαρτυράγανε. Και βγάλανε τα ανέκδοτα για τους Ποντίους, διακωμωδώντας τους, καταλογίζοντάς τους κάποιον πρωτογονισμό, κάποια έλλειψη προσαρμοστικότητας στον πολιτισμό, κάποια χοντροκεφαλιά…
Ξέρετε βέβαια γιατί οι Πόντιοι αγοράζουν δύο ηλεκτρικά πλυντήρια. Για να βάζουν απάνω τη σκάφη και να πλένουν!
Ξέρετε σίγουρα γιατί ένας Πόντιος στέκεται και περιμένει στη γωνία του δρόμου μ` ένα μαχαίρι ακονισμένο στο χέρι. Για να κόψει κίνηση!
Ξέρετε δίχως άλλο γιατί οι Πόντιοι καρφώνουν το ηλεκτρόφωνο στο πάτωμα. Για να το κάνουν … «στέρεο»!
Και οι Πόντιοι αντιδρούν στον ίδιο τόνο:
Ξέρετε γιατί εμείς οι Πόντιοι περπατάμε μ` ανοιχτά τα σκέλια; Γιατί μας… τα `χετε πρήξει με τ` ανέκδοτά σας!
Βέβαια μετά την παραπάνω αποστροφή ο Πόντιος της παρέας συνεχίζει κι ο ίδιος να λέει ανέκδοτα για τους Πόντιους, καλλιεργώντας έτσι μια πρωτοφανή αυτοσάτιρα, που δείχνει – τι άλλο – το ότι είναι σίγουρος για τις παραδοσιακές του αξίες και τον εαυτό του σα φορέα τους, τόσο που να μην τον αγγίζουνε τα βέλη της διακωμώδησης.
Λοιπόν ο διάλογος είναι ανοιχτός, η διαδικασία της διαλεχτικής για τα καλά στημένη ανάμεσα στους Ποντίους σαν ιδιαίτερο σώμα της κοινωνίας μας και στ` άλλα μέλη της. Κι οι Πόντιοι είναι ικανοί να τα βγάλουν πέρα σε κάθε άμιλλα και ανταγωνισμό, να προχωρήσουνε σε κάθε σύνθεση. Γιατί η πολύχρονη εσωστρέφεια και σιωπή τους προφύλαξε από τη φθορά. Ανεβαίνουν στο προσκήνιο της ελληνικής πολυφωνίας άθικτοι και ανέπαφοι. Είναι άγνωστοι και γι` αυτό πρωτότυποι, γι` αυτό καινούργιοι και γι` αυτό – όπως θα` λεγαν οι νεαροί ροκάδες – πολύ… «μοντέρνοι»!
Το κείμενο αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο του εξαντλημένου βιβλίου του Ζάχου Ε. Παπαζαχαρίου «Είμαστε Πόντιοι» (εκδ. Καραμπερόπουλος, 1984)