ΤΟ ΘΗΡΙΟ

 

Η «Αστραπή» είναι ο τίτλος ενός φορητού φωτογραφείου, το οποίον αυτάς τας ημέρας της επιστρατεύσεως κάμνει χρυσές δουλειές. Εις το χαρτί, όπου προσκολλώνται τα φωτογραφικά αποτυπώματα, υπάρχει χρυσοίς γράμμασιν η πληροφορία ότι η «Αστραπή» είναι φωτογραφείον της Βασιλικής Αυλής, αυτό όμως δεν εμποδίζει τον ιδιοκτήτην να φορτώνεται ολόκληρον την εγκατάστασιν των καλλιτεχνικών του ατελιέ επί των ώμων και να περιέρχεται τας συνοικίας της πόλεως, όπου έχουν επιταχθή σχολεία και οικήματα προς στρατιωτισμόν των επιστράτων. Ένας γλυκομίλητος γεροντάκος, καθυστερήσαν, ως φαίνεται, επιχειρηματικόν δαιμόνιον, είναι ο ιδιοκτήτης του φωτογραφείου, αποτελούμενου από ένα ξεχαρβαλωμένον τρίποδα καπελωμένον με το κουτί της μηχανής, χωρίς καμμίαν άλλην επιβάρυνσιν του σβέρκου του όπου στηρίζεται ολόκληρον το κατάστημα. Η εμφάνισις του φωτογράφου εις τα περίχωρα των στρατώνων προξενεί τόσην συγκίνησιν, όσην θα εδοκίμαζον οι φαντάροι επί τω καταυλισμώ παρά το πλευρόν των ενός παρθεναγωγείου. Καθρεφτάκια εξάγονται από την τσέπην του αμπέχονου, τσατσάρες μικρούτσικες διαγράφουν όλα τα γεωμετρικά σχήματα επάνω εις τα μαλλιά, τα δάκτυλα παίζουν το ρόλον πυρωμένης μασίας εις τα άκρα του μύστακος και από κάποιον ασφαλές μέρος εξάγονται οι πεντάρες και καταμετρώνται, δια να εξακριβωθή αν εξικνούνται εις το επιθυμητόν ποσόν των τριάντα λεπτών. Αυτή είναι η αμοιβή του καλλιτέχνου, πολύ μετριόφρονος, ως βλέπετε, εις την παροχήν της εργασίας του. Να ο πρώτος στρατιώτης, ένας μακρύς και ξερός σαν κορμός δένδρου χωρίς κλαδιά, που έλαβε την πόζαν του προ του φωτογραφικού φακού. Ως φόντο χρησιμεύει ένας μανδρότοιχος με την γνωστήν απειλητικήν επιγραφήν. Όλα τα κουρελόπαιδα της συνοικίας έχουν επιπέσει, καθώς οι μύγες, εις το ανέλπιστον θέαμα. Ο καλλιτέχνης πλησιάζει και τακτοποιεί τα μέλη του ινδάλματος, το οποίον είναι έτοιμον να λιποθυμήση από την ταραχήν που αισθάνεται. Όλος ο στρατών έχει κουβαληθή εκεί γύρω, και ο καθείς συνάδελφος τον λιθοβολεί με ένα πείραγμα. Ήνοιξαν και τα παράθυρα των απέναντι σπιτιών και από κάποιον εξώστη ηκούσθησαν ασυγκράτητα γυναικεία γέλια. Ο μακρύς και ξερός στρατιώτης είναι έτοιμος να τσακισθή σαν κορμός δένδρου, τον οποίον κτυπούν με τον πέλεκυν. Εννοεί ότι γελούν μαζί του, αλλά δεν ειμπορεί να κάμη βήμα από την θέσιν του. Κάτι περιστρέφεται βουίζον γύρω από τα μάτια του. Τα πόδια του έγιναν βαρειά σαν από σιδερο.

– Κύτταξε, κυρ φωτογράφε να μη μου στραβώσης τη μύτη.
– Να τον κάνης ασίκη, γιατί θα τον παρατήση η αρραβωνιαστικιά του.

Τα κουρελόπαιδα της συνοικίας ούρλιασαν εις το αστείον και τα ανδρικά γέλια των στρατιωτών έπεσαν γύρω του σαν οβίδες. Λίγο ακόμη και θα εσωριάζετο το κάθιδρον πρόσωπον. Εις διάστημα δύο λεπτών, ο καλλιτέχνης, έβγαλε την φωτογραφίαν του, τον φιλήσυχον εαυτόν του, με κουστούμι Άρεως των μαχών. Σε λίγο, μαζί με το γράμμα θα ενεκλείετο και η φωτογραφία εις τον φάκελον και η Κατίνα, που θα την ελάμβανεν εις το ήρεμον και εργατικό χωριουδάκι, θα έβλεπεν, ότι ο Νιόνιος της είναι το θηρίο του ελληνικού στρατού.

Π. Ροδοκανάκης

(Έθνος, 2 Οκτώβρη 1915)

 

Επιστροφή στα αθησαύριστα κείμενα του Ροδοκανάκη