Όταν η 22χρονη Pearl έμαθε ότι είναι έγκυος δεν μπόρεσε να βρει κλινική για έκτρωση στην Οκλαχόμα. Ευτυχώς ο φίλος της τής συμπαραστάθηκε και οδήγησαν τέσσερις ώρες σε άλλη Πολιτεία για να γίνει η επέμβαση. Η Mira, 29 χρονών απ’τη Νότια Ντακότα, δανείστηκε 700 δολάρια για να οδηγήσει και αυτή για ώρες, όπως η Pearl, σε μια ανοιχτή κλινική και να πληρώσει την επέμβαση. H Clio, 23, παράτυπη μετανάστρια στην Καλιφόρνια, δεν μπορούσε να αγοράσει τα παυσίπονα που της συνταγογραφήθηκαν όταν πήρε το χάπι της έκτρωσης, μιας και δεν είχε νόμιμη ταυτότητα να δείξει στο φαρμακείο. Μια φίλη της έδειξε τη δική της.

Η Pearl, η Mira, η Clio είναι μερικές απ’τις χιλιάδες γυναίκες που καθημερινά διασχίζουν την Αμερικανική «έρημο των εκτρώσεων», ένα σύμπλεγμα Πολιτειών στις οποίες οι γυναίκες κοιμούνται σε μοτέλ και αυτοκίνητα, δανείζονται χρήματα, εξαναγκάζονται σε συμβουλευτικές υπηρεσίες πριν την επέμβαση και διασχίζουν ομάδες επιθετικών ακτιβιστών με πλακάτ αμβλωμένων εμβρύων για να μπουν στις κλινικές όπου θα «ξεριζώσουν το μωρό από μέσα τους». Ο φόβος της απόρριψης των συντηρητικών οικογενειών, η ενοχοποιημένη φτώχεια, η αδιαφορία των συντρόφων, η παράταση του σωματικού πόνου, είναι η τιμωρία του Αμερικανικού κράτους και της κοινωνίας γιατί επέλεξαν να μην κάνουν ένα παιδί.

Oι λεγόμενοι νόμοι «heartbeat» (=νόμοι του χτύπου της καρδιάς) που περνούν το πρώτο στάδιο Πολιτειακής έγκρισης ο ένας μετά τον άλλον στις ΗΠΑ, έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων από την προοδευτική και φεμινιστική μερίδα του Αμερικανικού πληθυσμού. Οι νόμοι αυτοί θα επιτρέπουν την έκτρωση μόνο για το διάστημα της κύησης που δεν ακούγεται ο χτύπος της καρδιάς του εμβρύου, πράγμα που συμβαίνει συνήθως μετά τις πρώτες έξι εβδομάδες της κύησης, περίοδο κατά την οποία πολλές γυναίκες είτε δεν γνωρίζουν ότι είναι έγκυες είτε δεν έχουν άμεση πρόσβαση σε κλινική αμβλώσεων. Σε κάποιες Πολιτείες όπως η Αλαμπάμα, δρομολογείται πλήρης απαγόρευση των εκτρώσεων, με μόνη ασαφή εξαίρεση την απειλή στη ζωή της γυναίκας. Οι νέοι νόμοι παρακάμπτουν αλλά και επαναπροσδιορίζουν επιλεκτικά την ιστορική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ «Roe vs Wade» του 1973, η οποία όρισε μεν την έκτρωση ως συνταγματικό δικαίωμα, επέτρεψε όμως υπό προϋποθέσεις και την απαγόρευσή της στα μετέπειτα στάδια της κύησης.

Η διαμαρτυρία για τους μισογυνικούς νέους νόμους προβάλλει τις πιο τραγικές επιπτώσεις της πιθανής απαγόρευσης, όπως είναι η υποχρεωτική κύηση σε θύματα βιασμού ή σε ανήλικες. Τον φανατισμένο λόγο των pro-life φωνών που ενοχοποιούν την έκτρωση, αντιπαρέρχονται στη δημόσια σφαίρα φεμινιστικές διαμαρτυρίες, με αρκετές γυναίκες να φορούν το χαρακτηριστικό κοστούμι του «Handmaiden’s Tale», μιας τηλεοπτικής σειράς που λαμβάνει χώρα σε ένα φανταστικό ολοκληρωτικό καθεστώς δυστοπικού μισογυνισμού. Αντιδράσεις σαν κι αυτήν, εκφράζουν αγανάκτηση για μια κοινή γυναικεία εμπειρία καταπίεσης, ανεξαρτήτως τάξης και φυλετικής ταυτότητας, αποδίδοντας εμμέσως την εκκίνηση της ποινικοποίησης της έκτρωσης στην Ρεπουμπλικανική αγριότητα. Η αγριότητα όμως διασχίζει την έρημο της Αμερικανικής πολιτικής εδώ και πολλά χρόνια, μια έρημο σπαρμένη όχι μόνο με Ρεπουμπλικανικό χριστιανικό φανατισμό αλλά και με προοδευτικές καλές προθέσεις.

