Όλα άρχισαν όταν γύρισα από την Ισπανία. Ζώντας σε μία πόλη που άκουγα ισπανικά και γαλικιανά ολημερίς και μεταφράζοντας από τα ισπανικά μετά το Πανεπιστήμιο, ένιωσα την ανάγκη να διαβάσω κείμενα γραμμένα εξαρχής στα ελληνικά- όχι μεταφράσεις δηλαδή. Κι έτσι ζήτησα από τον Γ. να μου φέρει ένα – δύο βιβλία. Ο Γ. όμως μου έφερε μια σακούλα γεμάτη. Και συνέχιζε να μου φέρνει συγγραφείς που γράφουν στα ελληνικά έκτοτε. Κάπου το Φλεβάρη λοιπόν, μετά από πρότασή του, διάβασα το «Ab Ovo»  του Θανάση Σταμούλη. Ενθουσιάστηκα: επιτέλους ένα βιβλίο που μιλούσε για μας. «Όλοι ονειρεύονται την εξουσία, ονειρεύονται να γίνουν οι μεγάλοι πρωταγωνιστές της Ιστορίας. Στην πραγματικότητα, δεκάρα δεν δίνουν για τις μικρές μας ιστορίες, τις μικρές μας ζωές.» λέει ο Αττιά στο «Μαύρο Αλγέρι». Επιτέλους ένα βιβλίο για τις μικρές μας ζωές. Οπότε, όταν ήρθε η ώρα για την παρουσίασή του, αποφασίσαμε να πάμε. Η παρουσίαση όμως ήταν διπλή∙ το «Ab Ovo»  θα παρουσιαζόταν μαζί με το βιβλίο «Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε, ρεσεψιονίστ και διηγηματογράφου» του Δημήτρη Καρακίτσου. Περάσαμε πολύ ωραία σε αυτή την παρουσίαση και συγκράτησα το βιβλίο του Καρακίτσου στο μυαλό μου για τα «προσεχώς». Και μετά το ξέχασα. Μέχρι που ένα απόγευμα του φετινού Μαρτίου, το ξαναθυμήθηκα. Κι ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα. Το ξεκίνησα ένα απόγευμα στο ρεπό μου κι έπαθα μανία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες διάβασα ό,τι έχει εκδώσει ο συγγραφέας. Μετά τον «Βαρθολομαίο» ακολούθησαν η ποιητική συλλογή «Οι Γάτες του ποιητή Δ.Ι. Αντωνίου» και οι, επίσης συλλογές διηγημάτων, «Παλαιστές» και «Βένουσμπεργκ». Κι εδώ ιστορίες (και ποιήματα) για τις μικρές ζωές μας. Τα συζητούσα όλα αυτά με φίλους, αλλά μάλλον σε τέτοιες περιπτώσεις ο αρμοδιότερος για να συζητήσεις μαζί του είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. Η συνέντευξη αυτή πάρθηκε σε δύο μέρη, σε δύο απογεύματα.


Οι περισσότεροι καλλιτέχνες (όχι μόνο οι συγγραφείς) έχουν εμμονές. Γράφουν κι επανέρχονται συνεχώς σε κάποια θέματα. Αυτό που μου έκανε εντύπωση στα δικά σου βιβλία είναι ότι καταπιάνεσαι με τελείως διαφορετικά θέματα, άλλες εποχές, άλλα στιλ γραφής.

Οι εμμονές είναι πάντα κακό θέμα – στην πραγματικότητα δεν είναι καν θέμα αλλά μια επίφαση για να επιστρέφουμε στα γνωστά μέρη. Είναι σαν να γράφουμε με κλειστά μάτια. Αντίθετα, ένα αληθινό θέμα δεν σε προδίδει ποτέ. Το θέμα θα σου βρει μορφή, λέξεις, ύφος. Μου αρέσει να ασχολούμαι με πολλά πράγματα. Παραδείγματος χάριν, μπορεί να ξεκινήσω τη μέρα μου διαβάζοντας αρχαιολογία και μετά να ασχοληθώ με ένα σύγγραμμα για τη ρύπανση των θαλασσών. Έχουμε τόσα πράγματα να μάθουμε, και η ζωή δεν είναι μόνο σεξ και πολιτική, ούτε Αθήνα και βραχείες λίστες.

