Δεν τους ένωναν πολλά πλέον. Η αλήθεια είναι πως δεν τους ένωνε σχεδόν τίποτα. Δύο παιδιά ο ένας, εργένης ο άλλος. Βιοπαλαιστής ο πρώτος, δημόσιος υπάλληλος ο δεύτερος. Όσο προχωράς και φτιάχνεις τη ζωή σου -που λέει ο λόγος- τόσο χαλάνε οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους.
Κι όμως, αυτοί οι δύο βρίσκονταν πολύ συχνά. Σχεδόν μηχανικά, σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακριβώς όπως πλένουμε τα δόντια μας. Μόνο που αυτοί τα λέρωναν. Ξεκινούσαν με φαγητά γεμάτα λιπαρές σάλτσες, συνέχιζαν με μπίρες και κατέληγαν σε ουίσκι. Κι όλα αυτά βουτηγμένα σε δεκάδες τσιγάρα.
Δεν είχαν πολλά να πουν. Το μόνο που έλεγαν κι έλεγαν κι έλεγαν ήταν για τότε που ήταν νέοι. Τότε που ήταν μεταξύ φοιτητικής ζωής και ανεργίας. Ω, τι εποχή! Αυτή η υπαρξιακή μη-κατάσταση που σου επιτρέπει να περπατάς πιο ελαφρά από τους υπόλοιπους, να κοιμάσαι ελάχιστα, να γαμάς πολύ, να μη βαριέσαι ποτέ, να περνάς μέσα από τοίχους, να κόβεις το νερό, να πετάς στα όνειρά σου και άλλα τέτοια πράγματα ευχάριστα.
Αφού αναπολούσαν τις γυναίκες που τους πλήγωσαν ή που τις πλήγωσαν αυτοί, κάποια στιγμή θυμόντουσαν και εκείνο το ξεχασμένο μαγαζί στο λόφο Σκουζέ. Όπου συνήθιζαν τα μεσημέρια να πίνουν δυο, τρία ή τέσσερα ποτήρια. Και να γελάνε και να γελάνε. Και να κάνουν όνειρα για τα μεγάλα πράγματα που θα έκαναν σε δυο, τρία ή τέσσερα χρόνια.
Κάποιες φορές ήταν σκηνοθέτες του θεάτρου τρανοί και μεγάλοι. Έφερναν την επανάσταση στην Επίδαυρο. Στα αρχίδια τους τα αρχαία δράματα. Αυτοί έπαιζαν αργεντίνικο ρεαλισμό και ψυχολογικά θρίλερ. Άλλες φορές άνοιγαν μπαρ στη Σύμη ή στην Τήλο ή στην Κάσο και ζούσαν ευτυχισμένοι με τις ολλανδέζες γυναίκες τους και τα τέσσερα παιδιά τους. Τέσσερα ο καθένας. Και κάποιες άλλες φορές μπάρκαραν ή έφερναν λαθραία τσιγάρα με μικρά πλοία από την Αλβανία κάτω από το φως του φεγγαριού.
Ω, αυτές ήταν μέρες.
Τότε που μπορούσαν ακόμα να κάνουν όνειρα. Τότε που νόμιζαν ότι θα ζήσουν για πάντα. Τότε που τραγουδούσαν παράφωνα παραπατώντας προς το επόμενο μπαρ και χόρευαν κάνοντας περίεργες κινήσεις σα να καλούσαν τον Κθούλου. Και μερικές φορές ο Κθούλου ερχόταν. Και τον έβαζαν κάτω με δυο μπουνιές. Μία ο καθένας. Δεν έχαναν ποτέ. Αυτές ήταν μέρες. Οι μέρες που ακόμα νομίζεις ότι έχεις την επιλογή να ζήσεις τη ζωή που θέλεις. Έπρεπε απλώς να διαλέξουν μία.
Τη συνέχεια την ήξεραν καλά και δεν την αναπολούσαν καθόλου. Τα επόμενα 20 χρόνια πέρασαν μέσα σε 10 λεπτά. Διάλεξαν την πρώτη ζωή που βρήκαν μπροστά τους κι ήταν μια ζωή κάπως δύσκολη. Και έτσι σταμάτησαν να βγαίνουν, και σταμάτησαν να πίνουν, και σταμάτησαν να καπνίζουν. Οι παλιότερα λαμπερές σκέψεις τους έλιωναν μέρα με τη μέρα σαν το αναβράζον ντεπόν στο ποτήρι στο κομοδίνο. Αυτό το εκνευριστικό τσιρ-τσιρ λίγο πριν κοιμηθείς, λίγο πριν κλείσεις το φως. Τσιρ-τσιρ, άλλη μια μέρα έφτασε στο τέλος της. Τσιρ-τσιρ, άλλη μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Μόλις λοιπόν τέλειωναν με την αναπόληση και τα μυαλά τους γυρνούσαν κακήν κακώς στο σήμερα, κάθονταν πίσω σιωπηλοί και άναβαν άλλο ένα τσιγάρο. Τους έβλεπες τότε να πασχίζουν να βρουν ένα θέμα να μιλήσουν, κάτι σημερινό που να έχει όμως και κάποιο ενδιαφέρον. Μάταια. Λίγη χαρά έβρισκαν στην τέχνη και τη λογοτεχνία αλλά δεν μπορούσαν να μιλήσουν για αυτή. Την τέχνη ή την κάνεις εσύ ο ίδιος ή τη βιώνεις. Να τη μιλάς είναι δουλειά άλλων. Και δεν είναι και ακριβώς δουλειά, εδώ που τα λέμε. Έτσι το έβλεπαν.
Όπως είπα και στην αρχή, δεν τους ένωναν πολλά πλέον. Μόνο το παρελθόν τους ένωνε κι αυτό μόνο μετά από πολλά ποτά και πολλά τσιγάρα. Το παρόν τους άφηνε αδιάφορους. Τι να το κάνεις το παρόν; Ζυγίζει 2350 κιλά, δεν χωράει πουθενά και έχει βαριά μεταλλική γεύση.
Το παρόν δεν ενώνει κανέναν. Ούτε καν αυτόν τον επίλογο με το υπόλοιπο κείμενο.