Η Αμερική εξάγει τα αδιέξοδά της στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης ακροδεξιάς και τίποτα δεν μας εγγυάται ότι το ζήτημα της έκτρωσης δεν θα μπει σύντομα, ως σφήνα, και στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή

Η ενοχοποίηση της έκτρωσης ως ανεπιθύμητης επιλογής, η καλλιέργεια ηθικού πανικού για τη σεξουαλικότητα των εφήβων και η νοηματοδότηση του εμβρύου ως μωρού μέσω της χριστιανικής πίστης, είναι κοινός πολιτικός τόπος όχι ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος αλλά του Αμερικανικού δημοκρατικού δικομματισμού. Οι εκτρώσεις, όπως η κατοχή όπλων και οι γάμοι των ομόφυλων ζευγαριών, υπάγονται στα λεγόμενα διχαστικά πολιτικά θέματα των ΗΠΑ ή, όπως αποκαλούνται μεταφορικά, «θέματα σφήνας» (=wedge issues). Τα ζητήματα αυτά, όντας γόνιμα για ηθικολογικές προσεγγίσεις, διατηρούν την ιδιότητα να σπρώχνουν κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις τους ψηφοφόρους προς το ένα ή το άλλο κόμμα, δίνοντας την εντύπωση δυο αντίθετων πλευρών. Στην Αλαμπάμα μπορεί όμως να πει κανείς ότι έφτασαν οι Ρεπουμπλικάνοι φανατικοί χέρι χέρι με τους Δημοκρατικούς προοδευτικούς, οι οποίοι συνδιαμόρφωσαν ήδη από τη δεκαετία του ‘90 έναν λόγο τραγικοποίησης της έκτρωσης και απόδοσης σε αυτήν μιας υπαρξιακής ενοχής, την ίδια ώρα που ψήφιζαν σωρεία νόμων με τους οποίους δυσκόλευε η πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτρωσης για τους φτωχότερους πληθυσμούς υπό το μανδύα της ρύθμισης του κράτους πρόνοιας και πρόληψης της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης.

Η Χίλαρυ Κλίντον για παράδειγμα, είχε πει σε ομιλία της το 2005, ότι η έκτρωση είναι «μια θλιβερή, ακόμα και τραγική επιλογή για πολλές πολλές γυναίκες». Η δήλωση της Κλίντον συντάχθηκε με το πνεύμα πολιτικής αμφισημίας που υιοθέτησε πρώτος ως Πρόεδρος ο σύζυγός της, με τη διάσημη φράση του πως η έκτρωση πρέπει να είναι «νόμιμη, ασφαλής και σπάνια». Το ζεύγος Κλίντον είχε ήδη απ’ το Λευκό Οίκο προστατεύσει τη «σπανιότητα» της έκτρωσης μέσω του προγράμματος TARF του 1996, το οποίο έδινε οικονομικά κίνητρα στις Πολιτείες για τη μείωση των ποσοστών εγκυμοσύνης στις εφηβικές ηλικίες – μέσω και της ενίσχυσης εκπαιδευτικών προγραμμάτων σεξουαλικής αποχής – με την ταυτόχρονη απαίτηση για μείωση των ποσοστών των εκτρώσεων. Το παράδοξο του συνδυασμού της πρόληψης της εγκυμοσύνης και της αποφυγής της έκτρωσης έγινε παράλληλα με την ψήφιση του νόμου του Κλίντον PRWORA του 1996, γνωστού και ως Welfare Reform Act, που νομοθέτησε ουσιαστικά το τέλος του κράτους πρόνοιας στις ΗΠΑ. Ο PRWORA έθεσε εμπόδια στην πρόσβαση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων σε οικογενειακά επιδόματα, στο όνομα της ρύθμισης των κρατικών πόρων και της ενθάρρυνσης στην αναζήτηση εργασίας, θεσμοθετώντας έτσι νεοφιλελεύθερες πολιτικές ατομικής υπευθυνοποίησης. Οι νόμοι Κλίντον μετέθεσαν στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς, κυρίως στα φυλετικοποιημένα φτωχά άτομα, το βάρος της ευθύνης για την οικονομική στήριξη των οικογενειών τους, δίνοντας στις Πολιτείες την επιλογή να θέτουν ένα «οικογενειακό καπάκι» (=family cap) στην οικονομική στήριξη των φτωχών που κάνουν περισσότερα παιδιά ή δεν ανήκουν σε διγονεϊκές οικογένειες. Η εφηβική εγκυμοσύνη ορίστηκε ταυτόχρονα ως de facto ανεπιθύμητη για τις φτωχότερες και φυλετικοποιημένες γυναίκες και αποτελούσε κατά δήλωση του Κλίντον, «το μεγαλύτερο κοινωνικό πρόβλημα της Αμερικής». Είναι ίσως περιττό να αναφερθεί ότι κανένα από τα παραπάνω μέτρα δεν μείωσε τα ποσοστά ούτε της εφηβικής εγκυμοσύνης ούτε των εξώγαμων παιδιών.