Το «Βένουσμπεργκ», όπου αναπλάθεις αρχαιοελληνικά και χριστιανικά θέματα, μου έκανε περισσότερο για άσκηση γραφής. Τα υπερπολυσύνθετα επίθετα μου θύμισαν πολύ Όμηρο. Γέλασα πολύ όμως, επίσης. Πώς από εκεί βρέθηκες στους «Παλαιστές», να ασχολείσαι με την καθημερινότητα των παλαιστών του μεσοπολέμου;
Οι «Παλαιστές» γράφτηκαν μεταξύ 2008 – 2011 και κυκλοφόρησαν –ύστερα από μακρά παραμονή στο συρτάρι- το 2016, ένα χρόνο μετά το «Βένουσμπεργκ». Οι «Γάτες του ποιητή Δ.Ι. Αντωνίου» γράφτηκαν το 2005 και κυκλοφόρησαν το 2012. Θέλω να πω ότι άλλα γραπτά μου κάνουν υπομονή κι άλλα εκδίδονται αμέσως, όπως π.χ. το «Βένουσμπεργκ», που εκδόθηκε λίγο πριν από το δημοψήφισμα του 2015. Εμπνεύστηκα τους «Παλαιστές» σε μια διαδρομή με το αστικό λεωφορείο. Δυο μεσήλικες μπροστά θυμόντουσαν τους παλαιστές που έδιναν παραστάσεις στον Βόλο. Το «Βένουσμπεργκ», για το οποίο μου είναι πολύ δύσκολο να μιλώ, το έγραψα αρκετά χρόνια μετά. Μπορώ βέβαια να πω ότι είναι καθαρά πολιτικό βιβλίο, παρότι αναφέρεται στον αρχαίο κόσμο.

Ναι, είναι ο τρόπος που μιλάει για την εξουσία. Είτε την πολιτική, είτε την καλλιτεχνική, είτε τη θρησκευτική. Τους ήρωές σου πώς τους επιλέγεις; Τον Αποστολάρα; Τον Δ.Ι. Αντωνίου; Τον Βαρθολομαίο Ολίβιε;
Πρέπει να με βοηθήσουν να εξερευνήσω το θέμα μου, ειδάλλως δεν τους χρειάζομαι. Γι` αυτό και βαριέμαι τις ψυχογραφίες. Θα ένιωθα ότι  πρέπει να ανεχτώ τα καπρίτσια των ηρώων ή να τρέχω από πίσω τους σαν λαγωνικό. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι  ον γεμάτο αντιφάσεις, έτσι τον βλέπω. Θα μπορούσα να μιλώ για δεξιούς πολιτικούς που επιδίδονται σε αριστερόστροφο λαϊκισμό και το αντίθετο. Προτίμησα λοιπόν να γράψω την αντιφατική και ανόητη ερωτική εξομολόγηση του Πολύφημου προς τη Γαλάτεια. Το κακό όμως είναι ότι αν μιλάς για δούλους π.χ. στα χρόνια του Αυγούστου και όχι για σημερινούς άνεργους, θα σου πουν ότι κάνεις φιλολογία. Η κοινωνική κριτική, δυστυχώς, έχει συνδεθεί με τον ρεαλισμό.

Το κακό όμως είναι ότι αν μιλάς για δούλους π.χ. στα χρόνια του Αυγούστου και όχι για σημερινούς άνεργους, θα σου πουν ότι κάνεις φιλολογία. Η κοινωνική κριτική, δυστυχώς, έχει συνδεθεί με τον ρεαλισμό.