Εν τω μεταξύ, στις δυο δεκαετίες που έχουν ακολουθήσει την προεδρία Κλίντον, διαδοχικοί Δημοκρατικοί πολιτικοί ακροβατούν συστηματικά στις δημόσιες τοποθετήσεις τους για το ζήτημα της έκτρωσης προκειμένου να χαϊδέψουν τα αυτιά των συντηρητικών ψηφοφόρων, την ίδια ώρα που σπρώχνουν με τις αποφάσεις τους τούς Πολιτειακούς νόμους προς τα δεξιά. Ο πρώην υποψήφιος Αντιπρόεδρος της Χίλαρυ το 2016, ο καθολικός Tim Kaine, πέρασε την προεκλογική περίοδο αγκομαχώντας σε μια προσπάθεια να τιμήσει τόσο τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις όσο και την επίσημη Δημοκρατική γραμμή υπέρ των εκτρώσεων, χωρίς πειθώ. Ως γερουσιαστής της Πενσυλβανίας, ο Kaine είχε χρηματοδοτήσει τα λεγόμενα «κέντρα κρίσιμης εγκυμοσύνης» (= crisis pregnancy centers), κέντρα στα οποία οι γυναίκες αποτρέπονται απ’την έκτρωση, με τους εργαζόμενους να καλούνται στο να χρησιμοποιούν τον όρο «μωρό» αντί για «έμβρυο».


Ο Ομπάμα συμμετείχε και αυτός στην ενίσχυση της ηθικολογίας και της συντηρητικοποίησης. Ως Πρόεδρος κατηύθυνε μεγάλα ομοσπονδιακά κονδύλια προς έρευνες για την πρόληψη της εφηβικής εγκυμοσύνης, την ίδια ώρα που κλινικές εκτρώσεων έκλειναν η μια μετά την άλλη σε πλειοψηφικά Ρεπουμπλικανικές Πολιτείες όπως το Τέξας. Ο Ομπάμα, όπως και ο Μπιλ Κλίντον, τροφοδότησαν τα μάλα τον συντηρητικό δημόσιο λόγο και μέσω της υπόνοιας μιας προσωπικής αμφιταλάντευσης για τις εκτρώσεις λόγω της χριστιανικής τους πίστης.

Οι Δημοκρατικοί συνέβαλαν λοιπόν στην πολιτική εργαλειοποίηση της έκτρωσης, ως “θλιβερό” γεγονός που πρέπει να αποφευχθεί ή να καθυστερηθεί, προετοιμάζοντας το έδαφος για την ψήφιση εκατοντάδων νόμων περιορισμού των εκτρώσεων που έχουν προωθήσει οι Ρεπουμπλικανικές Πολιτείες την τελευταία δεκαετία. Οι πιο πρόσφατοι νόμοι είναι ένα ακόμα βήμα της δεξιάς για μετατροπή των περιορισμών αυτών σε άγρια ποινικοποίηση. Ανανεώνοντας την αντιπαράθεση για το ζήτημα των εκτρώσεων με όρους χριστιανικού φονταμενταλισμού, οι Ρεπουμπλικάνοι καταφέρνουν επίσης να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους τους, αντικαθιστώντας στο Αμερικανικό προσκήνιο την μηντιακή υστερία για την ανάμειξη του Τραμπ στο λεγόμενο σκάνδαλο Russiagate μέσω ενός πολιτικού ελιγμού, που μεταφέρει την αφηρημένη δημόσια απειλή απ’ τους κακούς Ρώσους στην ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα όχι μόνο των γυναικών αλλά και όλων όσων δεν εντάσσονται σε χριστιανικά, λευκά πρότυπα γαμήλιας κανονικότητας και σεξουαλικής συμπεριφοράς. Αν υπάρχει ένα δίδαγμα που αποτυχαίνουν να μάθουν οι Δημοκρατικοί ιστορικά, είναι ότι πάντα υπάρχει κάποιος πιο αδίστακτος και πουριτανός από εσένα και ότι αυτός κάποια στιγμή θα έχει νομοτελειακά το πάνω χέρι στην νομοθέτηση των κεκαλυμμένων προκαταλήψεών σου. Οι «νόμοι του χτύπου της καρδιάς» είναι μια ακόμα υπενθύμιση της διαιώνισης του συντηρητισμού στην Αμερικανική κοινωνία μέσω της αμοιβαίας συνεργασίας μιας φανατισμένης δεξιάς και ενός υποκριτικού προοδευτισμού.