Ισχύει, η κοινωνική κριτική ταυτίστηκε με τον ρεαλισμό. Δεν είναι άδικο όμως αυτό; Θυμάμαι έναν καθηγητή μου στη σχολή που μας έλεγε για τα βιβλία του Ουίλιαμ Γκίμπσον, ότι περιγράφουν την εκμετάλλευση πολύ καλύτερα από τον Μαρξ.
Ο ρεαλισμός έχει γεράσει, κι αυτό σημαίνει ότι έχει χάσει την όποια πολιτική του δραστικότητα. Αλλά η πλειονότητα των αναγνωστών δεν το βλέπει έτσι. Κι εδώ φαίνεται πόσο δυνατά είναι τα στερεότυπα. Βέβαια, έρχεται κι ένα ερώτημα: τι ζητάμε τελικά από τη λογοτεχνία; Και οι απαντήσεις, αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, είναι πολλές. Το είδος πάντως της λογοτεχνίας που ενδιαφέρει εμένα, είναι αυτό που δεν θα είχε να χαρίσει στην πολιτική ελίτ ούτε μισή λέξη, στερώντας της έτσι το γλωσσικό ένδυμα. Πώς το κάνεις όμως αυτό; Να ένα πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα.

Μιας και είμαστε σε τέτοιο κλίμα, να πω ότι η «Φουτουριστική ανεργία» μού φάνηκε ένα επιστημονικής φαντασίας μεν, ξεκάθαρα πολιτικό κείμενο δε.  Όσον αφορά τις λέξεις, αυτές με τράβηξαν και στο έργο σου. Ξεκινώντας με τις «Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε», οι λέξεις σου με έκαναν να νιώθω τη νησιώτικη υγρασία, να πηγαινοέρχομαι στο χρόνο, να ακούω τα σκρατς στα βινύλια των ηρώων, να θέλω να καπνίσω όπως ο σερβιτόρος που είναι σε βάρδια. Τις μέρες που διάβαζα τις «Γάτες» είχα μια αίσθηση καταστρώματος, οριακά ναυτίας, κι ένιωθα ότι πηγαινοερχόμουνα ούσα σπίτι μου. Τους «Παλαιστές» τούς αγάπησα∙ είναι μια ολόκληρη εποχή χωμένη μέσα σ’ αυτό το βιβλίο.
Παλιότερα έλεγα ότι τα βιβλία φτιάχνονται από λέξεις που τους ανήκουν. Φαντάσου ότι χρησιμοποιούμε ένα μέρος του λεξιλογίου σε κάθε φάση της ζωής μας. Για παράδειγμα, πολλές λέξεις που παρελαύνουν στις «Γάτες» έπαψα να τις χρησιμοποιώ μόλις πέρασαν στο χαρτί. Τις ξέχασα.

Οι «Γάτες» πώς προέκυψαν;  Πώς μπήκε ο ποιητής Δ. Ι. Αντωνίου στο κάδρο; Συνεχίζεις να γράφεις ποιήματα;
Οι «Γάτες» είναι έργο που γεννήθηκε από ένα άλλο. Συγκεκριμένα  από το «Χρονικό μιας δεκαετίας» του Ελύτη. Ο Ελύτης περιγράφει τον ποιητή και καπετάνιο Δ.Ι. Αντωνίου: Ένα σπίτι γεμάτο γάτες από την εξωτική Ανατολή και υπερωκεάνια ταξίδια. Είναι σύντομη η περιγραφή του Ελύτη, δεν δίνει πολλά στοιχεία, και έτσι αισθάνθηκα ότι μόνο με ποιήματα θα μπορούσα να οικειοποιηθώ την ιστορία του Δ.Ι. Αντωνίου.  Από εκεί και πέρα, όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος μου ποιητής, ο Νίκος Εγγονόπουλος, «ο δρόμος προς την αγάπη είναι σπαρμένος μάτια γατιών».