Η συζήτηση για τις εκτρώσεις βυθίζεται κατά συνέπεια σε ηθικολογικές αντεγκλήσεις για το τι συνιστά έναρξη της ανθρώπινης ζωής και υπό ποιες ατομικές συνθήκες οι γυναίκες πρέπει να αποφασίζουν την έκτρωση. Ένα μέρος της φεμινιστικής δικαιωματικής επιχειρηματολογίας αναπαράγει μια ρητορική θυματοποίησης, με το βιασμό αλλά και την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη να παρουσιάζονται ως κοινή εμπειρία, πέρα από φυλετικά και ταξικά κριτήρια, καταφεύγοντας σε μια σειρά κοινωνικών συμψηφισμών αλλά και υποθέσεων για το τι μπορεί να θέλει μια γυναίκα, συμπεριλαμβανομένης και της υπόθεσης ότι κανένα θύμα σεξουαλικής βίας δεν μπορεί να θέλει να κρατήσει το de facto ανεπιθύμητο παιδί. Μια ψύχραιμη συζήτηση για τη γυναικεία αυτοδιάθεση και επιτελεστικότητα και την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος της Cleo, της Mira αλλά και κάθε γυναίκας για άμεση, εύκολη και καθολική πρόσβαση στην έκτρωση μπαίνει έτσι σε δεύτερη μοίρα και η Αμερική, για μια ακόμα φορά, παγιδεύεται σ’ έναν στρόβιλο μαρτυρικότητας, όπου το σύμβολο του «αθώου εμβρύου» αντιπαραβάλλεται με αυτό του βιασμένου σώματος, της εγκύου έφηβης και της καταπιεσμένης ετερόφυλης γυναίκας.

Η Αμερική εξάγει τα αδιέξοδά της στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης ακροδεξιάς και τίποτα δεν μας εγγυάται ότι το ζήτημα της έκτρωσης δεν θα μπει σύντομα, ως σφήνα, και στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, με παρόμοιους παραπλανητικούς όρους. Εάν οι νόμοι των ΗΠΑ περάσουν τα επόμενα στάδια έγκρισής τους και δεν μπλοκαριστούν απ’ τα δικαστήρια, η οριστικοποίησή τους θα αποτελέσει μια μεγάλη νίκη όχι μόνο της Τραμπικής δεξιάς αλλά και της νεοφιλελεύθερης υπευθυνοποίησης. Σε αυτήν την σκοτεινή πιθανότητα, τίποτ’ άλλο δεν πρέπει να αντιπαρατεθεί, παρά ένας φεμινιστικός λόγος που θα ορίζει την έκτρωση, όχι ως τραγική συνέπεια της σεξουαλικής βίας ούτε ως θλιβερή επιλογή μιας μονολιθικής θυματοποιημένης γυναικείας ταυτότητας, αλλά ως το απόλυτο και αδιαμφισβήτητο δικαίωμα κάθε γυναίκας, ένα δικαίωμα που πρέπει να είναι ανεξάρτητο από κάθε προϋπόθεση ανδρικής ή και γονικής συναίνεσης, και από κάθε κρατικό έλεγχο ή έγκριση.

 

Πηγές:

1 23456

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ζωή Μαυρουδή είναι σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός. Έχει σκηνοθετήσει το ντοκιμαντέρ Ruins/Ερείπια: Οροθετικές Γυναίκες. Χρονικό μιας διαπόμπευσης.