Έχουν όμως μια μουσικότητα τα γραπτά σου. Και δεν αναφέρομαι στη μουσική που κατονομάζεται στον «Βαρθολομαίο Ολίβιε» (θα μπορούσε να φτιαχτεί και playlist με αυτήν), αλλά στο μουσικό υπόστρωμα που υπάρχει στο σύνολο των γραπτών σου.
Σε ευχαριστώ για το σχόλιο, προσπαθώ να δίνω στα γραπτά μου μουσικότητα, αλλά δεν υπάρχει συνταγή για αυτό, και έτσι η όποια επιτυχία είναι πάντα σχετική. Στο “Περί συνθέσεως ονομάτων”, ο Διονύσιος από την Αλικαρνασσό αναλύει τη μελωδικότητα γνωστών αρχαίων συγγραφέων, αλλά η συγγραφή δεν ακολουθεί τους κανόνες των φιλολόγων. Αισθάνομαι ότι χρωστώ πολλά στους αγαπημένους μου συνθέτες, είναι πιο γενναιόδωροι από τους λογοτέχνες – γενναιόδωρους βέβαια τους κάνει η φύση της τέχνης τους. Και το εξηγώ: δεν είναι η λογοτεχνία, αλλά η μουσική που μας βοηθά όταν έχουμε ανάγκη. Χάνουμε π.χ. τη δουλειά μας, ποιος έχει το σθένος και το καθαρό μυαλό να διαβάσει Τζαίημς Τζόυς;

δεν είναι η λογοτεχνία, αλλά η μουσική που μας βοηθά όταν έχουμε ανάγκη. Χάνουμε π.χ. τη δουλειά μας, ποιος έχει το σθένος και το καθαρό μυαλό να διαβάσει Τζαίημς Τζόυς;

Καλά ναι, κοιτάμε τα βιβλία και λέμε «τι να μας πεις κι εσύ τώρα». Φαινόταν αυτή η αγάπη σου για τη μουσική πάντως, ξεχείλιζε από το κείμενο. Στον «Βαρθολομαίο» επίσης μου έκανε εντύπωση η σχέση σου με τον ουρανό. Ανά πάσα στιγμή διαθέταμε, ως αναγνώστες, μια περιγραφή του. Επίσης, να υποθέσω ότι δεν σε ενδιαφέρει το αστικό τοπίο ή δεν έχει τύχει να ασχοληθείς με αυτό;
Δεν το είχα προσέξει αυτό. Η αλήθεια είναι ότι στην επαρχία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το αστικό τοπίο εδώ δεν διαθέτει τον χαρακτήρα του αθηναϊκού – τις οξείες του γωνίες. Είναι χλιαρό, είναι  ήρεμο, εμπνέει περισσότερο τους λαογράφους και τους μελετητές της τοπικής ιστορίας, η οποία συνήθως είναι ασήμαντη.

Την προηγούμενη φορά μού είπες ότι ετοιμάζεις κάτι καινούργιο. Μίλα μου γι’ αυτό λίγο πιο αναλυτικά.
Πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Ποταμός η σάτιρα «Ζαχαρίας Σκριπ»: Ένας υπερήρωας σκάει μύτη στον Βόλο το 1914 και  πιάνει δουλειά, έχει να μοιράσει φάπες σε ουκ ολίγους. Χρονιά δημοτικών εκλογών η φετινή, άλλωστε. Επιπλέον, έχουμε κι ένα μεγάλο θέμα στον Βόλο, την καύση σκουπιδιών από την  τοπική τσιμεντοβιομηχανία. Έχουν γίνει συλλαλητήρια, υπάρχουν αντιδράσεις, το αποτέλεσμα όμως μηδέν. Κι αυτό, δυστυχώς, δύσκολα θα αλλάξει. Μα το να σιωπάς είναι σαν να αποδέχεσαι μια κατάσταση. Γι` αυτό και ξέσπασα με τη σάτιρα, παρότι η κοινωνία και η λογοτεχνία έχουν πάρει διαζύγιο προ πολλού. Ελπίζω πάντως ότι το βιβλίο θα διαβαστεί.

Ο ρεαλισμός, είπαμε, έχει γεράσει. Δεν θυμάμαι καλά, αλλά έχω την αίσθηση ότι στην παρουσίαση του «Βαρθολομαίου», όταν σχολιάστηκαν τα μη ρεαλιστικά στοιχεία του βιβλίου ως μαγικός ρεαλισμός, είπες ότι ούτε και με αυτόν έχεις ιδιαίτερη σχέση.
Δεν διαβάζω λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, ή μάλλον όσο θα ήθελα. Αυτό που μου διδάξαν οι αγαπημένοι μου ζωγράφοι είναι ότι τα κόκκινα δέντρα έχουν, κάποιες φορές, περισσότερη ομορφιά.

Ποίηση και διηγήματα. Μικρή φόρμα γενικά. Και για να είμαι ειλικρινής, τα συντομότερα διηγήματα του «Βαρθολομαίου» μού άρεσαν περισσότερο από τα πολυσέλιδα.
Προσπαθώ να μη γράφω με κλεψύδρα. Κάποιοι είπαν ότι τα μικρότερα είναι συμπυκνωμένα – ίσως να είναι. Προσπαθώ να απλώνομαι όσο μου το επιτρέπει το θέμα. Στην «Εξαφάνιση του καθηγητή Μαγιοράνα» ήθελα να περιγράψω τις διάφορες φάσεις αλλοτρίωσης του ήρωα, που από δημοσιογράφος – ντετέκτιβ μεταμορφώνεται σε κομφορμιστή ξενοδόχο. Όπως καταλαβαίνεις, ήθελα σελίδες εδώ, μεγαλύτερο σεντόνι και περισσότερες λυχνίες.

Νομίζω ότι ο στίχος από τη Γάτα της Τάι Πεχ  «Άνθρωποι που δεν ξερουν πώς ν’ αγαπηθούν» συνομιλεί με τη φράση «Αχ, σ’ αυτό το σπίτι ξέρουν όλοι ν’ αγαπούν, μα δεν λένε να μάθουν την τέχνη τού ν’ αγαπιούνται» του Stephan Hessel, από το «Απόκρυφο Βερολίνο».
Αν με ανάγκαζες να θυμηθώ γιατί έγραψα αυτόν τον στίχο, θα μ` έφερνες σε αμηχανία – πιο εύκολο είναι να αναλύσω τον γερμανό συγγραφέα. Στα ποιήματά μου δεν το σκεφτόμουν πολύ. Απλώς κατέγραφα. Δεν μιλώ για κάτι εφήμερο, αλλά για το αστραπιαίο που χρειάζεται η ποίηση ως οξυγόνο. Η ποίηση πρέπει να είναι άνθρωποι που συνεννοούνται με τα μάτια. Δηλαδή δίχως εξηγήσεις.

Η γενιά η δικιά σας από συγγραφείς και ποιητές έχει ακούσει πολλά, έχει διαβαστεί λίγο και αντιμετωπίζεται με δισταγμό νομίζω.
Έχω την εντύπωση ότι η γενιά μου ακούγεται αρκετά. Ότι την αντιμετωπίζουν με δισταγμό, είναι αναμενόμενο. Οι αναγνώστες αισθάνονται πιο ασφαλείς με συγγραφείς εγνωσμένης αξίας. Είναι χαραγμένο αυτό στο DNA τους. Τους λείπει η τόλμη. Σκέφτομαι ότι  τελικά δίνουμε μεγάλη εξουσία στον χρόνο, να μιλήσει αυτός για λογαριασμό μας – άλλωστε θα συμπεριφερθεί με περισσότερη δικαιοσύνη ∴

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Η Ναταλί Φύτρου γεννήθηκε το 1989 στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά.Από μικρή της άρεσε να ακούει και να διηγειται ιστορίες. To 2016 μετέφρασε ένα διήγημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο και το έστειλε στον καθηγητή Ισπανικών της. Διατηρεί το μπλογκ universo2666.blogspot.com